Σταύρος Λυγερός
Οι ευρωεκλογές κατέδειξαν ότι η πόλωση που καλλιέργησαν οι Τσίπρας και Μητσοτάκης απέδωσε καρπούς. Αθροιστικά το ποσοστό των δύο κομμάτων κινήθηκε για την εποχή και για ευρωεκλογές σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Κι όλα δείχνουν πως στις επικείμενες εθνικές εκλογές πιθανότατα θα υπερβεί το 60%. Με άλλα λόγια, ο δικομματισμός –για την ακρίβεια διπολισμός δεδομένου ότι πάντα υπάρχουν στη σκηνή και οι “μικροί παίκτες”– έστω και αποδυναμωμένος σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες ζει και βασιλεύει.
Αυτό, βεβαίως, δεν οφείλεται στην ικανότητα των δύο σημερινών πρωταγωνιστών. Αυτοί δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να κοπιάρουν τα προηγούμενα δίπολα. Ακόμα και τις ίδιες ατάκες επιστρατεύουν («η καμμένη γη» ξανασερβιρίστηκε από τη ΝΔ), δείχνοντας ότι δεν διαθέτουν ούτε φαντασία για να πλάσουν δικά τους πρωτότυπα συνθήματα.
Μετά από την πρώτη περίοδο διαμόρφωσης (1974-77), το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα διήλθε καμπές και υπέστη κλυδωνισμούς, αλλά κεντρικό σταθερό χαρακτηριστικό του ήταν ο δικομματισμός. Όλες οι κατά καιρούς προσπάθειες ανατροπής του διπολισμού από τα μέσα είχαν κακό τέλος. Μετά από περισσότερο ή λιγότερο χρόνο, οι δύο μεγάλες παρατάξεις (τότε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) επανασυσπειρώνονταν κι απορροφούσαν τα αποσχισθέντα τμήματά τους.
Καθοριστικό ρόλο για την κυριαρχία του διπολισμού έπαιξε το γεγονός ότι από την μεταπολίτευση μέχρι τώρα εφαρμόσθηκαν παραλλαγές της ενισχυμένης αναλογικής. Μόνη εξαίρεση η περίοδος 1989-90, που εφαρμόσθηκε η απλή αναλογική και η οποία οδήγησε στις τρεις αλλεπάλληλες εκλογές και στην αλλαγή του εκλογικού νόμου από την κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη.
Ο διπολισμός, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο εκλογικό σύστημα. Δεν θα είχε κυριαρχήσει για τόσα πολλά χρόνια, εάν δεν στηριζόταν στην πολιτική συναίνεση της μεγάλης πλειονότητας του εκλογικού σώματος. Απλώς, η ενισχυμένη αναλογική τροφοδότησε και εδραίωσε την συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος παλαιότερα στο δίπολο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και τώρα πλέον στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως λειτουργεί ως πόλος στο επίπεδο των γενικών εκλογών, αλλά χωρίς αντίστοιχες ρίζες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό και στις επαγγελματικές ενώσεις.
Πριν ακόμα εκδηλωθεί η οικονομική κρίση και εισέλθουμε στη μνημονιακή εποχή, είχε καταστεί σαφές πως το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης εμφάνιζε έντονα σημάδια κόπωσης. Αυτό που διαφοροποιούσε ποιοτικά εκείνη την κρίση-κόπωση από όλες τις προηγούμενες κρίσεις, λόγω διασπάσεων, ήταν το γεγονός ότι συρρικνωνόταν η πολιτική συναίνεση της κοινωνίας και προς τα δύο κόμματα-πόλους.
Η πολιτική απαξίωση και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έδειχνε να αχρηστεύει τον βασικό μηχανισμό του κοινοβουλευτισμού: Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορούσε να εισπράξει πολιτικά την φθορά της συμπολίτευσης και κατ’ αυτό τον τρόπο να κρατήσει το σύστημα σε ισορροπία. Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις της περιόδου 2007-08, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών θεωρούσε ότι οι “γαλάζιοι” του Κώστα Καραμανλή δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν παραγωγικά κι ότι οι “πράσινοι” του Γιώργου Παπανδρέου δεν αποτελούσαν αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
Πολύ σωστά, οι πολίτες, που δεν ήταν στρατευμένοι στο ένα ή στο άλλο μεγάλο κόμμα, θεωρούσαν ότι τα φαινόμενα παρακμής δεν αποτελούσαν μεμονωμένα θλιβερά περιστατικά, αλλά προϊόντα της νοσηρής κατάστασης, που για πολλά χρόνια δηλητηρίαζε τον δημόσιο βίο. Αυτός ήταν ο λόγος, που οι πολίτες χρέωναν πολιτικά όχι μόνο τη ΝΔ που τότε κυβερνούσε, αλλά και το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ, το οποίο ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για τη γιγάντωση της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Η διπλή αυτή απογοήτευση βιώθηκε από το εκλογικό σώμα ως κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Και εκδηλώθηκε ως ισχυρή τάση συρρίκνωσης της εκλογικής επιρροής και των δύο πυλώνων του. Η –έστω και άνιση– μείωση της εκλογικής επιρροής των δύο τότε κομμάτων εξουσίας ήταν η κύρια όψη της κρίσης, αλλά όχι η μοναδική. Κι αυτό, επειδή το κενό δεν καλυπτόταν πολιτικά από τα μικρότερα κόμματα. Καλυπτόταν εν μέρει και μόνο εκλογικά. Όπως έδειξαν και οι κάλπες του Σεπτεμβρίου 2007, η πολιτική απαξίωση του δικομματισμού τα τροφοδότησε. Πιο εντυπωσιακή ήταν η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, το δημοσκοπικό ποσοστό του οποίου είχε από τότε σημειώσει αξιόλογη άνοδο.
Όπως σημείωνα πριν 11 χρόνια, «η άνοδος αυτή δεν αντανακλούσε πραγματική διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του. Οφείλεται στο γεγονός ότι για πολλούς δυσαρεστημένους ψηφοφόρους λειτουργεί σαν προνομιακό δοχείο για την ψήφο διαμαρτυρίας» (Καθημερινή 16-3-2008). Σε αντίθεση με το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω με ιδιότυπο τρόπο, ήταν εντός του συστήματος.
Το κύμα εισροής ψηφοφόρων αποτελούσε μία μοναδική ευκαιρία ο ΣΥΡΙΖΑ να προσελκύσει ένα μέρος τουλάχιστον από την “εκλογική μετανάστευση” και να κάνει ένα ποσοτικό άλμα. Αυξάνοντας σημαντικά το ποσοστό του, αλλά –όπως έγραφα τότε– «κυρίως εγγράφοντας μία υποθήκη για να μετατραπεί από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας» (Καθημερινή 16-3-2008).
Παρότι ο διπολισμός κλυδωνιζόταν ήταν πολύ μακριά από το να καταρρεύσει. Με τη στάση τους οι πολίτες εκδήλωναν την επιθυμία τους για νέα σχήματα και νέους τρόπους διακυβέρνησης, αλλά όταν βρίσκονταν στην κάλπη υπέκυπταν στον εκλογικό συντηρητισμό. Ο φόβος της ακυβερνησίας είναι πρωτογενής και τόσο ισχυρός, που το 2009, έστω και προσωρινά, ξανάστησε στα πόδια του τον σε κρίση ευρισκόμενο διπολισμό.
Μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο οι σταθερές του βίου όλων σχεδόν των Ελλήνων άρχισαν να ανατρέπονται. Τέτοιου είδους τεκτονικές αλλαγές στο οικονομικό-κοινωνικό επίπεδο ήταν αναπόφευκτο να έχουν επιπτώσεις και στο πολιτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, εκείνη τη φορά, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν, οι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό δεν ήταν αποτέλεσμα διαφωνιών στα ηγετικά κλιμάκια των τότε κομμάτων εξουσίας που κατέληξαν σε αποσχίσεις.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ψήφισε και ταυτίσθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κόμμα με τα Μνημόνια, εξέπεσε από κόμμα εξουσίας με ποσοστά 40%+ σε ένα μικρομεσαίο κόμμα. Τίμημα πλήρωσε και η ΝΔ, αλλά πολύ μικρότερο, κυρίως, επειδή ο Σαμαράς είχε επιλέξει να καταψηφίσει το πρώτο Μνημόνιο.
Από το 2012 φάνηκε ότι το παραδοσιακό δίπολο (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) αντικαθίσταται από το νέο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο εκλογές του 2015 το επιβεβαίωσαν, το ίδιο και οι πρόσφατες ευρωεκλογές αντιστρόφως. Αυτό σημαίνει πως το εν λόγω δίπολο έχει την τάση να ενισχυθεί, παρά τα προαναφερθέντα ελλείμματα του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, και το νέο πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται πλέον με επίσης δύο πρωταγωνιστές-πυλώνες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, σε μία περίοδο που στην ΕΕ –όπως έδειξαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών– εκδηλώνεται έντονα μία αντίστροφη τάση: η απομάκρυνση πολλών ψηφοφόρων από τους παραδοσιακούς πόλους (Χριστιανοδημοκρατία και Σοσιαλδημοκρατία) και ο προσανατολισμός τους σε κόμματα της Ακροδεξιάς, στους ‘Πράσινους’ και σε ιδιότυπα κόμματα όπως το Κίνημα των 5 Αστέρων στην Ιταλία.
Παρά το γεγονός ότι και στις ευρωεκλογές και στις εθνικές εκλογές ο διπολισμός εμφανίζεται σταθερός, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, γεγονός το οποίο επηρεάζει όχι μόνο τα μικρά κόμματα, αλλά και στους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος. Με αυτή την έννοια, η σαρωτική νίκη του Μητσοτάκη στις ευρωεκλογές, που αναμένεται σε γενικές γραμμές να επιβεβαιωθεί και στις εθνικές κάλπες, δεν αποτελεί εγγύηση. Πολλά θα κριθούν από τον τρόπο που θα πολιτευθεί η επόμενη κυβέρνηση και βεβαίως από τον τρόπο που θα αντιδράσει η πολλαπλώς ηττημένη ελληνική κοινωνία.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Οι ευρωεκλογές κατέδειξαν ότι η πόλωση που καλλιέργησαν οι Τσίπρας και Μητσοτάκης απέδωσε καρπούς. Αθροιστικά το ποσοστό των δύο κομμάτων κινήθηκε για την εποχή και για ευρωεκλογές σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Κι όλα δείχνουν πως στις επικείμενες εθνικές εκλογές πιθανότατα θα υπερβεί το 60%. Με άλλα λόγια, ο δικομματισμός –για την ακρίβεια διπολισμός δεδομένου ότι πάντα υπάρχουν στη σκηνή και οι “μικροί παίκτες”– έστω και αποδυναμωμένος σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες ζει και βασιλεύει.
Αυτό, βεβαίως, δεν οφείλεται στην ικανότητα των δύο σημερινών πρωταγωνιστών. Αυτοί δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να κοπιάρουν τα προηγούμενα δίπολα. Ακόμα και τις ίδιες ατάκες επιστρατεύουν («η καμμένη γη» ξανασερβιρίστηκε από τη ΝΔ), δείχνοντας ότι δεν διαθέτουν ούτε φαντασία για να πλάσουν δικά τους πρωτότυπα συνθήματα.
Μετά από την πρώτη περίοδο διαμόρφωσης (1974-77), το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα διήλθε καμπές και υπέστη κλυδωνισμούς, αλλά κεντρικό σταθερό χαρακτηριστικό του ήταν ο δικομματισμός. Όλες οι κατά καιρούς προσπάθειες ανατροπής του διπολισμού από τα μέσα είχαν κακό τέλος. Μετά από περισσότερο ή λιγότερο χρόνο, οι δύο μεγάλες παρατάξεις (τότε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) επανασυσπειρώνονταν κι απορροφούσαν τα αποσχισθέντα τμήματά τους.
Καθοριστικό ρόλο για την κυριαρχία του διπολισμού έπαιξε το γεγονός ότι από την μεταπολίτευση μέχρι τώρα εφαρμόσθηκαν παραλλαγές της ενισχυμένης αναλογικής. Μόνη εξαίρεση η περίοδος 1989-90, που εφαρμόσθηκε η απλή αναλογική και η οποία οδήγησε στις τρεις αλλεπάλληλες εκλογές και στην αλλαγή του εκλογικού νόμου από την κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη.
Ο διπολισμός, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο εκλογικό σύστημα. Δεν θα είχε κυριαρχήσει για τόσα πολλά χρόνια, εάν δεν στηριζόταν στην πολιτική συναίνεση της μεγάλης πλειονότητας του εκλογικού σώματος. Απλώς, η ενισχυμένη αναλογική τροφοδότησε και εδραίωσε την συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος παλαιότερα στο δίπολο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και τώρα πλέον στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως λειτουργεί ως πόλος στο επίπεδο των γενικών εκλογών, αλλά χωρίς αντίστοιχες ρίζες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό και στις επαγγελματικές ενώσεις.
Σημάδια κόπωσης
Πριν ακόμα εκδηλωθεί η οικονομική κρίση και εισέλθουμε στη μνημονιακή εποχή, είχε καταστεί σαφές πως το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης εμφάνιζε έντονα σημάδια κόπωσης. Αυτό που διαφοροποιούσε ποιοτικά εκείνη την κρίση-κόπωση από όλες τις προηγούμενες κρίσεις, λόγω διασπάσεων, ήταν το γεγονός ότι συρρικνωνόταν η πολιτική συναίνεση της κοινωνίας και προς τα δύο κόμματα-πόλους.
Η πολιτική απαξίωση και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έδειχνε να αχρηστεύει τον βασικό μηχανισμό του κοινοβουλευτισμού: Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορούσε να εισπράξει πολιτικά την φθορά της συμπολίτευσης και κατ’ αυτό τον τρόπο να κρατήσει το σύστημα σε ισορροπία. Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις της περιόδου 2007-08, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών θεωρούσε ότι οι “γαλάζιοι” του Κώστα Καραμανλή δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν παραγωγικά κι ότι οι “πράσινοι” του Γιώργου Παπανδρέου δεν αποτελούσαν αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
Πολύ σωστά, οι πολίτες, που δεν ήταν στρατευμένοι στο ένα ή στο άλλο μεγάλο κόμμα, θεωρούσαν ότι τα φαινόμενα παρακμής δεν αποτελούσαν μεμονωμένα θλιβερά περιστατικά, αλλά προϊόντα της νοσηρής κατάστασης, που για πολλά χρόνια δηλητηρίαζε τον δημόσιο βίο. Αυτός ήταν ο λόγος, που οι πολίτες χρέωναν πολιτικά όχι μόνο τη ΝΔ που τότε κυβερνούσε, αλλά και το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ, το οποίο ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για τη γιγάντωση της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Η διπλή απογοήτευση
Η διπλή αυτή απογοήτευση βιώθηκε από το εκλογικό σώμα ως κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Και εκδηλώθηκε ως ισχυρή τάση συρρίκνωσης της εκλογικής επιρροής και των δύο πυλώνων του. Η –έστω και άνιση– μείωση της εκλογικής επιρροής των δύο τότε κομμάτων εξουσίας ήταν η κύρια όψη της κρίσης, αλλά όχι η μοναδική. Κι αυτό, επειδή το κενό δεν καλυπτόταν πολιτικά από τα μικρότερα κόμματα. Καλυπτόταν εν μέρει και μόνο εκλογικά. Όπως έδειξαν και οι κάλπες του Σεπτεμβρίου 2007, η πολιτική απαξίωση του δικομματισμού τα τροφοδότησε. Πιο εντυπωσιακή ήταν η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, το δημοσκοπικό ποσοστό του οποίου είχε από τότε σημειώσει αξιόλογη άνοδο.
Όπως σημείωνα πριν 11 χρόνια, «η άνοδος αυτή δεν αντανακλούσε πραγματική διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του. Οφείλεται στο γεγονός ότι για πολλούς δυσαρεστημένους ψηφοφόρους λειτουργεί σαν προνομιακό δοχείο για την ψήφο διαμαρτυρίας» (Καθημερινή 16-3-2008). Σε αντίθεση με το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω με ιδιότυπο τρόπο, ήταν εντός του συστήματος.
Το κύμα εισροής ψηφοφόρων αποτελούσε μία μοναδική ευκαιρία ο ΣΥΡΙΖΑ να προσελκύσει ένα μέρος τουλάχιστον από την “εκλογική μετανάστευση” και να κάνει ένα ποσοτικό άλμα. Αυξάνοντας σημαντικά το ποσοστό του, αλλά –όπως έγραφα τότε– «κυρίως εγγράφοντας μία υποθήκη για να μετατραπεί από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας» (Καθημερινή 16-3-2008).
Ο φόβος της ακυβερνησίας
Παρότι ο διπολισμός κλυδωνιζόταν ήταν πολύ μακριά από το να καταρρεύσει. Με τη στάση τους οι πολίτες εκδήλωναν την επιθυμία τους για νέα σχήματα και νέους τρόπους διακυβέρνησης, αλλά όταν βρίσκονταν στην κάλπη υπέκυπταν στον εκλογικό συντηρητισμό. Ο φόβος της ακυβερνησίας είναι πρωτογενής και τόσο ισχυρός, που το 2009, έστω και προσωρινά, ξανάστησε στα πόδια του τον σε κρίση ευρισκόμενο διπολισμό.
Μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο οι σταθερές του βίου όλων σχεδόν των Ελλήνων άρχισαν να ανατρέπονται. Τέτοιου είδους τεκτονικές αλλαγές στο οικονομικό-κοινωνικό επίπεδο ήταν αναπόφευκτο να έχουν επιπτώσεις και στο πολιτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, εκείνη τη φορά, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν, οι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό δεν ήταν αποτέλεσμα διαφωνιών στα ηγετικά κλιμάκια των τότε κομμάτων εξουσίας που κατέληξαν σε αποσχίσεις.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ψήφισε και ταυτίσθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κόμμα με τα Μνημόνια, εξέπεσε από κόμμα εξουσίας με ποσοστά 40%+ σε ένα μικρομεσαίο κόμμα. Τίμημα πλήρωσε και η ΝΔ, αλλά πολύ μικρότερο, κυρίως, επειδή ο Σαμαράς είχε επιλέξει να καταψηφίσει το πρώτο Μνημόνιο.
Ο νέος διπολισμός
Από το 2012 φάνηκε ότι το παραδοσιακό δίπολο (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) αντικαθίσταται από το νέο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο εκλογές του 2015 το επιβεβαίωσαν, το ίδιο και οι πρόσφατες ευρωεκλογές αντιστρόφως. Αυτό σημαίνει πως το εν λόγω δίπολο έχει την τάση να ενισχυθεί, παρά τα προαναφερθέντα ελλείμματα του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, και το νέο πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται πλέον με επίσης δύο πρωταγωνιστές-πυλώνες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, σε μία περίοδο που στην ΕΕ –όπως έδειξαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών– εκδηλώνεται έντονα μία αντίστροφη τάση: η απομάκρυνση πολλών ψηφοφόρων από τους παραδοσιακούς πόλους (Χριστιανοδημοκρατία και Σοσιαλδημοκρατία) και ο προσανατολισμός τους σε κόμματα της Ακροδεξιάς, στους ‘Πράσινους’ και σε ιδιότυπα κόμματα όπως το Κίνημα των 5 Αστέρων στην Ιταλία.
Παρά το γεγονός ότι και στις ευρωεκλογές και στις εθνικές εκλογές ο διπολισμός εμφανίζεται σταθερός, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, γεγονός το οποίο επηρεάζει όχι μόνο τα μικρά κόμματα, αλλά και στους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος. Με αυτή την έννοια, η σαρωτική νίκη του Μητσοτάκη στις ευρωεκλογές, που αναμένεται σε γενικές γραμμές να επιβεβαιωθεί και στις εθνικές κάλπες, δεν αποτελεί εγγύηση. Πολλά θα κριθούν από τον τρόπο που θα πολιτευθεί η επόμενη κυβέρνηση και βεβαίως από τον τρόπο που θα αντιδράσει η πολλαπλώς ηττημένη ελληνική κοινωνία.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου