Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
27 Οκτώβρη 1940 έγραφε το ημερολόγιο.
Στη μικρή αυλίτσα στο Αιγάλεω μια μέρα συνηθισμένη φάνταζε.
Ο Άρης μόλις είχε σχολάσει απ’ το μπαρουτάδικο. Η μυρωδιά της πυρίτιδας, μάχες νωπές γέμιζε τη φανέλα του. Μα το χαμόγελο του έσταζε στο στόμα άνθη ειρηνικά. Μπουκέτο το όνομα της Λεμονιάς του. Της Λεμονιάς,που απόψε θα την έβλεπε επιτέλους, θα γευόταν τα χείλια της. Έβγαλε τα ρούχα και με την πετσέτα στη μέση, χώθηκε στο ακρινό καμαράκι. Εκεί που τον περίμενε ένας κουβάς με καθαρό νερό. Αχ η καλή Μερόπη, η σπιτονοικοκυρά του! Πόσο τον φρόντιζε. Κάθε μέρα, ο γεμάτος κουβάς και ένα πιάτο απ’ το φαΐ της τον πρόσμεναν μόλις σχολνούσε. «Πες ότι θα ήταν για τον Κωστή μου, αγόρι μου, μη με ευχαριστάς».
Από τα απέναντι ακούστηκε ο κουρέας ο Παναής να μαλώνει με ένα σμάρι πιτσιρίκια που πάρκαραν τις ρόδες του έξω απ’ το μπαρμπέρικο, κάνοντας πως φρέναραν, πως τσούγκριζαν, πως βούιζαν τις ‘’μηχανές’’ τους. «Φευγάτε από δω διάολου κάλτσες», φώναξε. Και κείνα δώστου και μαρσάριζαν τους τενεκέδες τους, δώστου και σπινιάριζαν τα λάστιχα στο χώμα, γεμίζοντας με ένα καπνό σκόνης το μαγαζί του και γελώντας με την ψυχή τους. «Άμα μπορείς έλα να μας πιάσεις », του φώναξε ο πιο μεγάλος. Μα πού να σύρει το γέρικο ποδάρι του ο Παναής.
Παρόμοιες σκηνές θα μπορούσες να δεις και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας, εκείνη την ίδια 27η του Οκτώβρη. Σ’ όλη την Ελλάδα θα μπορούσες να δεις.
Άνθρωποι ποτισμένοι με ιδρώτα δουλειάς, με σκόνη, με όνειρα για το βράδυ, με ελπίδα για ζωή. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνθρωποι του μόχθου, με θέληση για ειρήνη, για χαρά, για αγάπη, για έρωτα.
Όπως ο Νίκος, ο δάσκαλος απ’ τον Πύργο. Πρωτοδιόριστος σε ένα χωριό της Ναυπάκτου, με μια αγωνία στα μάτια, με μιαν αλλιώτικη τρέλα. Να διδάξει. Να προλάβει να μάθει στα παιδιά όλα αυτά που είχε στο νου του. Τα έξω απ’ τα βιβλία να τους μάθει ήθελε. Αυτά, του κόσμου τα πολλά κι άγνωρα. Να τα πάρει ένα ένα απ’ τη σκέψη και να τα ταξιδέψει στα αλαργινά της γης κι ακόμη πιο μακριά. Μόνο να πρόφταινε…
Ο Γιάννης ο ψηλός, ο οικοδόμος απ’ την Πάτρα, ο Θωμάς ο κεκές με το χασάπικο στα Γιάννενα, ο Αντρέας ο ψαράς από την Αίγινα, ο Ορέστης με τα γαλάζια μάτια που έπαιζε στα πανηγύρια το κλαρίνο του, ο Δημήτρης ο γιατρός απ’ την Θεσσαλονίκη, ο Νίκος ο δάσκαλος, ο Άρης, κοίταξαν ο ένας τον άλλον με πόνο. Έμπηξαν τα όνειρα τους στο χώμα και ψιθύρισαν από τα μέσα τους… «Ρεεεε γιατί μας έφεραν εδώ;». «Ρε, μας ρώτησαν αν θέλαμε τον πόλεμο;» Απ’ τα μέσα τους… Γιατί τα απόξω τους φώναξαν με μια φωνή: « Εμπρός για τη νίκη…»
«Εγώ για τη Λεμονιά μου που δεν πρόλαβα να χαρώ», ούρλιαξε ο Άρης και χύθηκε στη μάχη, τραβώντας απ’ το λαιμό τον Ορέστη. «Κοντά μου εσύ!». «Να χτυπάς το σκοπό γαμπριάτικο, όταν θα φεύγω…». «Γιατί θα φύγω…» «Τα βλέπεις τα όρνια πώς κατεβαίνουν;». «Να ζήσω ήθελα ρε.» «Όχι να με νεκροφιλούν τα ράμφη τους».
Αλήθεια, τους ρώτησε κανείς αν ήθελαν τον πόλεμο που άλλοι αποφάσισαν ερήμην τους;
Αν χόρτασαν να ζήσουν, τους ρώτησε κανείς;
27 του Οκτώβρη έγραφε το ημερολόγιο, κι εκεί έμεινε για κάποιους.
(Δεν μας αρκούν τα ηρωικά και πένθιμα άσματα που μας θυμιατίζετε κάθε τέτοια μέρα. Μας αφαιρούν ακόμη τη γαλήνη, μου φανέρωσε στον ύπνο μου ο χαμένος ανθυπολοχαγός στην Αλβανία… Δεν μας αρκούν γιατί δεν θέλαμε τον πόλεμο… Κάτι για τη ζωή γράψε. Κάτι που να μιλάει για έρωτα και ειρήνη…)
Δεν μπόρεσα.
Το χρώσταγα στον Άρη…
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
27 Οκτώβρη 1940 έγραφε το ημερολόγιο.
Στη μικρή αυλίτσα στο Αιγάλεω μια μέρα συνηθισμένη φάνταζε.
Ο Άρης μόλις είχε σχολάσει απ’ το μπαρουτάδικο. Η μυρωδιά της πυρίτιδας, μάχες νωπές γέμιζε τη φανέλα του. Μα το χαμόγελο του έσταζε στο στόμα άνθη ειρηνικά. Μπουκέτο το όνομα της Λεμονιάς του. Της Λεμονιάς,που απόψε θα την έβλεπε επιτέλους, θα γευόταν τα χείλια της. Έβγαλε τα ρούχα και με την πετσέτα στη μέση, χώθηκε στο ακρινό καμαράκι. Εκεί που τον περίμενε ένας κουβάς με καθαρό νερό. Αχ η καλή Μερόπη, η σπιτονοικοκυρά του! Πόσο τον φρόντιζε. Κάθε μέρα, ο γεμάτος κουβάς και ένα πιάτο απ’ το φαΐ της τον πρόσμεναν μόλις σχολνούσε. «Πες ότι θα ήταν για τον Κωστή μου, αγόρι μου, μη με ευχαριστάς».
Από τα απέναντι ακούστηκε ο κουρέας ο Παναής να μαλώνει με ένα σμάρι πιτσιρίκια που πάρκαραν τις ρόδες του έξω απ’ το μπαρμπέρικο, κάνοντας πως φρέναραν, πως τσούγκριζαν, πως βούιζαν τις ‘’μηχανές’’ τους. «Φευγάτε από δω διάολου κάλτσες», φώναξε. Και κείνα δώστου και μαρσάριζαν τους τενεκέδες τους, δώστου και σπινιάριζαν τα λάστιχα στο χώμα, γεμίζοντας με ένα καπνό σκόνης το μαγαζί του και γελώντας με την ψυχή τους. «Άμα μπορείς έλα να μας πιάσεις », του φώναξε ο πιο μεγάλος. Μα πού να σύρει το γέρικο ποδάρι του ο Παναής.
Παρόμοιες σκηνές θα μπορούσες να δεις και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας, εκείνη την ίδια 27η του Οκτώβρη. Σ’ όλη την Ελλάδα θα μπορούσες να δεις.
Άνθρωποι ποτισμένοι με ιδρώτα δουλειάς, με σκόνη, με όνειρα για το βράδυ, με ελπίδα για ζωή. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνθρωποι του μόχθου, με θέληση για ειρήνη, για χαρά, για αγάπη, για έρωτα.
Όπως ο Νίκος, ο δάσκαλος απ’ τον Πύργο. Πρωτοδιόριστος σε ένα χωριό της Ναυπάκτου, με μια αγωνία στα μάτια, με μιαν αλλιώτικη τρέλα. Να διδάξει. Να προλάβει να μάθει στα παιδιά όλα αυτά που είχε στο νου του. Τα έξω απ’ τα βιβλία να τους μάθει ήθελε. Αυτά, του κόσμου τα πολλά κι άγνωρα. Να τα πάρει ένα ένα απ’ τη σκέψη και να τα ταξιδέψει στα αλαργινά της γης κι ακόμη πιο μακριά. Μόνο να πρόφταινε…
Ο Γιάννης ο ψηλός, ο οικοδόμος απ’ την Πάτρα, ο Θωμάς ο κεκές με το χασάπικο στα Γιάννενα, ο Αντρέας ο ψαράς από την Αίγινα, ο Ορέστης με τα γαλάζια μάτια που έπαιζε στα πανηγύρια το κλαρίνο του, ο Δημήτρης ο γιατρός απ’ την Θεσσαλονίκη, ο Νίκος ο δάσκαλος, ο Άρης, κοίταξαν ο ένας τον άλλον με πόνο. Έμπηξαν τα όνειρα τους στο χώμα και ψιθύρισαν από τα μέσα τους… «Ρεεεε γιατί μας έφεραν εδώ;». «Ρε, μας ρώτησαν αν θέλαμε τον πόλεμο;» Απ’ τα μέσα τους… Γιατί τα απόξω τους φώναξαν με μια φωνή: « Εμπρός για τη νίκη…»
«Εγώ για τη Λεμονιά μου που δεν πρόλαβα να χαρώ», ούρλιαξε ο Άρης και χύθηκε στη μάχη, τραβώντας απ’ το λαιμό τον Ορέστη. «Κοντά μου εσύ!». «Να χτυπάς το σκοπό γαμπριάτικο, όταν θα φεύγω…». «Γιατί θα φύγω…» «Τα βλέπεις τα όρνια πώς κατεβαίνουν;». «Να ζήσω ήθελα ρε.» «Όχι να με νεκροφιλούν τα ράμφη τους».
Αλήθεια, τους ρώτησε κανείς αν ήθελαν τον πόλεμο που άλλοι αποφάσισαν ερήμην τους;
Αν χόρτασαν να ζήσουν, τους ρώτησε κανείς;
27 του Οκτώβρη έγραφε το ημερολόγιο, κι εκεί έμεινε για κάποιους.
*****
(Δεν μας αρκούν τα ηρωικά και πένθιμα άσματα που μας θυμιατίζετε κάθε τέτοια μέρα. Μας αφαιρούν ακόμη τη γαλήνη, μου φανέρωσε στον ύπνο μου ο χαμένος ανθυπολοχαγός στην Αλβανία… Δεν μας αρκούν γιατί δεν θέλαμε τον πόλεμο… Κάτι για τη ζωή γράψε. Κάτι που να μιλάει για έρωτα και ειρήνη…)
Δεν μπόρεσα.
Το χρώσταγα στον Άρη…
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου