Χάρης Τσιλιώτης
Το θέμα της «μακεδονικής μειονότητας» μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ατονίας επανήλθε με την Συμφωνία των Πρεσπών. Η Συμφωνία δεν μιλάει ούτε για ύπαρξη ούτε για ανυπαρξία τέτοιας μειονότητας στην Ελλάδα. Το άρθρο 7 παρ. 3 αναφέρει ότι «[έ]καστο Μέρος δεσμεύεται διά της παρούσης και επίσημα δηλώνει ότι τίποτα στο Σύνταγμά του όπως ισχύει σήμερα ή θα τροποποιηθεί στο μέλλον, μπορεί ή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ή θα αποτελέσει ποτέ τη βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου Μέρους σε οιανδήποτε μορφή και για οιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες του».
Υποστηρίζεται η άποψη ότι με αυτή την πρόβλεψη η Βόρεια Μακεδονία δεν θα μπορεί να θέσει θέμα μειονότητας στην Ελλάδα, αποτελούμενης από Έλληνες πολίτες. Αυτό, όμως, τι σημαίνει, ότι το θέμα τελειώνει εδώ και παύει να υφίσταται με τη Συμφωνία των Πρεσπών; Δυστυχώς η απάντηση δεν μπορεί να είναι προς αυτήν την κατεύθυνση.
Διότι, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η Βόρεια Μακεδονία δεν νομιμοποιείται με βάση αυτήν την πρόνοια της Συμφωνίας να θέσει θέμα μειονότητας, οι έτερες πρόνοιες της Συμφωνίας περί «μακεδονικής» εθνότητας, γλώσσας και ταυτότητας δίνουν άνευ ετέρου νομικό δικαίωμα σε Έλληνες σλαβόφωνους πολίτες και τρίτους να ισχυρίζονται ότι υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην ελληνική Μακεδονία, αποτελούμενη από μέλη με «μακεδονική» εθνική συνείδηση και «μακεδονική» γλώσσα. Ήδη το κόμμα Ουράνιο Τόξο έχει κάνει δηλώσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι της Συμφωνίας.
Εδώ μπορούν να εγερθούν και εγείρονται είτε από τους υποστηρικτές της Συμφωνίας των Πρεσπών είτε από όσους άλλους πρόσκεινται ευνοϊκά προς τα μειονοτικά ζητήματα τα εξής αντεπιχειρήματα:
Πρώτον, αφού υπάρχει ένα τμήμα συμπολιτών μας που κατοικεί σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή της χώρας μας που δηλώνει ότι έχει μία διαφορετική εθνική συνείδηση από τους υπόλοιπους Έλληνες και μιλά ως κύρια μία άλλη γλώσσα από την επίσημη ελληνική γλώσσα του ελληνικού κράτους, που μιλά η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού ως κύρια γλώσσα, γιατί να μην τους αναγνωριστεί το καθεστώς της μειονότητας, ενόψει μάλιστα των διεθνών εξελίξεων για την προστασία των μειονοτήτων στην Ευρώπη;
Δεύτερον, αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη αναγνωρίσει με τρεις δικαστικές αποφάσεις την πραγματικότητα της ύπαρξης σλαβοφώνων στην Δυτική Μακεδονία και Πέλλα και μάλιστα έχοντας θεωρήσει ότι έχουν δικαίωμα να συστήνουν σωματείο και κόμμα με το όνομα «μακεδονικός/ή» και έχοντας ως σκοπό την υποστήριξη των συμφερόντων της «μακεδονικής» μειονότητας, τι διαφορετικό προσέφερε η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία βρίσκεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;
Σε αμφότερα τα παραπάνω ερωτήματα υπάρχουν απαντήσεις ότι τελικά η Συμφωνία των Πρεσπών ζημιά έκανε στο θέμα της μειονότητας. Καταρχάς η χώρα μας ορθά δεν αναγνωρίζει μειονότητα και μάλιστα «μακεδονική» στην ελληνική Μακεδονία. Το θέμα δεν είναι μόνο ποσοτικό-αριθμητικό, ότι ως μειονότητα δεν μπορεί να αναγνωριστεί μία συλλογικότητα αποτελούμενη από μερικές εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπους που εθνολογικά και γλωσσικά διαφοροποιούνται από τον κεντρικό κορμό του λαού μίας χώρας αλλά κυρίως ο χαρακτηρισμός της φερόμενης μειονότητας ως «μακεδονικής».
Αποτελεί σχήμα οξύμωρο η ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στην Μακεδονία. Η ύπαρξη μειονότητας με τον χαρακτηρισμό «μακεδονική» υπονοεί ότι ο χώρος που η μειονότητα αυτή κατοικείται έχει διαφορετική ονομασία από αυτήν της μειονότητας. Μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος για «βαυαρική» μειονότητα στην Βαυαρία ή για «αλσατική» μειονότητα στην Αλσατία ή αγγλική μειονότητα στην Αγγλία; Κατά συνέπεια η ύπαρξη μειονότητας με την ίδια ονομασία που έχει η γεωγραφική περιοχή στην οποία κατοικεί αποτελεί παράδοξο σχήμα και δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Τοσούτω μάλλον θα αποτελούσε προσβολή προς τις εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες Μακεδόνες, που κατοικούν στην Μακεδονία και της οποίας το όνομα όχι μόνο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αλλά η ίδια αποτελεί την κοιτίδα και εστία του αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Δυστυχώς, αυτό το παράδοξο δεν έχει γίνει αντιληπτό διεθνώς και κατεγράφη και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εάν πράγματι μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία συλλογικότητα με χαρακτηριστικά μειονότητας, εθνολογικά και γλωσσικά, αυτά θα έπρεπε να παραπέμπουν στην σλαβική καταγωγή των μελών αυτής της συλλογικότητας, κάτι που δεν γίνεται με την αποδοχή «μακεδονικής» εθνότητας και γλώσσας.
Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποδέχονται την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας. Ελαύνονται βέβαια από την εσφαλμένη λογική περί «Mακεδονισμού», ο οποίος θα πρέπει να γίνει ανεκτός στην ελληνική έννομη τάξη, διότι δεν αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Αυτή η νομική λογική θα μπορούσε να ανατραπεί εάν η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αναγνώριζε «μακεδονική» εθνότητα, γλώσσα, ταυτότητα, ιστορία και πολιτισμό αλλά δεχόταν την σλαβομακεδονική ή «makedonski» ως γλώσσα και ιστορία αυτού του λαού.
Εάν η Συμφωνία είχε μία τέτοια πρόβλεψη, δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα γινόταν βασιλικότερο του βασιλέως και θα δεχόταν ότι ένα σωματείο που έχει ως επωνυμία και εξυπηρετεί σκοπό που έρχονται σε αντίθεση με διεθνή συμφωνία, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 11 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Εν πάση περιπτώσει γιατί την εσφαλμένη αυτή παραδοχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η χώρα μας, αντί να προσπαθεί να την καταρρίψει διεθνώς, να την αποδέχεται ασυζητητί ως ορθή; Αντίθετα, με την Συμφωνία των Πρεσπών δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι ελληνικό Δικαστήριο θα αρνηθεί τη σύσταση ενός Σωματείου για την καλλιέργεια και διάδοση της «μακεδονικής» γλώσσας σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 (γ) της Συμφωνίας ή την καλλιέργεια και διάδοση της «μακεδονικής» ταυτότητας, ιστορίας και πολιτισμού σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 αυτής.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ζήτημα της ύπαρξης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα και δη σε δύο νομούς της Δυτικής Μακεδονίας και έναν της Κεντρικής Μακεδονίας με την Συνθήκη των Πρεσπών όχι μόνο αναζωπυρώνεται αλλά φέρνει την χώρα μας και τα κρατικά όργανα αυτής σε δύσκολη θέση.
Μάλιστα, πολύ φοβάμαι ότι η παρουσία στην Κυβέρνηση πολιτικών δυνάμεων, όπως σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ευεπίφορων σε τέτοιου είδους απόψεις, εάν όχι σύντομα τουλάχιστον σε βάθος χρόνου θα αποτελέσουν με όχημα την Συμφωνία των Πρεσπών τον καταλύτη για επίσημη ή ημιεπίσημη αναγνώριση καθεστώτος μειονότητας στο σλαβόφωνο στοιχείο της Βόρειας Ελλάδας. Χρέος όσων πιστεύουμε διαφορετικά είναι, να τους αποτρέψουμε.
Πηγή: slpress.gr
Χάρης Τσιλιώτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Το θέμα της «μακεδονικής μειονότητας» μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ατονίας επανήλθε με την Συμφωνία των Πρεσπών. Η Συμφωνία δεν μιλάει ούτε για ύπαρξη ούτε για ανυπαρξία τέτοιας μειονότητας στην Ελλάδα. Το άρθρο 7 παρ. 3 αναφέρει ότι «[έ]καστο Μέρος δεσμεύεται διά της παρούσης και επίσημα δηλώνει ότι τίποτα στο Σύνταγμά του όπως ισχύει σήμερα ή θα τροποποιηθεί στο μέλλον, μπορεί ή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ή θα αποτελέσει ποτέ τη βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου Μέρους σε οιανδήποτε μορφή και για οιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες του».
Υποστηρίζεται η άποψη ότι με αυτή την πρόβλεψη η Βόρεια Μακεδονία δεν θα μπορεί να θέσει θέμα μειονότητας στην Ελλάδα, αποτελούμενης από Έλληνες πολίτες. Αυτό, όμως, τι σημαίνει, ότι το θέμα τελειώνει εδώ και παύει να υφίσταται με τη Συμφωνία των Πρεσπών; Δυστυχώς η απάντηση δεν μπορεί να είναι προς αυτήν την κατεύθυνση.
Διότι, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η Βόρεια Μακεδονία δεν νομιμοποιείται με βάση αυτήν την πρόνοια της Συμφωνίας να θέσει θέμα μειονότητας, οι έτερες πρόνοιες της Συμφωνίας περί «μακεδονικής» εθνότητας, γλώσσας και ταυτότητας δίνουν άνευ ετέρου νομικό δικαίωμα σε Έλληνες σλαβόφωνους πολίτες και τρίτους να ισχυρίζονται ότι υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην ελληνική Μακεδονία, αποτελούμενη από μέλη με «μακεδονική» εθνική συνείδηση και «μακεδονική» γλώσσα. Ήδη το κόμμα Ουράνιο Τόξο έχει κάνει δηλώσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι της Συμφωνίας.
Δύο αντεπιχειρήματα
Εδώ μπορούν να εγερθούν και εγείρονται είτε από τους υποστηρικτές της Συμφωνίας των Πρεσπών είτε από όσους άλλους πρόσκεινται ευνοϊκά προς τα μειονοτικά ζητήματα τα εξής αντεπιχειρήματα:
Πρώτον, αφού υπάρχει ένα τμήμα συμπολιτών μας που κατοικεί σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή της χώρας μας που δηλώνει ότι έχει μία διαφορετική εθνική συνείδηση από τους υπόλοιπους Έλληνες και μιλά ως κύρια μία άλλη γλώσσα από την επίσημη ελληνική γλώσσα του ελληνικού κράτους, που μιλά η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού ως κύρια γλώσσα, γιατί να μην τους αναγνωριστεί το καθεστώς της μειονότητας, ενόψει μάλιστα των διεθνών εξελίξεων για την προστασία των μειονοτήτων στην Ευρώπη;
Δεύτερον, αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη αναγνωρίσει με τρεις δικαστικές αποφάσεις την πραγματικότητα της ύπαρξης σλαβοφώνων στην Δυτική Μακεδονία και Πέλλα και μάλιστα έχοντας θεωρήσει ότι έχουν δικαίωμα να συστήνουν σωματείο και κόμμα με το όνομα «μακεδονικός/ή» και έχοντας ως σκοπό την υποστήριξη των συμφερόντων της «μακεδονικής» μειονότητας, τι διαφορετικό προσέφερε η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία βρίσκεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;
Σε αμφότερα τα παραπάνω ερωτήματα υπάρχουν απαντήσεις ότι τελικά η Συμφωνία των Πρεσπών ζημιά έκανε στο θέμα της μειονότητας. Καταρχάς η χώρα μας ορθά δεν αναγνωρίζει μειονότητα και μάλιστα «μακεδονική» στην ελληνική Μακεδονία. Το θέμα δεν είναι μόνο ποσοτικό-αριθμητικό, ότι ως μειονότητα δεν μπορεί να αναγνωριστεί μία συλλογικότητα αποτελούμενη από μερικές εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπους που εθνολογικά και γλωσσικά διαφοροποιούνται από τον κεντρικό κορμό του λαού μίας χώρας αλλά κυρίως ο χαρακτηρισμός της φερόμενης μειονότητας ως «μακεδονικής».
Βαυαρική μειονότητα στη Βαυαρία;
Αποτελεί σχήμα οξύμωρο η ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στην Μακεδονία. Η ύπαρξη μειονότητας με τον χαρακτηρισμό «μακεδονική» υπονοεί ότι ο χώρος που η μειονότητα αυτή κατοικείται έχει διαφορετική ονομασία από αυτήν της μειονότητας. Μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος για «βαυαρική» μειονότητα στην Βαυαρία ή για «αλσατική» μειονότητα στην Αλσατία ή αγγλική μειονότητα στην Αγγλία; Κατά συνέπεια η ύπαρξη μειονότητας με την ίδια ονομασία που έχει η γεωγραφική περιοχή στην οποία κατοικεί αποτελεί παράδοξο σχήμα και δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Τοσούτω μάλλον θα αποτελούσε προσβολή προς τις εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες Μακεδόνες, που κατοικούν στην Μακεδονία και της οποίας το όνομα όχι μόνο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αλλά η ίδια αποτελεί την κοιτίδα και εστία του αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Δυστυχώς, αυτό το παράδοξο δεν έχει γίνει αντιληπτό διεθνώς και κατεγράφη και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εάν πράγματι μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία συλλογικότητα με χαρακτηριστικά μειονότητας, εθνολογικά και γλωσσικά, αυτά θα έπρεπε να παραπέμπουν στην σλαβική καταγωγή των μελών αυτής της συλλογικότητας, κάτι που δεν γίνεται με την αποδοχή «μακεδονικής» εθνότητας και γλώσσας.
Το ΕΔΔΑ δεν δέχεται μακεδονική μειονότητα
Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποδέχονται την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας. Ελαύνονται βέβαια από την εσφαλμένη λογική περί «Mακεδονισμού», ο οποίος θα πρέπει να γίνει ανεκτός στην ελληνική έννομη τάξη, διότι δεν αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Αυτή η νομική λογική θα μπορούσε να ανατραπεί εάν η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αναγνώριζε «μακεδονική» εθνότητα, γλώσσα, ταυτότητα, ιστορία και πολιτισμό αλλά δεχόταν την σλαβομακεδονική ή «makedonski» ως γλώσσα και ιστορία αυτού του λαού.
Εάν η Συμφωνία είχε μία τέτοια πρόβλεψη, δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα γινόταν βασιλικότερο του βασιλέως και θα δεχόταν ότι ένα σωματείο που έχει ως επωνυμία και εξυπηρετεί σκοπό που έρχονται σε αντίθεση με διεθνή συμφωνία, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 11 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Εν πάση περιπτώσει γιατί την εσφαλμένη αυτή παραδοχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η χώρα μας, αντί να προσπαθεί να την καταρρίψει διεθνώς, να την αποδέχεται ασυζητητί ως ορθή; Αντίθετα, με την Συμφωνία των Πρεσπών δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι ελληνικό Δικαστήριο θα αρνηθεί τη σύσταση ενός Σωματείου για την καλλιέργεια και διάδοση της «μακεδονικής» γλώσσας σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 (γ) της Συμφωνίας ή την καλλιέργεια και διάδοση της «μακεδονικής» ταυτότητας, ιστορίας και πολιτισμού σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 αυτής.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ζήτημα της ύπαρξης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα και δη σε δύο νομούς της Δυτικής Μακεδονίας και έναν της Κεντρικής Μακεδονίας με την Συνθήκη των Πρεσπών όχι μόνο αναζωπυρώνεται αλλά φέρνει την χώρα μας και τα κρατικά όργανα αυτής σε δύσκολη θέση.
Μάλιστα, πολύ φοβάμαι ότι η παρουσία στην Κυβέρνηση πολιτικών δυνάμεων, όπως σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ευεπίφορων σε τέτοιου είδους απόψεις, εάν όχι σύντομα τουλάχιστον σε βάθος χρόνου θα αποτελέσουν με όχημα την Συμφωνία των Πρεσπών τον καταλύτη για επίσημη ή ημιεπίσημη αναγνώριση καθεστώτος μειονότητας στο σλαβόφωνο στοιχείο της Βόρειας Ελλάδας. Χρέος όσων πιστεύουμε διαφορετικά είναι, να τους αποτρέψουμε.
Πηγή: slpress.gr
Χάρης Τσιλιώτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου