Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Ο χορός του ήλιου

Αρχοντία Κάτσουρα

Γυναίκα μπροστά στον ήλιο που ανατέλλει (γυναίκα μπροστά στον ήλιο που δύει),1818-20, KΑΣΠΑΡ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΦΡΙΝΤΡΙΧ

Τρίτο, τέταρτο, πέμπτο πρωινό; Ούτε που θυμόταν πόσα ήταν αυτά που, ανοίγοντας τα μάτια το πρωί, θύμιζαν επιεικώς Οκτώβριο – ακόμη και στη θερμοκρασία. Δυο-τρεις φορές έλεγξε και το ημερολόγιο. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως λάθος νόμιζε ότι σε δέκα μέρες φεύγει για διακοπές στα πράσινα νερά του Ιονίου;

Οχι, δεν έκανε λάθος. Ιούνιος, στα τέλη του, επιβεβαιωμένο. Αλλά πώς να το χωνέψεις; Ωραίες οι δροσιές, ειδικά αν πρέπει να πας στη δουλειά, αλλά αυτή η βροχή ήταν αφόρητη. Δυο φορές έγινε παπί: τη μία έφυγε από το σπίτι με μια λιακάδα χαρά θεού χωρίς ομπρέλα και λίγες ώρες αργότερα, σε λιγότερο από ενάμισι λεπτό, από τον σταθμό του μετρό ώς το αυτοκίνητο, είχε βραχεί μέχρι το κόκαλο.

Την άλλη, ενώ προσπαθούσε να ανοίξει την ομπρέλα κάτω από ένα υπόστεγο, ένας μάγκας και φουριόζος οδηγός πέρασε με ταχύτητα πάνω από μια λιμνούλα στον δρόμο και την περιέλουσε, λερώνοντας και το άσπρο παντελόνι της. Μαζί της βράχηκε και μια κυρία που περίμενε εκεί μήπως σταματήσει η βροχή.

Α, και μια τρίτη φορά, που βγήκε στον δρόμο από την είσοδο της πολυκατοικίας έπειτα από έναν μεγάλο κρότο για να δει τι συμβαίνει. Τρακάρισμα ήταν, κάποιος πέρασε το STOP στη γωνία μπροστά στο σπίτι της, ερχόταν ένας άλλος από τον κεντρικό, έβρεχε κιόλας, ε, τελικά αγκαλιάστηκαν. Ευτυχώς μόνο υλικές ζημιές. Αλλά μέχρι να καταλάβει τι γίνεται, έκανε ένα ελαφρύ ντους με βροχόνερο.

Δεν άντεχε άλλο. Εκείνη μια ζωή βρεγμένη ένιωθε -με τη μεταφορική έννοια του όρου-, τις πάλευε τις βροχές και τις καταιγίδες, δεν τις φοβόταν. Κι ας μέτραγε αμυχές – κάποιες ήταν και πιο βαθιές, αργούσαν να επουλωθούν, αλλά εντάξει. Μαθήματα.

Πρέπει αυτό να ήταν το τρίτο καλοκαίρι που ο Ιούνιος ήταν κάπως φθινοπωρινός -πες το κλιματική αλλαγή, πες το ό,τι θέλεις- αλλά νισάφι πια. Φέτος, παραήταν βαρύς, παραήταν βόρειος, παραήταν θλιμμένος.

Ούτε οι προετοιμασίες για τις διακοπές βοηθούσαν, ούτε οι υποσχέσεις για ξεκούραση έφταναν, ούτε τίποτα. Είχε έναν φόβο ότι κι εκεί, στις αμμουδερές ακτές, ο ήλιος θα κρυβόταν πίσω από βροχοφόρα σύννεφα, δεν θα την έφτανε.

Και φέτος τον είχε τόσο μεγάλη ανάγκη… Κουβαλούσε μέσα της τόση παγωνιά που μόνο στο χάδι του είχε εναποθέσει την ελπίδα της. Βασιζόταν πάνω του. Ηθελε να κοιμηθεί κάτω από το φως του, με τη θερμότητά του να λιώσει τους πάγους, να μαλακώσει τον θυμό της, να επιτρέψει στους μυς της να χαλαρώσουν, να λυθούν και να μαλακώσουν, να ξεκλειδώσει τις αρθρώσεις της, το σώμα της το ίδιο πρώτα και μετά -ίσως- τη διάθεσή της.

Οχι τίποτα άλλο, μήπως μπορέσει να βυθιστεί εκεί που μόνο ένα γαλήνιο πνεύμα μπορεί: στην αλήθεια. Για να κάνει ουσιαστικό απολογισμό πεπραγμένων, να κατανοήσει πρώτα τι θέλει η ίδια και ύστερα -αν προλάβει κι αν αξίζει- τους άλλους.

Να κάνει μερικές εκκαθαρίσεις -αυτές που άλλοι επιλέγουν στην αρχή του χρόνου- τότε, στην καρδιά του καλοκαιριού, όπως έκανε πάντα, από παιδί.

Αλλά ο Ιούνιος δεν την προϊδέαζε ευνοϊκά. Σαν να ήθελε να παρατείνει την αγωνία της, να την επιβαρύνει με τη δική του βαριά διάθεση – ποιος να ξέρει τι του έκαναν του κακομοίρη οι προηγούμενοι μήνες μέχρι να έρθει η σειρά του…

Θυμήθηκε την παράδοση λαών της Αφρικής, ίσως και των Ινδιάνων της Αμερικής, που όταν αντιμετώπιζαν ανομβρία, έκαναν το τελετουργικό του χορού της βροχής. Δεν ήξερε όμως κάτι αντίστοιχο για τον ήλιο.

Γιατί, αν υπήρχε, θα καλούσε και τους άλλους βροχόπληκτους -κυριολεκτικά και μεταφορικά- να το ακολουθήσουν. Να πουν όλοι μαζί τη μαγική προσευχή, να πιαστούν χέρι χέρι ή να λικνίσουν τα σώματά τους στον ρυθμό, ακόμη και με καταιγίδα, μήπως και κάποιος εκεί ψηλά τους εισακούσει. Για να στεγνώσουν και να ζεσταθούν ψυχές και σώματα.

Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου