Γελωτοποιός
Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι τρελός. Δεν είμαι διχασμένη προσωπικότητα ή κάτι παρόμοιο, δρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ. Είμαι απολύτως φυσιολογικός, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι.
Κι αν βρίσκομαι εδώ, μ’ ένα περίστροφο στον κρόταφο, δεν είναι παρά η εξέλιξη του παιχνιδιού.
Όλα ξεκίνησαν απ’ τις συχνές μεταθέσεις του πατέρα μου. Κάθε λίγα χρόνια αλλάζαμε τόπο διαμονής, έτσι δεν μπορούσα να έχω φίλους. Ο αδελφός μου ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος και βαριόταν να παίζει μαζί μου. Έπρεπε να παίζω μόνος.
Με τα πλεϊμομπίλ, τα τουβλάκια και τα παζλ δεν είχα ανάγκη από αντίπαλο. Όμως κάποια στιγμή ξεκίνησα να παίζω πεταλούδα ή βατραχάκια -δεν νομίζω ότι έχει επίσημο όνομα αυτό το παιχνίδι, αλλά το παίζουν όλα τα παιδιά.
Παίζεται με τα πούλια του ταβλιού. Βάζεις στη μια μεριά τα μαύρα, στην άλλη τα κόκκινα. Σκοπός σου είναι να κάνεις τα δικά σου να αναπηδήσουν απέναντι, πατώντας ‘τα με το δάκτυλο, και να καπακώσεις τα αντίπαλα.
Αφού δεν είχα συμπαίχτη έπαιζα με τον εαυτό μου. Προσπαθούσα να μην παίρνω το μέρος της μιας πλευράς, να βάζω τα δυνατά μου για να κερδίσω κι απ’ τα δύο χρώματα.
Περνούσα ατελείωτες ώρες μ’ αυτό το παιχνίδι και μπορώ να πω ότι είχα γίνει εξπέρ. Όμως στην πεταλούδα το αποτέλεσμα είχε να κάνει και με χαοτικές παραμέτρους, ήταν αδύνατο να υπολογίσεις πού ακριβώς θα πήγαινε το κάθε πούλι.
Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν έμαθα σκάκι.
Σ’ αυτό το παιχνίδι για να κερδίσεις πρέπει να είσαι πάντα τουλάχιστον μια κίνηση μπροστά απ’ τον αντίπαλο σου, να μπορείς να προβλέψεις τι θα παίξει και να ξέρεις πώς θα τον αντιμετωπίσεις.
Κι όταν παίζεις με τον εαυτό σου υπάρχει το πρόβλημα ότι πάντα ξέρεις την επόμενη κίνηση σου.
Αυτό προσπάθησα να το ξεπεράσω, στην αρχή, με διάφορα τεχνάσματα. Για παράδειγμα έπαιζα μια κίνηση κι έφευγα. Έκανα οτιδήποτε άλλο για να ξεχαστώ και αρκετή ώρα μετά πήγαινα να δω τι είχα παίξει, και πώς θα με αντιμετωπίσω. Όμως έτσι μια παρτίδα μπορεί να διαρκούσε πολλές μέρες, δεν ήταν και τόσο διασκεδαστικό. Έπρεπε, λοιπόν, να προσαρμοστώ.
Έπαιζα μια κίνηση με τα λευκά, έχοντας στο μυαλό μου όλες τις επόμενες κινήσεις, ανάλογα με το τι θα έπαιζα στα μαύρα. Μετά καθόμουν στην απέναντι πλευρά κι αντιμετώπιζα την απειλή καταστρώνοντας σχέδια. Τα οποία προσπαθούσα να αντιμετωπίσω όταν ξαναγυρνούσα στη λευκή πλευρά.
Ήταν πιο δύσκολο απ’ το να παίζεις με κάποιον άλλον. Γιατί γνώριζα όλες τις κινήσεις του αντιπάλου, του εαυτού μου, κι έπρεπε να με ξεπεράσω, μέχρι που να βρεθώ απέναντι και να με ξεπεράσω ξανά.
Μάλλον έκανα κάτι ανάλογο μ’ αυτό που κάνουν τα προγράμματα των υπολογιστών για το σκάκι, που τα βάζουν να παίζουν εκατομμύρια παρτίδες με τον εαυτό τους.
Δεν έγινα κορυφαίος σκακιστής, αλλά σίγουρα διασκέδασα στη μοναξιά μου.
Του πατέρα μου του φαινόταν περίεργο.
«Με ποιον παίζεις;» με ρώτησε ένα απόγευμα.
«Με μένα», του είπα.
Για λίγο εμφανίστηκε το τικ στο αριστερό του μάτι, αλλά έμεινε να με παρακολουθεί. Όταν έκανα ματ και ξεκίνησα να μαζεύω τα πιόνια ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.
«Ποιος κέρδισε;»
«Εγώ.»
«Ναι, αλλά έχασες.»
«Η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού, δεν είναι;»
«Θα μπορούσες να έχεις έρθει ισοπαλία.»
«Θα μπορούσε. Αλλά έπαιξα πολύ καλά.»
Το ίδιο τρόπο παιχνιδιού χρησιμοποίησα και στον αθλητισμό, αν και δεν μπορούσα να παίζω ομαδικά αθλήματα.
Προτιμούσα εκείνα όπου συναγωνιζόμουν τον εαυτό μου. Στο τρέξιμο και στην κολύμβηση, να κάνω κάθε φορά καλύτερο χρόνο απ’ την προηγούμενη. Στις ρίψεις και στα βάρη, να φτάσω πιο μακριά, να σηκώσω πιο πολλά
Κι ενώ είχα πολύ καλούς χρόνους και επιδόσεις, μου ήταν αδύνατον να πάρω μέρος σε κανονικούς αγώνες. Γιατί δεν προσπαθούσα να νικήσω τον αντίπαλο, τον πραγματικό αντίπαλο, εκείνον που έτρεχε δίπλα μου. Μόνο τον εαυτό μου, έστω για λίγα δευτερόλεπτα -κι αυτό τις περισσότερες φορές δεν ήταν αρκετό.
Όπως καταλαβαίνετε ποτέ δεν μπόρεσα να παίξω σε ομαδικά αθλήματα, αφού οι υπόλοιποι μου φαίνονταν περιττοί.
Στα μαθήματα το ίδιο. Δεν ήμουν ο καλύτερος στην τάξη, γιατί μου αρκούσε να είμαι καλύτερος από μένα. Αυτό λειτούργησε όλα τα χρόνια, πέρα απ’ τις πανελλήνιες εξετάσεις. Γιατί εκεί ανταγωνίζεσαι τους άλλους και για κατά κάποιο τρόπο για μένα δεν υπήρχαν άλλοι.
Πάντως κατάφερα να περάσω στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, χωρίς να προσπαθήσω και πολύ είναι η αλήθεια. Εκείνη την εποχή μόλις που είχα αρχίσει να μαθαίνω κιθάρα, έτσι αφιέρωσα περισσότερο χρόνο να μάθω καλύτερα -από μένα- να παίζω και να τραγουδώ.
Σαν βρέθηκα στην Αθήνα, και στη σχολή, ενήλικος πλέον, σκέφτηκα ότι μπορούσα να συνεχίσω το παιχνίδι μου με διαφορετικό τρόπο.
Υπήρχε ο εαυτός μου που σπούδαζε μακροοικονομική και λογιστικά κι ο εαυτός μου που έπαιζε μουσική. Ήθελα να δοκιμάσω ποιος απ’ τους δύο θα κέρδιζε στο παιχνίδι της ζωής: Ο σοβαρός και συνετός σπουδαστής ή ο απελευθερωμένος καλλιτέχνης;
Η τύχη με βοήθησε να διευρύνω το παιχνίδι μου. Είχα μια θέση οικότροφου στο Φούφειο Χριστιανικό Οικοτροφείο, ένα νεόδμητο κτίριο στο Μεταξουργείο, κάτω απ’ τον σταθμό Πελοποννήσου. Εκεί θα έμενε ο σπουδαστής. Παρέα με τους φοιτητές Ποιμαντικής και Θεολογίας.
Ο καλλιτέχνης έμενε στο σχεδόν κοινοβιακό σπίτι ενός φίλου στους Αμπελόκηπους. Εκεί μέσα κοιμόμασταν εκ περιτροπής γύρω στα δέκα άτομα, άλλοι φοιτητές της Καλών Τεχνών, άλλοι του Εθνικού Θεάτρου, κάποιοι αυτοδίδακτοι μουσικοί και κάνα δύο άσχετοι αναρχικοί.
Το παιχνίδι πήγαινε ως εξής: Κάποιες μέρες ήμουν ο άψογος και μελετηρός σπουδαστής, που έτρωγε μπρόκολο και κοιμόταν στις 10, αφού πρώτα έλεγε όλες τις προσευχές με τους υπόλοιπους του Φούφειου.
Κάποιες άλλες ήμουν ο τρελαμένος καλλιτέχνης που έπινε και κάπνιζε ό,τι έβρισκε, μέχρι που να λειώσει στις χορδές της κιθάρας, και να χαθεί μετά ανάμεσα σε γυναικεία κι αντρικά σώματα.
Δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο, το πρωί σπουδαστής το βράδυ καλλιτέχνης, ή τρεις μέρες έτσι και τρεις αλλιώς. Ακολουθούσα τις χαοτικές παραμέτρους της ζωής, σαν να έπαιζα πεταλούδα στο τάβλι ξανά.
Και λειτουργούσε. Ως σπουδαστής ήμουν πολύ καλός κι ως καλλιτέχνης ακόμα καλύτερος. Και τότε προσπαθούσα να γίνω καλύτερος σπουδαστής από καλλιτέχνης.
Μόνο μια φορά έτυχε να έρθουν αντιμέτωποι οι δύο κόσμοι.
Ήμουν στο παλιό εργοστάσιο της FIX και χόρευα rave, που εκείνη την εποχή ήταν της μόδας. Δεν μου άρεσε σαν μουσική, αλλά ένας απ’ το κοινόβιο με είχε ταΐσει με έκστασι, ή κάτι παρόμοιο, οπότε όλα μου φαίνονταν υπέροχα.
Καθώς χόρευα αγκαλιά με μια γκόμενα (μπορεί να ήταν και άντρας, δεν είμαι σίγουρος), με σκούντηξε κάποιος, που αμέσως τον αναγνώρισα ως συμφοιτητή.
«Εσύ εδώ;» μου είπε.
«Κι εσύ εδώ;»
«Σε είχα για πιο… Ξέρεις… Δεν περίμενα να σε βρω εδώ.»
«Ούτε κι εγώ το περίμενα.»
Ήπια λίγο νερό απ’ το μπουκάλι κι άδειασα το υπόλοιπο στο κεφάλι μου.
Τη μεθεπόμενη μέρα τον συνάντησα στη σχολή. Με πλησίασε χοροπηδώντας, αλλά εγώ τον αντιμετώπισα όπως έπρεπε, ως σπουδαστής. Προσπάθησε να μου θυμίσει τη συνάντηση στο FIX, αλλά μάλλον δεν καταλάβαινε ότι μιλούσε με κάποιον άλλο. Έπαιζα με τα λευκά πιόνια.
«Είσαι παράξενος», μου είπε κι έφυγε.
«Όλοι είμαστε», του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία.
Έτσι πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια. Μετά βγήκα στον πραγματικό κόσμο. Κι ενώ φαινόταν ότι κερδίζει ο τρελός καλλιτέχνης, σαν βρέθηκα στην Αγορά ο απόφοιτος της Διοίκησης Επιχειρήσεων έκανε ματ με μια κίνηση.
Δεν σταμάτησα να παίζω αυτό που είχα μάθει. Έπιασα δουλειά σε μια επιχείρηση ως λογιστής. Νοίκιασα ένα ωραίο διαμέρισμα στην Καλλιθέα, πήρα σκύλο, βρήκα κατάλληλη γυναίκα, έκανα κι ένα παιδί.
Αλλά υπήρχε κι ο ανταγωνιστής που σύχναζε στα άλογα, πηδιόταν όπου τύχαινε, έπινε και ξενυχτούσε. Για λίγο καιρό φαινόταν να κερδίζει ο τυχοδιώκτης, μέχρι που με βαρέθηκε η γυναίκα μου κι έφυγε με το παιδί, κι η εταιρεία με απέλυσε.
Είπα να νικήσω πάλι, και προσπάθησα καριέρα στο τραγούδι. Αλλά όλοι με βρίσκαν πολύ μεγάλο και πολύ παρακμιακό για τη μουσική. Δεν πτοήθηκα.
Ήρθα στο Άμστερνταμ, έστειλα μερικά βιογραφικά σοβαρά και επίσημα. Έγινα σίνιορ μάνατζερ στην AKSF. Και όλοι με εμπιστεύονται.
Αλλά δεν μπορούσα να τελειώσω το παιχνίδι έτσι.
Στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται η Λοριέν. Είναι έγκυος τριών μηνών στο παιδί μου. Έχουμε ήδη σκεφτεί πώς θα είναι το παιδικό δωμάτιο. Μωβ. Ούτε ροζ ούτε γαλάζιο, μωβ, είτε κορίτσι είναι είτε αγόρι. Για να μην υπάρχει θέμα επιλογής.
Έκανα μια ασφάλεια ζωής. Με ψυχομετρήσανε, μου έκαναν ιατρικές εξετάσεις, μέχρι και κωλοδάχτυλο μου έβαλαν. Όπως και να πεθάνω η Λοριέν θα πάρει αποζημίωση, το λέει το συμβόλαιο. Είμαι επιτυχημένος, είμαι υγιής, όλα πάνε καλά στη ζωή μου. Κανείς ασφαλιστής δεν μπορεί να πιστέψει ότι ρισκάρει επενδύοντας σ’ έναν μακρύ κι ανθόσπαρτο βίο του υποφαινόμενου.
Έτσι μπορώ να παίξω το ύστατο παιχνίδι με τον εαυτό μου. Πήρα στα μαύρα ένα περίστροφο Nagant. Έβαλα μια σφαίρα και γύρισα τον μύλο.
Στη ρώσικη ρουλέτα κερδίζει πάντα ένας, δεν υπάρχουν ισοπαλίες ούτε ρεβάνς. Αλλά και η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού, δεν είναι;
Άλλωστε το θέμα είναι να παίζεις.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι τρελός. Δεν είμαι διχασμένη προσωπικότητα ή κάτι παρόμοιο, δρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ. Είμαι απολύτως φυσιολογικός, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι.
Κι αν βρίσκομαι εδώ, μ’ ένα περίστροφο στον κρόταφο, δεν είναι παρά η εξέλιξη του παιχνιδιού.
~~
Όλα ξεκίνησαν απ’ τις συχνές μεταθέσεις του πατέρα μου. Κάθε λίγα χρόνια αλλάζαμε τόπο διαμονής, έτσι δεν μπορούσα να έχω φίλους. Ο αδελφός μου ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος και βαριόταν να παίζει μαζί μου. Έπρεπε να παίζω μόνος.
Με τα πλεϊμομπίλ, τα τουβλάκια και τα παζλ δεν είχα ανάγκη από αντίπαλο. Όμως κάποια στιγμή ξεκίνησα να παίζω πεταλούδα ή βατραχάκια -δεν νομίζω ότι έχει επίσημο όνομα αυτό το παιχνίδι, αλλά το παίζουν όλα τα παιδιά.
Παίζεται με τα πούλια του ταβλιού. Βάζεις στη μια μεριά τα μαύρα, στην άλλη τα κόκκινα. Σκοπός σου είναι να κάνεις τα δικά σου να αναπηδήσουν απέναντι, πατώντας ‘τα με το δάκτυλο, και να καπακώσεις τα αντίπαλα.
Αφού δεν είχα συμπαίχτη έπαιζα με τον εαυτό μου. Προσπαθούσα να μην παίρνω το μέρος της μιας πλευράς, να βάζω τα δυνατά μου για να κερδίσω κι απ’ τα δύο χρώματα.
Περνούσα ατελείωτες ώρες μ’ αυτό το παιχνίδι και μπορώ να πω ότι είχα γίνει εξπέρ. Όμως στην πεταλούδα το αποτέλεσμα είχε να κάνει και με χαοτικές παραμέτρους, ήταν αδύνατο να υπολογίσεις πού ακριβώς θα πήγαινε το κάθε πούλι.
~~
Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν έμαθα σκάκι.
Σ’ αυτό το παιχνίδι για να κερδίσεις πρέπει να είσαι πάντα τουλάχιστον μια κίνηση μπροστά απ’ τον αντίπαλο σου, να μπορείς να προβλέψεις τι θα παίξει και να ξέρεις πώς θα τον αντιμετωπίσεις.
Κι όταν παίζεις με τον εαυτό σου υπάρχει το πρόβλημα ότι πάντα ξέρεις την επόμενη κίνηση σου.
Αυτό προσπάθησα να το ξεπεράσω, στην αρχή, με διάφορα τεχνάσματα. Για παράδειγμα έπαιζα μια κίνηση κι έφευγα. Έκανα οτιδήποτε άλλο για να ξεχαστώ και αρκετή ώρα μετά πήγαινα να δω τι είχα παίξει, και πώς θα με αντιμετωπίσω. Όμως έτσι μια παρτίδα μπορεί να διαρκούσε πολλές μέρες, δεν ήταν και τόσο διασκεδαστικό. Έπρεπε, λοιπόν, να προσαρμοστώ.
Έπαιζα μια κίνηση με τα λευκά, έχοντας στο μυαλό μου όλες τις επόμενες κινήσεις, ανάλογα με το τι θα έπαιζα στα μαύρα. Μετά καθόμουν στην απέναντι πλευρά κι αντιμετώπιζα την απειλή καταστρώνοντας σχέδια. Τα οποία προσπαθούσα να αντιμετωπίσω όταν ξαναγυρνούσα στη λευκή πλευρά.
Ήταν πιο δύσκολο απ’ το να παίζεις με κάποιον άλλον. Γιατί γνώριζα όλες τις κινήσεις του αντιπάλου, του εαυτού μου, κι έπρεπε να με ξεπεράσω, μέχρι που να βρεθώ απέναντι και να με ξεπεράσω ξανά.
Μάλλον έκανα κάτι ανάλογο μ’ αυτό που κάνουν τα προγράμματα των υπολογιστών για το σκάκι, που τα βάζουν να παίζουν εκατομμύρια παρτίδες με τον εαυτό τους.
Δεν έγινα κορυφαίος σκακιστής, αλλά σίγουρα διασκέδασα στη μοναξιά μου.
Του πατέρα μου του φαινόταν περίεργο.
«Με ποιον παίζεις;» με ρώτησε ένα απόγευμα.
«Με μένα», του είπα.
Για λίγο εμφανίστηκε το τικ στο αριστερό του μάτι, αλλά έμεινε να με παρακολουθεί. Όταν έκανα ματ και ξεκίνησα να μαζεύω τα πιόνια ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.
«Ποιος κέρδισε;»
«Εγώ.»
«Ναι, αλλά έχασες.»
«Η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού, δεν είναι;»
«Θα μπορούσες να έχεις έρθει ισοπαλία.»
«Θα μπορούσε. Αλλά έπαιξα πολύ καλά.»
~~
Το ίδιο τρόπο παιχνιδιού χρησιμοποίησα και στον αθλητισμό, αν και δεν μπορούσα να παίζω ομαδικά αθλήματα.
Προτιμούσα εκείνα όπου συναγωνιζόμουν τον εαυτό μου. Στο τρέξιμο και στην κολύμβηση, να κάνω κάθε φορά καλύτερο χρόνο απ’ την προηγούμενη. Στις ρίψεις και στα βάρη, να φτάσω πιο μακριά, να σηκώσω πιο πολλά
Κι ενώ είχα πολύ καλούς χρόνους και επιδόσεις, μου ήταν αδύνατον να πάρω μέρος σε κανονικούς αγώνες. Γιατί δεν προσπαθούσα να νικήσω τον αντίπαλο, τον πραγματικό αντίπαλο, εκείνον που έτρεχε δίπλα μου. Μόνο τον εαυτό μου, έστω για λίγα δευτερόλεπτα -κι αυτό τις περισσότερες φορές δεν ήταν αρκετό.
Όπως καταλαβαίνετε ποτέ δεν μπόρεσα να παίξω σε ομαδικά αθλήματα, αφού οι υπόλοιποι μου φαίνονταν περιττοί.
~~
Στα μαθήματα το ίδιο. Δεν ήμουν ο καλύτερος στην τάξη, γιατί μου αρκούσε να είμαι καλύτερος από μένα. Αυτό λειτούργησε όλα τα χρόνια, πέρα απ’ τις πανελλήνιες εξετάσεις. Γιατί εκεί ανταγωνίζεσαι τους άλλους και για κατά κάποιο τρόπο για μένα δεν υπήρχαν άλλοι.
Πάντως κατάφερα να περάσω στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, χωρίς να προσπαθήσω και πολύ είναι η αλήθεια. Εκείνη την εποχή μόλις που είχα αρχίσει να μαθαίνω κιθάρα, έτσι αφιέρωσα περισσότερο χρόνο να μάθω καλύτερα -από μένα- να παίζω και να τραγουδώ.
~~
Σαν βρέθηκα στην Αθήνα, και στη σχολή, ενήλικος πλέον, σκέφτηκα ότι μπορούσα να συνεχίσω το παιχνίδι μου με διαφορετικό τρόπο.
Υπήρχε ο εαυτός μου που σπούδαζε μακροοικονομική και λογιστικά κι ο εαυτός μου που έπαιζε μουσική. Ήθελα να δοκιμάσω ποιος απ’ τους δύο θα κέρδιζε στο παιχνίδι της ζωής: Ο σοβαρός και συνετός σπουδαστής ή ο απελευθερωμένος καλλιτέχνης;
Η τύχη με βοήθησε να διευρύνω το παιχνίδι μου. Είχα μια θέση οικότροφου στο Φούφειο Χριστιανικό Οικοτροφείο, ένα νεόδμητο κτίριο στο Μεταξουργείο, κάτω απ’ τον σταθμό Πελοποννήσου. Εκεί θα έμενε ο σπουδαστής. Παρέα με τους φοιτητές Ποιμαντικής και Θεολογίας.
Ο καλλιτέχνης έμενε στο σχεδόν κοινοβιακό σπίτι ενός φίλου στους Αμπελόκηπους. Εκεί μέσα κοιμόμασταν εκ περιτροπής γύρω στα δέκα άτομα, άλλοι φοιτητές της Καλών Τεχνών, άλλοι του Εθνικού Θεάτρου, κάποιοι αυτοδίδακτοι μουσικοί και κάνα δύο άσχετοι αναρχικοί.
Το παιχνίδι πήγαινε ως εξής: Κάποιες μέρες ήμουν ο άψογος και μελετηρός σπουδαστής, που έτρωγε μπρόκολο και κοιμόταν στις 10, αφού πρώτα έλεγε όλες τις προσευχές με τους υπόλοιπους του Φούφειου.
Κάποιες άλλες ήμουν ο τρελαμένος καλλιτέχνης που έπινε και κάπνιζε ό,τι έβρισκε, μέχρι που να λειώσει στις χορδές της κιθάρας, και να χαθεί μετά ανάμεσα σε γυναικεία κι αντρικά σώματα.
Δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο, το πρωί σπουδαστής το βράδυ καλλιτέχνης, ή τρεις μέρες έτσι και τρεις αλλιώς. Ακολουθούσα τις χαοτικές παραμέτρους της ζωής, σαν να έπαιζα πεταλούδα στο τάβλι ξανά.
Και λειτουργούσε. Ως σπουδαστής ήμουν πολύ καλός κι ως καλλιτέχνης ακόμα καλύτερος. Και τότε προσπαθούσα να γίνω καλύτερος σπουδαστής από καλλιτέχνης.
~~
Μόνο μια φορά έτυχε να έρθουν αντιμέτωποι οι δύο κόσμοι.
Ήμουν στο παλιό εργοστάσιο της FIX και χόρευα rave, που εκείνη την εποχή ήταν της μόδας. Δεν μου άρεσε σαν μουσική, αλλά ένας απ’ το κοινόβιο με είχε ταΐσει με έκστασι, ή κάτι παρόμοιο, οπότε όλα μου φαίνονταν υπέροχα.
Καθώς χόρευα αγκαλιά με μια γκόμενα (μπορεί να ήταν και άντρας, δεν είμαι σίγουρος), με σκούντηξε κάποιος, που αμέσως τον αναγνώρισα ως συμφοιτητή.
«Εσύ εδώ;» μου είπε.
«Κι εσύ εδώ;»
«Σε είχα για πιο… Ξέρεις… Δεν περίμενα να σε βρω εδώ.»
«Ούτε κι εγώ το περίμενα.»
Ήπια λίγο νερό απ’ το μπουκάλι κι άδειασα το υπόλοιπο στο κεφάλι μου.
Τη μεθεπόμενη μέρα τον συνάντησα στη σχολή. Με πλησίασε χοροπηδώντας, αλλά εγώ τον αντιμετώπισα όπως έπρεπε, ως σπουδαστής. Προσπάθησε να μου θυμίσει τη συνάντηση στο FIX, αλλά μάλλον δεν καταλάβαινε ότι μιλούσε με κάποιον άλλο. Έπαιζα με τα λευκά πιόνια.
«Είσαι παράξενος», μου είπε κι έφυγε.
«Όλοι είμαστε», του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία.
Έτσι πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια. Μετά βγήκα στον πραγματικό κόσμο. Κι ενώ φαινόταν ότι κερδίζει ο τρελός καλλιτέχνης, σαν βρέθηκα στην Αγορά ο απόφοιτος της Διοίκησης Επιχειρήσεων έκανε ματ με μια κίνηση.
~~
Δεν σταμάτησα να παίζω αυτό που είχα μάθει. Έπιασα δουλειά σε μια επιχείρηση ως λογιστής. Νοίκιασα ένα ωραίο διαμέρισμα στην Καλλιθέα, πήρα σκύλο, βρήκα κατάλληλη γυναίκα, έκανα κι ένα παιδί.
Αλλά υπήρχε κι ο ανταγωνιστής που σύχναζε στα άλογα, πηδιόταν όπου τύχαινε, έπινε και ξενυχτούσε. Για λίγο καιρό φαινόταν να κερδίζει ο τυχοδιώκτης, μέχρι που με βαρέθηκε η γυναίκα μου κι έφυγε με το παιδί, κι η εταιρεία με απέλυσε.
Είπα να νικήσω πάλι, και προσπάθησα καριέρα στο τραγούδι. Αλλά όλοι με βρίσκαν πολύ μεγάλο και πολύ παρακμιακό για τη μουσική. Δεν πτοήθηκα.
Ήρθα στο Άμστερνταμ, έστειλα μερικά βιογραφικά σοβαρά και επίσημα. Έγινα σίνιορ μάνατζερ στην AKSF. Και όλοι με εμπιστεύονται.
~~
Αλλά δεν μπορούσα να τελειώσω το παιχνίδι έτσι.
Στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται η Λοριέν. Είναι έγκυος τριών μηνών στο παιδί μου. Έχουμε ήδη σκεφτεί πώς θα είναι το παιδικό δωμάτιο. Μωβ. Ούτε ροζ ούτε γαλάζιο, μωβ, είτε κορίτσι είναι είτε αγόρι. Για να μην υπάρχει θέμα επιλογής.
Έκανα μια ασφάλεια ζωής. Με ψυχομετρήσανε, μου έκαναν ιατρικές εξετάσεις, μέχρι και κωλοδάχτυλο μου έβαλαν. Όπως και να πεθάνω η Λοριέν θα πάρει αποζημίωση, το λέει το συμβόλαιο. Είμαι επιτυχημένος, είμαι υγιής, όλα πάνε καλά στη ζωή μου. Κανείς ασφαλιστής δεν μπορεί να πιστέψει ότι ρισκάρει επενδύοντας σ’ έναν μακρύ κι ανθόσπαρτο βίο του υποφαινόμενου.
Έτσι μπορώ να παίξω το ύστατο παιχνίδι με τον εαυτό μου. Πήρα στα μαύρα ένα περίστροφο Nagant. Έβαλα μια σφαίρα και γύρισα τον μύλο.
Στη ρώσικη ρουλέτα κερδίζει πάντα ένας, δεν υπάρχουν ισοπαλίες ούτε ρεβάνς. Αλλά και η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού, δεν είναι;
Άλλωστε το θέμα είναι να παίζεις.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου