Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Το Φεγγάρι αποδιοργανωμένο κι η ηρεμία να χτυπάει στα νεύρα
Μια ρουλέτα που παίζει στους γκρεμούς τις Ζωές
Σε δυο Τικ-Τακ ανάμεσα το ουρλιαχτό…
Σε δυο βήματα ανάμεσα όλα τα πτώματα…
Πόλεμοι-Φλόγες-Πείνα-Σεισμοί-Πλημμύρες
Μιαν άσωστη Νύχτα
Να μην νοιάζει ο Πόνος
Να περπατά ο Κίνδυνος
Σ’ ακροβασίες τις ελπίδες της να χτίζει
Δεν ξέρω γιατί με βάφτισες άλλοτε Λίλιθ κι άλλοτε Εύα
Δεν ήμουν ποτέ μια περσόνα γκροτέσκα για να ‘χω ονόματα διπλά
Δεν ήμουν ποτέ κουλτουριάρα, εγώ έζησα κοντά στους Βατράχους
Μιαν εύφορη γη π’ ανέμενε να καλλιεργηθεί απ’ των Αιώνων τα φαντάσματα
Κάθε ανατολή μου ψιθύριζε ένα Τίποτα
Μυθικό και παραμυθένιο με τη Μοναξιά του όλη στο τέρμα του δρόμου
Τραγικό και μολυβένιο με την παρηγοριά του όλη στην άκρη του κήπου
Ένα Τίποτα που πάνω του σαν κισσός τυλιγόμουν
Κρεμιόμουν απ’ τα χείλη του σαν περατότητα ανήξερη
Και με την άγνοια σαν βλάστηση οργιαστική ξοπίσω του να τρέχει
Δεν ξέρω γιατί πάνω σ’ αυτή την Πίστη βάσισες την Υποψία
Το μόνο που ξέρω είναι πως υποφέρω
Υποφέρω να βλέπω τα υποθηκευμένα έμβρυα που χώνεις κάθε φορά στα σπλάχνα μου
Στρατώνες και Κράτος έχουν το κάθε έμβρυο εγγράψει στα Ληξιαρχεία τους
Υποφέρω ν’ ακούω τους Σφετεριστές στην κωμική κορύφωσή τους γύρω απ’ του τοκετού το σανίδι
Διαδικασίες κι Ιδεοληψίες με γκλομπ στο κατόπι
Δεν ξέρω γιατί το παραγωγικό χωράφι έγινε χέρσο
Τα βράδια τριγυρνώ αλλοπαρμένη στα Ποτάμια
Ανασηκώνω τις πέτρες κι από κάτω λιμνάζει το αίμα
Όλα τα Τέκνα αναλλοίωτα χωρίς σημαίες, μήτε καθηλώσεις
Μια ιστορία χωρίς αυτοκράτορες, μήτε τοποτηρητές
Που από Εικόνα έγινε Κόσμος
Κι από Κόσμος έγινε Εφιάλτης
Όλα τα Τέκνα σε γόνιμη συνεργασία
Με τη δολοφονία τους να αιωρείται ανάμεσα στο Φυσικό και στο Μεταφυσικό
Κοίτα!
Το Σύμπαν κυρίαρχο, να συνωμοτεί για όλα
Μόνο μου όπλο μια πένα στρυφνή κι ένα σώμα γυμνό
Κοίτα, σου λέω!
Πόσες θεριεμένες φλόγες και βρύση καμία να σκύψει ο Άνθρωπος να ξεδιψάσει
Ποιος έδωσε το δικαίωμα να γίνουν τα Τέκνα μου κουφάρι παιδικό
Στην αχθοφόρο αθωότητα του πλακούντα ν’ ασελγούν Παγίδες
Ποιος έδωσε το δικαίωμα να εκφοβίζεται το Αίμα μου από Στολές
Στον θρήνο μου πάνω να γέρνουν Ισορροπίες
Όλες μου τις οδύνες χάρισα σε τόσες γέννες
Έκλαψα και ξανάκλαψα χωρίς ντροπή
Όλες μου τις μεταλλάξεις στο αιδοίο απαίτησα
Και πήρα και φύτεψα στην Τέφρα
Φράχτες-Ιεραρχία-πρότυπα-Ασφάλεια-Ανεργία
Ένα Σκοτάδι απύθμενο
Τους θορύβους του να φορτίζει
Να ηλεκτρίζει τις δίψες του
Τα μίση του να κεντρίζει
Δεν ξέρω γιατί με βάφτισες άλλοτε Λίλιθ κι άλλοτε Εύα
Δεν ήμουν ποτέ μια περσόνα γκροτέσκα για να ‘χω ονόματα διπλά
Δεν ήμουν ποτέ ανέραστη, τα κύτταρά μου πάντα έπλεαν στην Ηδονή
Ένα χωράφι καρπερό π’ ανάβλυζε εύκρατους καρπούς
Κάθε απόγευμα κάθομαι απέναντι από ένα ηλιοβασίλεμα
Σαν Κάστρο ευπόρθητο που λούζεται το δράμα στις διαστάσεις του όλες
Όλες οι Κάμερες καταγράφουν τη θλίψη ή το χαμόγελο
Σπιούνοι μελετούν τα εύπορα κι ανυπόταχτα χαρτιά μου
Το μόνο που ξέρω είναι πως υποφέρω
Τα Πτώματα είναι ο Προϋπολογισμός του Μέλλοντος
Οι Φιγούρες των Τεχνοκρατών τα ξεδιπλώνουν ως δείγμα μιας ευρύτερης προβληματικής
Η Τέχνη τα προσκολλά στη σκόνη του εφήμερου
Τα δελτία ειδήσεων τα αναλύουν, κινούμενα στο πλαίσιο της ερμηνευτικής
Αλλόφρονες με μαεστρία ή ωριμότητα τρέχουν
Ο καθένας τρέχει να συναντήσει τα πτώματα
Άλλος στα Εξάρχεια
Άλλος στα Φεστιβάλ
Άλλος στις Στάχτες
Άλλος σε περίλαμπρα κτήρια
Άλλος στα ερείπια των συναισθηματικών μεταπτώσεων
Ένας «Ουίνστον Σμιθ» ο καθένας
Ανήμπορος μπροστά στη Φρίκη μα χαρισματικός στη σοβαρότητά της
Ανίκανος μπρος στο μελάνιασμα μα εμπνευσμένος στην εγκυρότητά του
Έντρομος μπρος στη Θνητότητα μα τολμηρός στα πολιτικά μηνύματά της
Τι με κοιτάς!
Σιχαίνομαι τους ιδιόρρυθμους εμπρησμούς
Αηδιάζω με την επαγγελματική «ευσυνειδησία»
Ανακατεύομαι με τις «επιβεβλημένες επιθέσεις»
Ο καθένας τρέχει να συναντήσει τα πτώματα
Ανάμεσα σε ψάρια σαρκοβόρα και φύκια που μπλέκονται σε κόγχες κενές
Ανάμεσα σε ψημένα Όνειρα εφήβων και νερά αδυσώπητα μανιασμένα
Ανάμεσα στην ανησυχία και στις σθεναρές Κοινότητες
Σιχαίνομαι όσους κρατούν το Δισκοπότηρο της Διάσωσης για τον εαυτό τους
Συλλέκτες επικίνδυνων Ημερών, Όλοι
Με κουβέντες κοφτές να ευδοκιμούν στη λάσπη
Άκου!
Τόσες Σιωπές!
Ποιος θα φέρει πίσω τις Σιωπές;
Να γαληνέψει το άρωμά τους στα πράσινα φύλλα
Να μην ξέρουν αν υποκύπτουν στη φυσική παρακμή ή στις αδυναμίες τους
Ποιος θα φέρει πίσω τις Σκιές των Φρενιασμένων;
Με τις ανύπαρκτες τύψεις τους και τις επιβεβαιωμένες απογοητεύσεις
Να μαζεύουν τις ειλικρινείς απορίες τους
Κάτω από γέφυρες, σε υπόγεια ή σε μικρά δωμάτια
Μύρισε!
Τόσες Εξάρσεις!
Ποια θα είναι η τελική Τιμωρία και σε ποιον θ’ αποδοθεί;
Ένα κελί λευκό το μυαλό κι η σπουδαιότητά του ο θυρωρός
Δεν είχε αφήσει τη Ζωή κι έτσι δεν είχε τύψεις
Είχε διαπράξει άδικες πράξεις μα οι ερινύες είχαν πια επιτελέσει το έργο τους
Είχε επιβεβαιώσει όλες τις απογοητεύσεις
Είχε στις απειλές ταξιδέψει και τα Όνειρα τσακισμένα στις εξόδους κινδύνου
Είχε αποτυπώσει όλες τις γωνίες των χαλεπών καιρών
Είχε δει τους Πένητες να σφάζονται για το ξεροκόμματο
Είχε δει τα άνθη να σαπίζουν στις γλάστρες
Είχε ακούσει θρήνους πίσω από παντζούρια κλειστά
Έπρεπε ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτούς τους τοίχους
Ν’ αναμετρηθεί με την ορατότητα στον προαύλιο χώρο
Εκεί που τα πρωτοσέλιδα στήναν πυραύλους
Εκεί που τα Τηλέφωνα εκλιπαρούσαν για κανόνια
Δεν ξέρω γιατί με βάφτισες άλλοτε Λίλιθ κι άλλοτε Εύα
Δεν ήμουν ποτέ μια περσόνα γκροτέσκα για να ‘χω ονόματα διπλά
Το Σύμπαν κάνει κύκλους γύρω απ’ το ίδιο σημείο
Καθοδηγεί τους άστεγους συλλογισμούς μες στα κελιά
Διατάζει τα υποβρύχια ν’ ακολουθούν
Υφαίνει σκευωρίες με ικανότητες εξαιρετικές
Συνωμοτεί, πίνοντας κρασί, για Όλα
Κοίτα τριγύρω το Χάος!
Στα θέατρα συναθροίζονται Τυφλοί που κωφεύουν
Κι ύστερα Βουβοί επιστρέφουν στη δουλειά τους να συνεχίσουν τα πάντα από εκεί που τ’ άφησαν
Κι όσοι αδιαμεσολάβητη υποσχέθηκαν Τέχνη, την εκπόρνευσαν πρώτοι
Τι με κοιτάς!
Εννόησα πια, όλα όσα δεν είχα Ποτέ ανάγκη
Κατάλαβα πια, όλα όσα δεν μου χρειάζονταν Ποτέ
Κοίτα τριγύρω το Χάος!
Εραστές κι Ερωμένες πάντα στην ασάφεια κρύβονται
Δεν υποφέρουν τον Φόβο της Μνήμης
Δεν υποφέρουν την Αγάπη όταν τρίζει τα ξερά κορμιά τους
Δεν υποφέρουν να είναι απαραίτητοι ή να τους είναι κάποιος απαραίτητος
Δεν υποφέρουν τον εκβαρβαρισμό, μήτε τον εξευγενισμό τους
Δεν υποφέρουν να λείπει μια αιτία βομβαρδισμού
Δεν υποφέρουν δίχως εξαρτήσεις, μήτ’ εξαρτησιογόνες
Τι με κοιτάς!
Εκτέλεσα όλες τις παρθενίες
Εξολόθρευσα όλες τις προσδοκίες
Κοίτα τριγύρω το Χάος!
Πολιτισμοί τις αυτουργίες τους γιορτάζουν
Την Ομορφιά δεν υποφέρουν, που για ένα Τίποτα μπορεί να κάνει τα Πάντα
Τι με κοιτάς!
Αυτό το Τίποτα είν’ οι εκρηκτικές μηχανές, αυτό κι οι αρματωμένες κραυγές
Αυτό το Τίποτα που συνειδητοποιεί την αυτονόμησή του
Κι Ίσως αυτό είναι που τρομάζει
Τι με κοιτάς!
Θέλω μόνο το Τίποτα και τις Σιωπές
Άντε γ@μήσου κι εσύ Σύμπαν που για όλα συνωμοτείς…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Το Φεγγάρι αποδιοργανωμένο κι η ηρεμία να χτυπάει στα νεύρα
Μια ρουλέτα που παίζει στους γκρεμούς τις Ζωές
Σε δυο Τικ-Τακ ανάμεσα το ουρλιαχτό…
Σε δυο βήματα ανάμεσα όλα τα πτώματα…
Πόλεμοι-Φλόγες-Πείνα-Σεισμοί-Πλημμύρες
Μιαν άσωστη Νύχτα
Να μην νοιάζει ο Πόνος
Να περπατά ο Κίνδυνος
Σ’ ακροβασίες τις ελπίδες της να χτίζει
Δεν ξέρω γιατί με βάφτισες άλλοτε Λίλιθ κι άλλοτε Εύα
Δεν ήμουν ποτέ μια περσόνα γκροτέσκα για να ‘χω ονόματα διπλά
Δεν ήμουν ποτέ κουλτουριάρα, εγώ έζησα κοντά στους Βατράχους
Μιαν εύφορη γη π’ ανέμενε να καλλιεργηθεί απ’ των Αιώνων τα φαντάσματα
Κάθε ανατολή μου ψιθύριζε ένα Τίποτα
Μυθικό και παραμυθένιο με τη Μοναξιά του όλη στο τέρμα του δρόμου
Τραγικό και μολυβένιο με την παρηγοριά του όλη στην άκρη του κήπου
Ένα Τίποτα που πάνω του σαν κισσός τυλιγόμουν
Κρεμιόμουν απ’ τα χείλη του σαν περατότητα ανήξερη
Και με την άγνοια σαν βλάστηση οργιαστική ξοπίσω του να τρέχει
Δεν ξέρω γιατί πάνω σ’ αυτή την Πίστη βάσισες την Υποψία
Το μόνο που ξέρω είναι πως υποφέρω
Υποφέρω να βλέπω τα υποθηκευμένα έμβρυα που χώνεις κάθε φορά στα σπλάχνα μου
Στρατώνες και Κράτος έχουν το κάθε έμβρυο εγγράψει στα Ληξιαρχεία τους
Υποφέρω ν’ ακούω τους Σφετεριστές στην κωμική κορύφωσή τους γύρω απ’ του τοκετού το σανίδι
Διαδικασίες κι Ιδεοληψίες με γκλομπ στο κατόπι
Δεν ξέρω γιατί το παραγωγικό χωράφι έγινε χέρσο
Τα βράδια τριγυρνώ αλλοπαρμένη στα Ποτάμια
Ανασηκώνω τις πέτρες κι από κάτω λιμνάζει το αίμα
Όλα τα Τέκνα αναλλοίωτα χωρίς σημαίες, μήτε καθηλώσεις
Μια ιστορία χωρίς αυτοκράτορες, μήτε τοποτηρητές
Που από Εικόνα έγινε Κόσμος
Κι από Κόσμος έγινε Εφιάλτης
Όλα τα Τέκνα σε γόνιμη συνεργασία
Με τη δολοφονία τους να αιωρείται ανάμεσα στο Φυσικό και στο Μεταφυσικό
Κοίτα!
Το Σύμπαν κυρίαρχο, να συνωμοτεί για όλα
Μόνο μου όπλο μια πένα στρυφνή κι ένα σώμα γυμνό
Κοίτα, σου λέω!
Πόσες θεριεμένες φλόγες και βρύση καμία να σκύψει ο Άνθρωπος να ξεδιψάσει
Ποιος έδωσε το δικαίωμα να γίνουν τα Τέκνα μου κουφάρι παιδικό
Στην αχθοφόρο αθωότητα του πλακούντα ν’ ασελγούν Παγίδες
Ποιος έδωσε το δικαίωμα να εκφοβίζεται το Αίμα μου από Στολές
Στον θρήνο μου πάνω να γέρνουν Ισορροπίες
Όλες μου τις οδύνες χάρισα σε τόσες γέννες
Έκλαψα και ξανάκλαψα χωρίς ντροπή
Όλες μου τις μεταλλάξεις στο αιδοίο απαίτησα
Και πήρα και φύτεψα στην Τέφρα
Φράχτες-Ιεραρχία-πρότυπα-Ασφάλεια-Ανεργία
Ένα Σκοτάδι απύθμενο
Τους θορύβους του να φορτίζει
Να ηλεκτρίζει τις δίψες του
Τα μίση του να κεντρίζει
Δεν ξέρω γιατί με βάφτισες άλλοτε Λίλιθ κι άλλοτε Εύα
Δεν ήμουν ποτέ μια περσόνα γκροτέσκα για να ‘χω ονόματα διπλά
Δεν ήμουν ποτέ ανέραστη, τα κύτταρά μου πάντα έπλεαν στην Ηδονή
Ένα χωράφι καρπερό π’ ανάβλυζε εύκρατους καρπούς
Κάθε απόγευμα κάθομαι απέναντι από ένα ηλιοβασίλεμα
Σαν Κάστρο ευπόρθητο που λούζεται το δράμα στις διαστάσεις του όλες
Όλες οι Κάμερες καταγράφουν τη θλίψη ή το χαμόγελο
Σπιούνοι μελετούν τα εύπορα κι ανυπόταχτα χαρτιά μου
Το μόνο που ξέρω είναι πως υποφέρω
Τα Πτώματα είναι ο Προϋπολογισμός του Μέλλοντος
Οι Φιγούρες των Τεχνοκρατών τα ξεδιπλώνουν ως δείγμα μιας ευρύτερης προβληματικής
Η Τέχνη τα προσκολλά στη σκόνη του εφήμερου
Τα δελτία ειδήσεων τα αναλύουν, κινούμενα στο πλαίσιο της ερμηνευτικής
Αλλόφρονες με μαεστρία ή ωριμότητα τρέχουν
Ο καθένας τρέχει να συναντήσει τα πτώματα
Άλλος στα Εξάρχεια
Άλλος στα Φεστιβάλ
Άλλος στις Στάχτες
Άλλος σε περίλαμπρα κτήρια
Άλλος στα ερείπια των συναισθηματικών μεταπτώσεων
Ένας «Ουίνστον Σμιθ» ο καθένας
Ανήμπορος μπροστά στη Φρίκη μα χαρισματικός στη σοβαρότητά της
Ανίκανος μπρος στο μελάνιασμα μα εμπνευσμένος στην εγκυρότητά του
Έντρομος μπρος στη Θνητότητα μα τολμηρός στα πολιτικά μηνύματά της
Τι με κοιτάς!
Σιχαίνομαι τους ιδιόρρυθμους εμπρησμούς
Αηδιάζω με την επαγγελματική «ευσυνειδησία»
Ανακατεύομαι με τις «επιβεβλημένες επιθέσεις»
Ο καθένας τρέχει να συναντήσει τα πτώματα
Ανάμεσα σε ψάρια σαρκοβόρα και φύκια που μπλέκονται σε κόγχες κενές
Ανάμεσα σε ψημένα Όνειρα εφήβων και νερά αδυσώπητα μανιασμένα
Ανάμεσα στην ανησυχία και στις σθεναρές Κοινότητες
Σιχαίνομαι όσους κρατούν το Δισκοπότηρο της Διάσωσης για τον εαυτό τους
Συλλέκτες επικίνδυνων Ημερών, Όλοι
Με κουβέντες κοφτές να ευδοκιμούν στη λάσπη
Άκου!
Τόσες Σιωπές!
Ποιος θα φέρει πίσω τις Σιωπές;
Να γαληνέψει το άρωμά τους στα πράσινα φύλλα
Να μην ξέρουν αν υποκύπτουν στη φυσική παρακμή ή στις αδυναμίες τους
Ποιος θα φέρει πίσω τις Σκιές των Φρενιασμένων;
Με τις ανύπαρκτες τύψεις τους και τις επιβεβαιωμένες απογοητεύσεις
Να μαζεύουν τις ειλικρινείς απορίες τους
Κάτω από γέφυρες, σε υπόγεια ή σε μικρά δωμάτια
Μύρισε!
Τόσες Εξάρσεις!
Ποια θα είναι η τελική Τιμωρία και σε ποιον θ’ αποδοθεί;
Ένα κελί λευκό το μυαλό κι η σπουδαιότητά του ο θυρωρός
Δεν είχε αφήσει τη Ζωή κι έτσι δεν είχε τύψεις
Είχε διαπράξει άδικες πράξεις μα οι ερινύες είχαν πια επιτελέσει το έργο τους
Είχε επιβεβαιώσει όλες τις απογοητεύσεις
Είχε στις απειλές ταξιδέψει και τα Όνειρα τσακισμένα στις εξόδους κινδύνου
Είχε αποτυπώσει όλες τις γωνίες των χαλεπών καιρών
Είχε δει τους Πένητες να σφάζονται για το ξεροκόμματο
Είχε δει τα άνθη να σαπίζουν στις γλάστρες
Είχε ακούσει θρήνους πίσω από παντζούρια κλειστά
Έπρεπε ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτούς τους τοίχους
Ν’ αναμετρηθεί με την ορατότητα στον προαύλιο χώρο
Εκεί που τα πρωτοσέλιδα στήναν πυραύλους
Εκεί που τα Τηλέφωνα εκλιπαρούσαν για κανόνια
Δεν ξέρω γιατί με βάφτισες άλλοτε Λίλιθ κι άλλοτε Εύα
Δεν ήμουν ποτέ μια περσόνα γκροτέσκα για να ‘χω ονόματα διπλά
Το Σύμπαν κάνει κύκλους γύρω απ’ το ίδιο σημείο
Καθοδηγεί τους άστεγους συλλογισμούς μες στα κελιά
Διατάζει τα υποβρύχια ν’ ακολουθούν
Υφαίνει σκευωρίες με ικανότητες εξαιρετικές
Συνωμοτεί, πίνοντας κρασί, για Όλα
Κοίτα τριγύρω το Χάος!
Στα θέατρα συναθροίζονται Τυφλοί που κωφεύουν
Κι ύστερα Βουβοί επιστρέφουν στη δουλειά τους να συνεχίσουν τα πάντα από εκεί που τ’ άφησαν
Κι όσοι αδιαμεσολάβητη υποσχέθηκαν Τέχνη, την εκπόρνευσαν πρώτοι
Τι με κοιτάς!
Εννόησα πια, όλα όσα δεν είχα Ποτέ ανάγκη
Κατάλαβα πια, όλα όσα δεν μου χρειάζονταν Ποτέ
Κοίτα τριγύρω το Χάος!
Εραστές κι Ερωμένες πάντα στην ασάφεια κρύβονται
Δεν υποφέρουν τον Φόβο της Μνήμης
Δεν υποφέρουν την Αγάπη όταν τρίζει τα ξερά κορμιά τους
Δεν υποφέρουν να είναι απαραίτητοι ή να τους είναι κάποιος απαραίτητος
Δεν υποφέρουν τον εκβαρβαρισμό, μήτε τον εξευγενισμό τους
Δεν υποφέρουν να λείπει μια αιτία βομβαρδισμού
Δεν υποφέρουν δίχως εξαρτήσεις, μήτ’ εξαρτησιογόνες
Τι με κοιτάς!
Εκτέλεσα όλες τις παρθενίες
Εξολόθρευσα όλες τις προσδοκίες
Κοίτα τριγύρω το Χάος!
Πολιτισμοί τις αυτουργίες τους γιορτάζουν
Την Ομορφιά δεν υποφέρουν, που για ένα Τίποτα μπορεί να κάνει τα Πάντα
Τι με κοιτάς!
Αυτό το Τίποτα είν’ οι εκρηκτικές μηχανές, αυτό κι οι αρματωμένες κραυγές
Αυτό το Τίποτα που συνειδητοποιεί την αυτονόμησή του
Κι Ίσως αυτό είναι που τρομάζει
Τι με κοιτάς!
Θέλω μόνο το Τίποτα και τις Σιωπές
Άντε γ@μήσου κι εσύ Σύμπαν που για όλα συνωμοτείς…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου