Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Ήσυχες νύχτες

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη


«Ό,τι δεν ευθυγραμμίζεται με την αναπαραγωγή ή δεν μεταμορφώνεται απ’ αυτήν, δεν έχει πια που να καταφύγει. Όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά και ούτε πρέπει να υπάρχει.»

Ο Μισέλ Φουκώ μέσω της ευφυέστατης σκέψεώς του απεικονίζει συνοπτικά τη σύμμετρη κρίση αξιών. Η αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους μπορεί ευκόλως να αναχθεί σε «παραγωγή» και αντιστρόφως. Είναι και οι δύο όροι συνώνυμοι μιας προσδοκίας, για την οποία οι άνθρωποι αυτοθέλητα αγωνίζονται και θυσιάζονται. Αναδρομικά θα λέγαμε πως ο Διαφωτισμός υπήρξε η κρηπίδα γενέσεως του Καπιταλισμού, αφού μαχήθηκε μέχρις εσχάτων για να απαλλάξει τον άνθρωπο απ’ τη θεοκρατία-δουλοπαροικία, αλλά δεν τον κατέστησε παρά υποχείριο αρχικά της μηχανής και εν τέλει της παραγωγής επιγεννώντας νέες ανελευθερίες και νέους περιορισμούς.

Η λογική των αστικών κοινωνιών εμφανίζει εκτεταμένη αναπηρία κινήσεων και υποκριτικό εξαναγκασμό διανόησης ανέκαθεν. Αν παλαιότερα το προνόμιο του Λόγου και την αρχή του Απορρήτου κατείχε ο γάμος και η οικογένεια μέσω της ευπρέπειας τόσο στους τρόπους όσο και στις λέξεις, στις μέρες μας η κατοχή της αλήθειας φυλάσσεται σαν δισκοπότηρο απ’ τον απείθαρχο κι αθυρόστομο έρωτα, ο μόνος που έχει το δικαίωμα να παίρνει μορφή και διαστάσεις πραγματικές. Και αν στο προλεταριάτο επεβλήθη μία σεξουαλική ποδηγέτηση προς καθυπόταξή του, στην αστική τάξη μεταβιβάστηκε η φλύαρη σεξουαλικότητα με συμμετρική απόληξη στον ίδιο πυρήνα. Δεν πρόκειται παρά για την ίδια αλαζονική πολιτική επιβεβαίωσης της Τάξης, κύριος ρόλος της οποίας είναι η εύρεση μιας δυναμικής ισορροπίας ανάμεσα στις απαιτήσεις του αυθορμητισμού και σ’ εκείνες της οργάνωσης μέσα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Στα πηγάδια της Ιστορίας…


Η νομοθεσία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαχώριζε το «jus suffragii», στο οποίο είχαν πρόσβαση τα πλήρως ελεύθερα άτομα, από το «jus civitatis», το οποίο ενέδυε άτομα συγκεκριμένης ταξικής προελεύσεως. Ας τονιστεί επίσης πως το επιχείρημα περί «Αθηναϊκής Δημοκρατίας» αναδύεται εκλυστικό κατά την μελέτη του στο ανάλογο ιστορικό πλαίσιο της εμφάνισής του αλλά αστήριχτο κατά την αυτούσια μεταφορά του στο σήμερα, αφού και εκείνο το σύστημα προϋπέθετε την εθνική ενότητα υπό τη σκέπη μιας ενιαίας κρατικής εξουσίας, πράγμα που επάγει στον αυτόματο αποκλεισμό πολλών κοινωνικών μερίδων. Η Συντακτική Συνέλευση του 1789 προέκρινε πως: «το έθνος εν σώματι διακρίνεται από τα άτομα, που το συναποτελούν». Παρεπομένως το άτομο δεν δύναται να μετέχει εκ φύσεως στην κορωνίδα της εξουσίας, αν πρώτα δεν επαφεθεί στο καθοριστικό πλαίσιο των ενδεικνυόμενων απ’ τον Νομοθέτη συνθηκών, οι οποίες να προσανατολίζουν σε συγκεκριμένη «έκφραση εθνικής βούλησης» αλλά και προσδιορίζουν το εκλογικό σώμα.

Έκτοτε η εκάστοτε κρατική μηχανή αναλαμβάνει να διαμορφώσει την κατάλληλη θεσμοθέτηση, κατά την οποία θα διασαφηνίζονται το δικαίωμα της ψήφου-η σύσταση του εκλογικού σώματος-το σύστημα διενέργειας των εκλογών. Πρόκειται για έναν κανονιστικό φέροντα σκελετό, ο οποίος οριοθετεί πρωτίστως την ιδιότητα του Πολίτη, ώστε οι συνταγματικές-νομικές διατάξεις που προσδίδονται να «προαγάγουν» το άτομο από Πολίτη σε Εκλογέα, ιδιότυπο χρίσμα που μεταλλάσσει τον συμμετέχοντα από «ασκών των προσωπικών του δικαιωμάτων» σε «ενεργούμενο του Κράτους». Εν συνεχεία οικοδομεί τους τύπους των εκλογών και τις ρυθμιστικές αρχές της ψηφοφορίας. Ανά τους αιώνες η Αστική Δημοκρατία θεσπίζει το «εκλέγειν» ως κατάκτηση διττής αλλά και διφορούμενης σημασίας, μέσα στην οποία εμπεριέχονται τόσο το δικαίωμα όσο και το λειτούργημα, ώστε οι κυβερνώντες να επεκτείνουν-συρρικνώνουν την πρόσβαση στην ψήφο κατά το δοκούν, ώστε να κρατούν και τα γκέμια επί του εκλογικού σώματος! Συνακόλουθα ακρογωνιαίος λίθος του νομικού υποβάθρου στέκει ο προσδιορισμός της νομικής υπόστασης του ατόμου=homo constitutionalis, η οποία να προσδένει στο άρμα της τον Άνθρωπο ως ψηφοφόρο που μάχεται για την εκπροσώπησή του παρά για την ευθεία συμμετοχή του στην ανάληψη κρίσιμων αποφάσεων. Ιστορικά τεκμηριώνεται πως κατά τα περισσότερα Πολιτεύματα είναι οι συσχετισμοί των πολιτικών-κομματικών δυνάμεων που διευρύνουν ή ποδηγετούν την καθολική ψηφοφορία. «Όταν η αστική τάξη καταλαμβάνει την εξουσία, στηρίζεται σε ένα εκλογικό σώμα αρκετά ευρύ. Αφότου, όμως, η αστική τάξη κατακτήσει την εξουσία, περιορίζει τα όρια άσκησης του εκλογικού δικαιώματος ορθώνοντας φράγματα μπροστά στην καθολική ψηφοφορία», όπως εύστοχα διατείνεται ο Jean-Marie Cotteret στην ανάλυσή τους «Κυβερνώντες και Κυβερνώμενοι» σχετικά με τα εκλογικά συστήματα.
Πράγματι καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα όσο προτάσσεται η καθολική ψηφοφορία άλλο τόσο περιορίζεται και τροχοπέδη καθίσταται κατά παράδοση:

_ «το τέλος για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου». Αν στις Μοναρχίες το άτομο πάλευε για την πρόσβαση στην ψήφο, μετά τη Γαλλική Επανάσταση τα χαμηλά στρώματα βρίσκονται σε μία ιδιότυπη παλινόρθωση της Μοναρχίας, αφού το εκλογικό σώμα περιορίζεται στην Αστική Τάξη, ο Συνταγματικός Χάρτης της 4ης Ιουνίου 1814 θεσπίζει «εκλογικό τέλος» ύψους 300 φράγκων, ποσό δυσπρόσιτο για πολλές κοινωνικές ομάδες.

«Οι ακραιφνείς Βασιλικοί τάσσονταν κατά του εκλογικού τέλους. Πίστευαν πως οι μάζες των χωρικών, που ήταν τότε πλειοψηφία, θα ψήφιαζαν μοναρχικά κάτω από την επίδραση των μεγάλων γαιοκτημόνων. Ο πολιτικός υπολογισμός δεν ήταν άσχημος, η Μοναρχία θα στηριζόταν έτσι στην τεράστια δύναμη της καθολικής ψηφοφορίας. Οι ακραιφνείς συντηρητικοί, αντίθετα, ήθελαν να συνδέσουν το δικαίωμα της ψήφου με την έγγειο ιδιοκτησία. Κατ’ αυτούς μόνο όσοι πλήρωναν φόρο ιδιοκτησίας θα ψήφιζαν. Αυτή η θέση θεμελιωνόταν στη διαπίστωση ότι μόλις το άτομο γίνει ιδιοκτήτης ακινήτου, μεταβάλλεται σε συντηρητικό. Οι ακραιφνείς Φιλελεύθεροι πρόβαλλαν το δικαίωμα του Εκλέγειν όχι ως υποκειμενικό δικαίωμα αλλά ως κοινωνικό λειτούργημα, το οποίο για να εκπληρωθεί απαιτούσε ένα ελάχιστο όριο ικανοτήτων και συντηρητικού πνεύματος, τα οποία εφάπτονται στο ελάχιστο όριο της ιδιοκτησίας», όπως διατείνεται ο Michel Fabre.

_ της παραμέτρου της ηλικίας, νομοθετικό μέτρο που φίμωνε τις νεαρές ομάδες του κοινωνικού στρώματος ως «μη έχουσες το απαραίτητο κριτήριο». Η «ενηλικότητα» εξαιρεί πολλές μερίδες ατόμων, όπως τους νέους κάτω των 21-25 ετών ανάλογα σε ποιο Κράτος βρισκόμαστε αλλά και τις γυναίκες κάτω των 30 ετών. Δεν είναι τυχαίος ο εξοβελισμός των ηλικιών αυτών, αν λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός πως το άτομο στην ηλικία των 18 ετών μεταβαίνει στον «πανεστημιακό κλοιό», όπου εκκολάπτεται η ζύμωση απόψεων-ιδεών. Η σταδιακή κάθοδος του ορίου της «ενηλικότητας» αρχίζει στο Αμερικανικό εδαφος για να επεκταθεί αργότερα στο Ευρωπαϊκό. Ολοκληρώνεται με την έγερση του Μάη του ’68, κατά τον οποίο διακυβεύεται η «αλλαγή τρόπου ζωής». Νεαρές ηλικίες μπροστά στην αυξανόμενη πίεση διεκδικούν την ατομική-κοινωνική απελευθέρωση, η οποία επισύρει και την παγίωση της «ενηλικότητας» στα 18. Δόκιμο σε αυτό το σημείο να επισημανθεί πως η «άλωση» των Πανεπιστημίων από τα κομματικά συμφέροντα αρχίζει να τελείται κατά την δεκαετία του ’80, αφού δηλαδή έχει προσπελαστεί το εμπόδιο της «ενηλικότητας» θα «πρέπει» να γίνεται ο προσανατολισμός πλέον με άλλους τρόπους, αρκετά «προσφορότερους αλλά και επικίνδυνους» θα λέγαμε. Όσον αφορά στη Γυναίκα, η οποία παραγκωνίζεται εντελώς απ’ την εκλογική διαδικασία με το κατά τα λοιπά αρκετά «ιπποτικό» επιχείρημα: «η Πολιτική είναι ένας πολύ σκληρός αγώνας και η Γυναίκα δεν έχει θεση σε αυτή!!», αποκτα για πρώτη φορά το δικαίωμα ψήφου στο Βέλγιο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον Νόμο της 9ης Μάη 1919, ο οποίος εκχωρεί το δικαίωμα της ψήφου «στις χήρες των Βέλγων που σκοτώθηκαν απ’ τον εχθρό»!! Στην Ελλάδα η Α’ Εθνοσυνέλευση το 1844 ορίζει στο Σύνταγμα την ισότητα των Ελλήνων απέναντι σον Νόμο αλλά όχι και τω Ελληνίδων, οι οποίες πιάνονται στα βρόχια όμοιων τακτικών εξαίρεσή τους. Εν έτει 1924 προτείνεται αλλαγή της Νομοθεσίας περί Δήμων και Κοινοτήτων και αποφασίζεται να δοθεί μετά από μία πενταετία το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά όχι του εκλέγεσθαι στη γυναίκα, αφού ωστόσο αυτές πληρούν τα κριτήρια της «ενηλικότητας» άνω από το όριο των 30 ετών-να γνωρίζουν ανάγνωση κα γραφή, όρος που δεν αναφέρεται για τον άνδρα ψηφοφόρο. Μία δεκαετία αργότερα οι γυναες απέχουν απ’ τις εκλογές, επειδή οι κοινωνικές αντιλήψεις παραμένουν απαράλλαχτες-ο γυναικείος πληθυσμός μαστίζεται από αναλφαβητισμό-δεν έχουν συμπληρωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι με τα ονόματα των γυναικών. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Πρώτη Λαϊκή Εξουσία στην Ελλάδα=ΠΕΕΑ προβαίνει σε νομική κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων σχετικά με τη διαδικασία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

Οι παγίδες των «δημοκρατικών εκλογών»…


Όταν ο ήλιος δύει και οι πολίτες, σίγουροι για την απρόσκοπτη άσκηση των δημοκρατικών τους «δικαιωμάτων», ανοίγουν οι κάλπες αλλά η καταμέτρηση δύναται να διευκρινήσει ή να διαστρεβλώσει το αποτέλεσμα, ανάλογα αν γίνεται με συνολικη καταμέτρηση σε εθνικη κλίμακα ή με υπολογισμό στο πλαίσιο εκλογικών περιφερειών. Αν έχουν οριστεί οι Εθνικές εκλογές στη βάση της «ενιαίας περιφέρειας στην επικράτεια», τότε η ψήφος του εκλογέα ευρωσταίνει το κύρος του εκλεγέντα και ταυτοχρόνως νομιμοποιεί τον συγκεντρωτισμό των εξουσιών στο πρόσωπο του εκλεγέντα. Αν έχουν οριστεί οι Εθνικές εκλογές στη βάση της «διαμερισμάτωσης σε εκλογικές περιφέρειες», τότε ο εκλογέας αποκτά περαιτέρω ευθύνη περί του αποτελέσματος εξ αιτίας της βαρύτητας που δίδεται στη δημογραφία της περιφέρειας. Η κατάτμηση της επικράτειας σε περιφέρειες προξενεί αδιαμφισβήτητα ανισότητες ανάμεσα στους υποψηφίους, επειδή δεν υπάρχει ισότιμη κατανομή εδρών ανάμεσα στις περιφέρειες. Τις περισσότερες φορές ο ορισμός των περιφερειών πατραμένει σταθερός παρ’ όλες τις δημογραφικες αυξομειώσεις που διαπιστώννται ανά τις δεκαετίες.

Στην περίπτωση των άμεσων ή έμμεσων διαδικασιών διακυβεύεται και η απάμβλυνση της κοινής γνώμης, αφού ο εκλογικοί βαθμοί εξασθενούν την αρχική βούληση. Στην περίπτωση του Δημοψηφίσματος, οι τεχνοδημοκρατίες διατυπώνουν το ερώτημα με πολύπλοκο λεκτικό-συντακτικό σχήμα αφ’ ενός αλλοιώνοντας τις δυνατότητες κατανόησης απ’ το ευρύ εκλογικό σώμα και αφ’ ετέρου προσφέροντας στο εκλογικό σώμα την ευκαιρία μονοσήμαντης παραχώρησης της εκπροσώπησής του στην τεχνοκρατική ληψη των αποφάσεων.

Τέλος τα κυρια συστήματα της Δυτικής τεχνοδημοκρατίας διεξαγωγής των εκλογικών διαδικασιών είναι:

_ το πλειοψηφικό, κατά το οποίο αναδύονται άμεσα οι εκλεγέντες απ’ τη βάση του εκλογικού σώματος. Οι ψηφοφόροι σε αυτή την περίπτωση μπορούν να διαβαθμίσουν τις προτιμήσεις τους δια μέσω δύο γύρων. Στον πρώτο γύρο διαξιφίζονται οι συσχετιμοί των πολιτικων δυνάμεων ενώ στον δεύτερο γύρο ενθρονίζεται ο δικομματισμός προς άγραν της απόσπασης συναίνεσης. Ενεδρεύει κατά την μεσολάβηση παραιτήσεων ή αποχωρήσεων το ενδεχόμενο σύναψης «βρώμικων συμφωνιών» μεταξύ των πολιτικών συσχετισμών κατά τις οποίες οι κομματικές φράξιες ανταλλάσσουν τους ψηφοφόρους τους με προνόμια προσανατολίζοντάς τους σε συγκεκριμένη επιλογή. Άλλο πρόβλημα του πλειοψηφικού συστήματος, απορρέουσα απ’ τις προαναφερθείσες ανήθικες διαπραγματεύσεις, είναι η κατανομή εδρών, «όσο μικρότερος είναι ο αριθμός εδρών κατά τον πρώτο γύρο, τόσο μεγαλύτερη είναι η αδικία στην εκπροσώπηση».

_ το αναλογικό, κατά το οποίο κάθε κομματική παράταξη λαμβάνει έναν αριθμό εδρών ανάλογο με την αριθμητική του δύναμη. Κατά την «ολοσχερή αναλογική» διαδικασία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αναγωγή σε εκλογές με «ενιαία εκλογικη περιφέρεια». Κάτι ανάλογο επικαλούταν η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο παρατάξεις παρουσίασαν συνδυασμούς κατά γεωγραφικές περιφέρειες αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια, ώστε κάθε εκπρόσωπος να βρίκεται αντιμέτωπος με τον ίδιο προκαθορισμένο αριθμό ψήφων. Κατά την «απλή αναλογική» γίνεται διακριτή η ταξική διαστρωμάτωση, τα κόμματα συνιστούν έκφραση των κοινωνικών τάξεων κι επομένως η πιο «ισχυρή» τάξη αναδεικνυει τους εκπροσώπους της. Όσον αφορά στην εσωτερική διαδικασία η κατανομή των εδρών γίνεται σύμφωνα με τη θέση των υποψηφίων στα ψηφοδέλτια, ελλοχεύει ο παραμερισμός των «μη συνεργάσιμων». Γενικότερα το σύστημα της αναλογικής εδράζεται στον προγραμματικό χαρακτήρα των παρατάξεων και θεωρείται, για όσους δέχονται εν γένει τη διαδικασία της αντιπροσώπευσης, ως ένα «τίμιο» εκλογικό σύστημα αλλά «αν ο κατακερματισμός της κοινής γνώμης προϋπάρχει, η αναλογική μέθοδος τον επιτείνει, ενώ αν δεν υπάρχει, τότε προκαλείται δια μεσω της ανάλογης εκλογικής διαδικασίας», όπως υποστηρίζει ο Claude Emeri.

Ο «δημοκρατικός» Κοινοβουλευτισμός…


Γκρίζες είναι οι περίοδοι της ανθρωπότητας, όπου η σκέψη υφίσταται τον στραγγαλισμό της ενδίδοντας μονομερώς στις ανάγκες του σώματος ως βιοτικές μέριμνες. Μια αισχρή αποβλάκωση, που απορρέει απ’ τον εξαναγκασμό της βιοποριστικής εργασίας. Μια αποχαύνωση, που είναι παρεπόμενο της νοσηρής τυφλότητας των κοινωνικών όντων όταν υποπίπτουν σε αφόρητα ηχηρά συνθήματα, που εξοστρακίζουν την ίδια τη σκέψη και την κριτική οξύνοια. Όσες ιδέες αναδύονται και διατυπώνονται ως δημιουργία εκ του μηδενός, δεν αποτελούν στην ουσία παρά κομματικές παρατάξεις με ίδιο πυρήνα, τον τεχνοκρατικό αριστοκρατισμό.

Με σατανική θα λέγαμε διαστρέβλωση επινοούνται διάφορες διαδικασίες, ώστε οι Κυβερνώμενοι να αποκτήσουν την αίσθηση της συμμετοχής στη «Λήψη των Αποφάσεων». Συνακόλουθα τα «Δημοκρατικά Πολιτεύματα» παρεισφρέουν στην ανθρώπινη συνείδηση ως τα πλέον «δίκαια», αφού ως «Νόμιμα» έχουν τεχνηέντως θεσμοθετηθεί. Ο Άνθρωπος βρίσκεται λοιπόν εγκλωβισμένος στα προβλήματα που ανακύπτουν:

_ από «τεχνικής απόψεως», αφού η εκπροσώπηση των Πολιτών παρουσιάζεται ως καθολική, κάτι που οδηγεί σε αυτόματα νομιμοποιημένη παραδοχή των πράξεων των «Αρχόντων».

_ από «πολιτικής απόψεως», αφού τα εκλογικά συστήματα υπόκεινται σε πυκνό νομικό πλαίσιο, ώστε να επιτυγχάνεται η μεταβίβαση της άσκησης της Εξουσίας στους εκλεγμένους.

Ωσαύτως ο εκλογέας πρώτου βαθμού χάνει στην πορεία την όποια ανεξαρτησία του και μετατρέπεται σε «Πολίτη ενταγμένο και συνταγμένο» στους πολιτικούς θεσμούς και στα νέα ψηφίσματα. Βέβαια οι θεωρητικοί του Δημοσίου Δικαίου αρθρώνουν ξύλινο λόγο περί δημοκρατικής νομιμότητας, κάτι που ωστόσο συνιστά «μία τεχνική επίδραση, η οποία είναι ικανή να επιφέρει μεταβολές στη λειτουργία των πολιτικών θεσμών ευνοώντας κάποιες κοινωνικές κατηγορίες-κάποια γνώμη-κάποια μορφή διακυβέρνησης«, όπως εύστοχα διατυπώνει ο κύριος Σιμόπουλος.

Ακόπως τεκμαίρεται πως ο Κοινοβουλευτισμός δεν ευνοεί την ιδεολογική πολυφωνία ούτε το πρόταγμά του υφίσταται ως «αντιπροσώπευση συμφερόντων ενώπιον της εξουσίας». Κανένα από τα δύο εκλογικά συστήματα, πλειοψηφικό κα αναλογικό, δεν απολήγει στην ιδανική εκπροσώπηση των κοινωνικών στρωμάτων απλώς και μόνο επειδή η ταξικη διαστρωμάτωση εγείρει τις ανισότητες. Κατ’ εφαπτομένη ο Κοινοβουλευτισμός, που επινοείται με σκοπό την απαρεμόδιστη μετακύληση της Εξουσίας από την Αριστοκρατία στην Αστοκρατία, είναι η ίδια η Εξουσία και οι εκλογικές διαδικασίες ο βραχίονας νομιμοποίησηής της. Παρεπόμενο αυτής της στρέβλωσης αποτελεί η επινόηση «υβριδικών μίξεων», οι ιθύνοντες μηχανεύονται «εκλογικα τερτίπια» τα λεγόμενα «εκλογομαγειρέματα», που ερείδονται συνήθως στην πρόθεση αφ’ ενός του Νομοθέτη να συγκεράσει την απαίτηση του εκλογικού σώματος προς μεγέθυνση της επιρροής του και την αποτελεσματικοτητα ωστόσο της διαχείρισης των ποσοστών καταμέτρησης, ώστε να διασφαλίζεται η εξουσιοδότηση των Κυβερνώντων από τους ψηφοφόρους, και αφ’ ετέρου των κομματικών συνδυασμών, ώστε να προάγονται στην κατανομή των εδρών με το «ελάχιστο όριο των έγκυρων ψήφων». Αν λοιπόν ο Μαρξ πρεσβεύει πως «οι εκλογές δεν είναι τίποτε άλλο από το μέσον που επιτρέπει στους καταπιεσμένους να επιλέγουν ανα τετραετία τους καταπιεστές τους», κανένα συστημικό κόμμα, ούτε ο κομμουνισμός, δεν δύναται να αποφορτίσει την κοινωνική διαστρωμάτωση από την ταξικη ανομοιογένειά της, τουναντίον χρησιμεύουν στη χειραγώγηση του ανθρωπινου πνεύματος και την διασφάλιση της Εξουσίας δια μέσω του εκλογικού ανταγωνισμού ως ψευδαίσθηση καταμέτρησης της «αριθμητικής δύναμης» των μελών κάποιου κοινωνικού στρώματος.

Έτσι ο Πολίτης συναινεί κατ’ αρχάς στην «πολτική οργάνωση», όταν προσέρχεται στην κάλπη. Δεν καλείται στην ουσία σε συμμετοχή στη λήψη μιας απόφασης αλλά στην παραχώρηση του συμμετέχειν σε εκπρόσώπους. Οποιαδήποτε μορφή κα να έχει η εκλογή, πολιτική-συνδικαλιστική-κοινωνική-διοικητική-πανεπιστημιακή, δεν παύει να παρουσιάζει μία συγκεκριμένη υπάρχουσα δομή βασισμένη σε εξωτερική και εσωτερική ιεραρχία. Αδόκιμο να παραλειφθεί πως σε δεύτερο χρόνο η εκλογή δεν στηρίζεται στο κριτήριο της αξίας αλλά στον «συντηρητισμό» ή στον «αριστερισμό», που αποπνέει ο υποψήφιος. Επιπροσθέτως όταν η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική, η ιδια η Τεχνοδημοκρατία λοιδορεί την αποχή των εκλογέων στιγματίζοντάς της ως «έλλειψη ευθύνης των Πολιτών».

Το να προσπελάσουμε τις μορφές του φόβου σημαίνει στην εποχή μας τρέχω να κάνω ψυχανάλυση. Παύω να εθελοτυφλώ κι αρχίζω την ενδοσκόπηση για να διαπιστώσω, σύμφωνα με τους ειδικούς, πως για όλα ευθύνεται μία «μητέρα» και η ανατροφή, την οποία ακολούθησε για να μας γαλουχήσει. Οι αιτιώδεις λοιπόν ερμηνείες εφάπτονται στις λειτουργικές δομές του χαρακτήρα του ατόμου και κατ’ επέκταση του συνόλου. Ωσαύτως η διεθνής κοινωνία εμφανίζει ορισμένες «ανάγκες» για την επιβίωση ή διατήρησή της. Αυτή η «μητέρα» όμως αντικαθρεφτίζεται και στην έννοια της Χώρας. Όπως η κάθε «μητέρα» μεταφέρει τα αβίωτα συμπλέγματά της στα τέκνα, ομοιοτρόπως και η «μητέρα-πατρίδα» μεταφέρει τα μη βιώσιμα χρέη της στους πολίτες. Και όπου χρέος, δεν πρόκειται μόνο για οικονομικό, αλλά και για κοινωνικό-πολιτικό-ιστορικό, τουτέστιν μία πανομοιότυπη συμπλεγματική διαδικασία. Ο ορισμός του διεθνούς δικαίου περιγράφεται σαν ένα σύνολο κανόνων, που διέπουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατών αλλά και άλλων παραγόντων στη διεθνή πολιτική. Ο ορισμός του δίκιου στην αμφισβήτηση του φαινομενικού δικαίου πως θα οριστεί, αν όχι μέσω της αποδοχής των συσσωρευμένων φρικαλεοτήτων της Δύσης, σαν πολιτιστική «μητέρα» εναντίον των παιδιών της αλλά και των άλλων παιδιών του Κόσμου;

Ο όρος κρίση παρεισφρέει στην καθημερινότητά μας, δίχως να μπορούμε να ασκήσουμε ούτε καν τη γλωσσική μας «εκκεντρικότητα» ως Έλληνες. Και αναφέρομαι στον όρο «εκκεντρικότητα» για έναν πολύ απλό λόγο. Η ελληνική γλώσσα φέρει το προνόμιο της εννοιολογικής ιδιοτυπίας και δεν ανήκει στις σημειολογικές γλώσσες. Η λέξη κρίσις στην Αρχαία Ελληνική Σκέψη-ερμηνεία σήμαινε επιλογή-ευθυβουλία. Στις ημέρες μας αλλοιώθηκε η έννοιά της, με την παρερμηνεία της σε μείωση ρευστότητας και κατ’ επέκταση σε στιγμή κατάργησης ατομικών ελευθεριών-δικαιωμάτων. Και είναι αυτή ακριβώς η παράφραση, που επιτείνει στη λιποψυχία των ανθρώπων την απειλή, που οφείλει να αντιμετωπιστεί με διοικητικά μέτρα, ολέθρια όπως απεδείχθη για τη σύσταση του εργατικού δυναμικού και του κοινωνικού ιστού. Ο βωμός της θυσίας είχε λοιπόν διττό πρόσωπο. Για τους ιθύνοντες η απόρροια θα ήταν η αποθησαύριση, η ενιαιοποίηση του εργατικού δικαίου και τυποποίηση συνειδήσεων-αντιδράσεων, ενώ για τους ανυποψίαστους λαούς εκπήγαζε μία αβάσιμη, ας ομολογήσουμε, αύξηση προσδοκίας περί μεσοπρόθεσμης επίλυσης του οικονομικού προβλήματος. Το δόκανο ήταν καλά στημένο καθώς το «διαίρει και βασίλευε» αποδυνάμωσε κάθε μορφή φιλαλληλίας ανάμεσα στα επαγγέλματα-κλάδους.

Αν τα φεουδαλικά καθεστώτα επέβαλλαν την διακυβέρνηση διαμέσου δοξασιών θρησκευτικού τύπου, όπως η Ρωμαική-Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που έχριζαν τους Ηγεμόνες και τα μοναρχικά καθεστώτα, που διαιώνιζαν την παραμονή τους στον θώκο διαμέσου της νομιμοποιημένης κληροδότησής του στους διαδόχους, το «Αντιπροσωπευτικό Πολίτευμα« δίνει τη σκυτάλη της Εξουσίας στους Αστούς ως «χρίσμα» πλέον απ’ το εκλογικό σώμα, αντικαθίσταται δηλαδή η «κυριαρχία του θεϊκού Δικαίου» από την «κυριαρχία του έθνους» υπό το έρεισμα του συνταγματικού θέσφατου. Οι εκλογές στις χώρες της Δύσης υποβόσκουν απλά αποτελέσματα δικολαβικών χειρισμών, από ανέντιμους διορισμένους, και αρκεί ένας πολίτης να ανατρέξει σε κιτρινισμένες σελίδες της Ιστορίας για να απολαύσει αποτελέσματα που αλλοιώθηκαν λαθραία κατά το δοκούν ή που χειραγώγησαν πολλά νομοθετήματα και δεν είδαν το φως της δημοσιότητας παρά αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν η ανάδυσή τους δεν αποτελούσε πια παρά μία πληροφορία ενδιαφέρουσα κι ιστορικά προσεγγίσιμη. Η επιλογή των εκλογέων δεν εμφανίζει χαρακτηριστικά πλουραλιστικού τύπου, απλώς επικυρώνει την προσέλευση των Πολιτών στην κάλπη ως απρόσκοπτη πρόσβαση στο μοναδικό δικαίωμα της ανταπόκρισης, ενώ στο φόντο θεμελιώνεται η συνισταμένη των συστημικών κομμάτων με τις πανομοιότυπες συνιστώσες της.

Στις πάσης φύσεως εκλογές ανάγοντας…


_ Στο Κυνοβούλιο η δεξιά δεν γνωρίζει τι ποιεί η αριστερά κι αντιστρόφως…

_ Πλανητάρχης και Ποιμενάρχες κάπου αναμένονται…

_ Στενός ο κλοιός περιφρούρησης και το κυκλοφοριακό κομφούζιο…

_ Καθ’ εικόνα και ομοίωση του «Τι ‘χες Γιάννη, ό,τι είχα πάντα…»

_ Οι πόσες;;;, χάσαμε πλέον τον αριθμό, πληγές των δεξιών-αριστερών κομμουνιστικών-φασιστικών διακόνων της μνημονιακής συνειδήσεως και κατ’ επέκταση μαριονέτες των δανειστών, τεχνηέντως παρατείνουν την απύθμενη αποβορβόρωση του ανθρώπινου πυρήνα. Αχρειότητα χαρακτήρος και πολιτικός αμοραλισμός συμπλέουν με χαμέρπεια κόλακα στο λίκνο της Δημοκρατίας.

_ Λουκούλλειο ή θυέστειο το γεύμα;
Όπως το πάρει κανείς. Συνδαιτημόνες οι ίδιοι γνωστοί-άγνωστοι.

_ Οι τοκογλύφοι που γλύφουν τα χέρια τους.

_ Οι αποστάτες δημαγωγοί κι οι παραβάτες να ολοκληρώνουν δια του πυγίζειν κι όχι ως πέπρωται δια του διαμηρίζειν, είναι κι αυτή η έκλυση των ηθών που ταλανίζει τρόπον τινά τη ματαιότητα.

_ Οι ύαινες-Προκαθήμενοι παντός κλάδου- που καραδοκούν.
Τα δόγματα που πλατυρρημονούν εν μέσω αγημάτων στρατιωτικών κι αναμφίβολη απονομή τιμών.

_ Οι θρησκείες που επαμφοτερίζουν μεταξύ δηλώσεων κι αντιδηλώσεων, ενώ στο παρασκήνιο συνυφαίνουν με κατάλληλες δικλίδες την επιθανάτια αρωγή.

_ Τα συστήματα Παιδείας και Υγείας, βασικοί πυλώνες προστασίας κι αγωγής του ατόμου, η αιχμή της μηχανής σαν να λέμε, να παλιλλογούν διαρθρώσεις-αναδιαρθρώσεις, αφού με τον καιρό εξελίχθηκαν σε παραστρατιωτικό κέντρο εξουσίας σε εσωτερικούς πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες συμφερόντων πολυεθνικών.

_ Όλοι εμείς που ταξιδεύουμε στις σκουληκότρυπες του διαδικτύου για να ξεχνάμε τ’ αντίρροπα κελεύσματα, ως αύρα θαλασσινή που κάλεσμα σαλπίζει λάγνο…

_ Κι η Ξανθούλα που είδα ψες αργά, θεραπαινίδα υπάκουη με λευκή ποδίτσα και πλεξουδάκια ελκυστικά, να τους υποδέχεται!

Ανάμεσα στις εταίρες δεν θα συγκαταλεγόταν, αφού μόνο τις χαρές της συνουσίας πρόθυμη είναι να προσφέρει, περί συζητήσεως επιφυλακτικότητα δηλώνει καταχρηστική. Και καμία αμφισβήτηση σχετικής νόμιμης εξουσιοδότησης δεν αμαυρώνει τον μηχανισμό.

Δεικτηριάς ως σύμβολο αδαημοσύνης κι υποτέλειας, οποίο ελιξίριο ερωτικό για τους παιδεραστές, παντός φύλου. Άλλωστε το κατοχυρώνει και το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης…Αποφράδες οι μέρες σέρνουν λοιπόν της ιστορίας το άρμα, εν μέσω αστερισμών χαμένων και γραμμικά στημένου σαδισμού.

_ Δοξαστικά οι επηρμένοι σύνεδροι τις μαύρες ορίζουν ξέρες με τη διαδικασία του κατ’ επείγοντος…

_ Και κάπου σ’ αυτό το σημείο, ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε, ποια η πρακτική αξία των διαλέξεων περί ιδεολογιών-πεποιθήσεων-επιστημών για λαούς, στους οποίους έχει εμφυσηθεί μια συγκεκριμένη παιδεία-ένα σχετικά πειθαρχημένο πλάνο ζωής-κάποια ελάχιστη εμπειρία λήψης αποφάσεων;

Και ας απαντήσει ο Κος Κώστας Αξελός με την ανυπέρβλητη σκέψη του:
«Αν ο κόσμος είναι η γενέθλια γη του ανθρώπου, ο άνθρωπος δεν γλιτώνει την εξορία.»

* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί

Πηγή: exoria.granaziradio



Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου