Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Καράβια βγήκαν στη στεριά

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου


Άνοιγε νωρίς κάθε πρωί, χαράματα σχεδόν. Τότε δεν καταλάβαινα το γιατί.

Καφενείο ‘’Τα Ωραία Άγραφα’’ έγραφε κρεμασμένη από ένα καρφί, χιλιομαδημένη απ’ των καιρών τα άπληστα στόματα η ταμπέλα. Λειψά τα γράμματα της έχασκαν πάνω απ’ τη σιδερένια πόρτα. Το Α και το Φ έλειπαν και είχαν συμπληρωθεί κακότεχνα από ένα καφετί μαρκαδόρο.

Στριμωγμένο ανάμεσα σε γκρίζες εργατικές πολυκατοικίες, με κανένα δημόσιο κτίριο κοντά του για κίνητρο ύπαρξης, το παλιό καφενείο ήταν σαν μια μικρή κεραμιδένια αντίθεση. Σαν μια παραφωνία στο σωρό του τσιμέντου που το αγκάλιαζε ασφυκτικά. Κάθε πρωί άνοιγε τη τριζάτη πόρτα του και περίμενε, θαρρείς το τίποτα.

Νυσταγμένοι, τσιμπλιασμένοι οι λίγοι περαστικοί, δεν καταδέχονταν ούτε να το κοιτάξουν. Πόσο μάλλον να διαβούν το μίζερο κατώφλι. Λειψή και η επίπλωση. 6-7 φαγωμένα τραπέζια, τριγυρισμένα από παλιομοδίτικες ψάθινες καρέκλες, μα άρτια στοιχισμένες.

Να δεις πώς τις περιεργαζόταν, πώς τις ‘’έκοβε’’ η ματιά του από μακριά. Ένα ποδαρικό να εξείχε, μια πλάτη να αλήτευε, έτρεχε με θυμό να τα συμμορφώσει. Να τα επαναφέρει στη στοίχιση.

Στους δυο τοίχους -σκέτη παραφωνία- αιγαιοπελαγίτικες βαρκούλες αρμένιζαν όλο χάρη τα κάτασπρα κορμιά τους. Και από απέναντι, ανεμόμυλοι φωσφόριζαν σ’ ένα ηλιοβασίλεμα. Βαμμένοι κόκκινοι από τα χρώματα του δειλινού. Και πίσω βαθιά, χανόταν η μάτια του… Τρύπαγε τη βρώμικη αφίσα και χυνόταν στο απέραντο.

Εκεί να έβλεπες πώς γλύκαινε το ανεμόδαρτο βλέμμα του, πώς ημέρωνε το κοίταγμα του αγριμιού, σαν έπαιρνε τη σκόνη με το λερωμένο πανί πάνω απ’ τα ματωμένα φτερά των μύλων. Σαν να ‘θελε να ξορκίσει την ερημιά του χώρου. Σαν να ‘θελε να ημερώσει όλη την αγρίλα των Αγράφων. Σαν να ‘θελε να σκαρφαλώσει το φύσημα του πελάγου πάνω στις ηλιοκαμένες κορφάδες τους, να τις δροσίσει.

«Ήταν το όνειρο μου μια μέρα να ταξιδέψω σ’ όλες τις θάλασσες», μου ‘πε κάποτε... Και μέχρι εκεί απόμεινε ο λόγος. Καμιά συνέχεια... καμιά ελπίδα να ξαλαφρώσει η ψυχή του απ’ το ξομολόγημα.

Άνοιγε νωρίς κάθε πρωί, σχεδόν χαράματα. Μα σήμερα κατάλαβα το γιατί...

Σήμερα, σαν τον έβλεπα να σέρνει το παιδεμένο βλέμμα του από τον ένα τοίχο στον άλλο, τον ένιωσα.

Εκεί ήταν οι Θάλασσες του… τα Ταξίδια του...

Εκεί και το λιμάνι του γαλάζωνε, ανάμεσα στην ομίχλη απ' τα γκρίζα Άγραφα.

Και του κυλούσε.

Και του γελούσε.

Θεέ μου πώς του γελούσε...

Εκεί ήταν και η Ζωή που δεν έζησε. Θαλασσιά, αρωματισμένη απ’ τα κύματα και τα αλμυρίκια.

Ναι, ήταν η Ζωή του που του έγνεφε ανάλαφρα, κρεμασμένη στραβά απ’ το σκούριο καρφί.

Στραβά βαλμένη… μα αφού κυμάτιζε;…
.
Σα να μου φάνηκε πως είδα κουβάδες με χρώμα μπλε δίπλα στο νεροχύτη.

Δε θυμάμαι και καλά, μα γύρευε εψές μπογιατζή.

Να δεις που θα το βάψει όλο γαλάζιο...




Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου