Κυριακή Μπεϊόγλου
Ανέβαινε το λιθόστρωτο και ήλπιζε πως θα καταφέρει να φτάσει στην κορφή του λόφου πριν ο ήλιος ψηλώσει τόσο ώστε να αρχίσει να κάνει αδύνατη την ανάβαση προς το κάστρο τόσο των ανθρώπων όσο και των μικρών ερπετών που τον ακολουθούσαν. Το νησί κοιμόταν ακόμα ήσυχο στο βαθύ καλοκαίρι, αποκαμωμένο κι αυτό από τον καύσωνα.
Δύο νησιώτισσες μαυροντυμένες συζητούσαν χαμηλόφωνα, για να μην ξυπνήσουν τα «rooms to let». Σταμάτησαν για λίγο την κουβέντα και τον κοίταξαν με περιέργεια και καχυποψία. Εκείνος χαμογέλασε και τις προσπέρασε αργά, για να τις διευκολύνει να τον παρατηρήσουν καλύτερα. Άρχισε πλέον να βλέπει καθαρά τη φαρδιά πρόσοψη του κάστρου.
Αναστέναξε και προσπάθησε να απωθήσει από το μυαλό του τις τελευταίες εικόνες που είχε από την πόλη, πριν επιβιβαστεί στο πλοίο. Εικόνες μιας θολής πόλης, οι άστεγοι γύρω από τον ηλεκτρικό με την απελπισία αποτυπωμένη στο σώμα αλλά και στο βλέμμα, κυρίως στο βλέμμα. Οικογένειες μεταναστών κρατιόντουσαν από το χέρι και περπάταγαν πέρα δώθε στην αποβάθρα, τι γύρευαν;,τι περίμεναν;. Οι τουρίστες σε ζευγάρια φορτωμένοι τις διακοπές στις πλάτες τους, βάρος πολύ βάρος. Και μοναχικές βαλίτσες ανάμεσά τους έψαχναν ένα δρόμο.
Έλειπε ο αέρας. Έλειπε οξυγόνο. Στένεψε ο κόσμος ξαφνικά.
Γι' αυτό κι εκείνος, με το που άνοιξε το πρώτο βλέφαρο στο νησί, είπε «θα πάω εκεί πάνω ψηλά στο κάστρο και σαν τον Αίγαγρο θα παρατηρήσω τον κόσμο».
Ετσι, λοιπόν, «πήδηξε ο Αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες. Ο Αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν». Ο κάτω κόσμος τον καλεί: “Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις”. Ο Αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας»(Α. Εμπειρίκος).
Αχ και πόσο θα ’θελε να μοιάσει σε τούτο το ζώο. Ξέρει πως δεν θα τα καταφέρει. Μα τώρα να, έστω και για λίγο, μπορεί να κοιτά από ψηλά τη γραμμή της βαθιάς θάλασσας και να νιώθει σαν άνθρωπος αυτόνομος, ανεξάρτητος, μακριά από τους συμβιβασμούς, ευτυχής, απεγκλωβισμένος από την πολιτεία εκείνη που με μύριους τρόπους τον κρατά φυλακισμένο. Εστω και για λίγο.
Πηγή: efsyn.gr
Κυριακή Μπεϊόγλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Ανέβαινε το λιθόστρωτο και ήλπιζε πως θα καταφέρει να φτάσει στην κορφή του λόφου πριν ο ήλιος ψηλώσει τόσο ώστε να αρχίσει να κάνει αδύνατη την ανάβαση προς το κάστρο τόσο των ανθρώπων όσο και των μικρών ερπετών που τον ακολουθούσαν. Το νησί κοιμόταν ακόμα ήσυχο στο βαθύ καλοκαίρι, αποκαμωμένο κι αυτό από τον καύσωνα.
Δύο νησιώτισσες μαυροντυμένες συζητούσαν χαμηλόφωνα, για να μην ξυπνήσουν τα «rooms to let». Σταμάτησαν για λίγο την κουβέντα και τον κοίταξαν με περιέργεια και καχυποψία. Εκείνος χαμογέλασε και τις προσπέρασε αργά, για να τις διευκολύνει να τον παρατηρήσουν καλύτερα. Άρχισε πλέον να βλέπει καθαρά τη φαρδιά πρόσοψη του κάστρου.
Αναστέναξε και προσπάθησε να απωθήσει από το μυαλό του τις τελευταίες εικόνες που είχε από την πόλη, πριν επιβιβαστεί στο πλοίο. Εικόνες μιας θολής πόλης, οι άστεγοι γύρω από τον ηλεκτρικό με την απελπισία αποτυπωμένη στο σώμα αλλά και στο βλέμμα, κυρίως στο βλέμμα. Οικογένειες μεταναστών κρατιόντουσαν από το χέρι και περπάταγαν πέρα δώθε στην αποβάθρα, τι γύρευαν;,τι περίμεναν;. Οι τουρίστες σε ζευγάρια φορτωμένοι τις διακοπές στις πλάτες τους, βάρος πολύ βάρος. Και μοναχικές βαλίτσες ανάμεσά τους έψαχναν ένα δρόμο.
Έλειπε ο αέρας. Έλειπε οξυγόνο. Στένεψε ο κόσμος ξαφνικά.
Γι' αυτό κι εκείνος, με το που άνοιξε το πρώτο βλέφαρο στο νησί, είπε «θα πάω εκεί πάνω ψηλά στο κάστρο και σαν τον Αίγαγρο θα παρατηρήσω τον κόσμο».
Ετσι, λοιπόν, «πήδηξε ο Αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες. Ο Αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν». Ο κάτω κόσμος τον καλεί: “Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις”. Ο Αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας»(Α. Εμπειρίκος).
Αχ και πόσο θα ’θελε να μοιάσει σε τούτο το ζώο. Ξέρει πως δεν θα τα καταφέρει. Μα τώρα να, έστω και για λίγο, μπορεί να κοιτά από ψηλά τη γραμμή της βαθιάς θάλασσας και να νιώθει σαν άνθρωπος αυτόνομος, ανεξάρτητος, μακριά από τους συμβιβασμούς, ευτυχής, απεγκλωβισμένος από την πολιτεία εκείνη που με μύριους τρόπους τον κρατά φυλακισμένο. Εστω και για λίγο.
Πηγή: efsyn.gr
Κυριακή Μπεϊόγλου: Σχετικά με τον συντάκτη
(Ομολογουμένως καλλιτεχνικότατη) συναισθηματική αντίδραση σε μια αμείλικτη πραγματικότητα που μόνο λογικά μπορούν να αντιμετωπιστούν οι αιτίες της και λογικά και συλλογικά να αντιμετωπιστούν. Αλλά, με βάση τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα που να βρεθεί η έρμη η λογική;
ΑπάντησηΔιαγραφή