Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Έρχονται στο κρεβάτι μου δίπλα Σκιές με τ’ αποστεωμένα χαρακτηριστικά τους και την εύλογη απόγνωση, με τ’ αδιέξοδα και τη θλιβερή βία στα βουλιαγμένα τους μάτια.
Αυτοί που σκαρφάλωσαν απ’ της Φυλακής τα σίδερα για να αιχμαλωτίσουν τη Χίμαιρα απ΄ τα ευτελή ανταλλάγματά της. Και γίναν ήρωες μέσα στην αποκλήρωσή τους. Και γίναν λάβαρα μέσα στ’ άτυπα συμπτώματά τους. Και γίναν πρόπλασμα μέσα στην εναρμονισμένη κώφευση του περιρρέοντος αυτισμού.
Έλενα Φρατζή και το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτους της στο απέραντο φανταχτερό μιας Κοινωνίας σάπιας που ανυψώνει τους Ιησουίτες καταποντίζοντας τις αγαθές προθέσεις της δήλωσης υπέρ της ανυπαρξίας των προσευχηταριών.
Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος κι η γραμμική αφήγηση της πρόγνωσης της φονικής υποθήκευσης του μέλλοντός του υπό τα απαθή βλέμματα μιας Πολιτείας εν αποσυνθέσει.
Αχέντ Ταμίμι κι η χρονικογραφία της προβλεπόμενης υπαγωγής της σε δρώμενο εικαστικό υπό την παχυδερμία μιας Επικαιρότητας που νοιάζεται για την ακροαματικότητα και τα κάλπικα χαρτονομίσματά της.
Βαγγέλης Γιακουμάκης κι η διεκτραγώδηση της αυτοεκπληρούμενης προφητείας ενός Κόσμου με τα αιχμηρά αντικείμενά του που αρμενίζει την ένδειά του στον παραγωγικό μηχανισμό της Συνέργειας.
Δεν χρειάζεται πια να κάνω βόλτα στο κέντρο του άστεως ή κάτω απ’ τις γέφυρες ή πίσω απ’ τα κάργκο λιμανιών κι αεροδρομίων. Δεν χρειάζεται να ταξιδέψω πια στα γκέτο της Αμερικής, στα κλέφτικα ταμπούρια της Ασίας, στα εργασιακά κλουβιά της Αφρικής.
Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!
Κι έρχονται Μόνοι τους.
Όλοι κι άλλοι πολλοί ακόμη, έρχονται τα βράδια με τις μυστικές τους εξομολογήσεις και μιλούν για ένα κατάστρωμα στοιχειωμένο από ουρλιαχτά σιωπηλά, και βρίζουν τη στρατηγική της γυρισμένης πλάτης, και απ’ τα ρούχα τους κρέμονται καπότες με σπέρματα ψυχολογικού συμπεριφορισμού, κι απ’ το στόμα τους τρέχουν σάλια κριτηρίων σωφρονισμού, κι οι μύτες τους στάζουν μύξες νομικών θεσμών υπακοής.
Με φωνή βραχνιασμένη εκστομίζουν πως «πέθαναν από φυλακή» κατά την εμπλοκή του Πανεπιστημίου Μακγκίλ στα πειράματα της CIA για την οικοδόμηση της καινούριας προσωπικότητας. Με βλέμμα που σπινθηρίζει καταδεικνύουν το λάδι που έριξε ο Διαφωτισμός, ώστε με τη συνειδητοποίηση της Ελευθερίας να γίνει απολύτως και ταυτόχρονα εύληπτο το «Πανοπτικόν» της πειθαρχίας. Με αίμα παγωμένο σιχτιρίζουν τον Γιούεν Κάμερον, που ζύμωσε το ψωμί στην κολυμβήθρα της γέννησης του «Καταστατικού Ψυχικών Διαταραχών». Με ουλές μελανιασμένες καταψηφίζουν τον Θετικισμό, που επιστημοποίησε την παραβατικότητα κραδαίνοντας τα πρόστυχα σχόλιά του στην αναγωγή βιολογικών-ψυχολογικών-κοινωνιολογικών παραγόντων. Με τραυματισμένο αλφαβητάρι αποδοκιμάζουν τον «ψευτό-προοδευτικό Σοσιαλισμό» που έδεσε πολλούς κορμούς δέντρων μαζί με κάβους χοντρούς πάνω στη «σύγχρονη κουλτούρα έκτακτων μέτρων».
Επικηρυγμένη η προσγείωσή τους κι ανώμαλη πάνω σε μια σκοτία παραμορφωμένη π’ ανήγγειλε διάλογο μαζί τους, ισότιμο επιφανειακά αλλά κι εσκεμμένα διαστρεβλωμένο.
Τα ρούχα τους σαπουνισμένα, καθώς της απομόνωσης η γεύση τους κοίμιζε σε κρεβάτι με παραπέτια μην «πέσουν» κι επέμενε να τους μάθει να πιπιλούν το δάχτυλο κάθε που έκλαιγαν, επειδή δεν είχε για να τους ακούσει χρόνο.
Η ερημιά τους παγιδευμένη σ’ ένα σχολείο γεμάτο κάγκελα. Δάσκαλοι χώναν στο στόμα ορθοφροσύνη άχρηστη με τη χοντρή της βαθμολογίας τους βέργα. Τρέχαν αίμα στιλπνό τα χείλη στην απελπισμένη τους διαδρομή να διαπράξουν όλες τις απαγορευμένες πράξεις δίχως να συλληφθούν.
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Πως να υποφέρεις τους ανούσιους λυρισμούς. Οι κορυβαντισμοί γράφονται απ’ τους μη βασανισμένους, που χαϊδεύουν από συνήθεια τα κοσμήματά τους.
Πως ν’ αντέξεις τους κινηματικούς με τις παιδαγωγούς για την ανατροφή των παιδιών τους και τις παραδουλεύτρες για το νοικοκυριό. Η βακχεία τελείται απ’ τους κρατούμενους της υποκρισίας.
Πως να υπομείνεις τα ξένα όνειρα π’ εκστασιάζονται απ’ την υποχρεωτική συμμόρφωση και την διαρκή επιτήρηση με «ελαστικότερες συνθήκες»! Σαν μια κατάκτηση πρωταθλήματος που προκαλεί διονυσιασμούς στα πλήθη των οπαδών.
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!
Κι έρχονται Μόνοι τους.
Η «κοινότητά τους» είδε τον Πατέρα να ξυλοφορτώνει τη Μάνα κι ύστερα να την πετά στο δρόμο τη Νύχτα, μια Νύχτα με τους πολύπλοκους σαρκασμούς της να στρίβουν σταυρούς στην ήβη της, ώσπου να πληγιάζει και το αίμα να βάφει την άσφαλτο.
Έρχονται απ’ τους δρόμους του τσαγιού και των δακρύων. Έχουν ενωτιστεί τ’ αλαργινό και τ’ άγνωστο. Έχουν ανασύρει το πτώμα τους απ’ τους τάφους ενός Συστήματος π’ υποχρεώνει σε ένταξη δια της απειλής μιας Φυλακής και δια της ποινής μιας φύτρας τσακισμένου ονείρου. Κι οι καθηγητάδες να δικαιολογούν το μεροκάματο δια της εισηγήσεως Νόμων αντιτρομοκρατικών. Κι οι Κυβερνήσεις να εκσυγχρονίζονται δια της ανοχής των νταβατζήδων τους.
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!
Κι έρχονται Μόνοι τους.
Με το παράπονο του Pasolini στη γλώσσα, αφού ο Μάης τούτος βρωμάει. Οι άνθρωποι συγκρούονται κι αψιμαχούν. Κι η τέφρα σκορπίζει τη μονοτονία των όπλων.
Αντιμέτωποι με το οπλοστάσιο της νόμιμης βίας και τα βιό-πολιτικά συμφραζόμενά της, με τις φιλανθρωπικές εκστρατείες υπέρ όσων είχαν καταστεί «ελεύθεροι» νομικά αλλά «αναγκασμένοι» οικονομικά να μεταβιβάζουν τη δύναμής τους σε μεταπράτες.
Άλλωστε η γραφειοκρατία ένα μάτι του Μεγάλου Αδερφού, που προεξοφλεί την «ειρηνευτική» επέμβαση της Δικαιοσύνης, μιας Δικαιοσύνης π’ υποζύγιο στέκει ξεκάθαρο στην «Αυτοκρατορία» του Νέγκρι.
Κάποιοι γράφουν για τον επικείμενο Πόλεμο. Κάποιοι γράφουν στίχους για την ανεμοθύελλα και το φύτρωμα των σπόρων. Κάποιοι γράφουν για την αλληλεγγύη που θεριεύει τελευταία παραδόξως με τον αντιπόδειο επιπολασμό της ρουφιανιάς και της αδιαφορίας.
Φωτογραφίζουν τον άστεγο, χωρίς να έχουν υπάρξει Άστεγοι…
Γνωστοποιούν την κατάντια, αφού την έχουν ήδη με τη στάση τους παράξει…
Λυπούνται την ορφάνια, αφού τη διαιωνίζουν στην καθημερινότητα…
Εκπορεύονται απ’ της Ηθικής τη ζέση, αφού βιάζουν τη Γυναίκα πάνω στο Σταυρό και ρίχνουν στα μπουντρούμια τ’ ανήλικα και μετακομίζουν την απολυτότητα της Εξουσίας από ρετιρέ σε ρετιρέ και τους «περιθωριακούς» από κατακόμβη σε κατακόμβη…
Οι Αρχές:
Λεφούσια οι Τσέτες, εμπορεύονται όλοι κάτι, ένα απ’ τα πολλά ιμάτιά τους μα κανένα επικάλυμμα δεν μπορεί αν σώσει ΚΑΝΕΝΑΝ.
Κι όταν λύνονται τα σχοινιά κι απ’ το κρεβάτι σηκώνομαι παραζαλισμένη και πιάνω το μολύβι και γράφω ασυναρτησίες, είναι όλοι τους εκεί στα σύννεφα συναγμένοι να μου ζητούν καθαρό διαβατήριο κι ίσως μία πλαστή ταυτότητα. Όλοι εκεί συναγμένοι να θρηνούν την τελειοποίηση του ανθρώπου μέσα στο παχυλό πορτοφόλι-στο λυγμικό του κύρος-στους πασσάλους της κυβερνητικής πειθαρχικότητας.
Κι ακούω την έκρηξη απ’ τη βόμβα έξω απ’ τα Κυβερνεία με τα παγκάρια, έξω απ’ τα Σωφρονιστήρια με τα κιβώτια περίθαλψης και συντάξεων, έξω απ’ τα Επιτελεία με τις θυρίδες διαλυμένων κεφαλών.
Ίσως να εκτελούσα κι εγώ μια φάρσα μέσα στην αποφορά των ουρητηρίων και τη δυσωδία των αφεδρώνων.
Ίσως να σηκωνόμουν ενίοτε απ’ την οσμή του ματωμένου σεντονιού.
Ίσως να κατασκήνωνε ενίοτε ο Φόβος πάνω στην ιεροδουλία της εξόντωσης.
Πάντως κάθε φορά που στέκω άγρυπνη τα βράδια, δεμένη στο κρεβάτι, αφουγκράζομαι τον θυμό μου κι ολισθαίνω στην τσιμεντένια θολότητα.
Κάθε φορά που στέκω άγρυπνη τα βράδια, δεμένη στο κρεβάτι
Ακονίζω τα μαχαίρια μου
Στρίβω τους καπνούς μου
Και προσαρμόζω τους λεπτοδείκτες μου στους συγκάτοικους απ’ το Υπερπέραν…
Σήμερα ξύπνησα με διάθεση, ν’ αποκολληθώ απ’ το γιγάντιο πέτρωμα∙ η διαρκής πάλη με τη βαρύτητα με κούρασε. Για ν’ αποφύγω τη βαρυτική κατάρρευση υποχρεώνομαι να εκτοξεύω το μεγαλύτερο μέρος της υπόστασής μου στο διάστημα.
Τώρα είν’ η ώρα για ελευθερία, είπα!
Όλες οιηλεκτρικές ώσεις τ’ αδιέξοδο επισημαίνουν∙ την ύπαρξή μου προς το επέκεινα να ελευθερώσω. Χωρίς φόβο, μήτε δισταγμό.Μα στα σύνορα με γύρισαν πίσω. Μες στην «ελευθερία» μου ξέχασα να πάρω: Τον Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας- Τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου – Τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης-Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου. Κι αφού έχω γεννηθεί στο εξωτερικό πρέπει να γίνει έλεγχος απ’ το Υπουργείο Δικαιοσύνης…
Την τελευταία παράγραφο την έχω ξαναγράψει…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Έρχονται στο κρεβάτι μου δίπλα Σκιές με τ’ αποστεωμένα χαρακτηριστικά τους και την εύλογη απόγνωση, με τ’ αδιέξοδα και τη θλιβερή βία στα βουλιαγμένα τους μάτια.
Αυτοί που σκαρφάλωσαν απ’ της Φυλακής τα σίδερα για να αιχμαλωτίσουν τη Χίμαιρα απ΄ τα ευτελή ανταλλάγματά της. Και γίναν ήρωες μέσα στην αποκλήρωσή τους. Και γίναν λάβαρα μέσα στ’ άτυπα συμπτώματά τους. Και γίναν πρόπλασμα μέσα στην εναρμονισμένη κώφευση του περιρρέοντος αυτισμού.
Έλενα Φρατζή και το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτους της στο απέραντο φανταχτερό μιας Κοινωνίας σάπιας που ανυψώνει τους Ιησουίτες καταποντίζοντας τις αγαθές προθέσεις της δήλωσης υπέρ της ανυπαρξίας των προσευχηταριών.
Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος κι η γραμμική αφήγηση της πρόγνωσης της φονικής υποθήκευσης του μέλλοντός του υπό τα απαθή βλέμματα μιας Πολιτείας εν αποσυνθέσει.
Αχέντ Ταμίμι κι η χρονικογραφία της προβλεπόμενης υπαγωγής της σε δρώμενο εικαστικό υπό την παχυδερμία μιας Επικαιρότητας που νοιάζεται για την ακροαματικότητα και τα κάλπικα χαρτονομίσματά της.
Βαγγέλης Γιακουμάκης κι η διεκτραγώδηση της αυτοεκπληρούμενης προφητείας ενός Κόσμου με τα αιχμηρά αντικείμενά του που αρμενίζει την ένδειά του στον παραγωγικό μηχανισμό της Συνέργειας.
Δεν χρειάζεται πια να κάνω βόλτα στο κέντρο του άστεως ή κάτω απ’ τις γέφυρες ή πίσω απ’ τα κάργκο λιμανιών κι αεροδρομίων. Δεν χρειάζεται να ταξιδέψω πια στα γκέτο της Αμερικής, στα κλέφτικα ταμπούρια της Ασίας, στα εργασιακά κλουβιά της Αφρικής.
Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!
Κι έρχονται Μόνοι τους.
Όλοι κι άλλοι πολλοί ακόμη, έρχονται τα βράδια με τις μυστικές τους εξομολογήσεις και μιλούν για ένα κατάστρωμα στοιχειωμένο από ουρλιαχτά σιωπηλά, και βρίζουν τη στρατηγική της γυρισμένης πλάτης, και απ’ τα ρούχα τους κρέμονται καπότες με σπέρματα ψυχολογικού συμπεριφορισμού, κι απ’ το στόμα τους τρέχουν σάλια κριτηρίων σωφρονισμού, κι οι μύτες τους στάζουν μύξες νομικών θεσμών υπακοής.
Με φωνή βραχνιασμένη εκστομίζουν πως «πέθαναν από φυλακή» κατά την εμπλοκή του Πανεπιστημίου Μακγκίλ στα πειράματα της CIA για την οικοδόμηση της καινούριας προσωπικότητας. Με βλέμμα που σπινθηρίζει καταδεικνύουν το λάδι που έριξε ο Διαφωτισμός, ώστε με τη συνειδητοποίηση της Ελευθερίας να γίνει απολύτως και ταυτόχρονα εύληπτο το «Πανοπτικόν» της πειθαρχίας. Με αίμα παγωμένο σιχτιρίζουν τον Γιούεν Κάμερον, που ζύμωσε το ψωμί στην κολυμβήθρα της γέννησης του «Καταστατικού Ψυχικών Διαταραχών». Με ουλές μελανιασμένες καταψηφίζουν τον Θετικισμό, που επιστημοποίησε την παραβατικότητα κραδαίνοντας τα πρόστυχα σχόλιά του στην αναγωγή βιολογικών-ψυχολογικών-κοινωνιολογικών παραγόντων. Με τραυματισμένο αλφαβητάρι αποδοκιμάζουν τον «ψευτό-προοδευτικό Σοσιαλισμό» που έδεσε πολλούς κορμούς δέντρων μαζί με κάβους χοντρούς πάνω στη «σύγχρονη κουλτούρα έκτακτων μέτρων».
Επικηρυγμένη η προσγείωσή τους κι ανώμαλη πάνω σε μια σκοτία παραμορφωμένη π’ ανήγγειλε διάλογο μαζί τους, ισότιμο επιφανειακά αλλά κι εσκεμμένα διαστρεβλωμένο.
Τα ρούχα τους σαπουνισμένα, καθώς της απομόνωσης η γεύση τους κοίμιζε σε κρεβάτι με παραπέτια μην «πέσουν» κι επέμενε να τους μάθει να πιπιλούν το δάχτυλο κάθε που έκλαιγαν, επειδή δεν είχε για να τους ακούσει χρόνο.
Η ερημιά τους παγιδευμένη σ’ ένα σχολείο γεμάτο κάγκελα. Δάσκαλοι χώναν στο στόμα ορθοφροσύνη άχρηστη με τη χοντρή της βαθμολογίας τους βέργα. Τρέχαν αίμα στιλπνό τα χείλη στην απελπισμένη τους διαδρομή να διαπράξουν όλες τις απαγορευμένες πράξεις δίχως να συλληφθούν.
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Πως να υποφέρεις τους ανούσιους λυρισμούς. Οι κορυβαντισμοί γράφονται απ’ τους μη βασανισμένους, που χαϊδεύουν από συνήθεια τα κοσμήματά τους.
Πως ν’ αντέξεις τους κινηματικούς με τις παιδαγωγούς για την ανατροφή των παιδιών τους και τις παραδουλεύτρες για το νοικοκυριό. Η βακχεία τελείται απ’ τους κρατούμενους της υποκρισίας.
Πως να υπομείνεις τα ξένα όνειρα π’ εκστασιάζονται απ’ την υποχρεωτική συμμόρφωση και την διαρκή επιτήρηση με «ελαστικότερες συνθήκες»! Σαν μια κατάκτηση πρωταθλήματος που προκαλεί διονυσιασμούς στα πλήθη των οπαδών.
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!
Κι έρχονται Μόνοι τους.
Η «κοινότητά τους» είδε τον Πατέρα να ξυλοφορτώνει τη Μάνα κι ύστερα να την πετά στο δρόμο τη Νύχτα, μια Νύχτα με τους πολύπλοκους σαρκασμούς της να στρίβουν σταυρούς στην ήβη της, ώσπου να πληγιάζει και το αίμα να βάφει την άσφαλτο.
Έρχονται απ’ τους δρόμους του τσαγιού και των δακρύων. Έχουν ενωτιστεί τ’ αλαργινό και τ’ άγνωστο. Έχουν ανασύρει το πτώμα τους απ’ τους τάφους ενός Συστήματος π’ υποχρεώνει σε ένταξη δια της απειλής μιας Φυλακής και δια της ποινής μιας φύτρας τσακισμένου ονείρου. Κι οι καθηγητάδες να δικαιολογούν το μεροκάματο δια της εισηγήσεως Νόμων αντιτρομοκρατικών. Κι οι Κυβερνήσεις να εκσυγχρονίζονται δια της ανοχής των νταβατζήδων τους.
Τα βράδια δεν κοιμάμαι!
Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!
Κι έρχονται Μόνοι τους.
Με το παράπονο του Pasolini στη γλώσσα, αφού ο Μάης τούτος βρωμάει. Οι άνθρωποι συγκρούονται κι αψιμαχούν. Κι η τέφρα σκορπίζει τη μονοτονία των όπλων.
Αντιμέτωποι με το οπλοστάσιο της νόμιμης βίας και τα βιό-πολιτικά συμφραζόμενά της, με τις φιλανθρωπικές εκστρατείες υπέρ όσων είχαν καταστεί «ελεύθεροι» νομικά αλλά «αναγκασμένοι» οικονομικά να μεταβιβάζουν τη δύναμής τους σε μεταπράτες.
Άλλωστε η γραφειοκρατία ένα μάτι του Μεγάλου Αδερφού, που προεξοφλεί την «ειρηνευτική» επέμβαση της Δικαιοσύνης, μιας Δικαιοσύνης π’ υποζύγιο στέκει ξεκάθαρο στην «Αυτοκρατορία» του Νέγκρι.
Κάποιοι γράφουν για τον επικείμενο Πόλεμο. Κάποιοι γράφουν στίχους για την ανεμοθύελλα και το φύτρωμα των σπόρων. Κάποιοι γράφουν για την αλληλεγγύη που θεριεύει τελευταία παραδόξως με τον αντιπόδειο επιπολασμό της ρουφιανιάς και της αδιαφορίας.
Φωτογραφίζουν τον άστεγο, χωρίς να έχουν υπάρξει Άστεγοι…
Γνωστοποιούν την κατάντια, αφού την έχουν ήδη με τη στάση τους παράξει…
Λυπούνται την ορφάνια, αφού τη διαιωνίζουν στην καθημερινότητα…
Εκπορεύονται απ’ της Ηθικής τη ζέση, αφού βιάζουν τη Γυναίκα πάνω στο Σταυρό και ρίχνουν στα μπουντρούμια τ’ ανήλικα και μετακομίζουν την απολυτότητα της Εξουσίας από ρετιρέ σε ρετιρέ και τους «περιθωριακούς» από κατακόμβη σε κατακόμβη…
Οι Αρχές:
- της Αστυνομίας που στήνει τα παραμάγαζα της ηρωίνης και της πορνείας.
- της επίσημης Διανόησης που φληναφεί τις θεωρίες τερματίζοντας τα εχέγγυά της στην απάλειψη πιθανοτήτων συμπλοκής της «ευαισθησίας» της.
- του ιστού που κρύβει κάτω απ’ το χαλί τα κλεμμένα χρήματα και στη βιτρίνα του την επιδίωξη του εφιάλτη.
- της διανομής που εκποιεί το κρίμα της στο μάγκωμα του Χρόνου, όπως πουλούν τη σκέψη τους οι διδάκτορες στον Πρύτανη ή ο Προϊστάμενος στον Διευθύνοντα εν μέσω παράξενων συνδυασμών διεγερτικής ματαιοδοξίας και κατασταλτικής ανάρρησης στους θώκους της καριέρας.
Λεφούσια οι Τσέτες, εμπορεύονται όλοι κάτι, ένα απ’ τα πολλά ιμάτιά τους μα κανένα επικάλυμμα δεν μπορεί αν σώσει ΚΑΝΕΝΑΝ.
Κι όταν λύνονται τα σχοινιά κι απ’ το κρεβάτι σηκώνομαι παραζαλισμένη και πιάνω το μολύβι και γράφω ασυναρτησίες, είναι όλοι τους εκεί στα σύννεφα συναγμένοι να μου ζητούν καθαρό διαβατήριο κι ίσως μία πλαστή ταυτότητα. Όλοι εκεί συναγμένοι να θρηνούν την τελειοποίηση του ανθρώπου μέσα στο παχυλό πορτοφόλι-στο λυγμικό του κύρος-στους πασσάλους της κυβερνητικής πειθαρχικότητας.
Κι ακούω την έκρηξη απ’ τη βόμβα έξω απ’ τα Κυβερνεία με τα παγκάρια, έξω απ’ τα Σωφρονιστήρια με τα κιβώτια περίθαλψης και συντάξεων, έξω απ’ τα Επιτελεία με τις θυρίδες διαλυμένων κεφαλών.
Ίσως να εκτελούσα κι εγώ μια φάρσα μέσα στην αποφορά των ουρητηρίων και τη δυσωδία των αφεδρώνων.
Ίσως να σηκωνόμουν ενίοτε απ’ την οσμή του ματωμένου σεντονιού.
Ίσως να κατασκήνωνε ενίοτε ο Φόβος πάνω στην ιεροδουλία της εξόντωσης.
Πάντως κάθε φορά που στέκω άγρυπνη τα βράδια, δεμένη στο κρεβάτι, αφουγκράζομαι τον θυμό μου κι ολισθαίνω στην τσιμεντένια θολότητα.
Κάθε φορά που στέκω άγρυπνη τα βράδια, δεμένη στο κρεβάτι
Ακονίζω τα μαχαίρια μου
Στρίβω τους καπνούς μου
Και προσαρμόζω τους λεπτοδείκτες μου στους συγκάτοικους απ’ το Υπερπέραν…
Σήμερα ξύπνησα με διάθεση, ν’ αποκολληθώ απ’ το γιγάντιο πέτρωμα∙ η διαρκής πάλη με τη βαρύτητα με κούρασε. Για ν’ αποφύγω τη βαρυτική κατάρρευση υποχρεώνομαι να εκτοξεύω το μεγαλύτερο μέρος της υπόστασής μου στο διάστημα.
Τώρα είν’ η ώρα για ελευθερία, είπα!
Όλες οιηλεκτρικές ώσεις τ’ αδιέξοδο επισημαίνουν∙ την ύπαρξή μου προς το επέκεινα να ελευθερώσω. Χωρίς φόβο, μήτε δισταγμό.Μα στα σύνορα με γύρισαν πίσω. Μες στην «ελευθερία» μου ξέχασα να πάρω: Τον Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας- Τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου – Τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης-Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου. Κι αφού έχω γεννηθεί στο εξωτερικό πρέπει να γίνει έλεγχος απ’ το Υπουργείο Δικαιοσύνης…
Την τελευταία παράγραφο την έχω ξαναγράψει…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου