Γιώργος Στάμκος
Έχει περιγραφεί ως “βαλκανική άνοιξη” και χαρακτηρίζεται από μαζικές διαδηλώσεις κατά των κυβερνήσεων σε Σερβία, Αλβανία, Μαυροβούνιο και Βοσνία. Εκτός από τα Δυτικά Βαλκάνια διαδηλώσεις γίνονται συχνά και στη γειτονική Ουγγαρία με αφορμή το νόμο για την περαιτέρω υποδούλωση των εργαζομένων, που υποχρεούνται να δουλεύουν ως και 400 ώρες υπερωρίες το χρόνο χωρίς να τις πληρώνονται άμεσα. Ένα νόμο που υπερψήφισε η κυβέρνηση Βίκτορ Όρμπαν, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανίερου συνδυασμού νεοφιλελευθερισμού με τον εθνικισμό, που βρίσκει μιμητές σε ανατολική Ευρώπη και Βαλκάνια.
Στη Σερβία οι μαζικές διαδηλώσεις συνεχίζονται επί 12η βδομάδα. Με σύνθημα “είμαι κι εγώ ένας από τα 5 εκατομμύρια” (#1od5miliona) κάθε Σάββατο δεκάδες χιλιάδες Σέρβοι διαδηλωτές διασχίζουν τους παγωμένους κεντρικούς δρόμους του Βελιγραδίου, διαμαρτυρόμενοι κατά της διαφθοράς και του αυταρχισμού της κυβέρνησης του Αλεξάνταρ Βούτσιτς. Παρόμοιες διαδηλώσεις, αν και μικρότερου μεγέθους, γίνονται και σε άλλες πενήντα μικρές και μεγάλες πόλεις της Σερβίας. Τις διαδηλώσεις στηρίζουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που συνασπίστηκαν συγκυριακά δημιουργώντας τη λεγόμενη “Savez za Srbiju” (Ένωση για τη Σερβία), η οποία έχει ως κύριο αίτημά της την παραίτηση της κυβέρνησης Βούτσιτς, τη συγκρότηση “μεταβατικής κυβέρνησης τεχνοκρατών”, που θα προωθήσει την κάθαρση, καθώς και τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών μέσα σε ένα χρόνο.
Στη Μπάνια Λούκα, την πρωτεύουσα της Σέρβικης Δημοκρατίας (Republika Srpska) της Βοσνίας, οι μαζικές διαδηλώσεις των Σερβοβόσνιων, που κορυφώθηκαν κατά την περίοδο των εορτών στην κεντρική πλατεία “Κράινα” με κύριο σύνθημα το “Δικαιοσύνη για τον Ντάβιντ” (Pravda za Davida), και αίτημα την κάθαρση από τη διαφθορά στην τοπική αστυνομία και στην σερβοβοσνιακή κυβέρνηση, η οποία δεν έχει διαρρήξει τους δεσμούς της με το οργανωμένο έγκλημα. Οι διαδηλώσεις, η οργή και η αγανάκτηση των Σερβοβόσνιων διαδηλωτών δεν έχει καταλαγιάσει, καθώς φαίνεται πως υπάρχει ένα είδος αλληλεγγύης και με τους διαδηλωτές στη γειτονική Σερβία.
Στο γειτονικό Μαυροβούνιο, μέλος του ΝΑΤΟ από το 2017, οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν αυτή τη μικρή βαλκανική χώρα στα τέλη Ιανουαρίου, ήταν μια διαμαρτυρία για τη δύσκολη οικονομική κατάσταση των πολιτών και για την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Κάποιοι διαδηλωτές έφτασαν στο στο σημείο να ζητήσουν τις παραιτήσεις του προέδρου Μίλο Τζουγκάνοβιτς και του γενικού εισαγγελέα για το οργανωμένο έγκλημα. Αυτή η διαδήλωση πραγματοποιήθηκε έξω από το κτίριο της κυβέρνησης του Μαυροβουνίου στη Πόντγκοριτσα, και συμμετείχαν περίπου 10.000 άτομα, αριθμός μεγάλος για μια χώρα με συνολικό πληθυσμό 650.000 κατοίκων. Οι διαδηλωτές προειδοποίησαν πως θα επανέλθουν αν δουν υψηλότερες τιμές στον επόμενο λογαριασμό ρεύματος, και από ότι φαίνεται πλησιάζει η ώρα για να τηρήσουν την υπόσχεση τους.
Τη σκυτάλη των μαζικών διαδηλώσεων, που αμφισβητούν τις κυβερνήσεις στις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, πήρε και η γειτονική μας Αλβανία, όπου πριν από μία βδομάδα, και συγκεκριμένα το Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων οργισμένων διαδηλωτών έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου στα Τίρανα. Τη συγκέντρωση την οργάνωσε το συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης που ίδρυσε το Σαλί Μπερίσα, ο οποίος έδωσε και το παρόν, βγάζοντας πύρινο λόγο κατά της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Έντι Ράμα, την παραίτηση του οποίου ζήτησε. Ακολούθησαν σοβαρά επεισόδια και βιαιοπραγίες και η αλβανική Αστυνομία έκανε εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων, βομβίδων κρότου-λάμψης και εκτοξευτήρων νερού, για να απωθήσει το πλήθος, που επιχείρησε να εισέλθει με τη βία στο κτίριο της κυβέρνησης, χωρίς να το επιτύχει. Δεκαπέντε διαδηλωτές συνελήφθησαν μετά τα επεισόδια που “κατηγορούνται για βιαιοπραγίες εναντίον αστυνομικών και ότι έσπασαν πόρτες, τζάμια κι επίσης (προκάλεσαν ζημιές) σε έργα τέχνης στην κεντρική είσοδο της έδρας της κυβέρνησης”. Άλλα δεκαπέντε άτομα, διαδηλωτές, δημοσιογράφοι και αστυνομικοί, τραυματίστηκαν και έλαβαν τις πρώτες βοήθειες στο νοσοκομείο των Τιράνων για αναπνευστικά, κυρίως, προβλήματα. Ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος Λουλζίμ Μπάσα κατηγόρησε την κυβέρνηση του Ράμα για διαφθορά και σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα.
Από την πλευρά του ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα κατηγόρησε την ηγεσία της αντιπολίτευσης πως παρακινεί τους οπαδούς της για την πραγματοποίηση πραξικοπήματος κατά της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας, που επανεκλέχθηκε το 2017. Εξαπέλυσε μάλιστα μύδρους ενάντια στην αντιπολίτευση, λέγοντας ότι μοναδικός σκοπός της είναι να αρπάξει άμεσα την εξουσία, γιατί φοβάται την ήττα της στις προσεχείς δημοτικές εκλογές του Ιουνίου. Αντιδρώντας οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αποφάσισαν να παραιτηθούν ομαδικά από τις έδρες τους στο κοινοβούλιο ζητώντας την παραίτηση του Ράμα και την ορκωμοσία μιας μεταβατικής κυβέρνησης για να οργανώσει “τίμιες εκλογές”.
Στην πιο ειρηνική, σε σχέση με το προηγούμενο Σάββατο, διαδήλωση των οπαδών της αντιπολίτευσης, που έλαβε χώρα το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου έξω από το κοινοβούλιο των Τιράνων, ο αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος Λουλζίμ Μπάσα δήλωσε πως “σήμερα η χώρα δεν έχει νόμιμο κοινοβούλιο. Δεν θα δεχθώ μια συμφωνία με έναν ληστοσυμμορίτη όπως ο Ράμα (...) η παραίτηση του θα είναι απλώς η αρχή, θα τον οδηγήσουμε ενώπιον της δικαιοσύνης όπως του αξίζει”, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα πως θα συνεχίσει τις διαδηλώσεις και σε άλλες αλβανικές πόλεις.
Από την πλευρά τους η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας το δικαίωμα των Αλβανών πολιτών να συμμετέχουν σε ειρηνικές διαδηλώσεις, προειδοποίησαν τους αλβανούς πολιτικούς ηγέτες να αποφύγουν τη βία και τις λεκτικές προκλήσεις. Οι ενέργειες αυτές “υπονομεύουν την πρόοδο που έχει κάνει η χώρα στον δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση”, επισήμαναν η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. Φεντερίκα Μογκερίνι και ο επίτροπος αρμόδιος για τη Διεύρυνση Γιοχάνες Χαν. Από την πλευρά της η υπερδραστήρια πρεσβεία των ΗΠΑ στα Τίρανα κάλεσε “όλους τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις να ασκήσουν ειρηνικά το δικαίωμά τους να διαδηλώσουν και να απορρίψουν τη βία”, ζητώντας από την κυβέρνηση και τις δυνάμεις ασφαλείας να επιδείξουν από την πλευρά τους αυτοσυγκράτηση. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η πολιτική κρίση στην Αλβανία μπορεί να διχάσει το λαό και να οδηγεί σε πόλωση, ενώ ορισμένοι να σημειώνουν ακόμα και τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου, όπως το 1997.
Θα μπορέσει όμως ο ευέξαπτος, ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, αλβανικός λαός να δείξει αυτοσυγκράτηση και να διαδηλώνει μόνον ειρηνικά ή όλη κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο “1997”; Που οφείλεται αυτή η συσσωρευμένη αγανάκτηση και οργή σημαντικού τμήματος του αλβανικού λαού κατά της κυβερνήσεως τους; Έχει να κάνει αποκλειστικά με την πολιτική κατάσταση π.χ. διαφορά, την οικονομική, ή μήπως υφέρπουν και σημαντικοί πολιτισμικοί και γεωπολιτικοί λόγοι;
Αποτελεί κοινό μυστικό πως η Αλβανία, αν και μικρή σε μέγεθος (28.000 τ.χλμ. και 2,8 εκατομμύρια κάτοικοι), είναι μια έντονα διχασμένη χώρα. Καταρχάς υπάρχουν έντονες και διακριτές αντιθέσεις βορρά-νότου. Ο βορράς, που κατοικείται από Γκέκηδες Αλβανούς, είναι κυρίως μουσουλμανικός (σουνιτικός), καθολικός, πιο συντηρητικός και πρόσκειται περισσότερο προς το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα. Ο νότος είναι κυρίως μουσουλμανικός (αλλά Μπεκτασί) και ορθόδοξος, πιο εκκοσμικευμένος, κατοικείται, εκτός από Τόσκηδες Αλβανούς, κι από μειονότητες (Έλληνες, Βλάχοι, Σλαβομακεδόνες) και πρόσκειται περισσότερο προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Έντι Ράμα.
Με πληθυσμό που προσεγγίζει πλέον το ένα εκατομμύριο κατοίκους η πρωτεύουσα, τα Τίρανα, που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας και συγκεντρώνει το 1/3 του πληθυσμού της -άλλη μια αρνητική μίμηση της Αλβανίας, αυτή τη φορά του ελληνικού υδροκέφαλου μοντέλου- είναι μοιρασμένη ανάμεσα στα δύο. Συμπυκνώνει τις αντιθέσεις του αλβανικού βορρά με το νότο, παράγοντας ωστόσο και συνθέσεις, με κυριότερη εκείνη του αλβανικού εθνικισμού, που συνενώνει όλους τους Αλβανούς, βόρειους και νότιους, Γκέγκηδες, Τόσκηδες και Τσάμηδες, όλων των θρησκειών, δογμάτων και τοπικών ταυτοτήτων. Ενός εθνικισμού ωστόσο, ο οποίος έχει φτάσει πλέον στα όρια του, διαψεύδοντας τις φιλοδοξίες περί “Μεγάλης Αλβανίας”, καθώς τόσο η Αλβανία, όσο και το γειτονικό Κόσοβο αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα οικονομικής επιβίωσης, ενώ βλέπουν τους νέους τους να διαρρέουν κατά χιλιάδες κάθε χρόνο προς το εξωτερικό και τον πληθυσμό τους να μειώνεται και μακροπρόθεσμα να γηράσκει.
Σε αυτό συντελεί και το γεγονός πως στην Αλβανία, εξαρτημένη κυρίως από τα εμβάσματα και τις επενδύσεις των Αλβανών μεταναστών, υφέρπει μια οικονομική κρίση. Τα ακίνητα στην Αλβανία είναι αξιοσημείωτα υπερκτιμημένα. Το “οικοδομικό θαύμα” των τελευταίων δεκαπέντε ετών, που αποτελούσε και την “ατμομηχανή” της αλβανικής οικονομίας, φαίνεται πως έχει έλθει στο τέλος του. Είχε βασιστεί κυρίως στο γεγονός πως η πλειοψηφία των Αλβανών του εξωτερικού, εκτός από το να στέλνουν εμβάσματα για να συντηρούν τις οικογένειες που άφησαν πίσω, είχε διακαή πόθο να επενδύσει σε κάποιο ακίνητο πίσω στην πατρίδα, όταν ακόμη η γη και τα διαμερίσματα ήταν σχετικά φθηνά. Η μεγάλη αρχική ζήτηση οδήγησε έτσι σε “έκρηξη κατασκευών” και σε άνοδο των τιμών,
Ο οικοδομικός οργασμός που ακολούθησε κυρίως στα Τίρανα, αλλά και σε ορισμένες άλλες αλβανικές πόλεις, όπως το Δυρράχιο και η Αυλώνα, καθώς και σε τουριστικές περιοχές, δημιούργησε σε βάθος χρόνου μια υπερπροσφορά νεόδμητων ακινήτων. Από την άλλη η ζήτηση άρχισε να περιορίζεται καθώς, λόγω της οικονομικής κρίσης σε Ελλάδα και Ιταλία (όπου ζει κι εργάζεται το 70% των Αλβανών μεταναστών), τα εμβάσματα των Αλβανών του εξωτερικού λιγόστευαν χρόνο με το χρόνο και όλο και λιγότεροι επέλεγαν να επενδύσουν στο “ασφαλές καταφύγιο” των ακινήτων της πατρίδας τους. Ταυτόχρονα ο μόνιμος πληθυσμός της Αλβανίας άρχισε να μειώνεται (από 3,3 εκ. το 1991 σε 2,8 εκ. Το 2018, με τάσεις περεταίρω μείωσης), με αποτέλεσμα να υπάρχουν όλο και λιγότεροι εν δυνάμει αγοραστές. Τα Τίρανα, λόγω της αστυφιλίας και του υδροκεφαλισμού, κατόρθωσαν να συγκρατήσουν κάπως την αξία των ακινήτων τους σε σχετικά υψηλά επίπεδα, συντηρούμενα κι από τις αγορές των Αλβανών που επέστρεφαν από την Ελλάδα της κρίσης. Κι αυτό όμως έφτασε πλέον στα όρια του.
Τα ακίνητα στην Αλβανία θεωρούνται από τους ειδικούς της κτηματαγοράς υπερτιμημένα τουλάχιστον κατά 30% και αυτό θα αρχίσει σύντομα να φαίνεται και να επιδρά και σε άλλους τομείς της αλβανικής οικονομίας. Μια “φούσκα” ακινήτων τέτοιου μεγέθους σε μια οικονομία, όπως η αλβανική, με βασικό μισθό 200 Ευρώ το μήνα, δεν είναι καθόλου εύκολα διαχειρίσιμη υπόθεση, Αυτό είναι σε γνώση ασφαλώς και του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα, ο οποίος είναι και αρχιτέκτονας στο επάγγελμα. Γνωρίζει πως μια τέτοια “φούσκα” κάλιστα μπορεί να πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα κάνει την αλβανική οικονομία να καταρρεύσει, οδηγώντας ταυτόχρονα και σε κατάρρευση του πολιτικού συστήματος στη χώρα και σε γενικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Από τη φούσκα της απάτης του τοκογλυφικού παιχνιδιού των “πυραμίδων” το 1997, που κόντεψε να βυθίσει στην αναρχία και να διαλύσει τη χώρα, ως τη “φούσκα των ακινήτων” του 2019, θα επαναληφθεί άραγε στην Αλβανία μια παρόμοια ιστορία κατάρρευσης και βίαιου λαϊκού ξεσηκωμού; Αν και πολλά έχουν αλλάξει από τότε, ωστόσο δε θα πρέπει να αποκλειστεί κι αυτό το δραματικό σενάριο, που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην Αλβανία, αλλά και στα δυτικά Βαλκάνια και φυσικά στην Ελλάδα, η οποία φιλοξενεί μια μεγάλη κοινότητα Αλβανών μεταναστών.
Οι διαδηλώσεις των οργισμένων πολιτών στην Αλβανία, αν και έχουν την τοπική τους ιδιαιτερότητα, δεν είναι άσχετες με το ευρύτερο κλίμα λαϊκής οργής που επικρατεί στα δυτικά Βαλκάνια, και στρέφεται σε αυτή τη φάση κατά των κυβερνήσεών των χωρών τους. Απηχούν τη δυσαρέσκεια των Βαλκάνιων πολιτών για την αδυναμία των κυβερνήσεών τους να εκσυγχρονιστούν, να εξευρωπαϊστούν, και να καταπολεμήσουν τις παθογένειες τους, όπως είναι η διαφθορά και ο αυταρχισμός τους. Είναι κινήματα διαμαρτυρίας για την πτώση, ή στην καλύτερη περίπτωση την καθήλωση, του βιοτικού επιπέδου των πολλών σε επίπεδα μη βιώσιμα, ενώ οι κλεπτοκρατικές ελίτ των χωρών τους, που λυμαίνονται αυταρχικά την εξουσία, αυξάνουν επιδεικτικά τα πλούτη τους. Είναι κινήματα αντισυστημικά, αλλά και σε μεγάλο βαθμό εθνικιστικά, καθώς τα δυτικά Βαλκάνια δεν έχουν απαλλαγεί καθόλου από τα φαντάσματα του εθνικισμού, άσχετα αν έχουν περάσει δύο δεκαετίες από το τέλος των πολέμων.
Αν και οι διαδηλωτές κάνουν συχνά έκκληση προς την Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα να μεσολαβήσει για να πιέσει τις κυβερνήσεις τους, εντούτοις οι ίδιοι δεν εμφανίζονται και πολύ ένθερμοι οπαδοί των “ευρωπαϊκών αξιών” παρ' όλη τη συχνή επίκληση τους προς τις δημοκρατικές αξίες. Σε κάθε περίπτωση οι διαδηλώσεις αυτές, αλλά και τα κινήματα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας, που τις τροφοδοτούν, και χαρακτηρίστηκαν ήδη από κάποιους αναλυτές ως “βαλκανική άνοιξη”, αποτελούν ουσιαστικά ένα κύμα αντίστασης των Βαλκάνιων πολιτών, που έμειναν πίσω στις πατρίδες τους, και δεν θέλουν να μεταναστεύσουν κι αυτοί στο εξωτερικό. Είναι μια κραυγή απόγνωσης εκείνων που έμειναν πίσω και δε θέλουν να φύγουν. Μια τελευταία μαζική έκφραση της επιθυμίας για αλλαγή, σε μια περιοχή που οι αλλαγές, σε κάθε τομέα, είναι πάντα αργές, επίπονες και συχνά βίαιες διαδικασίες.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Έχει περιγραφεί ως “βαλκανική άνοιξη” και χαρακτηρίζεται από μαζικές διαδηλώσεις κατά των κυβερνήσεων σε Σερβία, Αλβανία, Μαυροβούνιο και Βοσνία. Εκτός από τα Δυτικά Βαλκάνια διαδηλώσεις γίνονται συχνά και στη γειτονική Ουγγαρία με αφορμή το νόμο για την περαιτέρω υποδούλωση των εργαζομένων, που υποχρεούνται να δουλεύουν ως και 400 ώρες υπερωρίες το χρόνο χωρίς να τις πληρώνονται άμεσα. Ένα νόμο που υπερψήφισε η κυβέρνηση Βίκτορ Όρμπαν, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανίερου συνδυασμού νεοφιλελευθερισμού με τον εθνικισμό, που βρίσκει μιμητές σε ανατολική Ευρώπη και Βαλκάνια.
Μια “βαλκανική άνοιξη” που ήρθε χειμωνιάτικα
Στη Σερβία οι μαζικές διαδηλώσεις συνεχίζονται επί 12η βδομάδα. Με σύνθημα “είμαι κι εγώ ένας από τα 5 εκατομμύρια” (#1od5miliona) κάθε Σάββατο δεκάδες χιλιάδες Σέρβοι διαδηλωτές διασχίζουν τους παγωμένους κεντρικούς δρόμους του Βελιγραδίου, διαμαρτυρόμενοι κατά της διαφθοράς και του αυταρχισμού της κυβέρνησης του Αλεξάνταρ Βούτσιτς. Παρόμοιες διαδηλώσεις, αν και μικρότερου μεγέθους, γίνονται και σε άλλες πενήντα μικρές και μεγάλες πόλεις της Σερβίας. Τις διαδηλώσεις στηρίζουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που συνασπίστηκαν συγκυριακά δημιουργώντας τη λεγόμενη “Savez za Srbiju” (Ένωση για τη Σερβία), η οποία έχει ως κύριο αίτημά της την παραίτηση της κυβέρνησης Βούτσιτς, τη συγκρότηση “μεταβατικής κυβέρνησης τεχνοκρατών”, που θα προωθήσει την κάθαρση, καθώς και τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών μέσα σε ένα χρόνο.
Στη Μπάνια Λούκα, την πρωτεύουσα της Σέρβικης Δημοκρατίας (Republika Srpska) της Βοσνίας, οι μαζικές διαδηλώσεις των Σερβοβόσνιων, που κορυφώθηκαν κατά την περίοδο των εορτών στην κεντρική πλατεία “Κράινα” με κύριο σύνθημα το “Δικαιοσύνη για τον Ντάβιντ” (Pravda za Davida), και αίτημα την κάθαρση από τη διαφθορά στην τοπική αστυνομία και στην σερβοβοσνιακή κυβέρνηση, η οποία δεν έχει διαρρήξει τους δεσμούς της με το οργανωμένο έγκλημα. Οι διαδηλώσεις, η οργή και η αγανάκτηση των Σερβοβόσνιων διαδηλωτών δεν έχει καταλαγιάσει, καθώς φαίνεται πως υπάρχει ένα είδος αλληλεγγύης και με τους διαδηλωτές στη γειτονική Σερβία.
Στο γειτονικό Μαυροβούνιο, μέλος του ΝΑΤΟ από το 2017, οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν αυτή τη μικρή βαλκανική χώρα στα τέλη Ιανουαρίου, ήταν μια διαμαρτυρία για τη δύσκολη οικονομική κατάσταση των πολιτών και για την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Κάποιοι διαδηλωτές έφτασαν στο στο σημείο να ζητήσουν τις παραιτήσεις του προέδρου Μίλο Τζουγκάνοβιτς και του γενικού εισαγγελέα για το οργανωμένο έγκλημα. Αυτή η διαδήλωση πραγματοποιήθηκε έξω από το κτίριο της κυβέρνησης του Μαυροβουνίου στη Πόντγκοριτσα, και συμμετείχαν περίπου 10.000 άτομα, αριθμός μεγάλος για μια χώρα με συνολικό πληθυσμό 650.000 κατοίκων. Οι διαδηλωτές προειδοποίησαν πως θα επανέλθουν αν δουν υψηλότερες τιμές στον επόμενο λογαριασμό ρεύματος, και από ότι φαίνεται πλησιάζει η ώρα για να τηρήσουν την υπόσχεση τους.
Βίαια επεισόδια στην Αλβανία
Τη σκυτάλη των μαζικών διαδηλώσεων, που αμφισβητούν τις κυβερνήσεις στις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, πήρε και η γειτονική μας Αλβανία, όπου πριν από μία βδομάδα, και συγκεκριμένα το Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων οργισμένων διαδηλωτών έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου στα Τίρανα. Τη συγκέντρωση την οργάνωσε το συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης που ίδρυσε το Σαλί Μπερίσα, ο οποίος έδωσε και το παρόν, βγάζοντας πύρινο λόγο κατά της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Έντι Ράμα, την παραίτηση του οποίου ζήτησε. Ακολούθησαν σοβαρά επεισόδια και βιαιοπραγίες και η αλβανική Αστυνομία έκανε εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων, βομβίδων κρότου-λάμψης και εκτοξευτήρων νερού, για να απωθήσει το πλήθος, που επιχείρησε να εισέλθει με τη βία στο κτίριο της κυβέρνησης, χωρίς να το επιτύχει. Δεκαπέντε διαδηλωτές συνελήφθησαν μετά τα επεισόδια που “κατηγορούνται για βιαιοπραγίες εναντίον αστυνομικών και ότι έσπασαν πόρτες, τζάμια κι επίσης (προκάλεσαν ζημιές) σε έργα τέχνης στην κεντρική είσοδο της έδρας της κυβέρνησης”. Άλλα δεκαπέντε άτομα, διαδηλωτές, δημοσιογράφοι και αστυνομικοί, τραυματίστηκαν και έλαβαν τις πρώτες βοήθειες στο νοσοκομείο των Τιράνων για αναπνευστικά, κυρίως, προβλήματα. Ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος Λουλζίμ Μπάσα κατηγόρησε την κυβέρνηση του Ράμα για διαφθορά και σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα.
Από την πλευρά του ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα κατηγόρησε την ηγεσία της αντιπολίτευσης πως παρακινεί τους οπαδούς της για την πραγματοποίηση πραξικοπήματος κατά της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας, που επανεκλέχθηκε το 2017. Εξαπέλυσε μάλιστα μύδρους ενάντια στην αντιπολίτευση, λέγοντας ότι μοναδικός σκοπός της είναι να αρπάξει άμεσα την εξουσία, γιατί φοβάται την ήττα της στις προσεχείς δημοτικές εκλογές του Ιουνίου. Αντιδρώντας οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αποφάσισαν να παραιτηθούν ομαδικά από τις έδρες τους στο κοινοβούλιο ζητώντας την παραίτηση του Ράμα και την ορκωμοσία μιας μεταβατικής κυβέρνησης για να οργανώσει “τίμιες εκλογές”.
Στην πιο ειρηνική, σε σχέση με το προηγούμενο Σάββατο, διαδήλωση των οπαδών της αντιπολίτευσης, που έλαβε χώρα το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου έξω από το κοινοβούλιο των Τιράνων, ο αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος Λουλζίμ Μπάσα δήλωσε πως “σήμερα η χώρα δεν έχει νόμιμο κοινοβούλιο. Δεν θα δεχθώ μια συμφωνία με έναν ληστοσυμμορίτη όπως ο Ράμα (...) η παραίτηση του θα είναι απλώς η αρχή, θα τον οδηγήσουμε ενώπιον της δικαιοσύνης όπως του αξίζει”, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα πως θα συνεχίσει τις διαδηλώσεις και σε άλλες αλβανικές πόλεις.
Από την πλευρά τους η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας το δικαίωμα των Αλβανών πολιτών να συμμετέχουν σε ειρηνικές διαδηλώσεις, προειδοποίησαν τους αλβανούς πολιτικούς ηγέτες να αποφύγουν τη βία και τις λεκτικές προκλήσεις. Οι ενέργειες αυτές “υπονομεύουν την πρόοδο που έχει κάνει η χώρα στον δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση”, επισήμαναν η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. Φεντερίκα Μογκερίνι και ο επίτροπος αρμόδιος για τη Διεύρυνση Γιοχάνες Χαν. Από την πλευρά της η υπερδραστήρια πρεσβεία των ΗΠΑ στα Τίρανα κάλεσε “όλους τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις να ασκήσουν ειρηνικά το δικαίωμά τους να διαδηλώσουν και να απορρίψουν τη βία”, ζητώντας από την κυβέρνηση και τις δυνάμεις ασφαλείας να επιδείξουν από την πλευρά τους αυτοσυγκράτηση. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η πολιτική κρίση στην Αλβανία μπορεί να διχάσει το λαό και να οδηγεί σε πόλωση, ενώ ορισμένοι να σημειώνουν ακόμα και τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου, όπως το 1997.
Μια διχασμένη βαλκανική χώρα
Θα μπορέσει όμως ο ευέξαπτος, ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, αλβανικός λαός να δείξει αυτοσυγκράτηση και να διαδηλώνει μόνον ειρηνικά ή όλη κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο “1997”; Που οφείλεται αυτή η συσσωρευμένη αγανάκτηση και οργή σημαντικού τμήματος του αλβανικού λαού κατά της κυβερνήσεως τους; Έχει να κάνει αποκλειστικά με την πολιτική κατάσταση π.χ. διαφορά, την οικονομική, ή μήπως υφέρπουν και σημαντικοί πολιτισμικοί και γεωπολιτικοί λόγοι;
Αποτελεί κοινό μυστικό πως η Αλβανία, αν και μικρή σε μέγεθος (28.000 τ.χλμ. και 2,8 εκατομμύρια κάτοικοι), είναι μια έντονα διχασμένη χώρα. Καταρχάς υπάρχουν έντονες και διακριτές αντιθέσεις βορρά-νότου. Ο βορράς, που κατοικείται από Γκέκηδες Αλβανούς, είναι κυρίως μουσουλμανικός (σουνιτικός), καθολικός, πιο συντηρητικός και πρόσκειται περισσότερο προς το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα. Ο νότος είναι κυρίως μουσουλμανικός (αλλά Μπεκτασί) και ορθόδοξος, πιο εκκοσμικευμένος, κατοικείται, εκτός από Τόσκηδες Αλβανούς, κι από μειονότητες (Έλληνες, Βλάχοι, Σλαβομακεδόνες) και πρόσκειται περισσότερο προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Έντι Ράμα.
Με πληθυσμό που προσεγγίζει πλέον το ένα εκατομμύριο κατοίκους η πρωτεύουσα, τα Τίρανα, που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας και συγκεντρώνει το 1/3 του πληθυσμού της -άλλη μια αρνητική μίμηση της Αλβανίας, αυτή τη φορά του ελληνικού υδροκέφαλου μοντέλου- είναι μοιρασμένη ανάμεσα στα δύο. Συμπυκνώνει τις αντιθέσεις του αλβανικού βορρά με το νότο, παράγοντας ωστόσο και συνθέσεις, με κυριότερη εκείνη του αλβανικού εθνικισμού, που συνενώνει όλους τους Αλβανούς, βόρειους και νότιους, Γκέγκηδες, Τόσκηδες και Τσάμηδες, όλων των θρησκειών, δογμάτων και τοπικών ταυτοτήτων. Ενός εθνικισμού ωστόσο, ο οποίος έχει φτάσει πλέον στα όρια του, διαψεύδοντας τις φιλοδοξίες περί “Μεγάλης Αλβανίας”, καθώς τόσο η Αλβανία, όσο και το γειτονικό Κόσοβο αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα οικονομικής επιβίωσης, ενώ βλέπουν τους νέους τους να διαρρέουν κατά χιλιάδες κάθε χρόνο προς το εξωτερικό και τον πληθυσμό τους να μειώνεται και μακροπρόθεσμα να γηράσκει.
Σε αυτό συντελεί και το γεγονός πως στην Αλβανία, εξαρτημένη κυρίως από τα εμβάσματα και τις επενδύσεις των Αλβανών μεταναστών, υφέρπει μια οικονομική κρίση. Τα ακίνητα στην Αλβανία είναι αξιοσημείωτα υπερκτιμημένα. Το “οικοδομικό θαύμα” των τελευταίων δεκαπέντε ετών, που αποτελούσε και την “ατμομηχανή” της αλβανικής οικονομίας, φαίνεται πως έχει έλθει στο τέλος του. Είχε βασιστεί κυρίως στο γεγονός πως η πλειοψηφία των Αλβανών του εξωτερικού, εκτός από το να στέλνουν εμβάσματα για να συντηρούν τις οικογένειες που άφησαν πίσω, είχε διακαή πόθο να επενδύσει σε κάποιο ακίνητο πίσω στην πατρίδα, όταν ακόμη η γη και τα διαμερίσματα ήταν σχετικά φθηνά. Η μεγάλη αρχική ζήτηση οδήγησε έτσι σε “έκρηξη κατασκευών” και σε άνοδο των τιμών,
Η “φούσκα” των ακινήτων απειλεί με κατάρρευση την αλβανική οικονομία
Ο οικοδομικός οργασμός που ακολούθησε κυρίως στα Τίρανα, αλλά και σε ορισμένες άλλες αλβανικές πόλεις, όπως το Δυρράχιο και η Αυλώνα, καθώς και σε τουριστικές περιοχές, δημιούργησε σε βάθος χρόνου μια υπερπροσφορά νεόδμητων ακινήτων. Από την άλλη η ζήτηση άρχισε να περιορίζεται καθώς, λόγω της οικονομικής κρίσης σε Ελλάδα και Ιταλία (όπου ζει κι εργάζεται το 70% των Αλβανών μεταναστών), τα εμβάσματα των Αλβανών του εξωτερικού λιγόστευαν χρόνο με το χρόνο και όλο και λιγότεροι επέλεγαν να επενδύσουν στο “ασφαλές καταφύγιο” των ακινήτων της πατρίδας τους. Ταυτόχρονα ο μόνιμος πληθυσμός της Αλβανίας άρχισε να μειώνεται (από 3,3 εκ. το 1991 σε 2,8 εκ. Το 2018, με τάσεις περεταίρω μείωσης), με αποτέλεσμα να υπάρχουν όλο και λιγότεροι εν δυνάμει αγοραστές. Τα Τίρανα, λόγω της αστυφιλίας και του υδροκεφαλισμού, κατόρθωσαν να συγκρατήσουν κάπως την αξία των ακινήτων τους σε σχετικά υψηλά επίπεδα, συντηρούμενα κι από τις αγορές των Αλβανών που επέστρεφαν από την Ελλάδα της κρίσης. Κι αυτό όμως έφτασε πλέον στα όρια του.
Τα ακίνητα στην Αλβανία θεωρούνται από τους ειδικούς της κτηματαγοράς υπερτιμημένα τουλάχιστον κατά 30% και αυτό θα αρχίσει σύντομα να φαίνεται και να επιδρά και σε άλλους τομείς της αλβανικής οικονομίας. Μια “φούσκα” ακινήτων τέτοιου μεγέθους σε μια οικονομία, όπως η αλβανική, με βασικό μισθό 200 Ευρώ το μήνα, δεν είναι καθόλου εύκολα διαχειρίσιμη υπόθεση, Αυτό είναι σε γνώση ασφαλώς και του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα, ο οποίος είναι και αρχιτέκτονας στο επάγγελμα. Γνωρίζει πως μια τέτοια “φούσκα” κάλιστα μπορεί να πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα κάνει την αλβανική οικονομία να καταρρεύσει, οδηγώντας ταυτόχρονα και σε κατάρρευση του πολιτικού συστήματος στη χώρα και σε γενικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Από τη φούσκα της απάτης του τοκογλυφικού παιχνιδιού των “πυραμίδων” το 1997, που κόντεψε να βυθίσει στην αναρχία και να διαλύσει τη χώρα, ως τη “φούσκα των ακινήτων” του 2019, θα επαναληφθεί άραγε στην Αλβανία μια παρόμοια ιστορία κατάρρευσης και βίαιου λαϊκού ξεσηκωμού; Αν και πολλά έχουν αλλάξει από τότε, ωστόσο δε θα πρέπει να αποκλειστεί κι αυτό το δραματικό σενάριο, που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην Αλβανία, αλλά και στα δυτικά Βαλκάνια και φυσικά στην Ελλάδα, η οποία φιλοξενεί μια μεγάλη κοινότητα Αλβανών μεταναστών.
Μια κραυγή απόγνωσης απλώνεται στα δυτικά Βαλκάνια
Οι διαδηλώσεις των οργισμένων πολιτών στην Αλβανία, αν και έχουν την τοπική τους ιδιαιτερότητα, δεν είναι άσχετες με το ευρύτερο κλίμα λαϊκής οργής που επικρατεί στα δυτικά Βαλκάνια, και στρέφεται σε αυτή τη φάση κατά των κυβερνήσεών των χωρών τους. Απηχούν τη δυσαρέσκεια των Βαλκάνιων πολιτών για την αδυναμία των κυβερνήσεών τους να εκσυγχρονιστούν, να εξευρωπαϊστούν, και να καταπολεμήσουν τις παθογένειες τους, όπως είναι η διαφθορά και ο αυταρχισμός τους. Είναι κινήματα διαμαρτυρίας για την πτώση, ή στην καλύτερη περίπτωση την καθήλωση, του βιοτικού επιπέδου των πολλών σε επίπεδα μη βιώσιμα, ενώ οι κλεπτοκρατικές ελίτ των χωρών τους, που λυμαίνονται αυταρχικά την εξουσία, αυξάνουν επιδεικτικά τα πλούτη τους. Είναι κινήματα αντισυστημικά, αλλά και σε μεγάλο βαθμό εθνικιστικά, καθώς τα δυτικά Βαλκάνια δεν έχουν απαλλαγεί καθόλου από τα φαντάσματα του εθνικισμού, άσχετα αν έχουν περάσει δύο δεκαετίες από το τέλος των πολέμων.
Αν και οι διαδηλωτές κάνουν συχνά έκκληση προς την Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα να μεσολαβήσει για να πιέσει τις κυβερνήσεις τους, εντούτοις οι ίδιοι δεν εμφανίζονται και πολύ ένθερμοι οπαδοί των “ευρωπαϊκών αξιών” παρ' όλη τη συχνή επίκληση τους προς τις δημοκρατικές αξίες. Σε κάθε περίπτωση οι διαδηλώσεις αυτές, αλλά και τα κινήματα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας, που τις τροφοδοτούν, και χαρακτηρίστηκαν ήδη από κάποιους αναλυτές ως “βαλκανική άνοιξη”, αποτελούν ουσιαστικά ένα κύμα αντίστασης των Βαλκάνιων πολιτών, που έμειναν πίσω στις πατρίδες τους, και δεν θέλουν να μεταναστεύσουν κι αυτοί στο εξωτερικό. Είναι μια κραυγή απόγνωσης εκείνων που έμειναν πίσω και δε θέλουν να φύγουν. Μια τελευταία μαζική έκφραση της επιθυμίας για αλλαγή, σε μια περιοχή που οι αλλαγές, σε κάθε τομέα, είναι πάντα αργές, επίπονες και συχνά βίαιες διαδικασίες.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Ελέγχονται αυτές οι "ανοίξεις" από εξίσου με τους εκεί κυβερνώντες ευρωαμερικανόδουλους δυστυχώς...
ΑπάντησηΔιαγραφή