Σταύρος Λυγερός
Τα κινήματα που έχουν αναφορά το πολιτικό Ισλάμ το αντιλαμβάνονται όχι μόνο ως θρησκευτικό δόγμα, αλλά και ως πολιτική ιδεολογία και ως σύνολο κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς. Η τουρκική εκδοχή του ήταν πάντα μετριοπαθής, συγκρινόμενη με άλλες εκδοχές του. Η εξουδετέρωση του οθωμανογενούς πολιτικού Ισλάμ από τον Κεμάλ δεν έγινε αμέσως, επειδή στην πρώτη τουρκική Εθνοσυνέλευση (1923) συμμετείχαν πολλοί ισλαμιστές. Μόνο όταν ο Κεμάλ ένιωσε ισχυρός στο εσωτερικό προχώρησε σε απαγορεύσεις.
Ο νόμος για τη διάλυση των θρησκευτικών ταγμάτων ψηφίσθηκε το 1925, αλλά τελικώς δεν επέτυχε τον στόχο του. Τα τάγματα επιβίωσαν ως αδελφότητες. Για να επιβιώσει στις συνθήκες ασφυκτικής πίεσης που επέβαλε η κεμαλική στρατογραφειοκρατία, η τουρκική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ ήρθε σταδιακά σε μερική όσμωση μαζί της. Αποδέχθηκε ορισμένες ιδρυτικές αρχές της Τουρκικής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα η δράση του να προσλάβει μεταρρυθμιστικό και όχι επαναστατικό-ανατρεπτικό χαρακτήρα, όπως συνέβη π.χ. με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Η πάγια τακτική του ήταν να εκμεταλλεύεται κάθε χαλάρωση των απαγορεύσεων και κάθε θεσμικό περιθώριο για να εκφρασθεί πολιτικά και να κερδίσει έδαφος.
Ο τουρκικός εθνικισμός επιχείρησε να μεταφράσει το Ισλάμ με βάση τους δικούς του στόχους, δημιουργώντας αυτό που ονομάσθηκε «τουρκοϊσλαμική σύνθεση». Στόχος του ήταν να συσπειρώσει γύρω από αυτή την εκδοχή τον λεγόμενο τουρκικό κόσμο, από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος. Στην πραγματικότητα, το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ (σουνιτικό) ενσωμάτωσε τις επιταγές του τουρκικού εθνικισμού και του τουρκικού κράτους. Ως εκ τούτου, η «τουρκοϊσλαμική σύνθεση» στρεφόταν εναντίον της ρωσικής επιρροής στην Κεντρική Ασία, ήταν ανταγωνιστική του σιιτικού Ισλάμ, που έχει κέντρο του το Ιράν και είχε ηγεμονικές βλέψεις έναντι του σουνιτικού αραβικού κόσμου.
Μετά την υιοθέτηση του πολυκομματισμού στην Τουρκία, στη δεκαετία του 1950, τις εκλογές κέρδισε το παραδοσιακό-συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα του Αντνάν Μεντερές, που είχε απήχηση στους αγροτικούς πληθυσμούς της Ανατολίας. Ως κυβέρνηση χαλάρωσε το ασφυκτικό πλαίσιο του κεμαλικού καθεστώτος, επέτρεψε την άνθηση των θρησκευτικών δραστηριοτήτων και προσπάθησε να ενσωματώσει το πολιτικό Ισλάμ. Το νεοκεμαλικής έμπνευσης στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 ανέσχεσε αυτή την πορεία, αλλά το πολιτικό Ισλάμ συνέχισε να αποτελεί μια πολιτική πραγματικότητα με σημαντικό αντίκρισμα.
Στη δεκαετία του 1960, το Κόμμα Δικαιοσύνης του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (διάδοχος του Δημοκρατικού Κόμματος) προσέφερε προστασία και πολιτική στέγη στο πολιτικό Ισλάμ, εισπράττοντας ψήφους. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε το Κίνημα Εθνικής Άποψης, με κεντρικό πρόσωπο τον Νετζμεντίν Ερμπακάν. Αυτό είναι το κόμμα που προετοίμασε το έδαφος για την αυτόνομη και συγκροτημένη οργανωτική έκφραση του πολιτικού Ισλάμ. Η δημιουργία του Κινήματος Εθνικής Άποψης αντανακλά μια προσπάθεια ιδεολογικής σύνθεσης του τουρκισμού και του Ισλάμ – μιας σύνθεσης που σε θεωρητικό επίπεδο είχε επιχειρηθεί σε προηγούμενες δεκαετίες από τον Ζιγιά Γκιοκάλπ.
Το 1970, ο Ερμπακάν ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Τάξης, το οποίο απαγορεύθηκε μαζί με τα υπόλοιπα από τη δικτατορία του 1971. Ας σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη το μετακεμαλικό καθεστώς είχε επιδοθεί σε μια ανηλεή σύγκρουση με τις οργανώσεις της άκρας Αριστεράς και στο πλαίσιο αυτό είχε ατύπως συμμαχήσει με το πολιτικό Ισλάμ. Το 1972, οπότε επετράπη και πάλι η λειτουργία νέων κομμάτων, ο Ερμπακάν, ως αναμφισβήτητος πατέρας του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας. Στις εκλογές του 1973 απέσπασε περίπου 12%.
Στις αρχές του 1974 το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας συμμετείχε στην ετερόκλητη κυβέρνηση συνασπισμού με το υπό τον Μπουλέντ Ετσεβίτ Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (είναι το κόμμα που ίδρυσε ο Κεμάλ). Το σημαντικότερο έργο εκείνης της κυβέρνησης ήταν η εισβολή στην Κύπρο. Ο επιθετικός εθνικισμός, άλλωστε, ήταν κοινός παρονομαστής του κεμαλισμού και της τουρκικής εκδοχής του πολιτικού Ισλάμ.
Η κατάκτηση ήταν για τους Οθωμανούς μέσο παραγωγής και γι’ αυτό όταν η αυτοκρατορία τους έπαψε να επεκτείνεται εισήλθε σε τροχιά παρακμής. Παρά την αντίθετη επίσημη ρητορική, η επιθετικότητα πέρασε στο γονίδιο της Τουρκικής Δημοκρατίας με τη μορφή του εθνικισμού πλέον. Το 1938-39 η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε μια ευκαιρία για να αποσπάσει την περιοχή της Αλεξανδρέττας από τη Συρία, η οποία βρισκόταν τότε υπό γαλλική εντολή.
Όπως προαναφέραμε, οι μεταπολεμικές συνθήκες στην Τουρκία ώθησαν το πολιτικό Ισλάμ να υιοθετήσει ιδεολογικά στοιχεία που δεν ήταν εξαρχής στον πυρήνα του. Υποστήριζε κάθε είδους εκδημοκρατισμό και φιλελευθεροποίηση, ακριβώς επειδή όλα αυτά θα χαλάρωναν τις πιέσεις που δεχόταν από την κεμαλική στρατογραφειοκρατία και θα διεύρυναν τα περιθώρια δράσης και επιρροής του.
Σημαία του Ερμπακάν ήταν ο σεβασμός των θρησκευτικών ελευθεριών. Για τον ίδιο λόγο ενσωμάτωνε στο πρόγραμμά του και κάποιες μεταρρυθμίσεις που είχαν σκοπό την αποδυνάμωση του συγκεντρωτικού κράτους, όπως την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την υιοθέτηση του θεσμού του δημοψηφίσματος κ.λπ. Κάτι αντίστοιχο ίσχυε και στην οικονομία.
Ο Κεμάλ είχε υιοθετήσει τον κρατισμό για να αποκτήσει τον έλεγχο της οικονομίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τους ντόπιους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς (Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους). Αυτό το επεδίωξε και στο πλαίσιο της αντίληψής του για τη μεγαλύτερη δυνατή εθνική ανεξαρτησία και κατ’ επέκτασιν για την εδραίωση του καθεστώτος του.
Σε αντίθεση μ’ αυτή την παράδοση, το πολιτικό Ισλάμ εξωθήθηκε να υιοθετήσει πιο φιλελεύθερες αντιλήψεις. Όχι μόνο επειδή αυτές ταίριαζαν στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες της Ανατολίας, τους οποίους εκπροσωπούσε, αλλά και επειδή η υποχώρηση του κρατισμού αποδυνάμωνε προοπτικά την κεμαλική στρατογραφειοκρατία.
Το πολιτικό Ισλάμ, όμως, όπως εκφραζόταν από τον Ερμπακάν, διατήρησε την αρνητική στάση του έναντι των ΗΠΑ και ευρύτερα της Δύσης. Γι’ αυτό και επί πολλά χρόνια, ήταν στη μέγγενη. Το πίεζαν από τη μία πλευρά η κυρίαρχη κεμαλική στρατογραφειοκρατία και από την άλλη η Ουάσιγκτον. Και οι δύο αυτοί παράγοντες θεωρούσαν το κίνημα του Ερμπακάν δυνάμει απειλή.
Ο Ερμπακάν ήταν ο πολιτικός πατέρας του Ερντογάν και των άλλων τριών (Γκιούλ, Αρίντς και Σενέρ) που αποσχίσθηκαν από το παραδοσιακό κόμμα του πολιτικού Ισλάμ και ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Το γιατί προχώρησαν σε απόσχιση, πως έγιναν οι “αγαπημένοι” της Ουάσιγκτον και πως έφθασαν να κερδίσουν τις εκλογές του 2002 και να σχηματίσουν κυβέρνηση θα το εξετάσουμε σε επόμενο άρθρο.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Τα κινήματα που έχουν αναφορά το πολιτικό Ισλάμ το αντιλαμβάνονται όχι μόνο ως θρησκευτικό δόγμα, αλλά και ως πολιτική ιδεολογία και ως σύνολο κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς. Η τουρκική εκδοχή του ήταν πάντα μετριοπαθής, συγκρινόμενη με άλλες εκδοχές του. Η εξουδετέρωση του οθωμανογενούς πολιτικού Ισλάμ από τον Κεμάλ δεν έγινε αμέσως, επειδή στην πρώτη τουρκική Εθνοσυνέλευση (1923) συμμετείχαν πολλοί ισλαμιστές. Μόνο όταν ο Κεμάλ ένιωσε ισχυρός στο εσωτερικό προχώρησε σε απαγορεύσεις.
Ο νόμος για τη διάλυση των θρησκευτικών ταγμάτων ψηφίσθηκε το 1925, αλλά τελικώς δεν επέτυχε τον στόχο του. Τα τάγματα επιβίωσαν ως αδελφότητες. Για να επιβιώσει στις συνθήκες ασφυκτικής πίεσης που επέβαλε η κεμαλική στρατογραφειοκρατία, η τουρκική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ ήρθε σταδιακά σε μερική όσμωση μαζί της. Αποδέχθηκε ορισμένες ιδρυτικές αρχές της Τουρκικής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα η δράση του να προσλάβει μεταρρυθμιστικό και όχι επαναστατικό-ανατρεπτικό χαρακτήρα, όπως συνέβη π.χ. με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Η πάγια τακτική του ήταν να εκμεταλλεύεται κάθε χαλάρωση των απαγορεύσεων και κάθε θεσμικό περιθώριο για να εκφρασθεί πολιτικά και να κερδίσει έδαφος.
Ο τουρκικός εθνικισμός επιχείρησε να μεταφράσει το Ισλάμ με βάση τους δικούς του στόχους, δημιουργώντας αυτό που ονομάσθηκε «τουρκοϊσλαμική σύνθεση». Στόχος του ήταν να συσπειρώσει γύρω από αυτή την εκδοχή τον λεγόμενο τουρκικό κόσμο, από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος. Στην πραγματικότητα, το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ (σουνιτικό) ενσωμάτωσε τις επιταγές του τουρκικού εθνικισμού και του τουρκικού κράτους. Ως εκ τούτου, η «τουρκοϊσλαμική σύνθεση» στρεφόταν εναντίον της ρωσικής επιρροής στην Κεντρική Ασία, ήταν ανταγωνιστική του σιιτικού Ισλάμ, που έχει κέντρο του το Ιράν και είχε ηγεμονικές βλέψεις έναντι του σουνιτικού αραβικού κόσμου.
Μετά την υιοθέτηση του πολυκομματισμού στην Τουρκία, στη δεκαετία του 1950, τις εκλογές κέρδισε το παραδοσιακό-συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα του Αντνάν Μεντερές, που είχε απήχηση στους αγροτικούς πληθυσμούς της Ανατολίας. Ως κυβέρνηση χαλάρωσε το ασφυκτικό πλαίσιο του κεμαλικού καθεστώτος, επέτρεψε την άνθηση των θρησκευτικών δραστηριοτήτων και προσπάθησε να ενσωματώσει το πολιτικό Ισλάμ. Το νεοκεμαλικής έμπνευσης στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 ανέσχεσε αυτή την πορεία, αλλά το πολιτικό Ισλάμ συνέχισε να αποτελεί μια πολιτική πραγματικότητα με σημαντικό αντίκρισμα.
Η αυτόνομη έκφραση του πολιτικού Ισλάμ
Στη δεκαετία του 1960, το Κόμμα Δικαιοσύνης του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (διάδοχος του Δημοκρατικού Κόμματος) προσέφερε προστασία και πολιτική στέγη στο πολιτικό Ισλάμ, εισπράττοντας ψήφους. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε το Κίνημα Εθνικής Άποψης, με κεντρικό πρόσωπο τον Νετζμεντίν Ερμπακάν. Αυτό είναι το κόμμα που προετοίμασε το έδαφος για την αυτόνομη και συγκροτημένη οργανωτική έκφραση του πολιτικού Ισλάμ. Η δημιουργία του Κινήματος Εθνικής Άποψης αντανακλά μια προσπάθεια ιδεολογικής σύνθεσης του τουρκισμού και του Ισλάμ – μιας σύνθεσης που σε θεωρητικό επίπεδο είχε επιχειρηθεί σε προηγούμενες δεκαετίες από τον Ζιγιά Γκιοκάλπ.
Το 1970, ο Ερμπακάν ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Τάξης, το οποίο απαγορεύθηκε μαζί με τα υπόλοιπα από τη δικτατορία του 1971. Ας σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη το μετακεμαλικό καθεστώς είχε επιδοθεί σε μια ανηλεή σύγκρουση με τις οργανώσεις της άκρας Αριστεράς και στο πλαίσιο αυτό είχε ατύπως συμμαχήσει με το πολιτικό Ισλάμ. Το 1972, οπότε επετράπη και πάλι η λειτουργία νέων κομμάτων, ο Ερμπακάν, ως αναμφισβήτητος πατέρας του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας. Στις εκλογές του 1973 απέσπασε περίπου 12%.
Στις αρχές του 1974 το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας συμμετείχε στην ετερόκλητη κυβέρνηση συνασπισμού με το υπό τον Μπουλέντ Ετσεβίτ Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (είναι το κόμμα που ίδρυσε ο Κεμάλ). Το σημαντικότερο έργο εκείνης της κυβέρνησης ήταν η εισβολή στην Κύπρο. Ο επιθετικός εθνικισμός, άλλωστε, ήταν κοινός παρονομαστής του κεμαλισμού και της τουρκικής εκδοχής του πολιτικού Ισλάμ.
Η κατάκτηση ήταν για τους Οθωμανούς μέσο παραγωγής και γι’ αυτό όταν η αυτοκρατορία τους έπαψε να επεκτείνεται εισήλθε σε τροχιά παρακμής. Παρά την αντίθετη επίσημη ρητορική, η επιθετικότητα πέρασε στο γονίδιο της Τουρκικής Δημοκρατίας με τη μορφή του εθνικισμού πλέον. Το 1938-39 η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε μια ευκαιρία για να αποσπάσει την περιοχή της Αλεξανδρέττας από τη Συρία, η οποία βρισκόταν τότε υπό γαλλική εντολή.
Εξ αντιδιαστολής “φιλελευθερισμός”
Όπως προαναφέραμε, οι μεταπολεμικές συνθήκες στην Τουρκία ώθησαν το πολιτικό Ισλάμ να υιοθετήσει ιδεολογικά στοιχεία που δεν ήταν εξαρχής στον πυρήνα του. Υποστήριζε κάθε είδους εκδημοκρατισμό και φιλελευθεροποίηση, ακριβώς επειδή όλα αυτά θα χαλάρωναν τις πιέσεις που δεχόταν από την κεμαλική στρατογραφειοκρατία και θα διεύρυναν τα περιθώρια δράσης και επιρροής του.
Σημαία του Ερμπακάν ήταν ο σεβασμός των θρησκευτικών ελευθεριών. Για τον ίδιο λόγο ενσωμάτωνε στο πρόγραμμά του και κάποιες μεταρρυθμίσεις που είχαν σκοπό την αποδυνάμωση του συγκεντρωτικού κράτους, όπως την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την υιοθέτηση του θεσμού του δημοψηφίσματος κ.λπ. Κάτι αντίστοιχο ίσχυε και στην οικονομία.
Ο Κεμάλ είχε υιοθετήσει τον κρατισμό για να αποκτήσει τον έλεγχο της οικονομίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τους ντόπιους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς (Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους). Αυτό το επεδίωξε και στο πλαίσιο της αντίληψής του για τη μεγαλύτερη δυνατή εθνική ανεξαρτησία και κατ’ επέκτασιν για την εδραίωση του καθεστώτος του.
Σε αντίθεση μ’ αυτή την παράδοση, το πολιτικό Ισλάμ εξωθήθηκε να υιοθετήσει πιο φιλελεύθερες αντιλήψεις. Όχι μόνο επειδή αυτές ταίριαζαν στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες της Ανατολίας, τους οποίους εκπροσωπούσε, αλλά και επειδή η υποχώρηση του κρατισμού αποδυνάμωνε προοπτικά την κεμαλική στρατογραφειοκρατία.
Το πολιτικό Ισλάμ, όμως, όπως εκφραζόταν από τον Ερμπακάν, διατήρησε την αρνητική στάση του έναντι των ΗΠΑ και ευρύτερα της Δύσης. Γι’ αυτό και επί πολλά χρόνια, ήταν στη μέγγενη. Το πίεζαν από τη μία πλευρά η κυρίαρχη κεμαλική στρατογραφειοκρατία και από την άλλη η Ουάσιγκτον. Και οι δύο αυτοί παράγοντες θεωρούσαν το κίνημα του Ερμπακάν δυνάμει απειλή.
Ο Ερμπακάν ήταν ο πολιτικός πατέρας του Ερντογάν και των άλλων τριών (Γκιούλ, Αρίντς και Σενέρ) που αποσχίσθηκαν από το παραδοσιακό κόμμα του πολιτικού Ισλάμ και ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Το γιατί προχώρησαν σε απόσχιση, πως έγιναν οι “αγαπημένοι” της Ουάσιγκτον και πως έφθασαν να κερδίσουν τις εκλογές του 2002 και να σχηματίσουν κυβέρνηση θα το εξετάσουμε σε επόμενο άρθρο.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου