Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Γράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο δοκίμιό του με τίτλο «Ur–Fascism» πως, «το φασιστικό παιχνίδι μπορεί να παίξει σε πολλές μορφές και το όνομα του παιχνιδιού δεν αλλάζει», καθώς αναπτύσσει τα 14 χαρακτηριστικά του φασισμού που, αν και πολλά απ’ αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους, όπως λέει, «αρκεί ένα από αυτά για να επιτρέψει στον φασισμό να εξαπλωθεί γύρω του».
Αναζητώντας συσχετίσεις ανάμεσα στον φασισμό –με βάση αυτά τα 14 πιθανά χαρακτηριστικά που ορίζει ο Έκο– και στον παγκοσμιοποιητικό νεοφιλελευθερισμό των αγορών, μπορούμε εξαρχής να εντοπίσουμε 7 κριτήρια που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση:
1. Ο «φασισμός λατρεύει την παράδοση».
2. «Απορρίπτει τον μοντερνισμό», όπως ακριβώς και ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά από την ανάποδη. Ο νεοφιλελευθερισμός λατρεύει τον μοντερνισμό, ειδικά στα πεδία της εργασίας, των ατομικών δικαιωμάτων κλ.π. Αλλά απεχθάνεται την παράδοση, πάλι ειδικά στα πεδία της εργασίας, των συλλογικών δικαιωμάτων κλ.π.
3. Στο ίδιο πλαίσιο, εκεί όπου «ο φασισμός θεωρεί τη διαφωνία ως προδοσία», ωθώντας το συλλογικό σε μια ομογενοποίηση, ο φιλελευθερισμός, αντιθέτως, λατρεύοντας τον μοντερνισμό, θεωρεί τη διάκριση ως κρίσιμο στοιχείο του και επαινεί την ατομική διαφωνία μέχρι του σημείου του κοινωνικού διχασμού, προφανώς για να μην επιτρέψει τη συγκρότηση του ίδιου του κοινωνικού σώματος.
4. Στην ίδια κατεύθυνση, «ο φασισμός φοβάται το διαφορετικό», γι’ αυτό και η ρατσιστική ξενοφοβία του. Ενώ αντιθέτως, και πάλι, ο νεοφιλελευθερισμός λατρεύει το διαφορετικό, αρκεί αυτό να συγκροτείται και μόνον στο ατομικό-δικαιωματικό επίπεδο. Γι’ αυτό ακριβώς, και σε πλήρη αντίθεση με τον φασιστικό σωβινισμό «που περιφρονεί τις γυναίκες και καταδικάζει τις μη συνηθισμένες σεξουαλικές συμπεριφορές», ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται, εντελώς, στον αντίποδα.
5. Άλλο τόσο, σε αντίθεση με τον φασισμό, ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται την κοινωνική απογοήτευση, στην οποία κατά βάσιν προσφεύγει ο φασισμός για να αναπτυχθεί. Ο νεοφιλελευθερισμός βλέπει την κοινωνική απογοήτευση ως μια νοσηρή καταθλιπτική στάση, που χρήζει ψυχοθεραπείας σε ατομικό επίπεδο.
6. Ακόμη, σε αντίθεση με τον φασισμό, ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται του ήρωες και όλους αυτούς που «λατρεύουν τον θάνατο», ιδιαίτερα μάλιστα όταν βρεθούν μπροστά στο δίλημμα «ελευθερία ή θάνατος». Αντί για τέτοια ανορθολογικά διλήμματα και «τσάμπα μαγκιές», είναι πάντα καλύτερο να ξεκινήσει κανείς μια start-up.
7. Και τέλος, ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται τον λαϊκισμό και ιδιαίτερα ό,τι μπορεί να παρουσιάζεται ως «η φωνή του λαού» και την συναισθηματική ανταπόκριση των πολιτών σε αυτόν, σε αντίθεση με ό,τι κάνει και φροντίζει να καλλιεργεί ο φασισμός.
Εντούτοις, ενόσω σε αυτά τα 7 πιθανά χαρακτηριστικά του φασισμού ο νεοφιλελευθερισμός μοιάζει να τοποθετείται διαμετρικά αντίθετα και να φαντάζει ως «αντιφασισμός», στα υπόλοιπα 7 χαρακτηριστικά φαίνεται να υπάρχει μεγάλη ταύτιση. Ειδικότερα, και πάλι με όσα ορίζει ο Ουμπέρτο Έκο, ο νεοφιλελευθερισμός, όπως ακριβώς και ο φασισμός:
1. «Λατρεύει τη δράση για χάρη της δράσης» ιδιαίτερα την επιχειρηματική ή την παγκοσμιοποιητική.
2. Εμμένει, ψυχαναγκαστικά, στο χρηματοοικονομικό του σενάριο, θέτοντας τους οπαδούς του υπό την οιονεί πολιορκία της φτωχοποίησης,
με τον ίδιο τρόπο που και «ο φασισμός εμμένει στην δικιά του πλοκή της ιστορίας», θέτοντας τους δικούς του οπαδούς υπό την πολιορκία του «ξένου».
3. «Μετατοπίζει συνέχεια την ρητορική του», ώστε ο «εχθρός» να είναι είτε «ο κυρίαρχος λαός που δημοκρατικά συμφωνεί μαζί του», είτε ο «απαράδεκτος εθνολαϊκισμός ενός αδύναμου όχλου».
4. «Απεχθάνεται τους αδύναμους», που είναι ατομικά υπεύθυνοι και ένοχοι για την κατάστασή τους, επιβεβαιώνοντας έτσι τον «ελιτισμό ως την τυπική έκφραση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Έκο στο παραπάνω δοκίμιό του για τον φασισμό.
5. Λατρεύει τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, την ανειρήνευτη σύγκρουση με τον ανταγωνιστή Άλλον, όπως ακριβώς «ο φασισμός ορίζει τον πασιφισμό ως προδοσία» και θεωρεί «ότι ζούμε για να αγωνιζόμαστε» και όχι για να ζούμε.
6. «Χρησιμοποιεί νεολογισμούς», πάντα «με ένα φτωχό λεξιλόγιο και με στοιχειώδη σύνταξη για να περιορίσει τα μέσα για έναν σύνθετο και κριτικό συλλογισμό», ξεκινώντας από την ίδια την έννοια του «νεοφιλελευθερισμού» μέχρι και τη σύγχρονη «βιομηχανία» αλλοίωσης των εννοιών και των λέξεων ή την σύνταξη των φράσεων κατά βάσιν σε παθητική φωνή, χωρίς ποτέ να αναφέρεται το ποιητικό αίτιο/πολιτικό υποκείμενο-σύστημα που έχει την ευθύνη, εκτός βέβαια αν αυτό είναι ο «λαός και οι αδυναμίες του».
Με τον τρόπο αυτό, ο νεοφιλελευθερισμός ορίζεται ως το αντίθετο του φασισμού, ενώ δεν είναι παρά μια ανεστραμμένη του αντανάκλαση. Έτσι, ενώ μοιάζει να αντιστρατεύεται τον φασισμό, στην ουσία όχι μόνον τον προκαλεί με τις πολιτικές του, αλλά και υιοθετεί μερικά κύρια χαρακτηριστικά του, ώστε αποτελεί και ο ίδιος μέρος του φασιστικού παιχνιδιού που καταγγέλλει. Πολύ περισσότερο επικίνδυνα βέβαια, καθώς ενώ ορίζει τον ακροδεξιό φασισμό ως κοινωνικό μπαμπούλα προς αποτροπή, από την άλλη έχει ήδη εισάγει τον φασισμό στο κοινωνικό σώμα. Ως εκ τούτου η κοινωνία, με τα όποια αντιφασιστικά ανακλαστικά της, μένει μετέωρη να αντιμάχεται ή και να σκιαμαχεί με ακροδεξιά γκρουπούσκουλα που απειλούν να αλώσουν την κοινωνία ή την πολιτική, την ίδια στιγμή που αυτή έχει ήδη κυριαρχηθεί από τον φασισμό του νεοφιλελευθερισμού.
Με άλλα λόγια, σ’ αυτό το «αλληλοτροφοδοτικό ολοκληρωτικό δίδυμο», ο νεοφιλευθερισμός επιτίθεται στην κοινωνία προκαλώντας τον φασισμό και στην συνέχεια ο φασισμός οργισμένος αντεπιτίθεται και, με τη σειρά του, προκαλεί συμπάθεια στον νεοφιλελευθερισμό. Το παράδειγμα Λεπέν-Μακρόν είναι μόνο ένα από τα πολλά του σχετικού μοντέλου. Μέσα από τη θυματοποίησή του ο νεοφιλελευθερισμός ισχυροποιείται, με τον ίδιο τρόπο που ο φασισμός εκτρέφεται από την κοινωνική θυματοποίηση και οργή που παράγει ο νεοφιλελευθερισμός. Σε ένα σπιράλ αλληλοτροφοδότησης, ο φασισμός και ο νεοφιλελευθερισμός αναπτύσσονται διαρκώς σε βάρος της ίδιας της κοινωνίας, που ταλαντεύεται αμήχανη και διχασμένη σ’ αυτό το συστημικό εκκρεμές, που όμως στο τέλος γέρνει υπέρ της πλευράς του φασισμού των αγορών. Γιατί, στον ύστερο καπιταλισμό ο συστημικός ρόλος του φασισμού δεν είναι –κατά βάσιν– να κυβερνά. Είναι να απειλεί και να επιτίθεται εναντίον της κοινωνίας και των νεοφιλελεύθερων που κυβερνούν, συνιστώντας τον χρήσιμο συστημικό «μπαμπούλα» που νομιμοποιεί τον νεοφιλελευθερισμό.
Αλλά όλοι ξέρουμε από την βιωμένη εμπειρία μας ότι το είδωλο, το καθρέφτισμα, δεν διαφέρει και πολύ από το πρωτότυπο, απλά το βλέπει κανείς από την ανάποδη πλευρά, ανεστραμμένο… κι όπως γράφει στο βιβλίο του ο μη εγκριθείς από το ευρω-ιερατείο υποψήφιος Ιταλός υπουργός οικονομικών Πάολο Σαβόνα, «η ευρωζώνη περιλαμβάνει φασισμό χωρίς δικτατορία και, από οικονομική σκοπιά, μια μορφή ναζισμού, χωρίς μιλιταρισμό». Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ελευθερία χωρίς τον άνθρωπο, όταν ο φασισμός είναι ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία.
Πηγή: e-dromos.gr
Αντώνης Ανδρουλιδάκης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Γράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο δοκίμιό του με τίτλο «Ur–Fascism» πως, «το φασιστικό παιχνίδι μπορεί να παίξει σε πολλές μορφές και το όνομα του παιχνιδιού δεν αλλάζει», καθώς αναπτύσσει τα 14 χαρακτηριστικά του φασισμού που, αν και πολλά απ’ αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους, όπως λέει, «αρκεί ένα από αυτά για να επιτρέψει στον φασισμό να εξαπλωθεί γύρω του».
Σημεία αντίθεσης
Αναζητώντας συσχετίσεις ανάμεσα στον φασισμό –με βάση αυτά τα 14 πιθανά χαρακτηριστικά που ορίζει ο Έκο– και στον παγκοσμιοποιητικό νεοφιλελευθερισμό των αγορών, μπορούμε εξαρχής να εντοπίσουμε 7 κριτήρια που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση:
1. Ο «φασισμός λατρεύει την παράδοση».
2. «Απορρίπτει τον μοντερνισμό», όπως ακριβώς και ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά από την ανάποδη. Ο νεοφιλελευθερισμός λατρεύει τον μοντερνισμό, ειδικά στα πεδία της εργασίας, των ατομικών δικαιωμάτων κλ.π. Αλλά απεχθάνεται την παράδοση, πάλι ειδικά στα πεδία της εργασίας, των συλλογικών δικαιωμάτων κλ.π.
3. Στο ίδιο πλαίσιο, εκεί όπου «ο φασισμός θεωρεί τη διαφωνία ως προδοσία», ωθώντας το συλλογικό σε μια ομογενοποίηση, ο φιλελευθερισμός, αντιθέτως, λατρεύοντας τον μοντερνισμό, θεωρεί τη διάκριση ως κρίσιμο στοιχείο του και επαινεί την ατομική διαφωνία μέχρι του σημείου του κοινωνικού διχασμού, προφανώς για να μην επιτρέψει τη συγκρότηση του ίδιου του κοινωνικού σώματος.
4. Στην ίδια κατεύθυνση, «ο φασισμός φοβάται το διαφορετικό», γι’ αυτό και η ρατσιστική ξενοφοβία του. Ενώ αντιθέτως, και πάλι, ο νεοφιλελευθερισμός λατρεύει το διαφορετικό, αρκεί αυτό να συγκροτείται και μόνον στο ατομικό-δικαιωματικό επίπεδο. Γι’ αυτό ακριβώς, και σε πλήρη αντίθεση με τον φασιστικό σωβινισμό «που περιφρονεί τις γυναίκες και καταδικάζει τις μη συνηθισμένες σεξουαλικές συμπεριφορές», ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται, εντελώς, στον αντίποδα.
5. Άλλο τόσο, σε αντίθεση με τον φασισμό, ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται την κοινωνική απογοήτευση, στην οποία κατά βάσιν προσφεύγει ο φασισμός για να αναπτυχθεί. Ο νεοφιλελευθερισμός βλέπει την κοινωνική απογοήτευση ως μια νοσηρή καταθλιπτική στάση, που χρήζει ψυχοθεραπείας σε ατομικό επίπεδο.
6. Ακόμη, σε αντίθεση με τον φασισμό, ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται του ήρωες και όλους αυτούς που «λατρεύουν τον θάνατο», ιδιαίτερα μάλιστα όταν βρεθούν μπροστά στο δίλημμα «ελευθερία ή θάνατος». Αντί για τέτοια ανορθολογικά διλήμματα και «τσάμπα μαγκιές», είναι πάντα καλύτερο να ξεκινήσει κανείς μια start-up.
7. Και τέλος, ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται τον λαϊκισμό και ιδιαίτερα ό,τι μπορεί να παρουσιάζεται ως «η φωνή του λαού» και την συναισθηματική ανταπόκριση των πολιτών σε αυτόν, σε αντίθεση με ό,τι κάνει και φροντίζει να καλλιεργεί ο φασισμός.
Σημεία ταύτισης
Εντούτοις, ενόσω σε αυτά τα 7 πιθανά χαρακτηριστικά του φασισμού ο νεοφιλελευθερισμός μοιάζει να τοποθετείται διαμετρικά αντίθετα και να φαντάζει ως «αντιφασισμός», στα υπόλοιπα 7 χαρακτηριστικά φαίνεται να υπάρχει μεγάλη ταύτιση. Ειδικότερα, και πάλι με όσα ορίζει ο Ουμπέρτο Έκο, ο νεοφιλελευθερισμός, όπως ακριβώς και ο φασισμός:
1. «Λατρεύει τη δράση για χάρη της δράσης» ιδιαίτερα την επιχειρηματική ή την παγκοσμιοποιητική.
2. Εμμένει, ψυχαναγκαστικά, στο χρηματοοικονομικό του σενάριο, θέτοντας τους οπαδούς του υπό την οιονεί πολιορκία της φτωχοποίησης,
με τον ίδιο τρόπο που και «ο φασισμός εμμένει στην δικιά του πλοκή της ιστορίας», θέτοντας τους δικούς του οπαδούς υπό την πολιορκία του «ξένου».
3. «Μετατοπίζει συνέχεια την ρητορική του», ώστε ο «εχθρός» να είναι είτε «ο κυρίαρχος λαός που δημοκρατικά συμφωνεί μαζί του», είτε ο «απαράδεκτος εθνολαϊκισμός ενός αδύναμου όχλου».
4. «Απεχθάνεται τους αδύναμους», που είναι ατομικά υπεύθυνοι και ένοχοι για την κατάστασή τους, επιβεβαιώνοντας έτσι τον «ελιτισμό ως την τυπική έκφραση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Έκο στο παραπάνω δοκίμιό του για τον φασισμό.
5. Λατρεύει τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, την ανειρήνευτη σύγκρουση με τον ανταγωνιστή Άλλον, όπως ακριβώς «ο φασισμός ορίζει τον πασιφισμό ως προδοσία» και θεωρεί «ότι ζούμε για να αγωνιζόμαστε» και όχι για να ζούμε.
6. «Χρησιμοποιεί νεολογισμούς», πάντα «με ένα φτωχό λεξιλόγιο και με στοιχειώδη σύνταξη για να περιορίσει τα μέσα για έναν σύνθετο και κριτικό συλλογισμό», ξεκινώντας από την ίδια την έννοια του «νεοφιλελευθερισμού» μέχρι και τη σύγχρονη «βιομηχανία» αλλοίωσης των εννοιών και των λέξεων ή την σύνταξη των φράσεων κατά βάσιν σε παθητική φωνή, χωρίς ποτέ να αναφέρεται το ποιητικό αίτιο/πολιτικό υποκείμενο-σύστημα που έχει την ευθύνη, εκτός βέβαια αν αυτό είναι ο «λαός και οι αδυναμίες του».
Η αλληλοτροφοδότηση
Με τον τρόπο αυτό, ο νεοφιλελευθερισμός ορίζεται ως το αντίθετο του φασισμού, ενώ δεν είναι παρά μια ανεστραμμένη του αντανάκλαση. Έτσι, ενώ μοιάζει να αντιστρατεύεται τον φασισμό, στην ουσία όχι μόνον τον προκαλεί με τις πολιτικές του, αλλά και υιοθετεί μερικά κύρια χαρακτηριστικά του, ώστε αποτελεί και ο ίδιος μέρος του φασιστικού παιχνιδιού που καταγγέλλει. Πολύ περισσότερο επικίνδυνα βέβαια, καθώς ενώ ορίζει τον ακροδεξιό φασισμό ως κοινωνικό μπαμπούλα προς αποτροπή, από την άλλη έχει ήδη εισάγει τον φασισμό στο κοινωνικό σώμα. Ως εκ τούτου η κοινωνία, με τα όποια αντιφασιστικά ανακλαστικά της, μένει μετέωρη να αντιμάχεται ή και να σκιαμαχεί με ακροδεξιά γκρουπούσκουλα που απειλούν να αλώσουν την κοινωνία ή την πολιτική, την ίδια στιγμή που αυτή έχει ήδη κυριαρχηθεί από τον φασισμό του νεοφιλελευθερισμού.
Με άλλα λόγια, σ’ αυτό το «αλληλοτροφοδοτικό ολοκληρωτικό δίδυμο», ο νεοφιλευθερισμός επιτίθεται στην κοινωνία προκαλώντας τον φασισμό και στην συνέχεια ο φασισμός οργισμένος αντεπιτίθεται και, με τη σειρά του, προκαλεί συμπάθεια στον νεοφιλελευθερισμό. Το παράδειγμα Λεπέν-Μακρόν είναι μόνο ένα από τα πολλά του σχετικού μοντέλου. Μέσα από τη θυματοποίησή του ο νεοφιλελευθερισμός ισχυροποιείται, με τον ίδιο τρόπο που ο φασισμός εκτρέφεται από την κοινωνική θυματοποίηση και οργή που παράγει ο νεοφιλελευθερισμός. Σε ένα σπιράλ αλληλοτροφοδότησης, ο φασισμός και ο νεοφιλελευθερισμός αναπτύσσονται διαρκώς σε βάρος της ίδιας της κοινωνίας, που ταλαντεύεται αμήχανη και διχασμένη σ’ αυτό το συστημικό εκκρεμές, που όμως στο τέλος γέρνει υπέρ της πλευράς του φασισμού των αγορών. Γιατί, στον ύστερο καπιταλισμό ο συστημικός ρόλος του φασισμού δεν είναι –κατά βάσιν– να κυβερνά. Είναι να απειλεί και να επιτίθεται εναντίον της κοινωνίας και των νεοφιλελεύθερων που κυβερνούν, συνιστώντας τον χρήσιμο συστημικό «μπαμπούλα» που νομιμοποιεί τον νεοφιλελευθερισμό.
Αλλά όλοι ξέρουμε από την βιωμένη εμπειρία μας ότι το είδωλο, το καθρέφτισμα, δεν διαφέρει και πολύ από το πρωτότυπο, απλά το βλέπει κανείς από την ανάποδη πλευρά, ανεστραμμένο… κι όπως γράφει στο βιβλίο του ο μη εγκριθείς από το ευρω-ιερατείο υποψήφιος Ιταλός υπουργός οικονομικών Πάολο Σαβόνα, «η ευρωζώνη περιλαμβάνει φασισμό χωρίς δικτατορία και, από οικονομική σκοπιά, μια μορφή ναζισμού, χωρίς μιλιταρισμό». Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ελευθερία χωρίς τον άνθρωπο, όταν ο φασισμός είναι ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία.
Πηγή: e-dromos.gr
Αντώνης Ανδρουλιδάκης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου