Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Μα δεν άκουε Κανείς…
Πόσες αισιόδοξες πεποιθήσεις να ‘χει και μία Βαλίτσα!
Μία Βαλίτσα μονάχη εκεί που οι ομιλίες χάνονται,
Κει που η συνεχής δραματοποίηση σπανίως δικαιολογεί αλλαγές∙
Κει που κανένα ενδιαφέρον δεν αντανακλάται στην υποστήριξή της.
Κάθε βράδυ ανέβαινε στη σκηνή να παίξει τον ρόλο της,
Το κοινό χειροκροτούσε αλλά απέρριπτε την αίτησή της∙
Ήταν κάτι σαν το Κράτος που ενσάρκωνε τα συμφέροντα των Πολιτών,
Αλλά όταν εκείνοι τσακώνονταν, λειτουργούσε σαν διαιτητής.
Μια Ζωή να πορεύεται όπως άρχισε,
Ένας πηλός από Πόνο με λίγες ρωγμές χαράς∙
Μια γρανιτένια Θλίψη με πολλές γραμμές Ψύχρας.
Κι όσοι Εραστές ανέντιμοι θα έφτιαχναν τον Κόσμο!
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Κι είχαν ολάκερες οι αρθρώσεις παγώσει.
Μα δεν άκουε Κανείς…
Σε τούτη την ακμάζουσα Πολιτεία!
Η πορσελάνη δίπλωνε και τέντωνε τη φυσιολογική της χρήση,
Ήταν όπως η χρήση των ορισμών μιας Ιδεολογίας∙
Ως μέσον καταδίκης ή επίκρισης ενός αντίπαλου Φρονήματος.
Τρέχαν οι Θνητοί σε Νύχτες Λευκές,
Η αποστολή τους ήταν να παρουσιαστούν ως μεσάζοντες∙
Σε επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη.
Δεν ήξεραν πολλές λεπτομέρειες,
Όφειλαν ωστόσο να παραλάβουν όλα τα Εκρηκτικά.
Άπεφθο αίμα και κληρονομημένο στο σύνολο των πεποιθήσεων,
Όπως οι αναπαραστάσεις των θεοτήτων στα χαρτονομίσματα∙
Οι τελικές αποφάσεις αντιμετωπίζονταν ως απείρως σύνθετες,
Ώστε η ευπιστία να αδυνατεί να τις συλλάβει…
Οι βινιέτες του 21ου Αιώνα!
Ένα κορίτσι επαρκούσε μέσα στα βαγόνια,
Με μία μπότα ροζ και μία μαύρη∙
Και την έπαρση της Νιότης να κραδαίνει.
Ένα αγόρι πληρούσε όλα τ’ αμπάρια στα πλοία,
Με σκληρό πέος και κολασμένο μαστίγιο∙
Πλήγωνε την ευαισθησία των Ανέμων.
Ένας νέος είχε μεταφράσει το πρώτο του βιβλίο,
Φορούσε σκουλαρίκι στ’ αυτί και προβληματιζόταν για το εξώφυλλο∙
Ένα ζευγάρι κατηφόριζε στα μεταχειρισμένα του καλοκαίρια.
Οι Ικέτιδες δεν είχαν δραπετεύσει απ’ τους κοσμογονικούς τους μύθους,
Οι Φαλλοκράτες απ’ τις αρχετυπικές προκαταλήψεις τους δεν είχαν ξεφύγει∙
Μία νέα μιλούσε για τους Πόνους της σε μία ποιήτρια,
Κι η Ποιήτρια κλεινόταν όλο και βαθύτερα στην Εξορία της∙
Και στο βλέμμα της διάνοιγαν τα ορύγματα της Ερήμου…
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Μα δεν άκουε Κανείς…
Σε τούτη την περίφημη Πόλη!
Οι Ηδονές ανάρτυτες ενίσχυαν τον καταπιεστικό μηχανισμό τους,
Οι Έρωτες διχασμένοι στρέφαν τη λάμψη στους Ενόχους∙
Και η ορμή του Μίσους να οργανώνει απεργίες.
Γενοκτονίες θύμιζαν την ευρύτερη προοπτική τους,
Η αλληλεγγύη γινόταν επάγγελμα∙
Και στα Νοσοκομεία θεωρούταν ο Καπιταλισμός ελκυστικός.
Πάλευαν οι Γραφιάδες για τα πνευματικά τους δικαιώματα,
Περηφανεύονταν οι Όμορφοι για το προβάδισμα που δεν είχαν καταχτήσει.
Μεγάλη αναστάτωση στις δυο πλευρές του Ατλαντικού,
Με το Κοινοτικό Δίκαιο να διεξάγει τις χειρουργικές του επεμβάσεις∙
Ίσα που μισάνοιγαν τα παράθυρα,
Κι όταν αλάργευαν απ’ τη στεριά οι βάρκες,
Προς ενημέρωση τις περίμενε ένα μπουρίνι μεσοπέλαγα…
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Θρηνούσε όλη η Δικαιοσύνη στα ενδόμυχα,
Σπάραζαν το Κορμί Δικτατορίες παραδοσιακές∙
Κι όσο σήκωνε τα χέρια ψηλά με την ισχυρή της Δύναμη,
Ν’ αλλοτριώνει και ν’ αλλοιώνεται∙
Σκουλήκια να ελλοχεύουν τη δορά στο Χώμα∙
Κάποια Φωνή έπαυε να της κρατάει συντροφιά,
Κάποιο μήνυμα την υποτιμούσε∙
Κι Όλοι μετέτρεπαν τα Ιδανικά της σ’ αδιαμφισβήτητη Ηγεσία,
Δίχως να βλέπουν τη συνταγματική Μοναξιά να κυκλώνει.
Κρέμασε δυο σχοινιά στα δοκάρια του Απείρου,
Όλα τα πληγιασμένα λείψανα να εφαρμόσουν∙
Ένα σύνολο οικουμενικών Αρχών.
Κι έκλαιγε και τρεμούλιαζε στα έρημα βράδια,
Σαν μία θεμελιωμένη Απολυταρχία με φόρεμα Δημοκρατίας γνήσιας∙
Με δυνητικά απεριόριστη Ελευθερία μέσα στων Φυλακών τη χλιδή,
Απ’ το ίδιο το πλαστό εκπορευόμενη.
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν…
Μια Σκιά η Βαλίτσα διαμελισμένη,
Αρθρωμένη παράταιρα σε εκχυμώσεις και μανταλάκια∙
Και χίλιες πληγές σε τόπο προσωρινό.
Εκεί που κανείς δεν γνώριζε αν Ζει ή αν πεθαίνει,
Αν τα ξέφτια της πουλημένα με χίλιους τρόπους∙
Αν οι ραφές ατσαλένιες από Παράπονο και Πίκρα∙
Αν το φερμουάρ ξεχαρβαλωμένο από ξεχωριστές επιθέσεις.
Μπορούσε να μείνει ξαπλωμένη μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της,
Χωρίς Ομιλία, μόνο ν’ αγγίζεται στα μελανά σημάδια∙
Να σωπαίνει μόνο,
Χαμένη στη σκοτεινιά για αιώνες∙
Χαμένη στης Αδιαφορίας το πουθενά.
Με τα μάτια της στον Ορίζοντα στυλωμένα,
Χωρίς κόρη να παρουσιάζει τρόπους Διακυβέρνησης∙
Μόνο το ΜΠΛΕ το αμείλικτο κι ατόφιο…
Όλα κατέρρεαν..
Άρχισε να βγάζει τα ρούχα ένα-ένα,
Να ψαλιδίζει τα μαλλιά∙
Να πασαλείβει με κραγιόνια το δέρμα.
Σαν υπνωτισμένη άρχισε να κατεβαίνει στον δρόμο,
Χωρίς μαλλιά μήτε ρούχα∙
Με τη γλώσσα κομμένη στα σημεία…
Άρχισε να χώνει τα δάχτυλα σε όλες τις οπές του κορμιού,
Σάλια και σπέρμα να φτύνει πάνω στη ματωμένη Σιωπή∙
Να ουρλιάζει στις κοινωνικές εξισώσεις.
Με μάτια δαιμονισμένα έκαιγε τους λογχοφόρους,
Αποδεκάτιζε τις Κολακείες και την Υποκρισία∙
Μη κι αφορίσει της Δεισιδαιμονίας τις ψηφίδες.
Στις Δίκες και στα Πραξικοπήματα,
Στη Βία τη συντριπτική να κατισχύει τους Θριάμβους∙
Ν’ ατενίζει τη φρίκη και τις κατακραυγές…
Να σφάζει άρχισε με τα ξυράφια αυτό που δεν φαινόταν,
Το μονοπώλιο αυτού που δεν «ήταν» να καθοδηγεί∙
Με φλόγες να ραμφίζει τη χαρισματική της Εξουσία…
Κρεμασμένη στο Βάραθρο με τα μάτια έξω απ’ τις κόγχες,
Η μύτη να αιμορραγεί και να φυτρώνει το Αίμα στο χορτάρι∙
Αρθρώσεις παγωμένες και βλέμμα εμμονικό στο Χάος.
Κι όπως εκτοξευόταν και μυριάδες θρύμματα,
Ούρλιαζε απ’ τους Πόνους…
Μα δεν άκουε Κανείς…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Μα δεν άκουε Κανείς…
Πόσες αισιόδοξες πεποιθήσεις να ‘χει και μία Βαλίτσα!
Μία Βαλίτσα μονάχη εκεί που οι ομιλίες χάνονται,
Κει που η συνεχής δραματοποίηση σπανίως δικαιολογεί αλλαγές∙
Κει που κανένα ενδιαφέρον δεν αντανακλάται στην υποστήριξή της.
Κάθε βράδυ ανέβαινε στη σκηνή να παίξει τον ρόλο της,
Το κοινό χειροκροτούσε αλλά απέρριπτε την αίτησή της∙
Ήταν κάτι σαν το Κράτος που ενσάρκωνε τα συμφέροντα των Πολιτών,
Αλλά όταν εκείνοι τσακώνονταν, λειτουργούσε σαν διαιτητής.
Μια Ζωή να πορεύεται όπως άρχισε,
Ένας πηλός από Πόνο με λίγες ρωγμές χαράς∙
Μια γρανιτένια Θλίψη με πολλές γραμμές Ψύχρας.
Κι όσοι Εραστές ανέντιμοι θα έφτιαχναν τον Κόσμο!
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Κι είχαν ολάκερες οι αρθρώσεις παγώσει.
Μα δεν άκουε Κανείς…
Σε τούτη την ακμάζουσα Πολιτεία!
Η πορσελάνη δίπλωνε και τέντωνε τη φυσιολογική της χρήση,
Ήταν όπως η χρήση των ορισμών μιας Ιδεολογίας∙
Ως μέσον καταδίκης ή επίκρισης ενός αντίπαλου Φρονήματος.
Τρέχαν οι Θνητοί σε Νύχτες Λευκές,
Η αποστολή τους ήταν να παρουσιαστούν ως μεσάζοντες∙
Σε επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη.
Δεν ήξεραν πολλές λεπτομέρειες,
Όφειλαν ωστόσο να παραλάβουν όλα τα Εκρηκτικά.
Άπεφθο αίμα και κληρονομημένο στο σύνολο των πεποιθήσεων,
Όπως οι αναπαραστάσεις των θεοτήτων στα χαρτονομίσματα∙
Οι τελικές αποφάσεις αντιμετωπίζονταν ως απείρως σύνθετες,
Ώστε η ευπιστία να αδυνατεί να τις συλλάβει…
Οι βινιέτες του 21ου Αιώνα!
Ένα κορίτσι επαρκούσε μέσα στα βαγόνια,
Με μία μπότα ροζ και μία μαύρη∙
Και την έπαρση της Νιότης να κραδαίνει.
Ένα αγόρι πληρούσε όλα τ’ αμπάρια στα πλοία,
Με σκληρό πέος και κολασμένο μαστίγιο∙
Πλήγωνε την ευαισθησία των Ανέμων.
Ένας νέος είχε μεταφράσει το πρώτο του βιβλίο,
Φορούσε σκουλαρίκι στ’ αυτί και προβληματιζόταν για το εξώφυλλο∙
Ένα ζευγάρι κατηφόριζε στα μεταχειρισμένα του καλοκαίρια.
Οι Ικέτιδες δεν είχαν δραπετεύσει απ’ τους κοσμογονικούς τους μύθους,
Οι Φαλλοκράτες απ’ τις αρχετυπικές προκαταλήψεις τους δεν είχαν ξεφύγει∙
Μία νέα μιλούσε για τους Πόνους της σε μία ποιήτρια,
Κι η Ποιήτρια κλεινόταν όλο και βαθύτερα στην Εξορία της∙
Και στο βλέμμα της διάνοιγαν τα ορύγματα της Ερήμου…
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Μα δεν άκουε Κανείς…
Σε τούτη την περίφημη Πόλη!
Οι Ηδονές ανάρτυτες ενίσχυαν τον καταπιεστικό μηχανισμό τους,
Οι Έρωτες διχασμένοι στρέφαν τη λάμψη στους Ενόχους∙
Και η ορμή του Μίσους να οργανώνει απεργίες.
Γενοκτονίες θύμιζαν την ευρύτερη προοπτική τους,
Η αλληλεγγύη γινόταν επάγγελμα∙
Και στα Νοσοκομεία θεωρούταν ο Καπιταλισμός ελκυστικός.
Πάλευαν οι Γραφιάδες για τα πνευματικά τους δικαιώματα,
Περηφανεύονταν οι Όμορφοι για το προβάδισμα που δεν είχαν καταχτήσει.
Μεγάλη αναστάτωση στις δυο πλευρές του Ατλαντικού,
Με το Κοινοτικό Δίκαιο να διεξάγει τις χειρουργικές του επεμβάσεις∙
Ίσα που μισάνοιγαν τα παράθυρα,
Κι όταν αλάργευαν απ’ τη στεριά οι βάρκες,
Προς ενημέρωση τις περίμενε ένα μπουρίνι μεσοπέλαγα…
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν∙
Θρηνούσε όλη η Δικαιοσύνη στα ενδόμυχα,
Σπάραζαν το Κορμί Δικτατορίες παραδοσιακές∙
Κι όσο σήκωνε τα χέρια ψηλά με την ισχυρή της Δύναμη,
Ν’ αλλοτριώνει και ν’ αλλοιώνεται∙
Σκουλήκια να ελλοχεύουν τη δορά στο Χώμα∙
Κάποια Φωνή έπαυε να της κρατάει συντροφιά,
Κάποιο μήνυμα την υποτιμούσε∙
Κι Όλοι μετέτρεπαν τα Ιδανικά της σ’ αδιαμφισβήτητη Ηγεσία,
Δίχως να βλέπουν τη συνταγματική Μοναξιά να κυκλώνει.
Κρέμασε δυο σχοινιά στα δοκάρια του Απείρου,
Όλα τα πληγιασμένα λείψανα να εφαρμόσουν∙
Ένα σύνολο οικουμενικών Αρχών.
Κι έκλαιγε και τρεμούλιαζε στα έρημα βράδια,
Σαν μία θεμελιωμένη Απολυταρχία με φόρεμα Δημοκρατίας γνήσιας∙
Με δυνητικά απεριόριστη Ελευθερία μέσα στων Φυλακών τη χλιδή,
Απ’ το ίδιο το πλαστό εκπορευόμενη.
Όλα κατέρρεαν,
Κι οι Φόβοι για τις ασθένειες μεγάλωναν…
Μια Σκιά η Βαλίτσα διαμελισμένη,
Αρθρωμένη παράταιρα σε εκχυμώσεις και μανταλάκια∙
Και χίλιες πληγές σε τόπο προσωρινό.
Εκεί που κανείς δεν γνώριζε αν Ζει ή αν πεθαίνει,
Αν τα ξέφτια της πουλημένα με χίλιους τρόπους∙
Αν οι ραφές ατσαλένιες από Παράπονο και Πίκρα∙
Αν το φερμουάρ ξεχαρβαλωμένο από ξεχωριστές επιθέσεις.
Μπορούσε να μείνει ξαπλωμένη μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της,
Χωρίς Ομιλία, μόνο ν’ αγγίζεται στα μελανά σημάδια∙
Να σωπαίνει μόνο,
Χαμένη στη σκοτεινιά για αιώνες∙
Χαμένη στης Αδιαφορίας το πουθενά.
Με τα μάτια της στον Ορίζοντα στυλωμένα,
Χωρίς κόρη να παρουσιάζει τρόπους Διακυβέρνησης∙
Μόνο το ΜΠΛΕ το αμείλικτο κι ατόφιο…
Όλα κατέρρεαν..
Άρχισε να βγάζει τα ρούχα ένα-ένα,
Να ψαλιδίζει τα μαλλιά∙
Να πασαλείβει με κραγιόνια το δέρμα.
Σαν υπνωτισμένη άρχισε να κατεβαίνει στον δρόμο,
Χωρίς μαλλιά μήτε ρούχα∙
Με τη γλώσσα κομμένη στα σημεία…
Άρχισε να χώνει τα δάχτυλα σε όλες τις οπές του κορμιού,
Σάλια και σπέρμα να φτύνει πάνω στη ματωμένη Σιωπή∙
Να ουρλιάζει στις κοινωνικές εξισώσεις.
Με μάτια δαιμονισμένα έκαιγε τους λογχοφόρους,
Αποδεκάτιζε τις Κολακείες και την Υποκρισία∙
Μη κι αφορίσει της Δεισιδαιμονίας τις ψηφίδες.
Στις Δίκες και στα Πραξικοπήματα,
Στη Βία τη συντριπτική να κατισχύει τους Θριάμβους∙
Ν’ ατενίζει τη φρίκη και τις κατακραυγές…
Να σφάζει άρχισε με τα ξυράφια αυτό που δεν φαινόταν,
Το μονοπώλιο αυτού που δεν «ήταν» να καθοδηγεί∙
Με φλόγες να ραμφίζει τη χαρισματική της Εξουσία…
Κρεμασμένη στο Βάραθρο με τα μάτια έξω απ’ τις κόγχες,
Η μύτη να αιμορραγεί και να φυτρώνει το Αίμα στο χορτάρι∙
Αρθρώσεις παγωμένες και βλέμμα εμμονικό στο Χάος.
Κι όπως εκτοξευόταν και μυριάδες θρύμματα,
Ούρλιαζε απ’ τους Πόνους…
Μα δεν άκουε Κανείς…
Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου