Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη
Τη συνάντησε έξω από το –τότε- ΙΚΑ της περιοχής, όπου η ίδια εργαζόταν. Για την ακρίβεια, συναντήθηκε το βλέμμα της, με το βλέμμα του κοριτσιού. Χαμογέλασαν αυθόρμητα η μια στην άλλη.
Και καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, πηγαίνοντας στη δουλειά της, κρατούσε μέσα της τη ζεστασιά του καθάριου αυτού βλέμματος. Με μια περιέργεια είναι η αλήθεια, καθώς δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει, τι την είχε συγκινήσει περισσότερο. Προσπαθούσε να καταλάβει, αν ήταν κάποιο αδιόρατο παιδικό παράπονο, από αυτά που είχε μάθει να ξεχωρίζει στα ατσαλάκωτα ακόμα παιδικά προσωπάκια, παιδιών που ζητιάνευαν. Όχι, ήταν κάτι διαφορετικό!
Μέχρι να φτάσει στον όροφο εργασίας της, δεν το είχε ακόμη ονοματίσει. Προσπάθησε να φτάσει ως την πόρτα του γραφείου της με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, καθώς το πλήθος του κόσμου τον τελευταίο κυρίως μήνα, ξεπερνούσε το αναμενόμενο. Τα πάνω-κάτω στη χώρα, τα πάνω-κάτω στον τομέα και της Υγείας. Ενοποιήσεις, διαφοροποιήσεις, ανακατατάξεις… Και αναμενόμενες απολύσεις βεβαίως.
Είχαν ήδη εξετασθεί αρκετοί άνθρωποι, όταν ο παρατεινόμενος θόρυβος απέξω, την ανάγκασε να σταματήσει. Ήταν φαινόμενο συνηθισμένο αυτό, όχι μόνο τωρινό. Οι «ουρές», κυρίως όταν αφορούσαν ευαίσθητους τομείς, ευνόητο ήταν να προκαλούν άγχος κι ανυπομονησία. Η πρόσφατη όμως ενοποίηση των ταμείων, -αλλά αυτή σκεφτόταν πως κυρίως-, η ανασφάλεια που συνόδευε το σκοτεινό «καινούργιο», έκανε τους ανθρώπους νευρικούς κι ανυπόμονους περισσότερο από το συνηθισμένο διογκώνοντας κάθε τύπου αγένεια, και μικροαστικές «διαφοροποιήσεις». «Είμαι του δημοσίου εγώ! Γιατί να περιμένω στην ίδια ουρά με το ΙΚΑ!»
Ωστόσο, η ευδιάκριτη πλέον φωνή μέσα από το γενικότερο θόρυβο, την έκανε να σηκωθεί ανάστατη από τη θέση της. «Πάρε δρόμο από δω! Δωχάμου που μαζευτήκατε όλοι σας! Εδώ δεν είναι πιάτσα!»
Ανοίγοντας την πόρτα, με εμφανή εκνευρισμό, διέσχισε με το βλέμμα την οχλαγοή. Και κει, κάπου στο βάθος, την είδε. Δηλαδή, «είδε» το βλέμμα που την είχε απασχολήσει λίγη ώρα πριν. Ήταν ένα βλέμμα ώριμο για την ηλικία του παιδιού, και προπάντων θαρραλέο! Θαρραλέο ναι! Αυτή ήταν η κατάλληλη λέξη που προσπαθούσε να βρει ανεβαίνοντας τις σκάλες. Έτσι εξηγούνταν γιατί την είχε απασχολήσει αυτή η συνάντηση. Και τότε άστραψαν στη μνήμη της κι άλλες εικόνες αυτού του κοριτσιού, πότε στην πλατεία, έξω από την καφετέρια που σύχναζε κι η ίδια, πότε μόνη της, άλλοτε με την παρέα ενός μικρότερου απ’ αυτήν κοριτσιού, πιθανότατα αδελφής της, καθώς ήταν εμφανής η ομοιότητα. Και αυθόρμητα επανέφερε στο νου της, αυτό που η ίδια χαρακτήριζε ως «ειδοποιό» διαφορά. Ουδέποτε είχε δει το πλάσμα αυτό, να προτείνει το χέρι. Στεκόταν ευθυτενές, πεντακάθαρο πάντα, με το γελαστό κι ατρόμητο –λες- βλέμμα του. Απλώς στεκόταν δίπλα στους ανθρώπους. Σε ηλιόλουστους αλλά και μουντούς καιρούς, κάνα χρόνο τώρα. Δίπλα σε αναπαυτικά καθισμένους πολίτες που απολάμβαναν τον καφέ τους σχολιάζοντας το ένα και το άλλο. Δίπλα σε γέλια και χειρονομίες ανθρώπων που βγήκαν για να ξεσκάσουν για λίγο. Δίπλα σε βλέμματα κάθε είδους. Συμπόνιας, περιέργειας, οίκτου. Αλλά και άλλα δύσκολα βλέμματα. Αδιάφορα, ενοχλημένα, απαξιωτικά, ως και εχθρικά.
Κάπου-κάπου, κάποιο χέρι γυρνούσε να την ευεργετήσει.
Αλλά η Φωτεινή, χέρι δεν άπλωνε ποτέ. Ούτε κατέβαζε το βλέμμα.
Ότι τη λέγαν έτσι,-Φωτεινή!- το έμαθε στο τέλος εκείνης της μέρας. Από την ίδια. Αλλά και να μην το είχε μάθει, θα το είχε υποθέσει. Καθώς, «αυτοί», που της το είχαν «φορέσει», είχαν αντιληφτεί ότι ταίριαζε απόλυτα στη φωτεινή της παρουσία. Ούτε τη ρώτησε ποτέ το πραγματικό της. Τι σημασία θα είχε;
Γιατί η Φωτεινή, ήταν από τη Ρουμανία φερμένη. Μαζί με τη Βαλεντίνη, τη μικρή φοβισμένη αδερφή της, με τα τεράστια μάτια των βορείων ποταμιών και παραποτάμων. Και βεβαίως, ένα καραβάνι Ρουμάνων, γυναικών κυρίως, αλλά και ανδρών, μερικοί απ’ αυτούς σακάτηδες. Πού έμεναν; Σε κάτι χαλάσματα, ερειπωμένα εγκαταλελειμμένα σπίτια της πόλης,-πιθανολόγησε-, καθώς διασχίζοντας πολλές φορές με τ’ αυτοκίνητο το δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, ξεπηδούσαν κάθε πρωί, μέσα από τις χωραφιές, γραμμή, ίσα για το κέντρο. Γυναίκες, παιδιά, στο τέρμα ο ανάπηρος με τις πατερίτσες, κι άλλοι δυο τρεις. Απομεινάρια μιας κατάστασης που η μπόχα της έμελλε σε κάποια χρόνια να πάρει σβάρνα τον «πολιτισμένο» και μη, κόσμο.
Κάθισε κάμποσο στο γραφείο της η Φωτεινή, τη μέρα κείνη. Σιμά, ξεφύτρωσε και η μικρή αδερφή της, αμίλητη, αλαφιασμένο σπουργίτι! Να κουρνιάζει στην αγκαλιά της μάνας-αδερφής. Δυο χρόνια σχεδόν στην ξένη χώρα, κάτι μήνες στην πόλη τους, τα ελληνικά τα μιλούσαν πολύ καλά και τα δυο παιδιά. Άλλωστε, για κάποιο διάστημα, μέσω ενός αξιόλογου ελληνικού οργανισμού, κάποια μαθήματα ελληνικών είχαν παρακολουθήσει. Ήθελε να τη ρωτήσει πολλά τη Φωτεινή. Αλλά απ’ όσα θυμόταν εκ των υστέρων, δεν τη ρώτησε τίποτε. Ίσως γιατί είχε καταλάβει, πως σ’ αυτή τη ζωή, αυτό το παιδί, είχε δεχτεί ατέλειωτες ερωτήσεις. Και το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν του είχε δοθεί, καμία απάντηση.
Με τον καιρό, η Φωτεινή, αλλά και η Βαλεντίνη που είχε ξεθαρρέψει στο μεταξύ, είχαν γίνει οι σταθεροί της σύντροφοι τις αργές μεσημεριανές ώρες, που η κίνηση είχε σταματήσει. Τα γλυκά καρτερικά βλέμματα της Φωτεινής, αλλά και τα τιτιβίσματα της Βαλεντίνας, γέμιζαν το χώρο! «Δυο ξεκάρφωτα παιδιά!» σκεφτόταν. «Δυο παιδάκια του κόσμου». Ποιου κόσμου; Του ανερώτηγου. Όπως θα ’λεγε κι η νόνα της.
Έφτασαν και κάποια Χριστούγεννα, κι αυτή σαν καλή κυρία, του κόσμου του πολιτισμένου και καλαποδιασμένου, κοντά σ’ όλα τα δώρα, σκέφτηκε κι αυτό για τα «ρουμανάκια». Ήταν αυτό, που η ίδια θα ήθελε στη θέση τους, στην ηλικία τους. Αυτό που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες της έφερναν τα άγια χέρια των δικών της γονιών, όταν έκανε πως κοιμόταν. Στην κουνιστή πολυθρόνα. Δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
Το είδαν λοιπόν και τα παιδιά, το απόγευμα εκείνο. Πάνω στο γραφείο της.
Κι έμελλε τη μέρα εκείνη να πάρει κι αυτή, το δικό της μάθημα.
Πλησίασε λοιπόν η Φωτεινή, με το καθάριο σοβαρό της βλέμμα, κι άγγιξε με τα δάχτυλά της, το όμορφο περιτύλιγμα του παραμυθιού. Τη γυριστή κόκκινη κορδέλα. Σκεφτική, κάπως απρόσιτη. Εκ των υστέρων θυμάται μια σκληράδα στο βλέμμα της. Αλλά δεν παίρνει κι όρκο!
-Άνοιξέ το! Την προέτρεψε. Κι αυτή υπάκουσε προσεχτικά. Κι αφού έβαλε φρένο στα χοροπηδητά της αδερφής της, αγκαλιάζοντάς την σχεδόν επίπονα, σα για να φρενάρει τον ενθουσιασμό της, γύρισε και της είπε.
-Ευχαριστούμε κυρία. Αλλά αυτό το βιβλίο δε μπορούμε να το δεχτούμε!
Κάποιες μέρες λοιπόν πριν από τα Χριστούγεννα, η καλή κυρία, διδάχτηκε πολλά. Πως μερικά παιδιά, δε διαβάζουν παραμύθια. Όχι γιατί δεν τους αρέσει, ή δεν τα σαγηνεύει η ιδέα. Αλλά γιατί τα έμαθε από τα γεννοφάσκια τους η ζωή, να μην παραμυθιάζονται. Με τον πιο σκληρό και άδικο τρόπο.
Αλλά αυτό πάλι είναι από μόνο του, μια άλλη ιστορία.
Πηγή: artinews.gr
Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τη συνάντησε έξω από το –τότε- ΙΚΑ της περιοχής, όπου η ίδια εργαζόταν. Για την ακρίβεια, συναντήθηκε το βλέμμα της, με το βλέμμα του κοριτσιού. Χαμογέλασαν αυθόρμητα η μια στην άλλη.
Και καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, πηγαίνοντας στη δουλειά της, κρατούσε μέσα της τη ζεστασιά του καθάριου αυτού βλέμματος. Με μια περιέργεια είναι η αλήθεια, καθώς δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει, τι την είχε συγκινήσει περισσότερο. Προσπαθούσε να καταλάβει, αν ήταν κάποιο αδιόρατο παιδικό παράπονο, από αυτά που είχε μάθει να ξεχωρίζει στα ατσαλάκωτα ακόμα παιδικά προσωπάκια, παιδιών που ζητιάνευαν. Όχι, ήταν κάτι διαφορετικό!
Μέχρι να φτάσει στον όροφο εργασίας της, δεν το είχε ακόμη ονοματίσει. Προσπάθησε να φτάσει ως την πόρτα του γραφείου της με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, καθώς το πλήθος του κόσμου τον τελευταίο κυρίως μήνα, ξεπερνούσε το αναμενόμενο. Τα πάνω-κάτω στη χώρα, τα πάνω-κάτω στον τομέα και της Υγείας. Ενοποιήσεις, διαφοροποιήσεις, ανακατατάξεις… Και αναμενόμενες απολύσεις βεβαίως.
Είχαν ήδη εξετασθεί αρκετοί άνθρωποι, όταν ο παρατεινόμενος θόρυβος απέξω, την ανάγκασε να σταματήσει. Ήταν φαινόμενο συνηθισμένο αυτό, όχι μόνο τωρινό. Οι «ουρές», κυρίως όταν αφορούσαν ευαίσθητους τομείς, ευνόητο ήταν να προκαλούν άγχος κι ανυπομονησία. Η πρόσφατη όμως ενοποίηση των ταμείων, -αλλά αυτή σκεφτόταν πως κυρίως-, η ανασφάλεια που συνόδευε το σκοτεινό «καινούργιο», έκανε τους ανθρώπους νευρικούς κι ανυπόμονους περισσότερο από το συνηθισμένο διογκώνοντας κάθε τύπου αγένεια, και μικροαστικές «διαφοροποιήσεις». «Είμαι του δημοσίου εγώ! Γιατί να περιμένω στην ίδια ουρά με το ΙΚΑ!»
Ωστόσο, η ευδιάκριτη πλέον φωνή μέσα από το γενικότερο θόρυβο, την έκανε να σηκωθεί ανάστατη από τη θέση της. «Πάρε δρόμο από δω! Δωχάμου που μαζευτήκατε όλοι σας! Εδώ δεν είναι πιάτσα!»
Ανοίγοντας την πόρτα, με εμφανή εκνευρισμό, διέσχισε με το βλέμμα την οχλαγοή. Και κει, κάπου στο βάθος, την είδε. Δηλαδή, «είδε» το βλέμμα που την είχε απασχολήσει λίγη ώρα πριν. Ήταν ένα βλέμμα ώριμο για την ηλικία του παιδιού, και προπάντων θαρραλέο! Θαρραλέο ναι! Αυτή ήταν η κατάλληλη λέξη που προσπαθούσε να βρει ανεβαίνοντας τις σκάλες. Έτσι εξηγούνταν γιατί την είχε απασχολήσει αυτή η συνάντηση. Και τότε άστραψαν στη μνήμη της κι άλλες εικόνες αυτού του κοριτσιού, πότε στην πλατεία, έξω από την καφετέρια που σύχναζε κι η ίδια, πότε μόνη της, άλλοτε με την παρέα ενός μικρότερου απ’ αυτήν κοριτσιού, πιθανότατα αδελφής της, καθώς ήταν εμφανής η ομοιότητα. Και αυθόρμητα επανέφερε στο νου της, αυτό που η ίδια χαρακτήριζε ως «ειδοποιό» διαφορά. Ουδέποτε είχε δει το πλάσμα αυτό, να προτείνει το χέρι. Στεκόταν ευθυτενές, πεντακάθαρο πάντα, με το γελαστό κι ατρόμητο –λες- βλέμμα του. Απλώς στεκόταν δίπλα στους ανθρώπους. Σε ηλιόλουστους αλλά και μουντούς καιρούς, κάνα χρόνο τώρα. Δίπλα σε αναπαυτικά καθισμένους πολίτες που απολάμβαναν τον καφέ τους σχολιάζοντας το ένα και το άλλο. Δίπλα σε γέλια και χειρονομίες ανθρώπων που βγήκαν για να ξεσκάσουν για λίγο. Δίπλα σε βλέμματα κάθε είδους. Συμπόνιας, περιέργειας, οίκτου. Αλλά και άλλα δύσκολα βλέμματα. Αδιάφορα, ενοχλημένα, απαξιωτικά, ως και εχθρικά.
Κάπου-κάπου, κάποιο χέρι γυρνούσε να την ευεργετήσει.
Αλλά η Φωτεινή, χέρι δεν άπλωνε ποτέ. Ούτε κατέβαζε το βλέμμα.
******
Ότι τη λέγαν έτσι,-Φωτεινή!- το έμαθε στο τέλος εκείνης της μέρας. Από την ίδια. Αλλά και να μην το είχε μάθει, θα το είχε υποθέσει. Καθώς, «αυτοί», που της το είχαν «φορέσει», είχαν αντιληφτεί ότι ταίριαζε απόλυτα στη φωτεινή της παρουσία. Ούτε τη ρώτησε ποτέ το πραγματικό της. Τι σημασία θα είχε;
Γιατί η Φωτεινή, ήταν από τη Ρουμανία φερμένη. Μαζί με τη Βαλεντίνη, τη μικρή φοβισμένη αδερφή της, με τα τεράστια μάτια των βορείων ποταμιών και παραποτάμων. Και βεβαίως, ένα καραβάνι Ρουμάνων, γυναικών κυρίως, αλλά και ανδρών, μερικοί απ’ αυτούς σακάτηδες. Πού έμεναν; Σε κάτι χαλάσματα, ερειπωμένα εγκαταλελειμμένα σπίτια της πόλης,-πιθανολόγησε-, καθώς διασχίζοντας πολλές φορές με τ’ αυτοκίνητο το δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, ξεπηδούσαν κάθε πρωί, μέσα από τις χωραφιές, γραμμή, ίσα για το κέντρο. Γυναίκες, παιδιά, στο τέρμα ο ανάπηρος με τις πατερίτσες, κι άλλοι δυο τρεις. Απομεινάρια μιας κατάστασης που η μπόχα της έμελλε σε κάποια χρόνια να πάρει σβάρνα τον «πολιτισμένο» και μη, κόσμο.
Κάθισε κάμποσο στο γραφείο της η Φωτεινή, τη μέρα κείνη. Σιμά, ξεφύτρωσε και η μικρή αδερφή της, αμίλητη, αλαφιασμένο σπουργίτι! Να κουρνιάζει στην αγκαλιά της μάνας-αδερφής. Δυο χρόνια σχεδόν στην ξένη χώρα, κάτι μήνες στην πόλη τους, τα ελληνικά τα μιλούσαν πολύ καλά και τα δυο παιδιά. Άλλωστε, για κάποιο διάστημα, μέσω ενός αξιόλογου ελληνικού οργανισμού, κάποια μαθήματα ελληνικών είχαν παρακολουθήσει. Ήθελε να τη ρωτήσει πολλά τη Φωτεινή. Αλλά απ’ όσα θυμόταν εκ των υστέρων, δεν τη ρώτησε τίποτε. Ίσως γιατί είχε καταλάβει, πως σ’ αυτή τη ζωή, αυτό το παιδί, είχε δεχτεί ατέλειωτες ερωτήσεις. Και το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν του είχε δοθεί, καμία απάντηση.
******
Με τον καιρό, η Φωτεινή, αλλά και η Βαλεντίνη που είχε ξεθαρρέψει στο μεταξύ, είχαν γίνει οι σταθεροί της σύντροφοι τις αργές μεσημεριανές ώρες, που η κίνηση είχε σταματήσει. Τα γλυκά καρτερικά βλέμματα της Φωτεινής, αλλά και τα τιτιβίσματα της Βαλεντίνας, γέμιζαν το χώρο! «Δυο ξεκάρφωτα παιδιά!» σκεφτόταν. «Δυο παιδάκια του κόσμου». Ποιου κόσμου; Του ανερώτηγου. Όπως θα ’λεγε κι η νόνα της.
Έφτασαν και κάποια Χριστούγεννα, κι αυτή σαν καλή κυρία, του κόσμου του πολιτισμένου και καλαποδιασμένου, κοντά σ’ όλα τα δώρα, σκέφτηκε κι αυτό για τα «ρουμανάκια». Ήταν αυτό, που η ίδια θα ήθελε στη θέση τους, στην ηλικία τους. Αυτό που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες της έφερναν τα άγια χέρια των δικών της γονιών, όταν έκανε πως κοιμόταν. Στην κουνιστή πολυθρόνα. Δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
Το είδαν λοιπόν και τα παιδιά, το απόγευμα εκείνο. Πάνω στο γραφείο της.
Κι έμελλε τη μέρα εκείνη να πάρει κι αυτή, το δικό της μάθημα.
Πλησίασε λοιπόν η Φωτεινή, με το καθάριο σοβαρό της βλέμμα, κι άγγιξε με τα δάχτυλά της, το όμορφο περιτύλιγμα του παραμυθιού. Τη γυριστή κόκκινη κορδέλα. Σκεφτική, κάπως απρόσιτη. Εκ των υστέρων θυμάται μια σκληράδα στο βλέμμα της. Αλλά δεν παίρνει κι όρκο!
-Άνοιξέ το! Την προέτρεψε. Κι αυτή υπάκουσε προσεχτικά. Κι αφού έβαλε φρένο στα χοροπηδητά της αδερφής της, αγκαλιάζοντάς την σχεδόν επίπονα, σα για να φρενάρει τον ενθουσιασμό της, γύρισε και της είπε.
-Ευχαριστούμε κυρία. Αλλά αυτό το βιβλίο δε μπορούμε να το δεχτούμε!
******
Κάποιες μέρες λοιπόν πριν από τα Χριστούγεννα, η καλή κυρία, διδάχτηκε πολλά. Πως μερικά παιδιά, δε διαβάζουν παραμύθια. Όχι γιατί δεν τους αρέσει, ή δεν τα σαγηνεύει η ιδέα. Αλλά γιατί τα έμαθε από τα γεννοφάσκια τους η ζωή, να μην παραμυθιάζονται. Με τον πιο σκληρό και άδικο τρόπο.
Αλλά αυτό πάλι είναι από μόνο του, μια άλλη ιστορία.
Πηγή: artinews.gr
Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου