Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Χρήσιμοι κι ενεργοί και οι δύο…

Του Ρούντι Ρινάλντι


Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο εδώ και καιρό και η εναλλαγή αναμενόμενη. Για όποιον είχε αμφιβολίες ή αυταπάτες, οι ευρωεκλογές έπρεπε να τον ξυπνήσουν. Η 7η Ιουλίου έδειξε όχι μόνο μια ακριβή αντιστροφή των αριθμών ανάμεσα στο 2015 και το 2019, αλλά και ορισμένες βαθύτερες τάσεις που ανακουφίζουν –έστω προσωρινά– τις δομικές και συστημικές δυνάμεις.

Η ποσοτική πλευρά


Ας ξεκινήσουμε με τα εύκολα. Μέσα σε ένα περίπου μήνα οι δύο μονομάχοι αύξησαν την εκλογική τους δύναμη κατά 800.000 ψηφοφόρους, με τη συμμετοχή να μην αυξάνεται ανάμεσα στις δύο εκλογικές διαδικασίες. Τέλη Μαΐου, συγκέντρωσαν μαζί περίπου 3.215.000 ψήφους και ποσοστό 56.9%, αρχές Ιουλίου 4.032.000 ψήφους και ποσοστό 71.4%. Δεν ήταν η Ν.Δ. που πέτυχε την μεγαλύτερη αύξηση (378.000) αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ (437.000). Με αυτά τα νούμερα η Ν.Δ. κέρδισε την αυτοδυναμία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ήττα στις ευρωεκλογές, κατάφερε να ξεπεράσει το 30% και αυτό σίγουρα αποτελεί επιτυχία.

Στη νέα Βουλή μονάχα ένα κόμμα δεν έχει ψηφίσει μνημόνια (ΚΚΕ). Όλα τα άλλα, παλιά και νέα, έχουν ψηφίσει το 1ο, το 2ο ή το 3ο μνημόνιο. Η αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» έχει σβηστεί εντός του πολιτικού φάσματος.

Σχηματισμοί που εμφανίστηκαν και έπαιξαν κάποιο ρόλο στα 10 χρόνια της αναταραχής (ΑΝ.ΕΛ., Ποτάμι, Χ.Α., Ε.Κ., ΔΗΜ.ΑΡ.) βρίσκονται εκτός βουλής, διαλύθηκαν ή είναι υπό διάλυση, όταν το 2015 συγκέντρωναν περίπου ένα εκατομμύριο ψήφους.

Η Αριστερά αντιπροσωπεύεται μόνο από το ΚΚΕ εντός Βουλής και μάλιστα με έντονα συρρικνωμένη τη δύναμή της. Εκλογικά βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της σε όλη τη Μεταπολίτευση (353.000 ψήφοι). Το 2012, μόνο του το ΚΚΕ είχε 536.000 ψήφους, η ΔΗΜ.ΑΡ. 386.000, ο ΣΥΡΙΖΑ 1.061.928, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ 75.410, το ΚΚΕ (μ-λ) 16.100.

Πέρα από το ΚΚΕ διασώζονται κάπως το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη (194.000 ψήφους) και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου (82.000). Στο παρελθόν βέβαια είχαμε εκφράσεις αμφισβήτησης και ριζοσπαστισμού που δεν ήταν αποκλειστικά αριστερής κοπής. Για παράδειγμα, οι Οικολόγοι 173.000 ψήφους το 2009 και 185.000 το 2012, το «Δεν Πληρώνω» με 55.500 ψήφους το 2012, το ΕΠΑΜ με 55.500 ψήφους το 2012.

Η ποιοτική πλευρά (και η πιο σημαντική)


Με τα εκλογικά αποτελέσματα των δύο αναμετρήσεων και ειδικά με αυτό των εθνικών εκλογών, έχουμε ένα μεγάλο «ξαναμάντρωμα» του εκλογικού σώματος σε έναν διπολισμό που τείνει να λειτουργεί με τα δικομματικά πρότυπα. Με τον συσχετισμό που καταγράφεται μπαίνει τέλος σε μια περίοδο έντονης αποσταθεροποίησης και μετωπικής αντίθεσης του κόσμου προς το πολιτικό σύστημα. Επέρχεται μια «κανονικότητα», εντός της νέας πραγματικότητας που δημιούργησαν τα ταραγμένα χρόνια και η έκβαση της αναταραχής, της αφλογιστίας και των αδυναμιών του αντιμνημονιακού κινήματος. Της ανάθεσης και της αποδοχής μιας πραγματικότητας ελλείψει άλλης διεξόδου.

Η επιτυχία για τις συστημικές δυνάμεις είναι μεγάλη. Αφενός ο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφερε την κοινωνική ηρεμία και με αυτό τον τρόπο προχώρησαν ρυθμίσεις που θα ήταν αδύνατο να περάσουν οι παραδοσιακοί φορείς. Αφετέρου, στην πορεία εξαϋλώθηκαν όλοι οι σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση και μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων οδηγήθηκε στα πλαίσια του διπολισμού (71%), συν το 8% του ΚΙΝΑΛ.

Ο ριζοσπαστισμός δεν έχει πλέον άμεση έκφραση (παρά ελάχιστη μέσα από το ΜέΡΑ25), συστρέφεται, περικλείνεται στο εαυτό του, προτιμά την αποχή. Το 42% δεν είναι διόλου μικρό ποσοστό. Μέρος της αποχής ήταν συνειδητή επιλογή απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα σημαδεμένο και σε πολιτικές εκφράσεις που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη.

Το καταλάγιασμα του κοινωνικού αναβρασμού οδηγεί σε μια μονοτονία στην πολιτική σκηνή. Ο πολιτικός βίος δεν παρουσιάζει ποικιλία, πάθος, στόχους. Έχει καλουπωθεί στις προδιαγραφές μιας μετανεωτερικής αποικίας που νομίζει ότι οδηγείται στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, όταν αυτή χάνεται ήδη στην Ευρώπη. (Το τρέμουλο της Μέρκελ, εκτός από πρόβλημα που δημιουργεί εντύπωση και συμπάθεια σε πολύ κόσμο, έχει πρόδηλο συμβολικό χαρακτήρα για την Ευρώπη).

Ανοίγει λοιπόν ένας νέος κύκλος με διαφορετικά χαρακτηριστικά και σε δυσκολότερους όρους για την λαϊκή υπόθεση. Τα κύματα του προηγούμενου κύκλου έχουν καταλαγιάσει για τα καλά, αφού η κοινωνία δεν βρήκε καμιά εναλλακτική, κανένα ρεαλιστικό δρόμο ή μονοπάτι για να βαδίσει, αφού δοκίμασε πολλά και φυσικά αφού έπαθε πολλά. Με το καλό ή με το στανιό εμπέδωσε ότι μόνο αν εργαστεί κανείς σκληρά και μάλλον ατομικά μπορεί ίσως κάτι να καταφέρει. Εμπέδωσε πως είναι κανονικότητα να βρει το παιδί του δουλειά με 300 ή 400 ευρώ. Όχι, δεν έχει ξεχάσει τι έγινε, ούτε τι είναι ο καθένας. Απλά δεν έχει αντοχές, απαντοχές, δεν έχει από πού να πιαστεί, που να ακουμπήσει και να σταθεί. Όλοι την διέψευσαν και δεν πιστεύει σε κανέναν. Δεν μπορεί τα μεγάλα λόγια, τις πολλές καταγγελίες, τα λιβανιστήρια. Σε αυτό το περιβάλλον και με αυτή τη γενική ψυχολογία δόθηκε η ψήφος.

Ο κόσμος δεν είναι υποταγμένος, ούτε υποδουλωμένος. Ξέρει απλώς ότι δεν τον παίρνει αλλιώς. Η κοινωνική πραγματικότητα και ό,τι συμβαίνει γύρω του (νιώθει και μεγαλύτερες απειλές ή εθνικούς κινδύνους) τον οδηγούν στο να είναι ρεαλιστής και προσγειωμένος. Τι του μένει; Σκληρή δουλειά, αγώνας επιβίωσης του ίδιου και της οικογένειάς του. Τα άλλα θα βρεθούν στην πορεία. Δεν έχει την πολυτέλεια των φωνασκιών, των άσκοπων και χωρίς ελπίδα αγώνων που εξαγγέλλουν σχηματισμοί που τους θεωρεί ξεπερασμένους και αναποτελεσματικούς. Το λαϊκό κίνημα ηττήθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαθίδρυσε ως κανονικότητα και λογική κατάσταση τη χαμοζωή. Πάνω σε αυτή την κοινωνική υποχώρηση ήρθε να κουμπώσει η επιτυχία του διπολισμού. Γι’ αυτό λοιπόν δε στέκει να μιλάμε για απλή αντιστροφή του συσχετισμού ανάμεσα στα δύο κόμματα σε σχέση με το 2015. Ανοίγει ένας κύκλος αφού έχει επέλθει μια ήττα και έχει φανεί καθαρά ότι ο αντιμνημονιακός χώρος δεν μπόρεσε να γεννήσει ή να συνθέσει μια εναλλακτική πρόταση διεξόδου. Κι αυτό μόνο σαν διαπίστωση δεν φτάνει. Πρέπει να ακολουθήσει το πιο βασανιστικό ερώτημα: Γιατί; Και ακόμα περισσότερο μια καθαρή απάντηση. Αλλιώς οι αυτοκριτικές είναι τουλάχιστον υποκριτικές.

Και οι δύο χρειαζούμενοι – Όλοι χαρούμενοι


Ας σκεφτούμε ξανά το τι συνέβη μέσα σε δύο μήνες. Δυο εκλογικές διαδικασίες, εναλλαγή της Ν.Δ. στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα αυτοδύναμα. Κι όμως ο τρόπος που έγιναν όλα αυτά έχει ενδιαφέρον κι είναι ενδεικτικός: Ήσυχα, εντός «πολιτικού πολιτισμού» και κυρίως χωρίς άμεσες, φανερές παρεμβάσεις και πιέσεις από θεσμούς και πρεσβείες (ενώ παρακολουθούσαν στενά το παιχνίδι). Θα διαπιστώσουμε έτσι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα χρήσιμος παίκτης. Φορέας λειτουργικός και αναγκαίος σε μια διπολική-δικομματική λειτουργία και με αυτή την έννοια δεν έπρεπε να πέσει στα τάρταρα. Η τακτική της Ν.Δ. μπορεί να οδήγησε στην αυτοδυναμία αλλά παράλληλα, ειδικά τον τελευταίο μήνα, άφησε την πρωτοβουλία στον Τσίπρα. Μπορεί αυτός να μην κατόρθωσε να γυρίσει το παιχνίδι αλλά χρησιμοποιώντας την πολιτική –κι όχι κάτι άλλο– παραμένει σημαντικά παρών. Ο μεγάλος του αντίπαλος, ο ΣΚΑΙ, του πρόσφερε τρεις ώρες άμεσης επαφής με ένα κοινό και τα επιχειρήματά του έπιασαν τόπο. Ο Τσίπρας δεν ένιωσε εγκαταλελειμμένος από τους δυναμικούς παράγοντες και τις πρεσβείες. Έπρεπε όμως να αποδείξει ότι αντέχει και εντέλει τα κατάφερε. Σαν να είχαν παραγγείλει κάποιες αόρατες δυνάμεις πως χρειάζονται και τους δύο.

Μετά το σοκ των 9,5 μονάδων στις ευρωεκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε αλλαγή της τακτικής και του ύφους του. Έθεσε τα διλήμματα που ήθελε και δημιούργησε μια αντίστροφη δυναμική. Έτσι, αν και έχασε με 8,5 μονάδες διαφορά μπορεί να πορεύεται με ανεβασμένο ηθικό. Η χαρά στις τελετές παραλαβής και παράδοσης μπορεί να αντανακλά το «βάθος» της ποιότητας της αντίθεσης «δεξιάς-αντιδεξιάς» σήμερα στην χώρα. Ίσως να έχουν πάρει το μήνυμα ότι χρειάζονται δυο για να χορέψεις τανγκό…

Ο Πάιατ θα το έλεγε έτσι: It takes two to tango…

Πηγή: e-dromos.gr



Ρούντι Ρινάλντι: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου