Γιώργος Στάμκος
Το 2019 μας περιμένουν πολλές εκπλήξεις και απροσδόκητα γεγονότα, που θα συνταράξουν την καθημερινότητά μας, αλλά και μία βεβαιότητα: θα είναι ένα ακόμη έτος που θα μας φέρει πιο κοντά στον “Αιώνα της Ασίας” και στο αναπόφευκτο “Τέλος της Δύσης”. Κάθε μέρα που περνάει είναι μια μέρα λιγότερη από όσες απομένουν στη Δύση να απολαύσει την οικονομική -και όχι μόνον- κυριαρχία της στον κόσμο. Με επιταχυνόμενη ταχύτητα, που ενίοτε θυμίζει τσουνάμι, η Ασία επιστρέφει και πάλι στην κορυφή ως η ισχυρότερη οικονομική περιφέρεια του πλανήτη μας και η δύναμη μετατοπίζεται πλέον, οριστικά και αμετάκλητα.
Οι ιστορικοί της οικονομίας υπολόγισαν πως, από την αυγή της ιστορίας και μέχρι το 1820, η Ασία ήταν η μεγαλύτερη οικονομική περιφέρεια του πλανήτη μας, στην οποία αναλογούσε ποσοστό λίγο άνω του 50% της παγκόσμιας οικονομίας. Στη συνέχεια επισκιάστηκε οικονομικά από τη Δύση, δηλαδή από τη βιομηχανική Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που στις αρχές του 20ου αιώνα κατείχαν μαζί περίπου το 55% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ποσοστό που έφθασε στο 60% το 1950. Αυτή η οικονομική επισκίαση από τη Δύση θα αποδειχθεί τελικά ένα παροδικό φαινόμενο, μια “Δυτική παρένθεση” στις δύο χιλιετίες συνεχούς οικονομικής πρωτοκαθεδρίας και ισχύος της Ασίας έναντι των υπολοίπων.
Η “παρένθεση” αυτή, που είχε λάβει τη μορφή χάσματος μεταξύ Δύσης και Ασίας, άρχισε να κλείνει ήδη από τη δεκαετία του 1970, με πρωτεργάτη την οικονομική ατμομηχανή της Ιαπωνίας. Το 1970 η συμβολή της αναπτυσσόμενης Ασίας (χωρίς την Ιαπωνία) στο παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν μόλις 9%. Το 1990 το ποσοστό αυτό έφτασε στο 14% και το 2010 στο 28%. Το 2019 θα αγγίξει το 35% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2050 η Ασία θα κατέχει και πάλι το 50% της παγκόσμιας οικονομίας, δηλαδή θα επιστρέψει και πάλι στη δεσπόζουσα θέση που της αναλογούσε μέχρι το 1820. Τότε θα έχει ολοκληρωθεί και ο κύκλος της κυριαρχίας της Δύσης στον πλανήτη μας.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του Economist το 2050 το ποσοστό της συμβολής της Δύσης (Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική) στην παγκόσμια οικονομία θα έχει περιοριστεί στο 21% του παγκόσμιου ΑΕΠ (από σχεδόν 40% σήμερα), δηλαδή όσο ποσοστό θα κατέχει τότε η Κίνα στην παγκόσμια οικονομία. Εκτός από την Κίνα, που θα βρίσκεται στο Έβερεστ της παγκόσμιας κατάταξης σε σχέση με τον όγκο της οικονομίας της, άλλες παγκοσμίου εμβέλειας ασιατικές δυνάμεις θα είναι η Ινδία, που θα βρίσκεται στη 2η θέση του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ σημαντική θα είναι και η συμβολή της Ινδονησίας, της Ιαπωνίας, της Κορέας και άλλων ασιατικών χωρών.
Πιο συγκεκριμένα η Κίνα, που θα βρίσκεται στην 1η θέση, θα διαθέτει το 2050 ένα ΑΕΠ 58,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (PPP, ισοτιμία αγοραστικής δύναμης), και θα ακολουθείται από την Ινδία με 44,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ σε μεγάλη απόσταση, 3η και “καταϊδρωμένη” θα είναι η σημερινή “παγκόσμια υπερδύναμη”, οι ΗΠΑ με 34,1 τρισεκατομμύρια δολάρια. Συνοπτικά στην πρώτη δεκάδα των πιο ισχυρών οικονομιών του κόσμου του 2050, θα βρίσκονται μόνον δύο Δυτικές χώρες (ΗΠΑ και Γερμανία, με 34,1 και 6,1 τρισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα), ενώ το χάσμα μεταξύ του Ασιατικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο όρο των Δυτικών χωρών θα κλείσει εντυπωσιακά. Για παράδειγμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (υπολογισμένο με την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) του μέσου Κινέζου, ενώ το 2010 αντιστοιχούσε στο 15,9% σε σχέση με εκείνο του μέσου Αμερικανού, το 2030 θα φθάσει το 32% και το 2050 θα αναρριχηθεί στο 52,3%, κλείνοντας εντυπωσιακά την ψαλίδα.
Ωστόσο την ίδια χρονιά ενώ ο πληθυσμός των ΗΠΑ θα έχει ανέβει στα 400 εκ. κατοίκους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πάνω κάτω σταθερός στα 500 εκατομμύρια, ο πληθυσμός της Κίνας, αν και αρκετά πιο γερασμένος, θα βρίσκεται στο 1,5 δισ. κατοίκους, ενώ εκείνος της Ινδίας θα ανέβει στην παγκόσμια κορυφή με 1,67 δισεκατομμύρια κατοίκους. Μόνον αυτοί οι δύο ασιατικοί γίγαντες (Κίνα και Ινδία) θα φιλοξενούν 3,2 δισεκατομμύρια κατοίκους το 2050. Την ίδια χρονιά η ινδική υποήπειρος (Ινδία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Νεπάλ) θα κατοικείται από 2,1 δισεκατομμύρια ανθρώπους με ένα κατά κεφαλήν που θα ανέρχεται τότε στο 50% του μέσου Δυτικουευρωπαϊκού, καθώς θα έχει πετύχει μια μέση ανάπτυξη της τάξεως του 4% ετησίως, εισπράττοντας και το λεγόμενο “δημογραφικό μέρισμα” εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, όταν την ίδια εποχή η Δύση θα αντιμετωπίζει το έντονο πρόβλημα της δημογραφικής της γήρανσης.
Αν οι Ασιατικές οικονομίες θα είναι οι μεγάλοι νικητές του 21ου αιώνα, οι Δυτικές οικονομίες θα είναι οι χαμένοι ή, έστω, οι λιγότερο κερδισμένοι των επόμενων δεκαετιών. Για να συνεχίσει όμως η Κίνα να πετυχαίνει τόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, θα πρέπει να εξακολουθήσει να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές. Με άλλα λόγια να συνεχίσει να προσελκύει επενδύσεις, αλλά και να επενδύει και η ίδια στο εξωτερικό, να εισάγει τεχνογνωσία και νέες ιδέες, καθώς και να αγοράζει φθηνά τις πρώτες ύλες που χρειάζεται και να διαθέτει απρόσκοπτα τα προϊόντα της, τα οποία χρόνο με το χρόνο γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά.
Σε συνθήκες ελεύθερης ή έστω “ελεγχόμενης παγκοσμιοποίησης” η Κίνα μπορεί να επιτύχει έναν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4-4,5% (υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με εκείνον των Δυτικών οικονομιών) από το 2020 ως το 2050, που θα της επιτρέψει να διαχειριστεί άνετα το τεράστιο πρόβλημα της δημογραφικής της γήρανσης και να καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2020, εκτοπίζοντας τις ΗΠΑ από την κορυφή. Αυτό όμως προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ανοικτού και παγκοσμιοποιημένου κόσμου, τουλάχιστον όπως ήταν ως πρόσφατα. Ωστόσο αυτό φαίνεται πως αλλάζει, όχι τόσο για λόγους τεχνολογικούς ή θεσμικούς, αλλά για λόγους πολιτικούς.
Η επιλογή της διακυβέρνησης Τραμπ να ωθήσει τις ΗΠΑ στην παλαιά αμυντική πρακτική των δασμών, των εμπορικών πολέμων και του “θολού προστατευτισμού” γενικότερα, προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία τα αποτελέσματα των οποίων θα φανούν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μέσα σ' αυτό το κύμα ανασφάλειας, που προκαλεί σε πολλές Δυτικές κυβερνήσεις η αίσθηση του επικείμενου 'Τέλους της Δύσης”, ενισχύονται οι υπάρχουσες διαθέσεις οικονομικού Προστατευτισμού, οδηγώντας έτσι στο σενάριο της “Παγκοσμιοποίησης σε υποχώρηση”.
Αν οι εκατέρωθεν δασμοί (π.χ. μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας) θα ξαναγίνουν ο κανόνας στην παγκόσμια οικονομία, οδηγώντας σε μείωση του ετήσιου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξής της κατά 1% για την περίοδο 2020-2030, τότε οι προβλέψεις θα τροποποιηθούν ως προς το μέγεθός τους, αλλά δεν θα αλλάξει η κυρίαρχη τάση για “επιστροφή της Ασίας”. Μπορεί ο Τραμπ να θέλει με αυτό τον τρόπο να κτυπήσει τα θηριώδη εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας και, δευτερευόντως, της Γερμανίας, αλλά ταυτόχρονα κτυπά και την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της -κάτι που θα επιστρέψει ως μπούμερανγκ και στην αμερικανική οικονομία είτε περιορίζοντας τους ρυθμούς ανάπτυξής της, είτε δημιουργώντας πρόβλημα στην αναχρηματοδότηση των δυσθεόρατων χρεών της από τις διεθνείς αγορές.
Η επιστροφή των δασμών, του προστατευτισμού και της “παγκοσμιοποίησης σε υποχώρηση” θα οδηγήσει σε πιο εσωστρεφείς οικονομίες, προσανατολισμένες στην εσωτερική κατανάλωση, που θα αναπτύσσονται με πιο χαμηλούς ρυθμούς. Η μέση ανάπτυξη της Κίνας θα μπορούσε να πέσει έτσι γύρω στο 3-3.5% ετησίως, ενώ των ΗΠΑ γύρω στο 1% για τις επόμενες δεκαετίες. Η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να τα πάει κάπως καλύτερα, με ανάπτυξη άνω του 1.5% ετησίως, καθώς πρόκειται για ένα τεράστιο κι εξωστρεφές εμπορικό και οικονομικό μπλοκ, σχεδόν αυτάρκες, ειδικά αν συνεχίσει να καλλιεργεί στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση αυτό το σενάριο σωρευτικά θα ισοδυναμεί με μεγάλη απώλεια για την παγκόσμια οικονομία, που θα επηρεάσει κυρίως οι ΗΠΑ, καθώς οι άλλες δυνάμεις (Ε.Ε. Κίνα, Ρωσία) θα προσπαθήσουν να καλύψουν την όποια ζημία δημιουργώντας τεράστια οικονομικά και εμπορικά μπλοκ ελεύθερων συναλλαγών. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και η επιστροφή των δασμών δεν θα μπορέσει να ανακόψει την οικονομική πρωτοκαθεδρία της Κίνας, απλά θα περιορίσει το απόλυτο μέγεθός της, ενώ θα συρρικνώσει το μελλοντικό αμερικανικό ΑΕΠ καθιστώντας έτσι το υπέρογκο χρέος των ΗΠΑ μη βιώσιμο.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν ακόμη χειρότερα αν, για οποιοδήποτε λόγο, το “τραίνο της Παγκοσμιοποίησης”, δηλαδή η διαδικασία ολοκλήρωσης των αγορών σε όλο τον κόσμο, σταματούσε εντελώς. Πρόκειται φυσικά για ένα ακραίο σενάριο καθώς οι τεχνολογικές επαναστάσεις και εξελίξεις, οι περιβαλλοντικές ανάγκες και πιέσεις, και η δημογραφική αύξηση και κινητικότητα του ανθρώπινου πληθυσμού δύσκολα θα επιτρέψει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν βρεθούν δικτάτορες και προσπαθήσουν να το επιβάλουν στις χώρες τους, οδηγώντας τες έτσι στον απομονωτισμό και στην απονάπτυξη.
Σε αυτό το σενάριο της “ξοφλημένης Παγκοσμιοποίησης” η ανθρωπότητα θα βιώσει μια κατάσταση που θα προσιδιάζει με εκείνη της σκοτεινής περιόδου 1914-1945. Με άλλα λόγια απομονωτισμός, καχυποψία, περιχαράκωση και συχνές οικονομικές κρίσεις, συγκρούσεις, και γεωπολιτική αστάθεια. Ακόμη κι αποφευχθεί η περιπέτεια ενός γενικευμένου πολέμου ή μιας ευρύτερης γεωπολιτικής αστάθειας ή μιας εκτεταμένης περιβαλλοντικής καταστροφής ή μιας απροσδόκητης φυσικής καταστροφής, σε αυτό το σενάριο η παγκόσμια οικονομία θα σέρνεται με ένα ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξεως του 1% ετησίως. Φτωχές χώρες με αυξανόμενο πληθυσμό θα έβλεπαν τότε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους να πέφτει χρόνο με το χρόνο, με αποτέλεσμα συνεχείς κοινωνικές αναταραχές και πολιτικές συγκρούσεις, άρα και αύξηση της μετανάστευσης προς τις πλουσιότερες και γηρασμένες Δυτικές χώρες. Οι δε παραδοσιακά πλούσιες χώρες θα προσπαθούσαν να διατηρήσουν το υπάρχον βιοτικό τους επίπεδο “καίγοντας λίπος”, δηλαδή καταναλώνοντας τις αποταμιεύσεις και τα περιουσιακά τους στοιχεία – τα “ασημικά” τους.
Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως οι ΗΠΑ θα δουν το ΑΕΠ τους να σέρνεται γύρω στο 0.5% αύξηση ετησίως, τη στιγμή που εκείνο της Κίνας θα κινείται μεταξύ 1-1,5%. Η διαφορά μπορεί να φαίνεται μικρή, αλλά σε βάθος 2-3 δεκαετιών θα είναι συντριπτική υπέρ της Κίνας, η οποία και πάλι θα αναλάβει την πρωτοκαθεδρία, αλλά σε μια σχεδόν τελματωμένη παγκόσμια οικονομία. Ακόμη και σε αυτό το σενάριο της “τελειωμένης Παγκοσμιοποίησης” η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να υπερέχει χρόνο με το χρόνο στηριζόμενη όχι μόνο στο τεράστιο μέγεθός της, αλλά και στις πολυεπίπεδες οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσει με πολλές χώρες και περιφέρειες του πλανήτη μας (βλέπε το σχέδιο “Νέος Δρόμος του Μεταξιού¨), καθώς επίσης στην τεχνολογική αναβάθμιση των προϊόντων της και στη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού της, σε καθοριστικής σημασίας τομείς όπως είναι η εκπαίδευση και η υγεία κι επίσης η δυνατότητα διαρκών αλλαγών και προσαρμογής της. Άλλωστε “το τίμημα της βελτίωσης της παραγωγικότητας είναι η διαρκής αλλαγή”.
Ακόμη λοιπόν κι αν το “τραίνο της Παγκοσμιοποίησης” φρενάρει ξαφνικά, το “τραίνο” της κινεζικής οικονομίας θα συνεχίσει, λόγω κεκτημένης ταχύτητας, να αναπτύσσεται ταχύτερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Και πάλι η Κίνα θα ήταν η παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη και ο 21ος αιώνας ο “Αιώνας της Ασίας”. Το βασικό ερώτημα αφορά τον μελλοντικό ρόλο της Κίνας ως υπερδύναμης αλλά και το ρόλο των όλο και πιο ισχυρών αναδυόμενων αγορών απέναντι σε μια Δύση που διαρκώς φθίνει.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Το 2019 μας περιμένουν πολλές εκπλήξεις και απροσδόκητα γεγονότα, που θα συνταράξουν την καθημερινότητά μας, αλλά και μία βεβαιότητα: θα είναι ένα ακόμη έτος που θα μας φέρει πιο κοντά στον “Αιώνα της Ασίας” και στο αναπόφευκτο “Τέλος της Δύσης”. Κάθε μέρα που περνάει είναι μια μέρα λιγότερη από όσες απομένουν στη Δύση να απολαύσει την οικονομική -και όχι μόνον- κυριαρχία της στον κόσμο. Με επιταχυνόμενη ταχύτητα, που ενίοτε θυμίζει τσουνάμι, η Ασία επιστρέφει και πάλι στην κορυφή ως η ισχυρότερη οικονομική περιφέρεια του πλανήτη μας και η δύναμη μετατοπίζεται πλέον, οριστικά και αμετάκλητα.
Η επιστροφή της Ασίας
Οι ιστορικοί της οικονομίας υπολόγισαν πως, από την αυγή της ιστορίας και μέχρι το 1820, η Ασία ήταν η μεγαλύτερη οικονομική περιφέρεια του πλανήτη μας, στην οποία αναλογούσε ποσοστό λίγο άνω του 50% της παγκόσμιας οικονομίας. Στη συνέχεια επισκιάστηκε οικονομικά από τη Δύση, δηλαδή από τη βιομηχανική Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που στις αρχές του 20ου αιώνα κατείχαν μαζί περίπου το 55% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ποσοστό που έφθασε στο 60% το 1950. Αυτή η οικονομική επισκίαση από τη Δύση θα αποδειχθεί τελικά ένα παροδικό φαινόμενο, μια “Δυτική παρένθεση” στις δύο χιλιετίες συνεχούς οικονομικής πρωτοκαθεδρίας και ισχύος της Ασίας έναντι των υπολοίπων.
Η “παρένθεση” αυτή, που είχε λάβει τη μορφή χάσματος μεταξύ Δύσης και Ασίας, άρχισε να κλείνει ήδη από τη δεκαετία του 1970, με πρωτεργάτη την οικονομική ατμομηχανή της Ιαπωνίας. Το 1970 η συμβολή της αναπτυσσόμενης Ασίας (χωρίς την Ιαπωνία) στο παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν μόλις 9%. Το 1990 το ποσοστό αυτό έφτασε στο 14% και το 2010 στο 28%. Το 2019 θα αγγίξει το 35% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2050 η Ασία θα κατέχει και πάλι το 50% της παγκόσμιας οικονομίας, δηλαδή θα επιστρέψει και πάλι στη δεσπόζουσα θέση που της αναλογούσε μέχρι το 1820. Τότε θα έχει ολοκληρωθεί και ο κύκλος της κυριαρχίας της Δύσης στον πλανήτη μας.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του Economist το 2050 το ποσοστό της συμβολής της Δύσης (Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική) στην παγκόσμια οικονομία θα έχει περιοριστεί στο 21% του παγκόσμιου ΑΕΠ (από σχεδόν 40% σήμερα), δηλαδή όσο ποσοστό θα κατέχει τότε η Κίνα στην παγκόσμια οικονομία. Εκτός από την Κίνα, που θα βρίσκεται στο Έβερεστ της παγκόσμιας κατάταξης σε σχέση με τον όγκο της οικονομίας της, άλλες παγκοσμίου εμβέλειας ασιατικές δυνάμεις θα είναι η Ινδία, που θα βρίσκεται στη 2η θέση του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ σημαντική θα είναι και η συμβολή της Ινδονησίας, της Ιαπωνίας, της Κορέας και άλλων ασιατικών χωρών.
Πιο συγκεκριμένα η Κίνα, που θα βρίσκεται στην 1η θέση, θα διαθέτει το 2050 ένα ΑΕΠ 58,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (PPP, ισοτιμία αγοραστικής δύναμης), και θα ακολουθείται από την Ινδία με 44,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ σε μεγάλη απόσταση, 3η και “καταϊδρωμένη” θα είναι η σημερινή “παγκόσμια υπερδύναμη”, οι ΗΠΑ με 34,1 τρισεκατομμύρια δολάρια. Συνοπτικά στην πρώτη δεκάδα των πιο ισχυρών οικονομιών του κόσμου του 2050, θα βρίσκονται μόνον δύο Δυτικές χώρες (ΗΠΑ και Γερμανία, με 34,1 και 6,1 τρισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα), ενώ το χάσμα μεταξύ του Ασιατικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο όρο των Δυτικών χωρών θα κλείσει εντυπωσιακά. Για παράδειγμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (υπολογισμένο με την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) του μέσου Κινέζου, ενώ το 2010 αντιστοιχούσε στο 15,9% σε σχέση με εκείνο του μέσου Αμερικανού, το 2030 θα φθάσει το 32% και το 2050 θα αναρριχηθεί στο 52,3%, κλείνοντας εντυπωσιακά την ψαλίδα.
Ωστόσο την ίδια χρονιά ενώ ο πληθυσμός των ΗΠΑ θα έχει ανέβει στα 400 εκ. κατοίκους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πάνω κάτω σταθερός στα 500 εκατομμύρια, ο πληθυσμός της Κίνας, αν και αρκετά πιο γερασμένος, θα βρίσκεται στο 1,5 δισ. κατοίκους, ενώ εκείνος της Ινδίας θα ανέβει στην παγκόσμια κορυφή με 1,67 δισεκατομμύρια κατοίκους. Μόνον αυτοί οι δύο ασιατικοί γίγαντες (Κίνα και Ινδία) θα φιλοξενούν 3,2 δισεκατομμύρια κατοίκους το 2050. Την ίδια χρονιά η ινδική υποήπειρος (Ινδία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Νεπάλ) θα κατοικείται από 2,1 δισεκατομμύρια ανθρώπους με ένα κατά κεφαλήν που θα ανέρχεται τότε στο 50% του μέσου Δυτικουευρωπαϊκού, καθώς θα έχει πετύχει μια μέση ανάπτυξη της τάξεως του 4% ετησίως, εισπράττοντας και το λεγόμενο “δημογραφικό μέρισμα” εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, όταν την ίδια εποχή η Δύση θα αντιμετωπίζει το έντονο πρόβλημα της δημογραφικής της γήρανσης.
Παγκοσμιοποίηση σε υποχώρηση;
Αν οι Ασιατικές οικονομίες θα είναι οι μεγάλοι νικητές του 21ου αιώνα, οι Δυτικές οικονομίες θα είναι οι χαμένοι ή, έστω, οι λιγότερο κερδισμένοι των επόμενων δεκαετιών. Για να συνεχίσει όμως η Κίνα να πετυχαίνει τόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, θα πρέπει να εξακολουθήσει να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές. Με άλλα λόγια να συνεχίσει να προσελκύει επενδύσεις, αλλά και να επενδύει και η ίδια στο εξωτερικό, να εισάγει τεχνογνωσία και νέες ιδέες, καθώς και να αγοράζει φθηνά τις πρώτες ύλες που χρειάζεται και να διαθέτει απρόσκοπτα τα προϊόντα της, τα οποία χρόνο με το χρόνο γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά.
Σε συνθήκες ελεύθερης ή έστω “ελεγχόμενης παγκοσμιοποίησης” η Κίνα μπορεί να επιτύχει έναν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4-4,5% (υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με εκείνον των Δυτικών οικονομιών) από το 2020 ως το 2050, που θα της επιτρέψει να διαχειριστεί άνετα το τεράστιο πρόβλημα της δημογραφικής της γήρανσης και να καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2020, εκτοπίζοντας τις ΗΠΑ από την κορυφή. Αυτό όμως προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ανοικτού και παγκοσμιοποιημένου κόσμου, τουλάχιστον όπως ήταν ως πρόσφατα. Ωστόσο αυτό φαίνεται πως αλλάζει, όχι τόσο για λόγους τεχνολογικούς ή θεσμικούς, αλλά για λόγους πολιτικούς.
Η επιλογή της διακυβέρνησης Τραμπ να ωθήσει τις ΗΠΑ στην παλαιά αμυντική πρακτική των δασμών, των εμπορικών πολέμων και του “θολού προστατευτισμού” γενικότερα, προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία τα αποτελέσματα των οποίων θα φανούν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μέσα σ' αυτό το κύμα ανασφάλειας, που προκαλεί σε πολλές Δυτικές κυβερνήσεις η αίσθηση του επικείμενου 'Τέλους της Δύσης”, ενισχύονται οι υπάρχουσες διαθέσεις οικονομικού Προστατευτισμού, οδηγώντας έτσι στο σενάριο της “Παγκοσμιοποίησης σε υποχώρηση”.
Αν οι εκατέρωθεν δασμοί (π.χ. μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας) θα ξαναγίνουν ο κανόνας στην παγκόσμια οικονομία, οδηγώντας σε μείωση του ετήσιου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξής της κατά 1% για την περίοδο 2020-2030, τότε οι προβλέψεις θα τροποποιηθούν ως προς το μέγεθός τους, αλλά δεν θα αλλάξει η κυρίαρχη τάση για “επιστροφή της Ασίας”. Μπορεί ο Τραμπ να θέλει με αυτό τον τρόπο να κτυπήσει τα θηριώδη εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας και, δευτερευόντως, της Γερμανίας, αλλά ταυτόχρονα κτυπά και την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της -κάτι που θα επιστρέψει ως μπούμερανγκ και στην αμερικανική οικονομία είτε περιορίζοντας τους ρυθμούς ανάπτυξής της, είτε δημιουργώντας πρόβλημα στην αναχρηματοδότηση των δυσθεόρατων χρεών της από τις διεθνείς αγορές.
Η επιστροφή των δασμών, του προστατευτισμού και της “παγκοσμιοποίησης σε υποχώρηση” θα οδηγήσει σε πιο εσωστρεφείς οικονομίες, προσανατολισμένες στην εσωτερική κατανάλωση, που θα αναπτύσσονται με πιο χαμηλούς ρυθμούς. Η μέση ανάπτυξη της Κίνας θα μπορούσε να πέσει έτσι γύρω στο 3-3.5% ετησίως, ενώ των ΗΠΑ γύρω στο 1% για τις επόμενες δεκαετίες. Η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να τα πάει κάπως καλύτερα, με ανάπτυξη άνω του 1.5% ετησίως, καθώς πρόκειται για ένα τεράστιο κι εξωστρεφές εμπορικό και οικονομικό μπλοκ, σχεδόν αυτάρκες, ειδικά αν συνεχίσει να καλλιεργεί στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση αυτό το σενάριο σωρευτικά θα ισοδυναμεί με μεγάλη απώλεια για την παγκόσμια οικονομία, που θα επηρεάσει κυρίως οι ΗΠΑ, καθώς οι άλλες δυνάμεις (Ε.Ε. Κίνα, Ρωσία) θα προσπαθήσουν να καλύψουν την όποια ζημία δημιουργώντας τεράστια οικονομικά και εμπορικά μπλοκ ελεύθερων συναλλαγών. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και η επιστροφή των δασμών δεν θα μπορέσει να ανακόψει την οικονομική πρωτοκαθεδρία της Κίνας, απλά θα περιορίσει το απόλυτο μέγεθός της, ενώ θα συρρικνώσει το μελλοντικό αμερικανικό ΑΕΠ καθιστώντας έτσι το υπέρογκο χρέος των ΗΠΑ μη βιώσιμο.
Κι αν σταματούσε το “τραίνο” της Παγκοσμιοποίησης;
Τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν ακόμη χειρότερα αν, για οποιοδήποτε λόγο, το “τραίνο της Παγκοσμιοποίησης”, δηλαδή η διαδικασία ολοκλήρωσης των αγορών σε όλο τον κόσμο, σταματούσε εντελώς. Πρόκειται φυσικά για ένα ακραίο σενάριο καθώς οι τεχνολογικές επαναστάσεις και εξελίξεις, οι περιβαλλοντικές ανάγκες και πιέσεις, και η δημογραφική αύξηση και κινητικότητα του ανθρώπινου πληθυσμού δύσκολα θα επιτρέψει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν βρεθούν δικτάτορες και προσπαθήσουν να το επιβάλουν στις χώρες τους, οδηγώντας τες έτσι στον απομονωτισμό και στην απονάπτυξη.
Σε αυτό το σενάριο της “ξοφλημένης Παγκοσμιοποίησης” η ανθρωπότητα θα βιώσει μια κατάσταση που θα προσιδιάζει με εκείνη της σκοτεινής περιόδου 1914-1945. Με άλλα λόγια απομονωτισμός, καχυποψία, περιχαράκωση και συχνές οικονομικές κρίσεις, συγκρούσεις, και γεωπολιτική αστάθεια. Ακόμη κι αποφευχθεί η περιπέτεια ενός γενικευμένου πολέμου ή μιας ευρύτερης γεωπολιτικής αστάθειας ή μιας εκτεταμένης περιβαλλοντικής καταστροφής ή μιας απροσδόκητης φυσικής καταστροφής, σε αυτό το σενάριο η παγκόσμια οικονομία θα σέρνεται με ένα ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξεως του 1% ετησίως. Φτωχές χώρες με αυξανόμενο πληθυσμό θα έβλεπαν τότε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους να πέφτει χρόνο με το χρόνο, με αποτέλεσμα συνεχείς κοινωνικές αναταραχές και πολιτικές συγκρούσεις, άρα και αύξηση της μετανάστευσης προς τις πλουσιότερες και γηρασμένες Δυτικές χώρες. Οι δε παραδοσιακά πλούσιες χώρες θα προσπαθούσαν να διατηρήσουν το υπάρχον βιοτικό τους επίπεδο “καίγοντας λίπος”, δηλαδή καταναλώνοντας τις αποταμιεύσεις και τα περιουσιακά τους στοιχεία – τα “ασημικά” τους.
Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως οι ΗΠΑ θα δουν το ΑΕΠ τους να σέρνεται γύρω στο 0.5% αύξηση ετησίως, τη στιγμή που εκείνο της Κίνας θα κινείται μεταξύ 1-1,5%. Η διαφορά μπορεί να φαίνεται μικρή, αλλά σε βάθος 2-3 δεκαετιών θα είναι συντριπτική υπέρ της Κίνας, η οποία και πάλι θα αναλάβει την πρωτοκαθεδρία, αλλά σε μια σχεδόν τελματωμένη παγκόσμια οικονομία. Ακόμη και σε αυτό το σενάριο της “τελειωμένης Παγκοσμιοποίησης” η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να υπερέχει χρόνο με το χρόνο στηριζόμενη όχι μόνο στο τεράστιο μέγεθός της, αλλά και στις πολυεπίπεδες οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσει με πολλές χώρες και περιφέρειες του πλανήτη μας (βλέπε το σχέδιο “Νέος Δρόμος του Μεταξιού¨), καθώς επίσης στην τεχνολογική αναβάθμιση των προϊόντων της και στη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού της, σε καθοριστικής σημασίας τομείς όπως είναι η εκπαίδευση και η υγεία κι επίσης η δυνατότητα διαρκών αλλαγών και προσαρμογής της. Άλλωστε “το τίμημα της βελτίωσης της παραγωγικότητας είναι η διαρκής αλλαγή”.
Ακόμη λοιπόν κι αν το “τραίνο της Παγκοσμιοποίησης” φρενάρει ξαφνικά, το “τραίνο” της κινεζικής οικονομίας θα συνεχίσει, λόγω κεκτημένης ταχύτητας, να αναπτύσσεται ταχύτερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Και πάλι η Κίνα θα ήταν η παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη και ο 21ος αιώνας ο “Αιώνας της Ασίας”. Το βασικό ερώτημα αφορά τον μελλοντικό ρόλο της Κίνας ως υπερδύναμης αλλά και το ρόλο των όλο και πιο ισχυρών αναδυόμενων αγορών απέναντι σε μια Δύση που διαρκώς φθίνει.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου