Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Το 99% της ελληνικής κοινωνίας σήμερα αγνοεί ακόμη και την ύπαρξη του χρηματιστηρίου. Όσοι είχαν την οδυνηρή επαφή με τον «εξωτικό» θεσμό το 1999 δεν θέλουν ούτε να το θυμούνται. Το παιχνίδι με τις μετοχές, που κάποτε είχε γοητεύσει σχεδόν 1,5 εκατ. Νεοέλληνες, είναι ζήτημα αν απασχολεί πάνω από 5.000 ανθρώπους, κυρίως επαγγελματίες. Την τελευταία εικοσαετία έχουν διαγραφεί από το Χ.Α. περίπου 250 εταιρείες. Οι 129 που παραμένουν ηρωικά εκπροσωπούν ένα μικρό κλάσμα της πραγματικής οικονομίας, τουλάχιστον από άποψη απασχόλησης. Ο Γενικός Δείκτης σέρνεται στο 1/10 του ιστορικού υψηλού των 6.355 μονάδων (17/9/1999) και ο τζίρος των ημερήσιων συναλλαγών στις πολύ καλές μέρες φτάνει τα 100 εκατ., όταν προ εικοσαετίας κυμαινόταν μεταξύ 500 εκατ. και 1,1 δισ. ευρώ. Η κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων που τότε είχε εκτιναχθεί στο διπλάσιο του ΑΕΠ, σήμερα ασθμαίνει στην περιοχή του 20% του ΑΕΠ. Με εξαίρεση την έξαρση του 2014, όταν η ισχνή χρηματιστηριακή αγορά επένδυε με ζήλο στην εδραίωση της μνημονιακής κανονικότητας, το χρηματιστήριο παραμένει ένας παρηκμασμένος θεσμός.
Τότε, γιατί η αιφνίδια αναταραχή για το «μίνι κραχ» της περασμένης εβδομάδας και το ξεπούλημα των τραπεζικών μετοχών; Γιατί οι δημόσιες δηλώσεις για πολιτική κερδοσκοπία με τις μετοχές, γιατί οι υπαινιγμοί για το παιχνίδι της αντιπολίτευσης και τη σιωπή του συνήθως λαλίστατου διοικητή της ΤτΕ; Γιατί οι κυβερνητικές συσκέψεις, οι διαβεβαιώσεις για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και οι διαρροές για μέτρα απαλλαγής του από τα κόκκινα δάνεια; Υπήρχε άραγε η παραμικρή προσδοκία ότι οι τράπεζες είναι δυνατό να καλύψουν τις όποιες τρύπες τους –μετά τον οριστικό αποκλεισμό τους και από το QE και από τον φθηνό δανεισμό της ΕΚΤ (waiver)– μέσω χρηματιστηρίου; Οι ξένοι επενδυτές παραμένουν οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού στο ΧΑ (σε ποσοστό 63%). Αλλά με μια κεφαλαιοποίηση μόλις 40 δισ., με ένα μηνιαίο τζίρο 1 δισ. στην καλύτερη περίπτωση και με δεδομένο ότι οι λεγόμενοι επενδυτές είναι περαστικοί, που ακολουθούν τις βίαιες διακυμάνσεις μιας εξαιρετικά ευμετάβλητης διεθνούς αγοράς και περιορίζονται σε «αρπαχτές», τέτοιες προσδοκίες είναι παράλογο να υπάρχουν.
Το χρηματιστήριο είναι παρωνυχίδα -ή το πρόσχημα- ενός πολύ μεγαλύτερου παιγνίου που φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη, αλλά και το Βερολίνο. Η κατάσταση των τραπεζών, η διάσωση των οποίων έχει κοστίσει στην ελληνική κοινωνία από το 2008 πάνω από 100 δισ. ευρώ, είναι γνωστή και ελάχιστα επηρεάζεται από τα limit up και limit down των μετοχών τους. Στο επίκεντρό αυτής της κατάστασης βρίσκονται, φυσικά, τα 90 δισ. «κόκκινων» δανείων, που αντανακλούν την αποσάθρωση της πραγματικής οικονομίας –επιχειρήσεων και νοικοκυριών– στα χρόνια της μνημονιακής «διάσωσης». Η ακτινογραφία αυτής της κατάστασης περιγράφεται διεξοδικά στο άρθρο του Π. Δερμενάκη (βλέπε σελίδες 2-3).
Η κυβέρνηση, κατά κάποιο τρόπο, έχει δίκιο να ισχυρίζεται ότι με βάση τα τυπικά ευρωπαϊκά κριτήρια οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά επαρκείς. Όπως συμβαίνει και με τις ιταλικές τράπεζες, ξεφορτώνονται σωρηδόν προβληματικά δάνεια πολλών δισεκατομμυρίων σε ελάχιστο ποσοστό της αξίας τους. Χάρη στα νέα διεθνή λογιστικά πρότυπα μπορούν να εγγράφουν ελάχιστες ζημιές. Η ΕΚΤ και ο εποπτεύων SSM, φυσικά, κάνουν τα στραβά μάτια. Επίσης, τα capital control, ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική άρση τους, τις έχουν καταστήσει θησαυροφύλακα του κράτους, καθώς κάθε ψήγμα ρευστότητας περνά από τα ταμεία τους. Οι αποταμιεύσεις αυξάνονται, έστω και αργά, κι αυτό παρά το γεγονός ότι η στρόφιγγα του δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις παραμένει ερμητικά κλειστή.
Όμως, η αμφισβήτηση αυτής της εικόνας από τις λεγόμενες αγορές- δηλαδή από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια και επενδυτικά ταμεία που μπαινοβγαίνουν στις μετοχές ή στα ομόλογα- σχετίζεται με τον ρόλο του «κακού μπάτσου» που τους έχει ανατεθεί από τους επίσημους πιστωτές της χώρας. Η ΕΚΤ, ο Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), αλλά και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) συντηρούν ένα κλίμα αβεβαιότητας για την πραγματική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος με στόχο να απαλλαγούν με κάθε τρόπο από τα προβληματικά δάνεια. Κι αυτό γίνεται σε όλη την κλίμακα της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα στις χώρες με υψηλό ποσοστό προβληματικών δανείων, όπως η Ιταλία.
Ποιος είναι ο λόγος; Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης της Ευρωζώνης, για την οποία πιέζουν σθεναρά η Γαλλία και το ευρωπαϊκό ιερατείο, ως γνωστόν σκοντάφτει στην πείσμονα άρνηση της γερμανικής ηγεσίας να προχωρήσει το υπεσχημένο Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων. Πρακτικά, χωρίς αυτό, τραπεζική ένωση είναι αδύνατο να υπάρξει. Όχι από ευαισθησία για τα δικαιώματα των αποταμιευτών, αλλά για να διασφαλιστεί το χρηματοπιστωτικό μονοπώλιο του χρήματος. Διόλου τυχαία, η Κομισιόν προωθεί με σπουδή αυτή την περίοδο ένα Πανευρωπαϊκό Ατομικό Συνταξιοδοτικό Προϊόν που θα λειτουργεί όχι μόνο ως «τρίτος πυλώνας» ιδιωτικής σύνταξης, αλλά μπορεί να φέρει στα ταμεία των τραπεζών πάνω από 2 τρισ. μέσα στην ερχόμενη δεκαετία. Για να προχωρήσει ο ολοκληρωτικός έλεγχος του χρήματος και των αποταμιεύσεων, για να υπάρξει ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων, για να μπορεί να εφαρμοστεί πραγματικά η θεσπισμένη από το 2014 Οδηγία bail in (διάσωση τραπεζών με κόστος μετόχων, ομολογιούχων και καταθετών)- που έχει δοκιμαστεί πριν τη θέσπισή της στην Κύπρο- η γερμανική ηγεσία απαιτεί δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες του ευρωσυστήματος. Φυσικά, με κόστος εθνικό, όχι ευρωπαϊκό.
Αυτή είναι η βασική και σταθερή πηγή της χρηματιστηριακής διαταραχής με επίκεντρο τις τράπεζες, που είναι μάλιστα πολύ σημαντικότερη στην περίπτωση της Ιταλίας, όπου είναι ανοικτό το μέτωπο του προϋπολογισμού και των ελλειμμάτων του. Πρακτικά, υποβολέας των αγορών είναι το ίδιο το ευρωπαϊκό ιερατείο. Τις χρησιμοποιεί ως μέσο πίεσης για να αναλάβουν δράση οι κυβερνήσεις στην απαλλαγή των τραπεζών από τα «σαπάκια». Βεβαίως, στον θεσμικό λαβύρινθο που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωζώνη από το 2010, προκειμένου να διασωθούν με χρήματα των φορολογουμένων οι γαλλικές και γερμανικές (κυρίως) τράπεζες, υπάρχουν τρομακτικές αντιφάσεις.
Η δημιουργία bad bank για τη μεταφορά των προβληματικών δανείων υπό την εποπτεία του δημοσίου έχει αποκλειστεί, γιατί είναι βέβαιο ότι θα σκοντάψει στον κανόνα της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων. Γι’ αυτό και προκρίνεται η εναλλακτική λύση του Σχήματος Εγγύησης Ενεργητικού (APS) στο οποίο, υπό την εγγύηση του δημοσίου, αλλά και με τη συμμετοχή ιδιωτών, θα μεταφέρονται τα κόκκινα δάνεια, για να τιτλοποιούνται στη συνέχεια και να μπορούν να χρησιμοποιούνται ως ενέχυρο στις συναλλαγές των τραπεζών με την ΕΚΤ. Τα ερωτήματα που προκύπτουν, βέβαια, είναι, πρώτον, γιατί αυτό «δώρο» των εγγυήσεων στις τράπεζες δεν θα θεωρηθεί κρατική ενίσχυση και, δεύτερον, ποιοι έχουν λόγους και κίνητρα να αγοράσουν τα τιτλοποιημένα δάνεια. Η απάντηση στο πρώτο σχετίζεται με τη γερμανική βούληση να προχωρήσει η τραπεζική ένωση με μηδενικό κόστος για τη Γερμανία. Η απάντηση στο δεύτερο παραπέμπει στο παιχνίδι του χρηματιστηρίου: οι ίδιοι που κερδοσκοπούν από το ξεπούλημα των μετοχών των τραπεζών, αργότερα θα κερδοσκοπήσουν από την αγορά τους. Αρκεί να έχουν οι τράπεζες ξεφορτωθεί τα σκουπίδια της πιστωτικής φούσκας της προηγούμενης δεκαετίας. Ποιος θα πληρώσει τα σκουπίδια αυτά δεν θέλει και ρώτημα…
Πηγή: e-dromos.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Ο γερμανικός εκβιασμός για δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων πριν ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση σταθερή πηγή της χρηματιστηριακής διαταραχής, στην Ελλάδα και όχι μόνο…
Το 99% της ελληνικής κοινωνίας σήμερα αγνοεί ακόμη και την ύπαρξη του χρηματιστηρίου. Όσοι είχαν την οδυνηρή επαφή με τον «εξωτικό» θεσμό το 1999 δεν θέλουν ούτε να το θυμούνται. Το παιχνίδι με τις μετοχές, που κάποτε είχε γοητεύσει σχεδόν 1,5 εκατ. Νεοέλληνες, είναι ζήτημα αν απασχολεί πάνω από 5.000 ανθρώπους, κυρίως επαγγελματίες. Την τελευταία εικοσαετία έχουν διαγραφεί από το Χ.Α. περίπου 250 εταιρείες. Οι 129 που παραμένουν ηρωικά εκπροσωπούν ένα μικρό κλάσμα της πραγματικής οικονομίας, τουλάχιστον από άποψη απασχόλησης. Ο Γενικός Δείκτης σέρνεται στο 1/10 του ιστορικού υψηλού των 6.355 μονάδων (17/9/1999) και ο τζίρος των ημερήσιων συναλλαγών στις πολύ καλές μέρες φτάνει τα 100 εκατ., όταν προ εικοσαετίας κυμαινόταν μεταξύ 500 εκατ. και 1,1 δισ. ευρώ. Η κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων που τότε είχε εκτιναχθεί στο διπλάσιο του ΑΕΠ, σήμερα ασθμαίνει στην περιοχή του 20% του ΑΕΠ. Με εξαίρεση την έξαρση του 2014, όταν η ισχνή χρηματιστηριακή αγορά επένδυε με ζήλο στην εδραίωση της μνημονιακής κανονικότητας, το χρηματιστήριο παραμένει ένας παρηκμασμένος θεσμός.
Το χρηματιστήριο ως πρόσχημα
Τότε, γιατί η αιφνίδια αναταραχή για το «μίνι κραχ» της περασμένης εβδομάδας και το ξεπούλημα των τραπεζικών μετοχών; Γιατί οι δημόσιες δηλώσεις για πολιτική κερδοσκοπία με τις μετοχές, γιατί οι υπαινιγμοί για το παιχνίδι της αντιπολίτευσης και τη σιωπή του συνήθως λαλίστατου διοικητή της ΤτΕ; Γιατί οι κυβερνητικές συσκέψεις, οι διαβεβαιώσεις για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και οι διαρροές για μέτρα απαλλαγής του από τα κόκκινα δάνεια; Υπήρχε άραγε η παραμικρή προσδοκία ότι οι τράπεζες είναι δυνατό να καλύψουν τις όποιες τρύπες τους –μετά τον οριστικό αποκλεισμό τους και από το QE και από τον φθηνό δανεισμό της ΕΚΤ (waiver)– μέσω χρηματιστηρίου; Οι ξένοι επενδυτές παραμένουν οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού στο ΧΑ (σε ποσοστό 63%). Αλλά με μια κεφαλαιοποίηση μόλις 40 δισ., με ένα μηνιαίο τζίρο 1 δισ. στην καλύτερη περίπτωση και με δεδομένο ότι οι λεγόμενοι επενδυτές είναι περαστικοί, που ακολουθούν τις βίαιες διακυμάνσεις μιας εξαιρετικά ευμετάβλητης διεθνούς αγοράς και περιορίζονται σε «αρπαχτές», τέτοιες προσδοκίες είναι παράλογο να υπάρχουν.
Το χρηματιστήριο είναι παρωνυχίδα -ή το πρόσχημα- ενός πολύ μεγαλύτερου παιγνίου που φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη, αλλά και το Βερολίνο. Η κατάσταση των τραπεζών, η διάσωση των οποίων έχει κοστίσει στην ελληνική κοινωνία από το 2008 πάνω από 100 δισ. ευρώ, είναι γνωστή και ελάχιστα επηρεάζεται από τα limit up και limit down των μετοχών τους. Στο επίκεντρό αυτής της κατάστασης βρίσκονται, φυσικά, τα 90 δισ. «κόκκινων» δανείων, που αντανακλούν την αποσάθρωση της πραγματικής οικονομίας –επιχειρήσεων και νοικοκυριών– στα χρόνια της μνημονιακής «διάσωσης». Η ακτινογραφία αυτής της κατάστασης περιγράφεται διεξοδικά στο άρθρο του Π. Δερμενάκη (βλέπε σελίδες 2-3).
Οι αγορές ως «κακός μπάτσος»
Η κυβέρνηση, κατά κάποιο τρόπο, έχει δίκιο να ισχυρίζεται ότι με βάση τα τυπικά ευρωπαϊκά κριτήρια οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά επαρκείς. Όπως συμβαίνει και με τις ιταλικές τράπεζες, ξεφορτώνονται σωρηδόν προβληματικά δάνεια πολλών δισεκατομμυρίων σε ελάχιστο ποσοστό της αξίας τους. Χάρη στα νέα διεθνή λογιστικά πρότυπα μπορούν να εγγράφουν ελάχιστες ζημιές. Η ΕΚΤ και ο εποπτεύων SSM, φυσικά, κάνουν τα στραβά μάτια. Επίσης, τα capital control, ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική άρση τους, τις έχουν καταστήσει θησαυροφύλακα του κράτους, καθώς κάθε ψήγμα ρευστότητας περνά από τα ταμεία τους. Οι αποταμιεύσεις αυξάνονται, έστω και αργά, κι αυτό παρά το γεγονός ότι η στρόφιγγα του δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις παραμένει ερμητικά κλειστή.
Όμως, η αμφισβήτηση αυτής της εικόνας από τις λεγόμενες αγορές- δηλαδή από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια και επενδυτικά ταμεία που μπαινοβγαίνουν στις μετοχές ή στα ομόλογα- σχετίζεται με τον ρόλο του «κακού μπάτσου» που τους έχει ανατεθεί από τους επίσημους πιστωτές της χώρας. Η ΕΚΤ, ο Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), αλλά και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) συντηρούν ένα κλίμα αβεβαιότητας για την πραγματική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος με στόχο να απαλλαγούν με κάθε τρόπο από τα προβληματικά δάνεια. Κι αυτό γίνεται σε όλη την κλίμακα της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα στις χώρες με υψηλό ποσοστό προβληματικών δανείων, όπως η Ιταλία.
Η μετέωρη Τραπεζική Ένωση
Ποιος είναι ο λόγος; Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης της Ευρωζώνης, για την οποία πιέζουν σθεναρά η Γαλλία και το ευρωπαϊκό ιερατείο, ως γνωστόν σκοντάφτει στην πείσμονα άρνηση της γερμανικής ηγεσίας να προχωρήσει το υπεσχημένο Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων. Πρακτικά, χωρίς αυτό, τραπεζική ένωση είναι αδύνατο να υπάρξει. Όχι από ευαισθησία για τα δικαιώματα των αποταμιευτών, αλλά για να διασφαλιστεί το χρηματοπιστωτικό μονοπώλιο του χρήματος. Διόλου τυχαία, η Κομισιόν προωθεί με σπουδή αυτή την περίοδο ένα Πανευρωπαϊκό Ατομικό Συνταξιοδοτικό Προϊόν που θα λειτουργεί όχι μόνο ως «τρίτος πυλώνας» ιδιωτικής σύνταξης, αλλά μπορεί να φέρει στα ταμεία των τραπεζών πάνω από 2 τρισ. μέσα στην ερχόμενη δεκαετία. Για να προχωρήσει ο ολοκληρωτικός έλεγχος του χρήματος και των αποταμιεύσεων, για να υπάρξει ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων, για να μπορεί να εφαρμοστεί πραγματικά η θεσπισμένη από το 2014 Οδηγία bail in (διάσωση τραπεζών με κόστος μετόχων, ομολογιούχων και καταθετών)- που έχει δοκιμαστεί πριν τη θέσπισή της στην Κύπρο- η γερμανική ηγεσία απαιτεί δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες του ευρωσυστήματος. Φυσικά, με κόστος εθνικό, όχι ευρωπαϊκό.
Αυτή είναι η βασική και σταθερή πηγή της χρηματιστηριακής διαταραχής με επίκεντρο τις τράπεζες, που είναι μάλιστα πολύ σημαντικότερη στην περίπτωση της Ιταλίας, όπου είναι ανοικτό το μέτωπο του προϋπολογισμού και των ελλειμμάτων του. Πρακτικά, υποβολέας των αγορών είναι το ίδιο το ευρωπαϊκό ιερατείο. Τις χρησιμοποιεί ως μέσο πίεσης για να αναλάβουν δράση οι κυβερνήσεις στην απαλλαγή των τραπεζών από τα «σαπάκια». Βεβαίως, στον θεσμικό λαβύρινθο που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωζώνη από το 2010, προκειμένου να διασωθούν με χρήματα των φορολογουμένων οι γαλλικές και γερμανικές (κυρίως) τράπεζες, υπάρχουν τρομακτικές αντιφάσεις.
Τα σκουπίδια της φούσκας
Η δημιουργία bad bank για τη μεταφορά των προβληματικών δανείων υπό την εποπτεία του δημοσίου έχει αποκλειστεί, γιατί είναι βέβαιο ότι θα σκοντάψει στον κανόνα της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων. Γι’ αυτό και προκρίνεται η εναλλακτική λύση του Σχήματος Εγγύησης Ενεργητικού (APS) στο οποίο, υπό την εγγύηση του δημοσίου, αλλά και με τη συμμετοχή ιδιωτών, θα μεταφέρονται τα κόκκινα δάνεια, για να τιτλοποιούνται στη συνέχεια και να μπορούν να χρησιμοποιούνται ως ενέχυρο στις συναλλαγές των τραπεζών με την ΕΚΤ. Τα ερωτήματα που προκύπτουν, βέβαια, είναι, πρώτον, γιατί αυτό «δώρο» των εγγυήσεων στις τράπεζες δεν θα θεωρηθεί κρατική ενίσχυση και, δεύτερον, ποιοι έχουν λόγους και κίνητρα να αγοράσουν τα τιτλοποιημένα δάνεια. Η απάντηση στο πρώτο σχετίζεται με τη γερμανική βούληση να προχωρήσει η τραπεζική ένωση με μηδενικό κόστος για τη Γερμανία. Η απάντηση στο δεύτερο παραπέμπει στο παιχνίδι του χρηματιστηρίου: οι ίδιοι που κερδοσκοπούν από το ξεπούλημα των μετοχών των τραπεζών, αργότερα θα κερδοσκοπήσουν από την αγορά τους. Αρκεί να έχουν οι τράπεζες ξεφορτωθεί τα σκουπίδια της πιστωτικής φούσκας της προηγούμενης δεκαετίας. Ποιος θα πληρώσει τα σκουπίδια αυτά δεν θέλει και ρώτημα…
Πηγή: e-dromos.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου