Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Η Πόλις

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη


Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή…


Καμία πόλη, ανέκαθεν, δεν μπορεί να καυχηθεί για την κοινωνική ομοιογένειά της. Κανένα κράτος δεν μπορεί να υποστηλώσει την εθνική ομοιομορφία του ή τη λαϊκή ισομορφία του.

Πολλές πραγματείες δίνουν ορισμούς χωροταξικής ορολογίας, όπως:

  • Προάστιο=ασφαλής οικιστική σφαίρα και κυριαρχούμενη από τις γυναίκες, που διακατέχεται από κοινωνική ομοιογένεια και προτάσσει την ιδιωτικότητα.
  • Κέντρο της πόλης=επικίνδυνο πεδίο και κυριαρχούμενο από τους άνδρες, που διέπεται από κοινωνική ετερογένεια και προκρίνει τη δημοσιότητα.

Σαφέστατα υπάρχει αδιαμφισβήτητη εφαρμογή αυτής της εκκεντρικής ερμηνείας, αφού ο σχεδιασμός των δομών απορρέει από τη στερεοτυπική σύσταση αυτών των ισχυρών Ιδεολογιών, οι οποίες εκπροσωπούν συμφέροντα συγκεκριμένων εκδοχών, όχι πάντοτε προφανή αλλά σίγουρα ικανά να εξυπηρετήσουν συνθήκες ανισότητας ως «φυσικές ή αναπόφευκτες».

Οι οικιστικές συνομαδώσεις δεν αφορούν όμως απλώς σε οικοδομικές-αρχιτεκτονικές δομές αλλά αποτελούν εκτεταμένα προϊόντα ανθρώπινης φαντασίας. Πρόκειται για φαντασιακά σχήματα με την υπόστασή τους σφυρηλατημένη απ’ το «ανθρώπινο υλικό», τα οποία αλληλεπιδρούν με τον χώρο αμφίδρομα και ποικιλοτρόπως:

  • όταν πρόκειται για ζυμώσεις, οι οποίες συγκροτούνται πάνω στο βάθρο του Χώρου ως κριτήριο εγκατάστασης.
  • όταν πρόκειται για διεργασίες, κατά τις οποίες ο Χώρος ποδηγετεί την οικιστική εξάπλωση.
  • όταν πρόκειται για τύπους, οι οποίοι καθιστούν τον Χώρο ως διαμεσολαβητή, που ενισχύει δηλαδή τις πρακτικές ανταλλαγής ή ανάπτυξης.

Συνακόλουθα αυτά τα κοινωνικά σχήματα συνομιλούν με τον Χώρο σε μία διάλεκτο «εδαφοκυριαρχική» θα λέγαμε, αφού το καληδόνιο φάσμα αφ’ ενός εμπερικλείει κοινωνικές-οικονομικές-πολιτικές δράσεις και συμβάλλει στη φύση των σχέσεων και αφ’ ετέρου διαφοροποιεί την προσβασιμότητα σε ευκαιρίες-υπηρεσίες. Κατ’ εφαπτομένη χρήζουν περαιτέρω μελέτης και δεν μπορούν απλώς να αναχθούν σε μία «αστική ή επαρχιακή κοινωνική γεωγραφία».

Ο τρόπος ζωής μεταπηδά στο επόμενο πρότυπο με το κοινωνικό καθεστώς να εγκλωβίζεται ενίοτε στην ίδια τη διαστρωμάτωσή του:

  • Η προβιομηχανική πόλη εκφράζεται μέσα στην αμετάβλητη βάση της φεουδαρχικής Εξουσίας. Ο πληθυσμός της είναι μικρός σχετικά και υποκείμενος σε άκαμπτη ταξική διαστρωμάτωση. Εξαρτά την οικονομία της από το δουλεμπόριο, υπάρχει η ελίτ που διαφοροποιείται τόσο στη μόρφωση όσο και στις ενασχολήσεις, οι συντεχνίες εμπόρων συνιστούν κίνδυνο για την ηθική των θεσμών. Χωρικά οι «Ευγενείς» καταλαμβάνουν το Κέντρο ενώ οι «παρίες» περιθωριοποιούνται στα προάστια. Διαπιστώνεται χωρική ομαδοποίηση σύμφωνα με την εθνοτική ομοιογένεια.
  • Η βιομηχανική πόλη αναταράσσει τη δομική χωρικότητα, αφού οι «Φτωχοί βιομηχανικοί εργάτες» μετακινούνται προς το κέντρο ενώ οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις ταμπουρώνονται στην αστική περιφέρεια. Παρουσιάζει ένα «σχήμα ομόκεντρων ζωνών με σημαντικά τομεακά χαρακτηριστικά», το οποίο συνοψίζεται στο Κράτος με την εμφάνισή του καπιταλισμού ως απόληξή του και μεταλλάσσεται στον «Φορντισμό», έννοια που εισάγει ο Antonio Gramsci και θεμελιώνουν οι Aglietta-Lipietz-Dunford με τη «Θεωρία της Ρύθμισης=regulation theory», κατά την οποία ο Καπιταλισμός επιβιώνει παρά τις εντάσεις στηριζόμενος στο δεκανίκι της Νομοθεσίας, ώστε να επιβάλλει το «καθεστώς συσσώρευσης=regime of accumulation», το οποίο με τη σειρά του δρομολογεί την «υποβάθμιση εργασιακών διασφαλίσεων=casualization of labour» και την «αριθμητική ευελιξία=numerical flexibility».

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·


Φυλές-Τάξεις-Πλούτος εμφανίζονται ως τα πλέον στιβαρά κριτήρια, ώστε να επιτείνεται ο εδαφικός διαχωρισμός-να σχηματοποιείται το γεωγραφικό ανάγλυφο πάνω σε διακριτές γειτονιές-να παγιώνεται η χωρική πόλωση. Προγενέστεροι τρόποι οργάνωσης έχουν κληροδοτήσει στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα εν παραδείγματι τη «φυσική δομή» τους την ίδια στιγμή που τα βορειοαμερικανικά αστικά κέντρα έχουν στην ιστορική φαρέτρα τους εντονότερη την εμφάνιση μειονοτικών πληθυσμών. Δεν είναι τυχαία στο αμερικανικό έδαφος η ανάδυση των sweatshops=εστίες μεταποίησης που συγκεντρώνει περιοριστικά εμπόδια τόσο στην εκμετάλλευση της εργασίας όσο και στη διακυβέρνηση, η οποία «εκλεπτύνεται» στα όρια της δημοτικής ενότητας ενώ στο ευρωπαϊκό έδαφος αδειοδοτείται ο δημοσιοκεντρικός χαρακτήρας κυβερνητισμού, κατά τον οποίο το εμπροσθοβαρές της κρατικής χρηματοδότησης συνιστά ο Δημόσιος Τομέας, χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται η ισομέρεια όσον αφορά στον καταμερισμό των υπηρεσιών στο εσωτερικό της συνολικής επικράτειας. Ακόπως τεκμαίρεται πως η μορφολογία των ευρωπαϊκών δομών είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικών κωδίκων, οι οποίοι αποτρέπουν τον επιπολασμό εμπορικών εδρών περιφερειακά, πολεοδομικό παρεπόμενο των παραμέτρων της «Ιδεολογίας της ατομικής ιδιοκτησίας=privatism».

Επιπροσθέτως μελέτες των Andrusz-Harloe-Dick-Rimmer-Potter-Fielding καταλήγουν σε διασαφήνιση των τύπων οικιστικών συνόλων ανάλογα με τη βαθμίδα Κόσμου. «Τρίτος Κόσμος» συνιστά όρο ενδιάμεσο, αφού τα κοινωνικά περιγράμματα που τον απαρτίζουν δεν προσιδιάζουν ουτε στον «Πρώτο Κόσμο», οι αστικού τύπου Δημοκρατίες κατ’ εξοχήν καπιταλιστικού κρατισμού, ούτε στον «Δεύτερο Κόσμο», τα κομμουνιστικά σκαριφήματα κατ’ εξοχήν γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Το οξύμωρον ωστόσο είναι πως, ενώ οι περιοχές του «Τρίτου Κόσμου» δεν διακρατούν «καπιταλιστικό» μήτε «κομμουνιστικό» σχεδιασμό, διαφέρουν όμως και μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η διακριτότητα των χαρακτηριστικών, που θα καθιστούσαν την περιοχή αστική ή επαρχιακή, να αμβλύνεται στα παραγνωριστικά στοιχεία της, κάτι που οδήγησε τους «Ειδικούς» να μεριμνήσουν προς αλλαγή ορολογίας και κατ’ επέκταση ο όρος «Τρίτος Κόσμος» να αντικατασταθεί από τον όρο «Αναπτυσσόμενη οικονομία», μία προλείανση εκδυτικισμού δηλαδή αλλά δίχως τα «ήπια τερτίπια» μετάβασης.

Αδόκιμο να παραλειφθεί η οικονομική μεταβολή που υπέστησαν τα αστικά κέντρα κατά τη δεκαετία του 1970, γνωστή ως μεταιχμιακή, αφού η ισορροπία στη διελκυστίνδα αφ’ ενός της λήξης της «Χρυσής Τριαντακονταετίας=Les trente glorieuses» και αφ’ ετέρου της πρόσδεσης στο άρμα «Νεοφορντιστικού καθεστώτος» κρίνεται ανεπαρκής, με την εύνοια να δίνει τη σκυτάλη στον Τριτογενή Τομέα, να καθηλώνει ταυτοχρόνως τους Πρωτογενή-Δευτερογενή και να διεμβολίζει την κοινωνική γεωγραφία των σύγχρονων πόλεων. Η αναδιάρθρωση στη σχάρα της παραγωγής απεικονίστηκε στην αντενέργεια ανάμεσα στην ολιγοπωλιακή κατεύθυνση των μεγάλων επιχειρήσεων και στην ευέλικτη απομάκρυνση των μικρότερων, κάτι που μοιραία αναδιάταξε τους όρους παραγωγής σε δραστηριότητα μητροπολιτική-εθνική-διεθνή.

Όλες αυτές οι λειτουργικές διαφορές ενορχηστρώνουν ασαφή όρια των παρυφών ή του κέντρου μιας οικιστικής δομής, καθώς και τους λόγους ίδρύσεως-επέκτασης-ανάπτυξής της, αφού φιλελεύθερες πρακτικές συγκεντρώνουν την εκτεταμένη δραστηριότητά τους σε «στρατηγικά σημεία διαχείρισης» δημιουργώντας μία επαγγελματική ιεραρχία και απορρυθμίζοντας ταυτοχρόνως εδαφικά τους πληθυσμούς:

  • η αποβιομηχάνιση των αστικών περιφερειών=deindustrialization
  • η αποκέντρωση=decentralization περιθωριοποιεί τον μεταποιητικό τομέα
  • η μεταμόρφωση των μεγάλων πόλεων σε Οικουμενικές Πόλεις=world cities
  • η υπερεξιδείκευση των μητροπολιτικών κέντρων σε Παγκοσμιουπόλεις=global cities
  • η επανασυγκέντρωση=recentralization των κυκλωμάτων «οικονομικών-τεχνολογικών ανταλλαγών» με τη μετακίνηση των «Υπηρεσιών υψηλού επιπέδου» στις Παγκοσμιουπόλεις και στις Οικουμενικές Πόλεις

Είναι η λεγόμενη «χωρική πόλωση», κατά την οποία μέσα στο ίδιο το άστυ «εξευγενίζονται» κάποιες περιοχές που προορίζονται για την «εργασιακή-κοινωνική ελίτ» και τους «θύλακες υπερδικτυωμένων ανθρώπων-επιχειρήσεων-θεσμών», οι οποίοι ελέγχουν πλήρως την πληροφορία δια μέσω της χρήσης των προϊόντων Τεχνολογίας, στον αντίποδα «περιφράσσονται κοινότητες» λόγω της πολιτισμικής τους αμεταβλητότητας.

Δεν είναι μόνο η πόλη που επαίρεται για τη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας-των πολιτικών εξελίξεων-των ιδεολογικών τάσεων-της επιστημονικής παραγωγής-της καλλιτεχνικής δημιουργίας αμφισβητώντας τον οργασμό της Επαρχίας στους ανάλογους τομείς. Είναι και οι συνοικίες μιας ίδιας πόλης, οι οποίες εμφανίζονται ως υπερέχουσες, διαμορφώνοντας «κοινωνική βαρύτητα» μιας περιοχής έναντι κάποια άλλης. Είναι η «κατακερματισμένη αστικότητα=splintering urbanism», δια σκέψεως των Stephen Graham & Simon Marvin.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθούν οι μηχανισμοί, κατά τους οποίους καθορίζεται η οικοδόμηση ενός συνόλου οικημάτων, αφού χρειάζεται επισταμένη μελέτη της ιστορικής-πολιτισμικής-οικονομικής κρηπίδας, πάνω στην οποία σκαριφίζεται ο φέροντας σκελετός της.
Η βαθύκρημνη έκφανση του σχεδιασμού, ώστε να αποφευχθεί διολίσθηση σε θεωρητικά σχήματα υψηλής αφαίρεσης και γενικεύσεων περί παραγωγής ή διαφοροποίησης κέντρου-περιφέρειας, θα μπορούσε να ιχνηλατηθεί, σύμφωνα με τους αναλυτές «κοινωνικής γεωγραφίας» Paul Knox και Steven Pinch, στον εντοπισμό τεσσάρων τύπου αναδίφησης:

  • Η «ποσοτική προσέγγιση=quantitative approach». Πρόκειται για το άθροισμα γραφημάτων-χαρτών-πινάκων, κατά τη μελέτη των οποίων ο εκάστοτε αναλυτής αποπειράται να αποδώσει τη «λειτουργιστική κοινωνιολογία=functionalist sociology» των οικιστικών συνομαδώσεων παραμένοντας ταυτοχρόνως αμέτοχος στην «αξιολόγηση». Η Donna Haraway, θεωρητικός της Γνωσιολογίας, αντιπαρέρχεται ωστόσο τονίζοντας πως η «καρτεσιανή προσέγγιση», όπως συχνά προσαγορεύεται η εν λόγω τεχνική, δεν διέπεται από ουδετερότητα αλλά αντανακλά την οπτική του ερευνητή, ο οποίος δια μέσω της χρήσης αποπροσανατολιστικών ενίοτε εννοιών γέρνει προς επίρρωση της δόμησης.
  • Η «συμπεριφορική προσέγγιση=behavioural approach». Αφορά σε ερμηνευτικά εργαλεία Κοινωνικής Ψυχολογίας, τα οποία επιχειρούν εξέταση του «Κανονιστικού πλαισίου», στο οποίο υπόκειται η δραστηριότητα της «ανθρώπινης ψηφίδας» των οικιστικών συμπλεγμάτων, και της «λειτουργιστικής φαινομενολογίας», κατά την οποία η «ανθρώπινη ψηφίδα» αποκτά συγκεκριμένη αντίληψη του κόσμου.
  • Η «στρουκτουραλιστική προσέγγιση=structuralism». Άπτεται διαδικασιών «αφαιρετικού λογισμού» εστιάζοντας στις «οικουμενικές πολιτισμικές δομές», οι οποίες προϋπάρχουν στο σώμα κάθε ξεχωριστής πολιτισμικής οντότητας. Στον συγκεκριμένο τρόπο διερεύνησης υφέρπει η Μαρξιστική διατύπωση πως: «η οικιστική δόμηση υπόκειται στην διαταξική πάλη, επειδή υπάρχουν οι γειτονιές των κατόχων του κεφαλαίου και οι γειτονιές των εργατών». Η «στρουκτουραλιστική προσέγγιση» εναντιώνεται στις δύο προηγούμενες, αφού δυσπιστεί σχετικά με την επιφανειακή καθημερινότητα και τον προφανή κόσμο υπογραμμίζοντας τους επιτακτικούς περιορισμούς στην οργάνωση ενός κοινωνικού συνόλου αλλά αδυνατεί να συλλάβει το «δρων υποκείμενο=human agency» ως μεθοδικότητα του ανθρώπου να παρεμβαίνει στο πεπρωμένο του δηλώνοντας την εθνότητά του-την ηλικία του-τη σεξουαλικότητά του-την αναπηρία του-το θρήσκευμά του, σύμφωνα με τα οποία εκπροσωπούνται τα «χωροταξικά συμφέροντα».
  • Η «μετάστρουκτουραλιστική προσέγγιση=poststructuralist approach». Επιλαμβάνεται των «λόγων=discourses» αναπαράστασης της εξωτερικής πραγματικότητας. Καταφρονεί όλες τις προηγούμενες μεθόδους και δεν στέκεται στην απλή ταξική σύγκρουση αλλά προχωρεί σε συγκερασμό πολλών μεταβαλλόμενων και ασταθών παραγόντων, όπως γλώσσα-επιρροές από τη διαφήμιση-μουσικά ακούσματα-θεωρητικά ερεθίσματα-αναπηρίες-σεξουαλικούς προσανατολισμούς-επισταμένη συνεκτίμηση των επιβολών, οι οποίοι παράγοντες προσδιορίζουν τη διερεύνηση ή συρρίκνωση των ανισοτήτων. Αποπειράται να αποκαθηλώσει τα νοήματα που προωθούν οι λέξεις ως «μη έγκυρα προς αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας» αλλά ως «διαμορφωτές πλαισίου μέσω υποκείμενων υποθέσεων».

Και οι τέσσερις τύποι προσέγγισης αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην αντινομία του «Οικονομικού Ντετερμινισμού=economic determinism», ο οποίος θεωρεί την κοινωνική μορφή επακόλουθο της οικονομικής οργάνωσης μιας οικιστικής εστίας, και του «Πολιτισμικού Ντετερμινισμού=culturalization of the economy», ο οποίος διατείνεται πως η πολιτισμικές τάσεις καθόρισαν την κοινωνική μορφή.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Μετά το 1990, το τοπίο των πόλεων εμβολίζεται απ’ την εισροή μεταναστών-προσφύγων-εξορίστων-ανέργων, είναι το «εθνοτοπίο=ethnoscape», όπως πρεσβεύει ο Appadurai, το οποίο απεικονίζει τη συνοίκηση διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων, οι οποίες παγιώνουν νέα σχήματα πολιτισμικών ανταλλαγών-συναλλαγών και κατ’ εφαπτομένη νέα χωρική αναδιάταξη.
Η κάθε κουλτούρα σηματοδοτείται απ’ την κατανόηση του Λόγου της και δόκιμο σε αυτό το σημείο να επισημανθεί η παράφρασή του ως «υπεροργανική παράδοση=superorganic», η οποία συγκροτείται στο πλαίσιο της «υψηλής τέχνης», ενώ παραβλέπονται οι «τρόποι ζωής», η καθημερινότητα δηλαδή των κοινωνικών ομάδων, στην οποία κυοφορούνται:

  • Τα ιδανικά και οι Φιλοδοξίες της πλειονότητας των ατόμων μιας κοινωνικής ομάδας.
  • Τους κανόνες και τις Αρχές που προσδιορίζουν τις νομικές σχέσεις μεταξύ των ατόμων.
  • Η πρόσβαση στα υλικά αντικείμενα και η χρήση τους.

Προφανώς και δεν μπορούν να ταυτίζονται τα στοιχεία όλων των κοινωνικών ομάδων ανά τον Πλανήτη. Το κάθε οικιστικό τοπίο υποκρύπτει πλείστες ερμηνείες για τα πρότυπα διαβίωσης. Κατ’ επέκταση:

  • όταν η κουλτούρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιοκτησία και την υλικότητα, αναφύεται η «προθεσιακότητα=intentionality», αφού εν παραδείγματι η χρήση των αντικειμένων υποβαστάζει την αναπαράσταση της κάθε μορφής Τέχνης!!
  • η αρχιτεκτονική των κτηρίων φέρει πολιτισμικούς συμβολισμούς. Είναι οι «σημαίνουσες πρακτικές», που απεικονίζουν την «εικονογραφία=iconografy» των νοημάτων, που παρεμφαίνουν οι τρόποι ζωής των κοινωνικών ομάδων. Η διερεύνηση των ενδείξεων, «σημειολογία=semiology» ή «σημειωτική=semiotics», επεξεργάζεται τις κτηριακές δομές ως «σημαίνοντα=signifiers» και τροφοδοτεί τη σκέψη με συμπεράσματα επί της πολιτισμικής μαγιάς ως «σημαινόμενα=signified». Όπερ σημαίνει πως ένα επιβλητικό αρχιτεκτόνημα υποδηλώνει την οικονομική ισχύ του κι ενδεχομένως την επιρροή του, σε επίπεδο εργασιακής συναλλαγής αν πρόκειται για εταιρικά συγκροτήματα, σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων αν πρόκειται ατομικές ιδιοκτησίες. Σε πολλές συνοικίες των οικιστικών εστιών παρακολουθούμε τη δαπανηρή αναδόμηση εκπαιδευτικών-νοσοκομειακών-πολιτιστικών-νομικών-στρατιωτικών συγκροτημάτων, είναι τα «Τοπία Εξουσίας» όπως αναφέρει εύγλωττα η Sharon Zukin, ενώ σε άλλες περιοχές αναπτύσσεται η «παρεκκλίνουσα αρχιτεκτονική ή υποκουλτούρα». Την «ετερότητα=alterity» αποδοκιμάζει μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας μηρυκάζοντας κοινοτοπίες περί «αμφισβήτησης της ομοιογένειας των υποκουλτούρων, αφού διαπιστώνονται πλείστες υποδιαιρέσεις», ενώ άλλο μέρος διατυπώνει τη θεωρία της «Υβριδικότητας=hybridity», κατά την οποία διασφαλίζονται οι «ευγενείς περιοχές» αλλά οι χώροι που φιλοξενούν την «επιμειξία γηγενών-αποίκων-μεταναστών-προσφύγων» ονομάζονται «ευγενικά» «οριακοί χώροι=liminal space», «ετεροτοπίες=heterotopia» ή «συνοριακοί χώροι=borderlands», στις οποίες προωθείται τεχνηέντως η «έθνικ μουσική» ή το «θέατρο του δρόμου» στοχεύοντας στη δημοτικότητα που στηρίζεται σε μία ωστόσο υποτιθέμενη επιθυμία στήριξης του «αυθεντικού». Πρόκειται για την παλαιόθεν «αμφίσημη ιδιοποίηση» της κουλτούρας του Αποικιοκράτη, η οποία μετουσιώνεται στην όμοια «αμφίσημη ιδιοποίηση» της κουλτούρας του Αποικιοκρατούμενου δια μέσω της «περιπαικτικής μίμησης=mimicry»!!
  • η «προώθηση τόπων=place promotion», στους κόλπους της οποίας πρακτικής υποβόσκει μία αχαλίνωτη κερδοσκοπία πολλών δισεκατομμυρίων, καθώς οι Δημόσιες Υπηρεσίες ερωτοτροπούν με τις Επενδυτικές Εταιρίες, ώστε να καταστήσουν «ελκυστικές» τις περιοχές των πόλεων. Σύμβουλοι και Επιχειρήσεις δημοσίων σχέσεων προβαίνουν σε δραστικό επαναπροσδιορισμό του οικιστικού τοπίου, ώστε να διαφημίσουν-διαπραγματευτούν την «πώληση» ενός δημόσιου ακινήτου. Η εδαφική περιφέρεια μεταβάλλεται άρδην και κατακερματίζεται σε «τοπικές μορφές ενδιαφέροντος». Τα συμπαρομαρτούντα καθορίζονται στο φαινόμενο της «αποτοπικοποίησης=delocalization», κατά την οποία οι κοινωνικές ομάδες προσανατολίζονται στην, εκούσια ή ακούσια εγείρει εντονα ερωτηματικά, ομογενοποίηση της κουλτούρας τους!!

Με αυτές τις πρακτικές επιτυγχάνεται η «σεναριοποίηση=scripting» της κατασκευής των νέων οικιστικών συνομαδώσεων με όλες τις υλικές-πολιτισμικές-οικονομικές τους ιδιότητες αλλά ταυτοχρόνως υποκριτικές τους αντιλήψεις, αφού και η χρήση ακόμη των όρων συνιστά παραπλανητική διαδικασία ορισμών και συσχετισμών.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Η συνοίκηση λοιπόν πολλών και διαφορετικών τύπων ανθρώπων ανασκαλεύει τη βίαιη μίξη πολιτισμικών στοιχείων και κλονίζει την «ταυτότητα=identity» των υποκειμένων. Παρεπομένως ιεραρχείται, υποσυνείδητα ενίοτε αλλά ενσυνείδητα συχνότερα, μία μετακίνηση που διαμορφώνει νέους οικιστικούς άξονες κατηγοριοποιώντας τους κατοίκους σύμφωνα με τον «τρόπο ζωής» τους, ο οποίος ωστόσο κατηγορείται πολλάκις για «εθνοκεντρισμό» ή για «αποικιοκρατισμό». Σίγουρα όμως βρισκόμαστε μπροστά στην απεχθή σύγκριση των πολιτισμικών στοιχείων με τα εθνικά χαρακτηριστικά τους και την παρεπόμενη αναγωγή σε «κυρίαρχες-ανώτερες» ή «υποτελείς-κατώτερες» κουλτούρες, μέσα βέβαια στη διάκριση ενέχεται η οικιστική «σύμπνοια» ή «διχόνοια», αφού η μορφολογία μεταλλάσσεται όχι μόνο με την προσθήκη νέων στοιχείων αλλά και με την τροποποίηση των παλαιότερων. Η εσωτερική αναδιοργάνωση ενός οικιστικού τοπίου εξεικονίζεται στο δακτυλιοειδές σχήμα της επέκτασής του, με τους «θεσμικούς χρήστες», Κλινικές-Εκπαιδευτήρια-Εκκλησίες-Εργοστάσια-Υπηρεσίες-Έδρες Εταιρειών, να καταπατούν συχνά τον σχεδιασμό και να περιορίζουν τις λειτουργίες κατοικίας ή μικροεμπορίου στη φυγοκεντρική ή κεντρομόλο ασφυξία τους, ανάλογα με το οικιστικό πρόταγμα. Επιπροσθέτως η «κοινοτικότητα» δεν ενισχύεται με βάση τους συναισθηματικούς δεσμούς αλλά υπό συνθήκες πίεσης και σύμφωνα με τις «οργανωτικές ή θεσμικές ταξινομήσεις», οι οποίες θέτουν στο μικροσκόπιο:

  • τις «υλικές χωρικές πρακτικές=material spatial practices» και αφορούν στην πιθανή διάδραση που πραγματοποιείται στον χώρο και στις οικονομικές επιδράσεις που στοιχειοθετούνται εντός των ορίων του.
  • τις «αναπαραστάσεις του Χώρου=representations of space», στις οποίες είναι κωδικοποιημένα όλα τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, ώστε να κατανοούνται οι επιτελέσεις ως υποτακτικές-προοιμιακές-επικίνδυνες-απατηλές, όπως αρθρώνονται στις συμβάσεις των εξαρτήσεων.

τους «χώρους αναπαράστασης=spaces of representation», στους οποίους η έλξη ή η απώθηση δημιουργεί νέες συμβολικές δομές.

Αν η οικιστική συμπεριφορά προσδιορίζεται:

  • απ’ την δυνατότητα βελτίωσης του χώρου και του περιβάλλοντος χώρου.
  • απ’ την περιστολή των βλέψεων γύρω απ’ τον χώρο και την αναπροσαρμογή του στον προγραμματισμό.
  • απ’ τη δυνατότητα μετεγκατάστασης ανάλογα με νέες αναζητήσεις.

Η «προσβασιμότητα» ή η «αποστασιοποίηση» σε ένα οικιστικό τοπίο υπαινίσσεται και τους φραγμούς ή την άμυνα μιας κοινωνικής διάδρασης, αφού:

  • ο σφετερισμός ενός χώρου εξηγεί τον τρόπο κατάληψής του.
  • η επιβολή σ’ έναν χώρο δηλώνει τον τρόπο ελέγχου του από συγκεκριμένη νομοθεσία περιοριστικών συμβολαίων και διατάξεις ζωνοποίησης.
  • η παραγωγή του χώρου αναφέρεται στον τρόπο διαμόρφωσης νέων συστημάτων εδαφικής οργάνωσης.

Στο επόμενο στάδιο απορρέουσα συνθήκη εμφανίζεται «το χωρικό σχήμα εμφάνισης του εγκλήματος και παραβατικότητας», με τα σκήπτρα να δίδονται στο Κέντρο και ιδιαίτερα στην κεντρική επιχειρηματική περιοχή, χωρίς όμως να παραβλέπουμε το «κοινωνικό φύλο» που προσδίδεται αμιγώς κατασκευασμένο στον κάθε άνθρωπο. Έρευνες αποδεικνύουν πως η συνεργασία Αστυνομικών Αρχών και Κοινοτικών Ιθυνόντων δεν καταλήγουν στον περιορισμό της Πορνείας αλλά στην μετατόπισή της σε άλλα σημεία του οικιστικού τοπίου. Ο Michel Foucault επιχειρηματολογεί εμπεριστατωμένα σχετικά με τον ρόλο των κοινωνικών θεσμών, οι οποίοι καθορίζουν το φύλο-ποινικοποιούν συμπεριφορές-ιατρικοποιούν τον έλεγχο των επιθυμιών, έτσι ώστε να κρίνονται διακριτές οι συνοικίες. Έρχετασι να συμπληρώσει ο Weightman με την εισήγηση πως διάφορες ομάδες «ανταγωνιστικής σεξουαλικής ταυτότητας» συνιστούν ακρογωνιαίο λίθο για «εξευγενισμό» μιας περιοχής, όπως στο παράδειγμα της «συνοικίας του Κάστρο» στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ομοφυλόφυλοι αλλά υπηρετούντες τις Ένοπλες Δυνάμεις προτιμούσαν τη μετακίνησή τους σ’ ένα «μέρος ασφαλέστερο» απ’ τη Γενέτειρά τους μη αντέχοντας την κατακραυγή, απ’ την περιοχή διώκονταν οι Φτωχοί!!

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως το οικιστικό τοπίο συμβάλλει:

  • στην πειθαρχική Κοινωνία, αφού ο έλεγχος ασκείται δια μέσω διαδικασιών κοινωνικοποίησης, η οποία συγκροτεί διάφορους λόγους διαμόρφωσης μίας απόψεως των ανθρώπων για τον εαυτό τους, για παράδειγμα η «ιδιότητα του Πολίτη», όπως αυτή εμμονικά αναφέρεται στις μαρξιανές αντιλήψεις περί «Ηγεμονικού Λόγου».
  • στον περιορισμό δυνατοτήτων, αφού η επιρροή των Νόμων και των Εθίμων μορφοποιεί την καθημερινότητα του ανθρώπου. Παρατηρείται η παγίωση των Νομιμοποιητικών Φορέων, μέσα στους κόλπους των οποίων εγκυμονούνται πεποιθήσεις-ιδέες που ηγεμονεύουν ενίοτε το άτομο, αλλά και ο Ντετερμισνισμός του οικιστικού σχεδιασμού, κατά τον οποίο η δόμηση του περιβάλλοντος επιδρά στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Επιπροσθέτως εφαρμόζεται η Οικονομικοποίηση της Κουλτούρας καθώς η εμφάνιση «θεματικών πάρκων» εντατικοποιείται σε διάφορες περιοχές, γεγονός που αποστειρώνει τις ιστορικές-πολιτισμικές συγκυρίες και παρακάμπτει τις αντιθέσεις.
  • στην Ολιστική Αφήγηση, αφού η κάθε περιοχή επιλαμβάνεται της «Ερμηνείας του Κόσμου» με τον προνομιακό τρόπο της διακυβέρνησής της.
  • στην Κάθετη Ολοκλήρωση, αφού η κάθε οικιστική δομή σκιαγραφεί την ενιαία οργάνωσή της, μέσα στην οποία αφομοιώνει τις επιμέρους λειτουργίες των μειονοτήτων και απορροφά τις συμπεριφορικές αντιθέσεις, γεννοβολώντας πολυσχιδή ιεραρχία με αλληλοεξαρτώμενες συνιστώσες.
  • στην Ευέλικτη εξειδίκευση, κατά την οποία το εντατικό καθεστώς συσσώρευσης απασχολεί ειδικευμένο προσωπικό για την προώθηση προϊόντων ενώ ταυτοχρόνως περιθωριοποιεί τον ανειδίκευτο δημιουργώντας στρατιές ανέργων. Πρόκειται για την Εργαλειακή διάδραση, η οποία στηρίζεται σε δευτερεύουσες σχέσεις προς επίρρωση συγκεκριμένων στόχων.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα

*Οι στίχοι, που συνοδεύουν το κείμενο, προέρχονται απ’ το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Η Πόλις».

*Το βίντεο είναι μία παραγωγή του Guy Debord. Τη μετάφραση και τον υποτιτιλισμό επιμελείται η κατάληψη Σινιάλο.

*Βιβλιογραφία:

  • Paul Knox & Steven Pinch, «Κοινωνική γεωγραφία των πόλεων», Επιμέλεια Θωμάς Μαλούτας, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2009.
  • Pierre Bourdieu, «Η Διάκριση», μτφ Καψαμπέλη Κική, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015.
  • Michel Foucault, «Η Ιστορία της σεξουαλικότητας», Τόμος 1ος, μτφ Ροσάκυ Γκλόρυ, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1978.
  • Marcuse Herbert, «Αντεπανάσταση και εξέγερση», μτφ. Αθανασίου Α., Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

Πηγή: exoria.granaziradio



Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου