Του Βασίλη Βιλιάρδου
Παρά το ότι η Γερμανία είναι οικονομικά πολύ ισχυρή, ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της Ευρώπης, τόσο στρατιωτικά, όσο και στην εξωτερική πολιτική θεωρείται νάνος – ενώ ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων επιχειρήσεων της είναι κυρίως οι Αμερικανοί, με τη νούμερο ένα τράπεζα της, τη Deutsche Bank, σε εξαιρετικά επικίνδυνη οικονομική κατάσταση.
«Μπορούμε επίσης να προβλέψουμε με μεγάλη βεβαιότητα ότι, η Ευρώπη θα είναι μια ενιαία ήπειρος το έτος 2000. Κάποιος θα είναι σε θέση να πετάξει από το Βερολίνο στο Παρίσι για πρωινό σε δεκαπέντε λεπτά, τα πιο σύγχρονα σήμερα όπλα θα θεωρηθούν αντίκες και πολλά άλλα. Η Γερμανία, ωστόσο, θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό στρατιωτική κατοχή σύμφωνα με τα σχέδια της Διάσκεψης της Γιάλτας – ενώ οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί θα εκπαιδεύσουν το λαό της στη δημοκρατία. Πόσο άδειος είναι ο εγκέφαλος αυτών των τριών τσαρλατάνων – τουλάχιστον στην περίπτωση των δύο εξ αυτών!» (Josef Gebells, 1943, «Το έτος 2000», το ράιχ – πηγή).
Στο βιβλίο δύο Ιταλών φημισμένων δημοσιογράφων με τον τίτλο «Το 4ο Ράιχ, πώς η Γερμανία κατάκτησε την Ευρώπη», διαβάζει κανείς πως το ευρώ ήταν και είναι ένα μέσον για την εκπλήρωση του συγκεκριμένου σκοπού – ότι, καλώς ή κακώς, το κοινό νόμισμα θυμίζει τις μεραρχίες των τανκς από το παρελθόν, με τις οποίες εισέβαλλε σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Όσον αφορά το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, πως μοιάζει με μία μονάδα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, της Βέρμαχτ – ενώ η καγκελάριος είναι ένας σύγχρονος Μακιαβέλι, η οποία διοικεί τη χώρα αυταρχικά από το βερολινέζικο «Κολοσσαίο» που κατασκεύασαν οι προκάτοχοι της. Πως ολοκληρώνει ένα έργο που ξεκίνησε ο Χίτλερ αλλά δεν κατέφερε να πετύχει – με όπλο αιχμής το ευρώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο ιταλός σοσιαλιστής και πρώην πρόεδρος της Κομισιόν κ. R. Prodi, είχε αναφέρει το 2014 τα εξής: «Το ευρύτερο φάσμα του γερμανικού λαϊκισμού και εθνικισμού κρύβεται από την Merkel. Από την άλλη πλευρά, στις Βρυξέλες μία μόνο χώρα έδινε την κατεύθυνση, χάρασσε μονομερώς την πορεία τα τελευταία χρόνια – η Γερμανία που μάλιστα επέτρεπε στον εαυτό της απαράδεκτα, να παραδίδει μαθήματα ηθικής στους άλλους».
Εν προκειμένω, η σημερινή άνοδος του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική λύση για τη Γερμανία», το οποίο διατηρεί σαφείς σχέσεις με άλλα ναζιστικά κινήματα, ενώ έχει αναδειχθεί ήδη στο δεύτερο ισχυρότερο κόμμα της χώρας με 17,5% (πηγή), δικαιώνει απόλυτα τον Ιταλό πολιτικό – καθώς επίσης όλους αυτούς που ισχυρίζονται πως η κυρία Merkel εγκυμονεί το νέο Χίτλερ.
Περαιτέρω, ο φόβος απέναντι στη γερμανική ηγεμονία της Ευρώπης δεν είναι σε καμία χώρα μεγαλύτερος, από όσο στη Γαλλία – η οποία τα τελευταία 80 χρόνια κατακτήθηκε τρεις φορές από τη γειτονική της χώρα. Ο αριστερός διανοούμενος E. Todd προειδοποιεί πως «η Γερμανία υιοθετεί όλο και περισσότερο μία πολιτική της δύναμης και της συγκαλυμμένης επέκτασης – ότι η Ευρώπη κατακτάται σταδιακά από τη Γερμανία. Πως μετά την επανένωση της έχει υπό τον έλεγχο της σχεδόν ολόκληρα τα πρώην σοβιετικά εδάφη, με στόχο να τα χρησιμοποιήσει για την αύξηση της οικονομικής της δύναμης».
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως οι ναζί ονόμαζαν τη Γερμανία τους «3ο Ράιχ», για να αναβιώσουν την παράδοση των δύο άλλων γερμανικών αυτοκρατοριών.
Το «1ο Ράιχ» ήταν η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» του μεσαίωνα, η οποία δεν ήταν ένα κράτος-έθνος αλλά μία περιοχή που κυριαρχούταν ως επί το πλείστον από έναν Γερμανό αυτοκράτορα (Κάιζερ), καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και φτάνοντας έως τη Σικελία – ενώ κατέρρευσε όταν ο Ναπολέοντας κατέκτησε τα πιο πολλά εδάφη της.
Το «2ο Ράιχ» ήταν η «Γερμανική Αυτοκρατορία του Κάιζερ», την οποία ίδρυσε ο Μπίσμαρκ το 1871, μετά τις νίκες εναντίον της Δανίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας – όπου οι γερμανικές πόλεις συνενώθηκαν κάτω από την ηγεσία της Πρωσίας, με τον Μπίσμαρκ να θεωρείται ο πρόδρομος της σημερινής Γερμανίας. Στο 2ο αυτό Ράιχ αναπτύχθηκε σύντομα μία επικίνδυνη κατάσταση – το γερμανικό σύνδρομο, η ύβρις ίσως, σύμφωνα με την οποία οι Γερμανοί ήταν ισχυρότεροι όλων, μπορούσαν να τα κάνουν όλα καλύτερα και γνώριζαν τα πάντα καλύτερα από τους άλλους. Η αυτοκρατορία του Μπίσμαρκ που κυβερνήθηκε μετά το 1888 από το Γουλιέλμο το δεύτερο, είχε επί πλέον ένα ατυχές μέγεθος: ήταν
Το «3ο Ράιχ» ιδρύθηκε από το Χίτλερ, ο οποίος πίστεψε πως η Γερμανία ήταν αρκετά μεγάλη, για να κατακτήσει την Ευρώπη και να κυριαρχήσει στην ήπειρο μας. Εκ των πραγμάτων έκανε μεγάλο λάθος, αφού τεκμηριώθηκε πως ακόμη και με τους πιο βάναυσους, αιμοβόρους πολέμους, σε συνδυασμό με την τρομακτική καταπίεση των κατεχομένων λαών, η Γερμανία δεν μπορούσε να κερδίσει απέναντι στις συμμαχικές δυνάμεις που σχηματίσθηκαν εναντίον της – με αποτέλεσμα να χάσει ξανά και να διαλυθεί, χωριζόμενη σε δύο περιοχές από τους νικητές του 2ου Παγκοσμίου πολέμου.
Περαιτέρω, μετά το τέλος του 3ου Ράιχ φαινόταν να αποτελεί πλέον για πάντα παρελθόν η ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη – ενώ τόσο η δυτική Γερμανία, όσο και η Ανατολική, ήταν αρχικά «ντροπαλές» χώρες λόγω του σκοτεινού παρελθόντος τους, οι οποίες αποδέχονταν εκούσια τις Η.Π.Α. και τη Σοβιετική Ένωση ως κατακτητές τους. Δεν κυριαρχούσαν δηλαδή, αλλά κυριαρχούνταν – οπότε ο πλανήτης πίστεψε πως έλυσε «άπαξ και δια παντός» το γερμανικό πρόβλημα.
Εν τούτοις, η δυτική Γερμανία που υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις Η.Π.Α., ενώ ήταν μύθος η ολοσχερής καταστροφή της (ανάλυση), βρήκε πολύ γρήγορα ένα καινούργιο όπλο στη θέση των στρατιωτικών που της είχαν απαγορευθεί: ένα ισχυρό οικονομικό όπλο, το γερμανικό μάρκο, το οποίο ανέπτυξε ακριβώς λόγω των χαμηλών εξοπλιστικών της δαπανών. Θα ήταν δε το πλέον κατάλληλο για τη σημερινή εποχή, όπου οι συμβατικοί πόλεμοι είναι ανέφικτοι λόγω των πυρηνικών όπλων.
Ειδικότερα, επειδή διαγράφηκε μεγάλο μέρος των χρεών της το 1953, με τα υπόλοιπα να εξοφλούνται με ρήτρα εξαγωγών (όχι ανάπτυξης), ενώ αναβλήθηκε η πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων/επανορθώσεων/χρεών της για μετά την τυχόν ένωση της (κάτι που δεν σεβάσθηκε αργότερα, το 1991 – ανάλυση), καθώς επίσης με τη βοήθεια των χρημάτων που είχαν κλέψει οι ναζί (άρθρο), η οικονομία της αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να αυξηθούν σημαντικά τα χρέη ως προς το ΑΕΠ της – με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει οικονομικά και χρηματοπιστωτικά στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1970 και 1980.
Έτσι οι αποφάσεις της κεντρικής της τράπεζας στη Φρανκφούρτη προκαλούσαν τρόμο στις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας ή της Ιταλίας, χωρίς να εξαιρούνται ούτε οι Η.Π.Α. – αφού το δολάριο εκείνη την εποχή υπέφερε επί πλέον, λόγω της μονομερούς εξόδου από τον κανόνα του χρυσού. Ως εκ τούτου, λίγο πριν την επανένωση της, η γαλλική κυβέρνηση έλεγε πως «ότι είναι η ατομική βόμβα για εμάς, είναι για τους Γερμανούς το Μάρκο».
Παρά το ότι λοιπόν ο F. Mitterrand ή η M. Thatcher ήταν εναντίον της επανένωσης της Γερμανίας, φοβούμενοι την αναβίωση του εφιάλτη που ήδη βιώνουμε σήμερα, καθώς επίσης πολλοί αριστεροί Γερμανοί που είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από το ναζιστικό καθεστώς, την ενέκριναν τελικά – θεωρώντας πως η προϋπόθεση που είχαν επιβάλλει, η υιοθέτηση του ευρώ και η δημιουργία της Ευρωζώνης, θα εξουδετέρωνε το πυρηνικό της όπλο, το Μάρκο, από το οποίο υπέφεραν τότε οι πάντες.
Προφανώς δεν είχαν κατανοήσει την «υποτροπή» της Γερμανίας, την επιστροφή της μανίας ανωτερότητας που κατείχε ανέκαθεν τη χώρα, παρά το ότι υπήρχαν πάρα πολλά δείγματα – όπως αυτό του επικεφαλής της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της (F. Beckenbauer), ο οποίος είχε δηλώσει τα εξής το 1990, όταν κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο στην Ιταλία:
«Είμαστε πλέον το νούμερο ένα στον πλανήτη, ενώ είμαστε από καιρό τώρα το νούμερο ένα στην Ευρώπη. Σύντομα θα προστεθούν επί πλέον οι ποδοσφαιριστές από την Ανατολική Γερμανία. Λυπάμαι πολύ για τον υπόλοιπο πλανήτη, αλλά η γερμανική ομάδα θα είναι αήττητη για πολλά χρόνια».
Την ίδια ακριβώς μεγαλομανία είχε ένας πολιτικός της χώρας: ο H. Schmidt, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 πίστευε πως ήταν ο καλύτερος οικονομολόγος της υφηλίου, με αποτέλεσμα όταν συναντούσε τον αμερικανό πρόεδρο J. Carter να μην νοιώθει πως η μικρή Γερμανία μιλάει με τη μεγάλη Αμερική, αλλά ότι ο μεγάλος Schmidt συζητούσε με τον μικρό Carter.
Την πρώτη προσπάθεια πάντως «ανακατασκευής» της Ευρώπης σύμφωνα με τις γερμανικές αντιλήψεις έκανε το 1998 ο υπουργός οικονομικών της χώρας, ο O. Lafontaine, ο οποίος τότε ήταν σοσιαλδημοκράτης (SPD), ενώ μετά οδηγήθηκε στην αριστερά (Die Linke). Εκείνη την εποχή, επειδή ήθελε να εναρμονίσει τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές (τελικά απέτυχε) και να δρομολογήσει ένα ενιαίο νόμισμα, οι Βρετανοί είχαν αναρωτηθεί εάν επρόκειτο για τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο της Ευρώπης – κάτι που ουσιαστικά δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα.
Περαιτέρω, κυρίως επειδή ο Mitterrand ήθελε να πάρει την πυρηνική βόμβα από τα χέρια των Γερμανών, υιοθετήθηκε το ευρώ – κάτι που αποδείχθηκε ως το μεγαλύτερο σφάλμα του αιώνα, αφού το κοινό νόμισμα είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοίρα των χωρών που το έχουν αποδεχθεί, ενώ κυριαρχείται απόλυτα από τη Γερμανία.
Για να τα καταφέρει δε η χώρα, υιοθέτησε την πολιτική λιτότητας ήδη από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης, διατηρώντας σταθερά χαμηλότερους τους μισθούς των εργαζομένων της σε σχέση με την παραγωγικότητα τους και στηρίζοντας τις εξαγωγές, σε μία εποχή που όλα τα άλλα κράτη αναπτύσσονταν – κάτι που γνώριζε πολύ καλά από την εμπειρία της μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το γεγονός αυτό φαίνεται από το γράφημα, όπου από το 2001 έως το 2007 το ΑΕΠ της στηρίχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις εξαγωγές (μαύρη στήλη) – ενώ επιτυγχάνεται με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση), την οποία υποστήριξε η ΕΚΤ εις βάρος όλων των άλλων κρατών (ανάλυση). Χρησιμοποίησε δε κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον, χωρίς ως συνήθως ηθικές αναστολές όπως την απάτη, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, τους φορολογικούς παραδείσους κοκ. (άρθρο) – καταφέρνοντας τελικά αφενός μεν να ξεπληρώσει με τη βοήθεια των εταίρων της το τεράστιο κόστος της εξυγίανσης της Ανατολικής Γερμανίας (150 δις € ετήσια για πάνω από δέκα χρόνια), αφετέρου να αναδειχθεί στην πρώτη πλεονασματική χώρα του πλανήτη, με τη βοήθεια της αύξησης των εξαγωγών σε συνδυασμό με τη μείωση των εισαγωγών της.
Η ισχύς της χώρας εκτοξεύθηκε στα ύψη μετά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους και την πολιτική λιτότητας που επέβαλλε σε όλα τα άλλα κράτη – όταν η ίδια ακολούθησε την ακριβώς αντίθεση στρατηγική, όπως φαίνεται από το γράφημα της εξέλιξης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Με απλά λόγια, μετά το 2010 άρχισε να αυξάνει τους μισθούς των εργαζομένων της, χωρίς όμως να χάσει σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους εταίρους της – αφού αυτοί δεν ήταν σε θέση να επενδύουν σε πάγιο εξοπλισμό λόγω της λιτότητας, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας δεν είναι αρκετή για να εξισορροπήσει την αδυναμία επενδύσεων σε νέες διαδικασίες παραγωγής, σε σύγχρονα μηχανήματα κοκ.
Σε κάθε περίπτωση, εκτός από το ότι τα πλεονάσματα της έχουν εκτοξευθεί στα 300 δις € περίπου σε ετήσια βάση, ο προϋπολογισμός της είναι ισοσκελισμένος, πληρώνει ελάχιστα επιτόκια και είναι η μοναδική ίσως χώρα στην υφήλιο που μειώνει το δημόσιο χρέος της, έχει εξελιχθεί στο νούμερο ένα πιστωτή της Ευρωζώνης – ενώ σε έναν πλανήτη που καθορίζεται από την Οικονομία, δεν έχουν σημασία οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχούμενοι, αλλά οι δανειστές και οι οφειλέτες.
Ολοκληρώνοντας, οι δανειστές έχουν μεγάλη δύναμη απέναντι στους οφειλέτες, περιμένουν να τους ευχαριστούν για τη βοήθεια που τους δίνουν (πιστώσεις) και έχουν σαφείς ιδέες, σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν για να τους επιστρέψουν τα χρήματα τους κάποια στιγμή – ενώ φυσικά δεν είναι αγαπητοί.
Εκτός αυτού ο δανειστής θέλει να έχει τον έλεγχο του οφειλέτη του, επειδή φοβάται μήπως χάσει τα χρήματα του – ενώ η Γερμανία έχει μεν εξασφαλίσει την αποπληρωμή των δανείων της προς την Ελλάδα στο πολλαπλάσιο, αφού υποθήκευσε τα πάντα με την υπογραφή του PSI και με τις τρεις δανειακές συμβάσεις, αλλά όχι αυτά που της οφείλουν η Ιταλία και η Ισπανία, μεταξύ άλλων μέσω του Target 2 (πάνω από 800 δις €), τις οποίες δεν μπορεί άλλωστε να στηρίξει με τη βοήθεια των διαφόρων μηχανισμών της Ευρωζώνης, λόγω του μεγάλου μεγέθους τους.
Επομένως για μία ακόμη φορά, και στην οικονομική εποχή, η Γερμανία είναι ταυτόχρονα πολύ μεγάλη και πολύ μικρή – ενώ κινδυνεύει να υποχρεωθεί στην πληρωμή των χρημάτων που οφείλει μετά την επανένωση της, εάν τυχόν συμμαχήσουν τα τρία κράτη που δικαίως τις διεκδικούν, η Πολωνία, η Ρωσία και η Ελλάδα. Ακόμη περισσότερο κινδυνεύει από τυχόν διάλυση της Ευρωζώνης – οι οποία είναι πολύ πιθανή, λόγω των μεγάλων ανισορροπιών εντός της, των φυγόκεντρων δυνάμεων που έχουν δημιουργηθεί και της αλλαγής στάσης των Η.Π.Α. απέναντι στο ευρώ.
Επί πλέον, παρά το ότι η Γερμανία είναι οικονομικά ισχυρή, τόσο στρατιωτικά, όσο και στην εξωτερική πολιτική θεωρείται πολύ σωστά ως νάνος – ενώ ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων επιχειρήσεων της είναι κυρίως οι Αμερικανοί, με τη νούμερο ένα τράπεζα της, τη Deutsche Bank, σε εξαιρετικά επικίνδυνη οικονομική κατάσταση. Στα πλαίσια αυτά, το 4ο οικονομικό Ράιχ είναι μάλλον όνειρο θερινής νύχτας για τη Γερμανία και αργά ή γρήγορα θα δημιουργηθούν συμμαχίες εναντίον της από τους οφειλέτες της – ενώ η πιθανότητα ανάληψης της εξουσίας από ένα ακραίο καθεστώς αυξάνεται καθημερινά, μεταξύ άλλων λόγω των οικονομικών κινδύνων, στους οποίους έχει εκτεθεί. Σε κάθε περίπτωση θα επαληθευθεί ξανά το ρητό, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία κερδίζει όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο – χωρίς δυστυχώς να διδάσκεται από την ιστορία της, η οποία μοιάζει με ποινικό μητρώο, ειδικά όσον αφορά το Ολοκαύτωμα.
Πηγή: Analyst
Βασίλης Βιλιάρδος: Σχετικά με τον συντάκτη
Παρά το ότι η Γερμανία είναι οικονομικά πολύ ισχυρή, ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της Ευρώπης, τόσο στρατιωτικά, όσο και στην εξωτερική πολιτική θεωρείται νάνος – ενώ ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων επιχειρήσεων της είναι κυρίως οι Αμερικανοί, με τη νούμερο ένα τράπεζα της, τη Deutsche Bank, σε εξαιρετικά επικίνδυνη οικονομική κατάσταση.
«Μπορούμε επίσης να προβλέψουμε με μεγάλη βεβαιότητα ότι, η Ευρώπη θα είναι μια ενιαία ήπειρος το έτος 2000. Κάποιος θα είναι σε θέση να πετάξει από το Βερολίνο στο Παρίσι για πρωινό σε δεκαπέντε λεπτά, τα πιο σύγχρονα σήμερα όπλα θα θεωρηθούν αντίκες και πολλά άλλα. Η Γερμανία, ωστόσο, θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό στρατιωτική κατοχή σύμφωνα με τα σχέδια της Διάσκεψης της Γιάλτας – ενώ οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί θα εκπαιδεύσουν το λαό της στη δημοκρατία. Πόσο άδειος είναι ο εγκέφαλος αυτών των τριών τσαρλατάνων – τουλάχιστον στην περίπτωση των δύο εξ αυτών!» (Josef Gebells, 1943, «Το έτος 2000», το ράιχ – πηγή).
Στο βιβλίο δύο Ιταλών φημισμένων δημοσιογράφων με τον τίτλο «Το 4ο Ράιχ, πώς η Γερμανία κατάκτησε την Ευρώπη», διαβάζει κανείς πως το ευρώ ήταν και είναι ένα μέσον για την εκπλήρωση του συγκεκριμένου σκοπού – ότι, καλώς ή κακώς, το κοινό νόμισμα θυμίζει τις μεραρχίες των τανκς από το παρελθόν, με τις οποίες εισέβαλλε σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Όσον αφορά το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, πως μοιάζει με μία μονάδα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, της Βέρμαχτ – ενώ η καγκελάριος είναι ένας σύγχρονος Μακιαβέλι, η οποία διοικεί τη χώρα αυταρχικά από το βερολινέζικο «Κολοσσαίο» που κατασκεύασαν οι προκάτοχοι της. Πως ολοκληρώνει ένα έργο που ξεκίνησε ο Χίτλερ αλλά δεν κατέφερε να πετύχει – με όπλο αιχμής το ευρώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο ιταλός σοσιαλιστής και πρώην πρόεδρος της Κομισιόν κ. R. Prodi, είχε αναφέρει το 2014 τα εξής: «Το ευρύτερο φάσμα του γερμανικού λαϊκισμού και εθνικισμού κρύβεται από την Merkel. Από την άλλη πλευρά, στις Βρυξέλες μία μόνο χώρα έδινε την κατεύθυνση, χάρασσε μονομερώς την πορεία τα τελευταία χρόνια – η Γερμανία που μάλιστα επέτρεπε στον εαυτό της απαράδεκτα, να παραδίδει μαθήματα ηθικής στους άλλους».
Εν προκειμένω, η σημερινή άνοδος του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική λύση για τη Γερμανία», το οποίο διατηρεί σαφείς σχέσεις με άλλα ναζιστικά κινήματα, ενώ έχει αναδειχθεί ήδη στο δεύτερο ισχυρότερο κόμμα της χώρας με 17,5% (πηγή), δικαιώνει απόλυτα τον Ιταλό πολιτικό – καθώς επίσης όλους αυτούς που ισχυρίζονται πως η κυρία Merkel εγκυμονεί το νέο Χίτλερ.
Περαιτέρω, ο φόβος απέναντι στη γερμανική ηγεμονία της Ευρώπης δεν είναι σε καμία χώρα μεγαλύτερος, από όσο στη Γαλλία – η οποία τα τελευταία 80 χρόνια κατακτήθηκε τρεις φορές από τη γειτονική της χώρα. Ο αριστερός διανοούμενος E. Todd προειδοποιεί πως «η Γερμανία υιοθετεί όλο και περισσότερο μία πολιτική της δύναμης και της συγκαλυμμένης επέκτασης – ότι η Ευρώπη κατακτάται σταδιακά από τη Γερμανία. Πως μετά την επανένωση της έχει υπό τον έλεγχο της σχεδόν ολόκληρα τα πρώην σοβιετικά εδάφη, με στόχο να τα χρησιμοποιήσει για την αύξηση της οικονομικής της δύναμης».
Τα τρία Ράιχ
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως οι ναζί ονόμαζαν τη Γερμανία τους «3ο Ράιχ», για να αναβιώσουν την παράδοση των δύο άλλων γερμανικών αυτοκρατοριών.
Το «1ο Ράιχ» ήταν η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» του μεσαίωνα, η οποία δεν ήταν ένα κράτος-έθνος αλλά μία περιοχή που κυριαρχούταν ως επί το πλείστον από έναν Γερμανό αυτοκράτορα (Κάιζερ), καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και φτάνοντας έως τη Σικελία – ενώ κατέρρευσε όταν ο Ναπολέοντας κατέκτησε τα πιο πολλά εδάφη της.
Το «2ο Ράιχ» ήταν η «Γερμανική Αυτοκρατορία του Κάιζερ», την οποία ίδρυσε ο Μπίσμαρκ το 1871, μετά τις νίκες εναντίον της Δανίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας – όπου οι γερμανικές πόλεις συνενώθηκαν κάτω από την ηγεσία της Πρωσίας, με τον Μπίσμαρκ να θεωρείται ο πρόδρομος της σημερινής Γερμανίας. Στο 2ο αυτό Ράιχ αναπτύχθηκε σύντομα μία επικίνδυνη κατάσταση – το γερμανικό σύνδρομο, η ύβρις ίσως, σύμφωνα με την οποία οι Γερμανοί ήταν ισχυρότεροι όλων, μπορούσαν να τα κάνουν όλα καλύτερα και γνώριζαν τα πάντα καλύτερα από τους άλλους. Η αυτοκρατορία του Μπίσμαρκ που κυβερνήθηκε μετά το 1888 από το Γουλιέλμο το δεύτερο, είχε επί πλέον ένα ατυχές μέγεθος: ήταν
- (α) πολύ μεγάλη, η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης – με αποτέλεσμα να θεωρείται ως απειλή από τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία και τη Ρωσία που ως εκ τούτου συχνά συμμαχούσαν εναντίον της, καθώς επίσης
- (β) πολύ μικρή, αφού δεν ήταν σε θέση μόνη της να κυριαρχήσει και να διοικήσει την Ευρώπη, οπότε ήταν ανάλογα υποχρεωμένη να αναζητάει συμμάχους – ενώ ακριβώς αυτή η λογική αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες αιτίες του ξεσπάσματος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου που οδήγησε το 1918 στη διάλυση του 2ου Ράιχ.
Το «3ο Ράιχ» ιδρύθηκε από το Χίτλερ, ο οποίος πίστεψε πως η Γερμανία ήταν αρκετά μεγάλη, για να κατακτήσει την Ευρώπη και να κυριαρχήσει στην ήπειρο μας. Εκ των πραγμάτων έκανε μεγάλο λάθος, αφού τεκμηριώθηκε πως ακόμη και με τους πιο βάναυσους, αιμοβόρους πολέμους, σε συνδυασμό με την τρομακτική καταπίεση των κατεχομένων λαών, η Γερμανία δεν μπορούσε να κερδίσει απέναντι στις συμμαχικές δυνάμεις που σχηματίσθηκαν εναντίον της – με αποτέλεσμα να χάσει ξανά και να διαλυθεί, χωριζόμενη σε δύο περιοχές από τους νικητές του 2ου Παγκοσμίου πολέμου.
Το 4ο Ράιχ
Περαιτέρω, μετά το τέλος του 3ου Ράιχ φαινόταν να αποτελεί πλέον για πάντα παρελθόν η ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη – ενώ τόσο η δυτική Γερμανία, όσο και η Ανατολική, ήταν αρχικά «ντροπαλές» χώρες λόγω του σκοτεινού παρελθόντος τους, οι οποίες αποδέχονταν εκούσια τις Η.Π.Α. και τη Σοβιετική Ένωση ως κατακτητές τους. Δεν κυριαρχούσαν δηλαδή, αλλά κυριαρχούνταν – οπότε ο πλανήτης πίστεψε πως έλυσε «άπαξ και δια παντός» το γερμανικό πρόβλημα.
Εν τούτοις, η δυτική Γερμανία που υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις Η.Π.Α., ενώ ήταν μύθος η ολοσχερής καταστροφή της (ανάλυση), βρήκε πολύ γρήγορα ένα καινούργιο όπλο στη θέση των στρατιωτικών που της είχαν απαγορευθεί: ένα ισχυρό οικονομικό όπλο, το γερμανικό μάρκο, το οποίο ανέπτυξε ακριβώς λόγω των χαμηλών εξοπλιστικών της δαπανών. Θα ήταν δε το πλέον κατάλληλο για τη σημερινή εποχή, όπου οι συμβατικοί πόλεμοι είναι ανέφικτοι λόγω των πυρηνικών όπλων.
Ειδικότερα, επειδή διαγράφηκε μεγάλο μέρος των χρεών της το 1953, με τα υπόλοιπα να εξοφλούνται με ρήτρα εξαγωγών (όχι ανάπτυξης), ενώ αναβλήθηκε η πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων/επανορθώσεων/χρεών της για μετά την τυχόν ένωση της (κάτι που δεν σεβάσθηκε αργότερα, το 1991 – ανάλυση), καθώς επίσης με τη βοήθεια των χρημάτων που είχαν κλέψει οι ναζί (άρθρο), η οικονομία της αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να αυξηθούν σημαντικά τα χρέη ως προς το ΑΕΠ της – με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει οικονομικά και χρηματοπιστωτικά στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1970 και 1980.
Έτσι οι αποφάσεις της κεντρικής της τράπεζας στη Φρανκφούρτη προκαλούσαν τρόμο στις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας ή της Ιταλίας, χωρίς να εξαιρούνται ούτε οι Η.Π.Α. – αφού το δολάριο εκείνη την εποχή υπέφερε επί πλέον, λόγω της μονομερούς εξόδου από τον κανόνα του χρυσού. Ως εκ τούτου, λίγο πριν την επανένωση της, η γαλλική κυβέρνηση έλεγε πως «ότι είναι η ατομική βόμβα για εμάς, είναι για τους Γερμανούς το Μάρκο».
Παρά το ότι λοιπόν ο F. Mitterrand ή η M. Thatcher ήταν εναντίον της επανένωσης της Γερμανίας, φοβούμενοι την αναβίωση του εφιάλτη που ήδη βιώνουμε σήμερα, καθώς επίσης πολλοί αριστεροί Γερμανοί που είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από το ναζιστικό καθεστώς, την ενέκριναν τελικά – θεωρώντας πως η προϋπόθεση που είχαν επιβάλλει, η υιοθέτηση του ευρώ και η δημιουργία της Ευρωζώνης, θα εξουδετέρωνε το πυρηνικό της όπλο, το Μάρκο, από το οποίο υπέφεραν τότε οι πάντες.
Προφανώς δεν είχαν κατανοήσει την «υποτροπή» της Γερμανίας, την επιστροφή της μανίας ανωτερότητας που κατείχε ανέκαθεν τη χώρα, παρά το ότι υπήρχαν πάρα πολλά δείγματα – όπως αυτό του επικεφαλής της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της (F. Beckenbauer), ο οποίος είχε δηλώσει τα εξής το 1990, όταν κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο στην Ιταλία:
«Είμαστε πλέον το νούμερο ένα στον πλανήτη, ενώ είμαστε από καιρό τώρα το νούμερο ένα στην Ευρώπη. Σύντομα θα προστεθούν επί πλέον οι ποδοσφαιριστές από την Ανατολική Γερμανία. Λυπάμαι πολύ για τον υπόλοιπο πλανήτη, αλλά η γερμανική ομάδα θα είναι αήττητη για πολλά χρόνια».
Την ίδια ακριβώς μεγαλομανία είχε ένας πολιτικός της χώρας: ο H. Schmidt, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 πίστευε πως ήταν ο καλύτερος οικονομολόγος της υφηλίου, με αποτέλεσμα όταν συναντούσε τον αμερικανό πρόεδρο J. Carter να μην νοιώθει πως η μικρή Γερμανία μιλάει με τη μεγάλη Αμερική, αλλά ότι ο μεγάλος Schmidt συζητούσε με τον μικρό Carter.
Την πρώτη προσπάθεια πάντως «ανακατασκευής» της Ευρώπης σύμφωνα με τις γερμανικές αντιλήψεις έκανε το 1998 ο υπουργός οικονομικών της χώρας, ο O. Lafontaine, ο οποίος τότε ήταν σοσιαλδημοκράτης (SPD), ενώ μετά οδηγήθηκε στην αριστερά (Die Linke). Εκείνη την εποχή, επειδή ήθελε να εναρμονίσει τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές (τελικά απέτυχε) και να δρομολογήσει ένα ενιαίο νόμισμα, οι Βρετανοί είχαν αναρωτηθεί εάν επρόκειτο για τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο της Ευρώπης – κάτι που ουσιαστικά δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα.
Το ευρώ
Περαιτέρω, κυρίως επειδή ο Mitterrand ήθελε να πάρει την πυρηνική βόμβα από τα χέρια των Γερμανών, υιοθετήθηκε το ευρώ – κάτι που αποδείχθηκε ως το μεγαλύτερο σφάλμα του αιώνα, αφού το κοινό νόμισμα είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοίρα των χωρών που το έχουν αποδεχθεί, ενώ κυριαρχείται απόλυτα από τη Γερμανία.
Για να τα καταφέρει δε η χώρα, υιοθέτησε την πολιτική λιτότητας ήδη από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης, διατηρώντας σταθερά χαμηλότερους τους μισθούς των εργαζομένων της σε σχέση με την παραγωγικότητα τους και στηρίζοντας τις εξαγωγές, σε μία εποχή που όλα τα άλλα κράτη αναπτύσσονταν – κάτι που γνώριζε πολύ καλά από την εμπειρία της μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το γεγονός αυτό φαίνεται από το γράφημα, όπου από το 2001 έως το 2007 το ΑΕΠ της στηρίχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις εξαγωγές (μαύρη στήλη) – ενώ επιτυγχάνεται με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση), την οποία υποστήριξε η ΕΚΤ εις βάρος όλων των άλλων κρατών (ανάλυση). Χρησιμοποίησε δε κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον, χωρίς ως συνήθως ηθικές αναστολές όπως την απάτη, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, τους φορολογικούς παραδείσους κοκ. (άρθρο) – καταφέρνοντας τελικά αφενός μεν να ξεπληρώσει με τη βοήθεια των εταίρων της το τεράστιο κόστος της εξυγίανσης της Ανατολικής Γερμανίας (150 δις € ετήσια για πάνω από δέκα χρόνια), αφετέρου να αναδειχθεί στην πρώτη πλεονασματική χώρα του πλανήτη, με τη βοήθεια της αύξησης των εξαγωγών σε συνδυασμό με τη μείωση των εισαγωγών της.
Η ισχύς της χώρας εκτοξεύθηκε στα ύψη μετά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους και την πολιτική λιτότητας που επέβαλλε σε όλα τα άλλα κράτη – όταν η ίδια ακολούθησε την ακριβώς αντίθεση στρατηγική, όπως φαίνεται από το γράφημα της εξέλιξης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Με απλά λόγια, μετά το 2010 άρχισε να αυξάνει τους μισθούς των εργαζομένων της, χωρίς όμως να χάσει σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους εταίρους της – αφού αυτοί δεν ήταν σε θέση να επενδύουν σε πάγιο εξοπλισμό λόγω της λιτότητας, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας δεν είναι αρκετή για να εξισορροπήσει την αδυναμία επενδύσεων σε νέες διαδικασίες παραγωγής, σε σύγχρονα μηχανήματα κοκ.
Σε κάθε περίπτωση, εκτός από το ότι τα πλεονάσματα της έχουν εκτοξευθεί στα 300 δις € περίπου σε ετήσια βάση, ο προϋπολογισμός της είναι ισοσκελισμένος, πληρώνει ελάχιστα επιτόκια και είναι η μοναδική ίσως χώρα στην υφήλιο που μειώνει το δημόσιο χρέος της, έχει εξελιχθεί στο νούμερο ένα πιστωτή της Ευρωζώνης – ενώ σε έναν πλανήτη που καθορίζεται από την Οικονομία, δεν έχουν σημασία οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχούμενοι, αλλά οι δανειστές και οι οφειλέτες.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, οι δανειστές έχουν μεγάλη δύναμη απέναντι στους οφειλέτες, περιμένουν να τους ευχαριστούν για τη βοήθεια που τους δίνουν (πιστώσεις) και έχουν σαφείς ιδέες, σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν για να τους επιστρέψουν τα χρήματα τους κάποια στιγμή – ενώ φυσικά δεν είναι αγαπητοί.
Εκτός αυτού ο δανειστής θέλει να έχει τον έλεγχο του οφειλέτη του, επειδή φοβάται μήπως χάσει τα χρήματα του – ενώ η Γερμανία έχει μεν εξασφαλίσει την αποπληρωμή των δανείων της προς την Ελλάδα στο πολλαπλάσιο, αφού υποθήκευσε τα πάντα με την υπογραφή του PSI και με τις τρεις δανειακές συμβάσεις, αλλά όχι αυτά που της οφείλουν η Ιταλία και η Ισπανία, μεταξύ άλλων μέσω του Target 2 (πάνω από 800 δις €), τις οποίες δεν μπορεί άλλωστε να στηρίξει με τη βοήθεια των διαφόρων μηχανισμών της Ευρωζώνης, λόγω του μεγάλου μεγέθους τους.
Επομένως για μία ακόμη φορά, και στην οικονομική εποχή, η Γερμανία είναι ταυτόχρονα πολύ μεγάλη και πολύ μικρή – ενώ κινδυνεύει να υποχρεωθεί στην πληρωμή των χρημάτων που οφείλει μετά την επανένωση της, εάν τυχόν συμμαχήσουν τα τρία κράτη που δικαίως τις διεκδικούν, η Πολωνία, η Ρωσία και η Ελλάδα. Ακόμη περισσότερο κινδυνεύει από τυχόν διάλυση της Ευρωζώνης – οι οποία είναι πολύ πιθανή, λόγω των μεγάλων ανισορροπιών εντός της, των φυγόκεντρων δυνάμεων που έχουν δημιουργηθεί και της αλλαγής στάσης των Η.Π.Α. απέναντι στο ευρώ.
Επί πλέον, παρά το ότι η Γερμανία είναι οικονομικά ισχυρή, τόσο στρατιωτικά, όσο και στην εξωτερική πολιτική θεωρείται πολύ σωστά ως νάνος – ενώ ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων επιχειρήσεων της είναι κυρίως οι Αμερικανοί, με τη νούμερο ένα τράπεζα της, τη Deutsche Bank, σε εξαιρετικά επικίνδυνη οικονομική κατάσταση. Στα πλαίσια αυτά, το 4ο οικονομικό Ράιχ είναι μάλλον όνειρο θερινής νύχτας για τη Γερμανία και αργά ή γρήγορα θα δημιουργηθούν συμμαχίες εναντίον της από τους οφειλέτες της – ενώ η πιθανότητα ανάληψης της εξουσίας από ένα ακραίο καθεστώς αυξάνεται καθημερινά, μεταξύ άλλων λόγω των οικονομικών κινδύνων, στους οποίους έχει εκτεθεί. Σε κάθε περίπτωση θα επαληθευθεί ξανά το ρητό, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία κερδίζει όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο – χωρίς δυστυχώς να διδάσκεται από την ιστορία της, η οποία μοιάζει με ποινικό μητρώο, ειδικά όσον αφορά το Ολοκαύτωμα.
Πηγή: Analyst
Βασίλης Βιλιάρδος: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου