Στάθης
Μεγαλοβδόμαδο, θα ‘πρεπε τα πράγματα να ‘ναι αλλιώς. Όμως, είναι παρατηρημένο: ώσπου να ‘ρθει η Μεγάλη Πέμπτη, η ζωή στις αγορές συνεχίζεται ως συνήθως και μετά το μικρό σοκ που έχουν υποστεί οι αργυραμοιβοί, έχουν επιστρέψει στον Ναό, έχουν ξαναστήσει τους πάγκους τους και διαλαλούν πάλι πόσο πάει ο χρυσός στις off shore του κόσμου.
Πλην των πιστών που μετέχουν εγκαίρως στη χαρμολύπη των ημερών, πλην εκείνων που νοιώθουν το πένθος για τα κρίματα του κόσμου τούτου με τις ναπάλμ και τα αργύρια και πλην εκείνων που τους παρηγορεί το ενδεχόμενο της Ανάστασης, όλοι οι υπόλοιποι (αλλά και οι προειρημένοι) ραβδιζόμαστε από τους άδικους νόμους και τους Σκύθες χωροφύλακες που τους εφαρμόζουν πάνω μας, μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο των ραβδούχων και των τεράτων. Το γκροτέσκ τέτοιες μέρες επιδεινώνεται διότι είναι προεκλογικό. Συγκεντρώσεις για τα πανηγύρια. Fake αναπαραστάσεις άλλων εποχών, ξεψυχισμένες, διάτρητες, κεκοσμημένες με μουτσούνες. Πολιτικών τρίτης διαλογής.
Για την ταμπακιέρα, κουβέντα. Την ανοίγεις, άφαντος ο κ. Παππάς. Σιγή ιχθύος (κατεψυγμένου) ο Τσίπρας για τις καταγγελίες Μαρινάκη. Τραβάς ένα σέρτικο από την ταμπακιέρα και λες δεν πάνε στον αγύριστο οι θεομπαίχτες.
Ανοίγεις την ταμπακιέρα και πετάγονται δυο φασουλήδες, ο κ. Καμμένος και ο κ. Κοτζιάς, που βρίζονται μεταξύ τους σε επίπεδο κακουργημάτων. Προσβάλλουν εσένα, την πατρίδα, τον λαό, το πολίτευμα (τα απομεινάρια του) σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν δυο μπράβοι της νύχτας, που πίνουνε ξινό κρασί στα καπηλειά του υποκόσμου και κάνουνε τα παλικάρια της φακής – πίσω, ρε! ο ένας, πίσω, ρε! ο άλλος, της ασυλίας το κάγκελο.
Οκέι! πιάσε μια ακρούλα, κάπου θα υπάρχουν κρινάκια κι ανθισμένα μπουγαρίνια, όμως αδύνατον να γλυκάνεις, αδύνατον να ησυχάσεις, η ταμπακιέρα σκούζει και φωνάζει, σαν από εφιάλτη ανοίγει το στόμα της και σε καταπίνει.
Κουβέντα για την ταμπακιέρα, μέσα στην ταμπακιέρα κι εσύ. Την ανοίγουν, σε τραβάνε σαν τσιγάρο και σε φουμάρουν –ένα κάρο ψέματα, λόγια του αέρα, βρώμικος καπνός, ταμπάκος απ’ αυτόν που τον φτύνουν– σαλιωμένον κι άπνουν στο τέλος σε πετάνε καταγής, αποτσίγαρο.
Και σε πατάνε να σβήσεις καλά για να μάθεις, να ξέρεις τη θέση σου.
Το Μεγαλοβδόμαδο είναι δικιά σου υπόθεση. Υπόθεση του καλού ανθρώπου, πιστού ή άπιστου. Μια βδομάδα πάθη, για τα πάθη μας όλον τον χρόνο. Εκείνος ήλθε βαλείν μάχαιραν κι εμάς μας περνάνε, άλλοτε στο όνομά Του κι άλλοτε όχι, μάχαιραν αμφίστομη διά βίου, ανά τους αιώνες.
Λένε παράλογα, μιλάνε ανήθικα, αρπάζουν τα του Καίσαρος και κουβέντα για την ταμπακιέρα. Κουβέντα! Μόνον παρλαπίπες ανεμόεσσες, υποκριτικές, πονηρές και σκουληκιασμένες. Σου αρπάζουν τη ζωή και σου εύχονται καλή Ανάσταση.
Καλά το έλεγε ο Χριστός: είναι απ’ έξω στολισμένοι με τις τελετές της εξουσίας τους, της ψήφου μας, είναι αεροπλανοφόρα Συνεδρίων, ομιλιών, εκλογών, υποσχέσεων! κι από μέσα είναι τάφοι! τάφοι των ονείρων σου και των ελπίδων σου. Σαρκοφάγοι. Και με τις δυο έννοιες.
Εκατομμύρια λέξεις και κουβέντα για την ταμπακιέρα – εσύ μόνον χρωστάς: τον μισθό σου, το σπίτι σου, τα παιδιά σου.
«Εσύ νικάς, Αύγουστε» έλεγαν κάποτε, «κι εσύ χρωστάς, παιδί μου» σου λένε πάντοτε…
Πηγή: topontiki.gr
Στάθης: Σχετικά με τον συντάκτη
Μεγαλοβδόμαδο, θα ‘πρεπε τα πράγματα να ‘ναι αλλιώς. Όμως, είναι παρατηρημένο: ώσπου να ‘ρθει η Μεγάλη Πέμπτη, η ζωή στις αγορές συνεχίζεται ως συνήθως και μετά το μικρό σοκ που έχουν υποστεί οι αργυραμοιβοί, έχουν επιστρέψει στον Ναό, έχουν ξαναστήσει τους πάγκους τους και διαλαλούν πάλι πόσο πάει ο χρυσός στις off shore του κόσμου.
Πλην των πιστών που μετέχουν εγκαίρως στη χαρμολύπη των ημερών, πλην εκείνων που νοιώθουν το πένθος για τα κρίματα του κόσμου τούτου με τις ναπάλμ και τα αργύρια και πλην εκείνων που τους παρηγορεί το ενδεχόμενο της Ανάστασης, όλοι οι υπόλοιποι (αλλά και οι προειρημένοι) ραβδιζόμαστε από τους άδικους νόμους και τους Σκύθες χωροφύλακες που τους εφαρμόζουν πάνω μας, μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο των ραβδούχων και των τεράτων. Το γκροτέσκ τέτοιες μέρες επιδεινώνεται διότι είναι προεκλογικό. Συγκεντρώσεις για τα πανηγύρια. Fake αναπαραστάσεις άλλων εποχών, ξεψυχισμένες, διάτρητες, κεκοσμημένες με μουτσούνες. Πολιτικών τρίτης διαλογής.
Για την ταμπακιέρα, κουβέντα. Την ανοίγεις, άφαντος ο κ. Παππάς. Σιγή ιχθύος (κατεψυγμένου) ο Τσίπρας για τις καταγγελίες Μαρινάκη. Τραβάς ένα σέρτικο από την ταμπακιέρα και λες δεν πάνε στον αγύριστο οι θεομπαίχτες.
Ανοίγεις την ταμπακιέρα και πετάγονται δυο φασουλήδες, ο κ. Καμμένος και ο κ. Κοτζιάς, που βρίζονται μεταξύ τους σε επίπεδο κακουργημάτων. Προσβάλλουν εσένα, την πατρίδα, τον λαό, το πολίτευμα (τα απομεινάρια του) σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν δυο μπράβοι της νύχτας, που πίνουνε ξινό κρασί στα καπηλειά του υποκόσμου και κάνουνε τα παλικάρια της φακής – πίσω, ρε! ο ένας, πίσω, ρε! ο άλλος, της ασυλίας το κάγκελο.
Οκέι! πιάσε μια ακρούλα, κάπου θα υπάρχουν κρινάκια κι ανθισμένα μπουγαρίνια, όμως αδύνατον να γλυκάνεις, αδύνατον να ησυχάσεις, η ταμπακιέρα σκούζει και φωνάζει, σαν από εφιάλτη ανοίγει το στόμα της και σε καταπίνει.
Κουβέντα για την ταμπακιέρα, μέσα στην ταμπακιέρα κι εσύ. Την ανοίγουν, σε τραβάνε σαν τσιγάρο και σε φουμάρουν –ένα κάρο ψέματα, λόγια του αέρα, βρώμικος καπνός, ταμπάκος απ’ αυτόν που τον φτύνουν– σαλιωμένον κι άπνουν στο τέλος σε πετάνε καταγής, αποτσίγαρο.
Και σε πατάνε να σβήσεις καλά για να μάθεις, να ξέρεις τη θέση σου.
Το Μεγαλοβδόμαδο είναι δικιά σου υπόθεση. Υπόθεση του καλού ανθρώπου, πιστού ή άπιστου. Μια βδομάδα πάθη, για τα πάθη μας όλον τον χρόνο. Εκείνος ήλθε βαλείν μάχαιραν κι εμάς μας περνάνε, άλλοτε στο όνομά Του κι άλλοτε όχι, μάχαιραν αμφίστομη διά βίου, ανά τους αιώνες.
Λένε παράλογα, μιλάνε ανήθικα, αρπάζουν τα του Καίσαρος και κουβέντα για την ταμπακιέρα. Κουβέντα! Μόνον παρλαπίπες ανεμόεσσες, υποκριτικές, πονηρές και σκουληκιασμένες. Σου αρπάζουν τη ζωή και σου εύχονται καλή Ανάσταση.
Καλά το έλεγε ο Χριστός: είναι απ’ έξω στολισμένοι με τις τελετές της εξουσίας τους, της ψήφου μας, είναι αεροπλανοφόρα Συνεδρίων, ομιλιών, εκλογών, υποσχέσεων! κι από μέσα είναι τάφοι! τάφοι των ονείρων σου και των ελπίδων σου. Σαρκοφάγοι. Και με τις δυο έννοιες.
Εκατομμύρια λέξεις και κουβέντα για την ταμπακιέρα – εσύ μόνον χρωστάς: τον μισθό σου, το σπίτι σου, τα παιδιά σου.
«Εσύ νικάς, Αύγουστε» έλεγαν κάποτε, «κι εσύ χρωστάς, παιδί μου» σου λένε πάντοτε…
Πηγή: topontiki.gr
Στάθης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου