Νίκος Προσκεφαλάς
Τα πρόσφατα γεγονότα στη Ν. Ζηλανδία και τη Σρι Λάνκα καταδεικνύουν εμφαντικά πως οι εντάσεις, οι δολοφονικές εκρήξεις οργής σε Ανατολή και Δύση, αλλά και οι κλιμακούμενες πολεμικές συρράξεις συχνότατα οργανώνονται γύρω από τον άξονα του ιερού. Παρόλο που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το ζήτημα του ιερού είναι ελάσσονος σημασίας μπροστά στις συντελούμενες τεχνολογικές ανακατατάξεις και την εν γένει καλπάζουσα ανθρώπινη πρόοδο, δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί πως το ιερό ανήκει στα πρωτογενή και ριζικά στοιχεία της ανθρώπινης συνειδητότητας, όπως παλιοί αλλά και σύγχρονοι κοινωνιολόγοι διατείνονται.
Τόσο ο Μ. Βέμπερ με το πασίγνωστο έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», αλλά και οι Ντιρκέιμ και Σπένσερ ανάγουν την εμφάνιση του ιερού και κατ’ επέκταση τη γένεση της θρησκείας στην ίδια την κοινωνική φύση της ζωής. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που όσο κι αν το ιερό υποβαθμίστηκε αρχικά μπροστά στην προέλαση του ορθολογισμού, καθόλου δεν εξοβελίστηκε τελικά από τις κοινωνίες. Αντίθετα μάλιστα εξελίχθηκε, μέσα από ποικίλες μεταμορφώσεις, για να υπηρετήσει συχνά νέες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τις αντίστοιχες δομές που οι τελευταίες κάθε φορά υπαγόρευαν.
Δε θα ήταν μάλιστα καθόλου άστοχο αν υποστηρίζαμε πως η χρεοκοπία των ιδεολογιών της νεωτερικότητας, η αποτυχία και η προδοσία των ενδοκοσμικών μεσσιανικών οραμάτων, η απουσία και η νάρκωση των κοινωνικών κινημάτων, η σχετικοποίηση των οραμάτων της αριστεράς απέναντι στον οδοστρωτήρα του καταναλωτισμού, αλλά και μια διαφαινόμενη συνολική ψυχική κατάρρευση των κοινωνιών, εκτός από τον πολιτικό σκεπτικισμό που παράγουν, προσδίδουν σήμερα νέα διάσταση στο ζήτημα του ιερού στο κατώφλι της μετανεωτερικότητας. Μπρος στο μετέωρο του βίου, το απειλητικό φάσμα του μηδενός και την απουσία συνεκτικού κοινωνικού και υπαρξιακού νοήματος, νέα παιδιά ντύνονται “ιερά εκρηκτικά” και σκορπούν το θάνατο, ικανοποιώντας μια βαθιά κι ανεκπλήρωτη ανάγκη θυσίας.
Το ιερό επανέρχεται για να εκδικηθεί. Κι η αποτυχία των νεωτερικών κοινωνιών σε σχέση με την πρόσληψή του βρίσκεται, νομίζω, ακριβώς εκεί. Ότι υποτιμώντας το και οδηγώντας το στην απώλεια του οραματικού χαρακτήρα του -ενδοκοσμικού και υπερβατικού συνάμα- το εγκατέλειψαν τελικά να εκπέσει σε μορφές εκκοσμικευμένων θρησκειών οπαδικού και φονταμενταλιστικού τύπου με μοιραία κατάληξη να πάψει τελικά να υπηρετεί αυτό που εξαρχής επαγγέλθηκε. Την αναμέτρησή του με τα αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξης: το αίνιγμα του κακού, το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, τη συλλογική νοηματοδότηση του βίου, αλλά και την επίπονη προσπάθεια μεταμόρφωσης του κόσμου μέσα απ’ την ταπεινή αίσθηση του μέτρου και τη συνείδηση της τραγικότητας, που η παρουσία του καταγωγικά υποβάλλει.
Εγκολπώθηκε το ιερό, συν τω χρόνω, τα κατώτερα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και μετεξελίχθηκε σταδιακά σε όχημα επιβολής εξουσιατικής ισχύος, συχνά μάλιστα μέσα απ’ την ύποπτη διαπλοκή του με το κράτος και τη σιωπηλή συνενοχή του ιερατείου. Άλλοτε πάλι, στην πιο αστική και πασιφιστική του εκδοχή, παρέμεινε και παραμένει μια επαναλαμβανόμενη ανούσια συνήθεια συντήρησης εγωκεντρικών κατασφαλίσεων και επανάπαυσης ενοχικών συνειδήσεων.
Σε ό,τι αφορά ωστόσο τα καθ’ ημάς, το στοίχημα για το ιερατείο και συνολικά για τη θεσμική εκκλησία παραμένει ένα: Να μπορέσει να αποβάλει κάποτε τόσο το μανδύα του μάγου της φυλής, που εξουσιάζει συνειδήσεις κάτω από το δεσμευτικό ψυχολογικό δίπολο αμαρτία-ενοχή, όσο και την τυφλή μουμιοποίηση μορφών και τυποποιημένου κηρυγματικού λόγου, για να ντυθεί επιτέλους το λέντιον και να διακονήσει αγαπητικά το ανθρώπινο, πλένοντας τα αποκαμωμένα πόδια της ανθρωπότητας.
Είναι η μοναδική οδός που απέμεινε για ν’ ανοίξει η δίοδος που θα επιτρέψει στο ευαγγελικό μήνυμα να ανακτήσει την αποστειρωμένη του πνευματικότητα και να αναπνεύσει ελεύθερα, υπηρετώντας τη δοξολογική αλήθεια της αγαπητικής αυθυπέρβασης, που πριν χρόνια ο «άθρησκος» Ιησούς ήρθε να προτείνει. Μήπως και βγει έτσι απ’ τη φορμόλη και τη δουλικό κομφορμισμό ο ασύλληπτος ποιητικός λόγος, αλλά και το κρυφό κάλλος της μουσικής και της εικόνας και βρουν εύφορη γη στις κουρασμένες συνειδήσεις.
Για την ώρα πάντως, θυσιάζοντας άπαντες στους διασυνδεδεμένους ναούς του χρήματος, οδηγούμαστε-σιωπηλά και μοιραία-βορά στα σαρκοφάγα δόντια του μόνου ιερού τέρατος που μας απέμεινε να προσκυνούμε. Του χυδαίου κι άπληστου καπιταλισμού, που σαρώνει στο πέρασμά του ιερά και όσια.
Πηγή: artinews.gr
Νίκος Προσκεφαλάς: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τα πρόσφατα γεγονότα στη Ν. Ζηλανδία και τη Σρι Λάνκα καταδεικνύουν εμφαντικά πως οι εντάσεις, οι δολοφονικές εκρήξεις οργής σε Ανατολή και Δύση, αλλά και οι κλιμακούμενες πολεμικές συρράξεις συχνότατα οργανώνονται γύρω από τον άξονα του ιερού. Παρόλο που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το ζήτημα του ιερού είναι ελάσσονος σημασίας μπροστά στις συντελούμενες τεχνολογικές ανακατατάξεις και την εν γένει καλπάζουσα ανθρώπινη πρόοδο, δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί πως το ιερό ανήκει στα πρωτογενή και ριζικά στοιχεία της ανθρώπινης συνειδητότητας, όπως παλιοί αλλά και σύγχρονοι κοινωνιολόγοι διατείνονται.
Τόσο ο Μ. Βέμπερ με το πασίγνωστο έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», αλλά και οι Ντιρκέιμ και Σπένσερ ανάγουν την εμφάνιση του ιερού και κατ’ επέκταση τη γένεση της θρησκείας στην ίδια την κοινωνική φύση της ζωής. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που όσο κι αν το ιερό υποβαθμίστηκε αρχικά μπροστά στην προέλαση του ορθολογισμού, καθόλου δεν εξοβελίστηκε τελικά από τις κοινωνίες. Αντίθετα μάλιστα εξελίχθηκε, μέσα από ποικίλες μεταμορφώσεις, για να υπηρετήσει συχνά νέες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τις αντίστοιχες δομές που οι τελευταίες κάθε φορά υπαγόρευαν.
Δε θα ήταν μάλιστα καθόλου άστοχο αν υποστηρίζαμε πως η χρεοκοπία των ιδεολογιών της νεωτερικότητας, η αποτυχία και η προδοσία των ενδοκοσμικών μεσσιανικών οραμάτων, η απουσία και η νάρκωση των κοινωνικών κινημάτων, η σχετικοποίηση των οραμάτων της αριστεράς απέναντι στον οδοστρωτήρα του καταναλωτισμού, αλλά και μια διαφαινόμενη συνολική ψυχική κατάρρευση των κοινωνιών, εκτός από τον πολιτικό σκεπτικισμό που παράγουν, προσδίδουν σήμερα νέα διάσταση στο ζήτημα του ιερού στο κατώφλι της μετανεωτερικότητας. Μπρος στο μετέωρο του βίου, το απειλητικό φάσμα του μηδενός και την απουσία συνεκτικού κοινωνικού και υπαρξιακού νοήματος, νέα παιδιά ντύνονται “ιερά εκρηκτικά” και σκορπούν το θάνατο, ικανοποιώντας μια βαθιά κι ανεκπλήρωτη ανάγκη θυσίας.
Το ιερό επανέρχεται για να εκδικηθεί. Κι η αποτυχία των νεωτερικών κοινωνιών σε σχέση με την πρόσληψή του βρίσκεται, νομίζω, ακριβώς εκεί. Ότι υποτιμώντας το και οδηγώντας το στην απώλεια του οραματικού χαρακτήρα του -ενδοκοσμικού και υπερβατικού συνάμα- το εγκατέλειψαν τελικά να εκπέσει σε μορφές εκκοσμικευμένων θρησκειών οπαδικού και φονταμενταλιστικού τύπου με μοιραία κατάληξη να πάψει τελικά να υπηρετεί αυτό που εξαρχής επαγγέλθηκε. Την αναμέτρησή του με τα αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξης: το αίνιγμα του κακού, το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, τη συλλογική νοηματοδότηση του βίου, αλλά και την επίπονη προσπάθεια μεταμόρφωσης του κόσμου μέσα απ’ την ταπεινή αίσθηση του μέτρου και τη συνείδηση της τραγικότητας, που η παρουσία του καταγωγικά υποβάλλει.
Εγκολπώθηκε το ιερό, συν τω χρόνω, τα κατώτερα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και μετεξελίχθηκε σταδιακά σε όχημα επιβολής εξουσιατικής ισχύος, συχνά μάλιστα μέσα απ’ την ύποπτη διαπλοκή του με το κράτος και τη σιωπηλή συνενοχή του ιερατείου. Άλλοτε πάλι, στην πιο αστική και πασιφιστική του εκδοχή, παρέμεινε και παραμένει μια επαναλαμβανόμενη ανούσια συνήθεια συντήρησης εγωκεντρικών κατασφαλίσεων και επανάπαυσης ενοχικών συνειδήσεων.
Σε ό,τι αφορά ωστόσο τα καθ’ ημάς, το στοίχημα για το ιερατείο και συνολικά για τη θεσμική εκκλησία παραμένει ένα: Να μπορέσει να αποβάλει κάποτε τόσο το μανδύα του μάγου της φυλής, που εξουσιάζει συνειδήσεις κάτω από το δεσμευτικό ψυχολογικό δίπολο αμαρτία-ενοχή, όσο και την τυφλή μουμιοποίηση μορφών και τυποποιημένου κηρυγματικού λόγου, για να ντυθεί επιτέλους το λέντιον και να διακονήσει αγαπητικά το ανθρώπινο, πλένοντας τα αποκαμωμένα πόδια της ανθρωπότητας.
Είναι η μοναδική οδός που απέμεινε για ν’ ανοίξει η δίοδος που θα επιτρέψει στο ευαγγελικό μήνυμα να ανακτήσει την αποστειρωμένη του πνευματικότητα και να αναπνεύσει ελεύθερα, υπηρετώντας τη δοξολογική αλήθεια της αγαπητικής αυθυπέρβασης, που πριν χρόνια ο «άθρησκος» Ιησούς ήρθε να προτείνει. Μήπως και βγει έτσι απ’ τη φορμόλη και τη δουλικό κομφορμισμό ο ασύλληπτος ποιητικός λόγος, αλλά και το κρυφό κάλλος της μουσικής και της εικόνας και βρουν εύφορη γη στις κουρασμένες συνειδήσεις.
Για την ώρα πάντως, θυσιάζοντας άπαντες στους διασυνδεδεμένους ναούς του χρήματος, οδηγούμαστε-σιωπηλά και μοιραία-βορά στα σαρκοφάγα δόντια του μόνου ιερού τέρατος που μας απέμεινε να προσκυνούμε. Του χυδαίου κι άπληστου καπιταλισμού, που σαρώνει στο πέρασμά του ιερά και όσια.
Πηγή: artinews.gr
Νίκος Προσκεφαλάς: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου