Του Δημήτρη Ουλή
Χωρίσαμε κοινή συναινέσει και πέραν πάσης αμφιβολίας. Μην σας ξεγελάει ότι εξακολουθούμε να ζούμε στο ίδιο σπίτι, να διαχειριζόμαστε κοινό λογαριασμό και να μοιραζόμαστε κοινό κρεβάτι. Μην σας ξεγελάει ότι φροντίζουμε από κοινού τα παιδιά, πηγαίνουμε μαζί διακοπές, συνεργαζόμαστε διαρκώς και αποκλειστικά, στα εύκολα και στα δύσκολα, έχουμε κοινές έγνοιες και κοινή ζωή. Το θέμα είναι ότι κανείς πια δεν μας «λέει» ζευγάρι.
Κι αν νομίζετε αυτήν τη στιγμή ότι σας μιλάει ένας υπάλληλος, πλανάσθε πλάνην οικτράν. Υπάλληλος εγώ δεν είμαι. Είμαι απλά κάποιος που επιδοτείται μηνιαίως από έναν άλλον άνθρωπο. Ο οποίος, με τη σειρά του, δεν είναι εργοδότης. Είναι απλώς ένας άνθρωπος, ο οποίος επιδοτεί μηνιαίως έναν άλλον άνθρωπο. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε. Θα με πληρώνεις, θα με φροντίζεις, θα με ασφαλίζεις, του είπα. Εντάξει, μου είπε. Αλλά υπάλληλό σου δεν θα τολμήσεις να με ξαναπείς, του είπα. Ούτε εσύ να τολμήσεις να με ξαναπείς εργοδότη, μου είπε.
Ή μήπως εξάλλου θα είχε κανείς την αφέλεια να με αποκαλέσει δάσκαλο; Μα πού ζείτε, επιτέλους; Δεν είμαι δάσκαλος –χωνέψτε το. Είμαι απλά ένας άνθρωπος που μιλάει, και από κάτω βρίσκονται παιδιά και έφηβοι που τον ακούνε. Και δεν κάθονται σε θρανία τα οποία βρίσκονται μέσα σε σχολικές αίθουσες. Κάθονται απλώς σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους με καρέκλες, που μπροστά τους έχουν ένα τραπέζι.
Ότι ψάχνετε με διαφορετικές λέξεις να πείτε τα ίδια πράγματα, ότι προσπαθείτε με κούφια λόγια να δημιουργήσετε έναν αέρα αλλαγής εκεί που δεν κουνιέται φύλλο, ότι ψάχνετε με δολιχοδρομίες και επικοινωνιακές εξυπνάδες να μας πείσετε ότι όλα αλλάζουν, ενώ όλα μένουν τα ίδια, το καταλαβαίνω. Εκλογές έρχονται, χρεωκοπημένοι είστε, κάτι πρέπει να δείξετε ότι διακυβεύεται, ότι διακινείται, ότι καθίσταται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Θέλοντας και μη, είσαστε υποχρεωμένοι να ψαρεύετε σε θολά νερά, μην τυχόν και κάποιος τσιμπήσει από σπόντα. Αλλά να μας περνάτε συστηματικά για ηλίθιους, λοβοτομημένους και ανιστόρητους, με κάνει πραγματικά να εξαγριώνομαι. Λες και δεν γνωρίζουμε την ιστορία των σχέσεων της Εκκλησίας και της Πολιτείας στην Ελλάδα, τον ακραία ιδεολογικό χαρακτήρα της συναλληλίας τους, τα αξεδιάλυτα πεπρωμένα και τη βαθειά συνενοχή τους. Λες και δεν γνωρίζουμε τα αμοιβαία συμφέροντα που εξυπηρετεί η σύμπλευσή τους. Λες και Εκκλησία και Κράτος προθυμοποιήθηκαν μια ωραία πρωία –ως δια μαγείας– να παραιτηθούν από τα αμοιβαία προνόμια και συμφέροντα που εξυπηρετεί η ανίερη συμμαχία τους.
Είναι, λέει, το πρώτο βήμα. Αλήθεια; Πρώτο βήμα, το σημειωτόν;
Μπορεί να μην «λέγονται» υπάλληλοι. Αλλά είναι υπάλληλοι. Γιατί είσαι πάντοτε ο υπάλληλος εκείνου που σε πληρώνει. Και αυτός που σε πληρώνει είναι πάντοτε ο εργοδότης σου. Αυτό, νομίζω, ο καθένας μπορεί να το καταλάβει. Ακόμα και το Γραφείο Παραθρησκειών και Αιρέσεων.
Πηγή: e-dromos.gr
Δημήτρης Ουλής: Σχετικά με τον Συντάκτη
Χωρίσαμε κοινή συναινέσει και πέραν πάσης αμφιβολίας. Μην σας ξεγελάει ότι εξακολουθούμε να ζούμε στο ίδιο σπίτι, να διαχειριζόμαστε κοινό λογαριασμό και να μοιραζόμαστε κοινό κρεβάτι. Μην σας ξεγελάει ότι φροντίζουμε από κοινού τα παιδιά, πηγαίνουμε μαζί διακοπές, συνεργαζόμαστε διαρκώς και αποκλειστικά, στα εύκολα και στα δύσκολα, έχουμε κοινές έγνοιες και κοινή ζωή. Το θέμα είναι ότι κανείς πια δεν μας «λέει» ζευγάρι.
Κι αν νομίζετε αυτήν τη στιγμή ότι σας μιλάει ένας υπάλληλος, πλανάσθε πλάνην οικτράν. Υπάλληλος εγώ δεν είμαι. Είμαι απλά κάποιος που επιδοτείται μηνιαίως από έναν άλλον άνθρωπο. Ο οποίος, με τη σειρά του, δεν είναι εργοδότης. Είναι απλώς ένας άνθρωπος, ο οποίος επιδοτεί μηνιαίως έναν άλλον άνθρωπο. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε. Θα με πληρώνεις, θα με φροντίζεις, θα με ασφαλίζεις, του είπα. Εντάξει, μου είπε. Αλλά υπάλληλό σου δεν θα τολμήσεις να με ξαναπείς, του είπα. Ούτε εσύ να τολμήσεις να με ξαναπείς εργοδότη, μου είπε.
Ή μήπως εξάλλου θα είχε κανείς την αφέλεια να με αποκαλέσει δάσκαλο; Μα πού ζείτε, επιτέλους; Δεν είμαι δάσκαλος –χωνέψτε το. Είμαι απλά ένας άνθρωπος που μιλάει, και από κάτω βρίσκονται παιδιά και έφηβοι που τον ακούνε. Και δεν κάθονται σε θρανία τα οποία βρίσκονται μέσα σε σχολικές αίθουσες. Κάθονται απλώς σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους με καρέκλες, που μπροστά τους έχουν ένα τραπέζι.
Ότι ψάχνετε με διαφορετικές λέξεις να πείτε τα ίδια πράγματα, ότι προσπαθείτε με κούφια λόγια να δημιουργήσετε έναν αέρα αλλαγής εκεί που δεν κουνιέται φύλλο, ότι ψάχνετε με δολιχοδρομίες και επικοινωνιακές εξυπνάδες να μας πείσετε ότι όλα αλλάζουν, ενώ όλα μένουν τα ίδια, το καταλαβαίνω. Εκλογές έρχονται, χρεωκοπημένοι είστε, κάτι πρέπει να δείξετε ότι διακυβεύεται, ότι διακινείται, ότι καθίσταται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Θέλοντας και μη, είσαστε υποχρεωμένοι να ψαρεύετε σε θολά νερά, μην τυχόν και κάποιος τσιμπήσει από σπόντα. Αλλά να μας περνάτε συστηματικά για ηλίθιους, λοβοτομημένους και ανιστόρητους, με κάνει πραγματικά να εξαγριώνομαι. Λες και δεν γνωρίζουμε την ιστορία των σχέσεων της Εκκλησίας και της Πολιτείας στην Ελλάδα, τον ακραία ιδεολογικό χαρακτήρα της συναλληλίας τους, τα αξεδιάλυτα πεπρωμένα και τη βαθειά συνενοχή τους. Λες και δεν γνωρίζουμε τα αμοιβαία συμφέροντα που εξυπηρετεί η σύμπλευσή τους. Λες και Εκκλησία και Κράτος προθυμοποιήθηκαν μια ωραία πρωία –ως δια μαγείας– να παραιτηθούν από τα αμοιβαία προνόμια και συμφέροντα που εξυπηρετεί η ανίερη συμμαχία τους.
Είναι, λέει, το πρώτο βήμα. Αλήθεια; Πρώτο βήμα, το σημειωτόν;
Μπορεί να μην «λέγονται» υπάλληλοι. Αλλά είναι υπάλληλοι. Γιατί είσαι πάντοτε ο υπάλληλος εκείνου που σε πληρώνει. Και αυτός που σε πληρώνει είναι πάντοτε ο εργοδότης σου. Αυτό, νομίζω, ο καθένας μπορεί να το καταλάβει. Ακόμα και το Γραφείο Παραθρησκειών και Αιρέσεων.
Πηγή: e-dromos.gr
Δημήτρης Ουλής: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου