Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Με τα μούτρα στη νομοθέτηση έπεσε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αμέσως μετά την ανάληψη των κυβερνητικών καθηκόντων, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τη θετική συγκυρία που την έφερε στη διακυβέρνηση της χώρας και να εκμεταλλευτεί την απογοήτευση του ΣΥΡΙΖΑ για τη δική του ήττα, αλλά και την εσωστρέφεια που η Ν.Δ. προσδοκά ότι θα επέλθει εν όψει της αναδιοργάνωσής του, η οποία θα λάβει χώρα τους αμέσως επόμενους μήνες.
Η κυβέρνηση, όπως αποκαλύπτουν τα πρώτα δείγματα γραφής, επιχειρεί να συντηρήσει την πολιτική της δυναμική μέσω της ψήφισης και εφαρμογής μέτρων περιορισμένης φορολογικής «ανακούφισης», ώστε να δώσει το «σήμα»
● ότι δεν ήρθε να τιμωρήσει τα λαϊκά στρώματα,
● ότι είναι συνεπής με τις διακηρύξεις της και
● ότι έχει την πρόθεση να κάνει περαιτέρω βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση τα επόμενα χρόνια.
Ταυτοχρόνως επιδιώκει να δώσει το «μεταρρυθμιστικό» της στίγμα στο κράτος, ώστε να δικαιώσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις, αν και σε πρώτη φάση τα βήματα θα είναι μικρά και προσεκτικά, καθώς μέχρι στιγμής δεν έχει διαφανεί η κατεύθυνση που θέλει να δώσει στη δημόσια διοίκηση – αν βεβαίως υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα έτοιμο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, κάτι το οποίο αναμένεται να φανεί τους επόμενους μήνες.
Μια πρώτη ματιά πάντως στις έως τώρα κινήσεις της κυβέρνησης δείχνει ότι, σε πρώτη φάση, η Ν.Δ. θα κινηθεί για μεγάλο διάστημα με τα «καύσιμα» που της έχει αφήσει στο ντεπόζιτο ο ΣΥΡΙΖΑ και θα επιχειρήσει είτε να αξιοποιήσει τη δυναμική που είχε διαμορφωθεί επί της προηγούμενης κυβέρνησης σε αρκετούς τομείς είτε να εκμεταλλευτεί τις αβαρίες που κληρονόμησε ώστε να επιδείξει έργο.
Ερώτημα παραμένει, προς το παρόν, το αν θα βρει αιτίες και αφορμές (κοινώς σκάνδαλα) για να πλήξει στο ηθικό επίπεδο τον αντίπαλό της, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερα μεγάλη αντοχή στις βουλευτικές εκλογές. Η προσπάθεια είναι βέβαιο ότι θα γίνει, αλλά για το αποτέλεσμα ας περιμένουμε...
Το ισχυρότερο «καύσιμο» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.Δ. είναι η πλήρης εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, η οποία επέφερε
● την τυπική έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης,
● τη σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων
● και τη θετική πορεία των αξιολογήσεων από τους μεγάλους χρηματοοικονομικούς οίκους.
Χαρακτηριστική πάντως είναι η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε προ εβδομάδων ο οίκος Fitch για να τεκμηριώσει τη διατήρηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας στη βαθμίδα ΒΒ- με σταθερή προοπτική. Ο οίκος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας βασίζεται στα υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ χώρες με αξιολόγηση ΒΒ και ΒΒΒ. Το προφίλ του κρατικού χρέους είναι ευνοϊκό και οι δημοσιονομικές επιδόσεις της τελευταίας τριετίας υπερβαίνουν χώρες με αξιολόγηση ΒΒ.
Ο οίκος, παρότι εκτιμά πως αποτελούν θετική εξέλιξη οι άμεσες κινήσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης με τις παρεμβάσεις της υπέρ της ανάπτυξης και την προτεραιότητα που θέτει στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αναμένει να δει τα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου πριν προχωρήσει σε αναβάθμιση. Να σημειωθεί πάντως ότι ο Fitch έχει αξιολογήσει υψηλότερα από άλλους οίκους την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Κοινώς, υπάρχει η βάση για περαιτέρω πρόοδο, αλλά χρειάζονται και άλλα δείγματα γραφής και, κυρίως, απτά αποτελέσματα ώστε στις επόμενες αξιολογήσεις η χώρα, με διαδοχικά βήματα, να καταταγεί σε «επενδυτική βαθμίδα» από τους οίκους αξιολόγησης.
Η κατάκτηση άλλωστε αυτού του επιπέδου θεωρείται κρίσιμη για τη δυνατότητα της κυβέρνησης να διεκδικήσει αξιόπιστα τη μείωση των πλεονασμάτων, για την οποία ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δήλωσε στην «Καθημερινή της Κυριακής» (4 Αυγούστου) ότι ήδη έχει αρχίσει το... «ψηστήρι» στους θεσμούς.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η Ν.Δ. μετεκλογικά έχει υποχωρήσει ταχύτατα από τις προεκλογικές υπερβολές «περί καταστροφής που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ», καθώς είναι αυτονόητο ότι η ατεκμηρίωτη καταστροφολογία θα υπονόμευε τη δική της επιχειρηματολογία στην προσπάθεια να διεκδικήσει πράγματα από τους Ευρωπαίους δανειστές της χώρας.
Μια ακόμη σημαντική προϋπόθεση τόσο για θετικότερες αξιολογήσεις όσο και για την αύξηση της αξιοπιστίας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών είναι η ταχεία μείωση των «κόκκινων» δανείων, τομέας στον οποίο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε χαμηλή αποτελεσματικότητα απορροφημένη από τους πολυποίκιλους σκληρούς καυγάδες με τον κεντρικό τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, για τους οποίους η ευθύνη μοιράζεται εξίσου στις δύο πλευρές.
Στο φορολογικό επίπεδο τα... δεκάευρα της μείωσης του ΕΝΦΙΑ δεν απαντούν στο μεγάλο πρόβλημα της υπερφορολόγησης των μικρομεσαίων. Η κυβέρνηση κάνει την αρχή από τις μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων και των μερισμάτων –προσδοκώντας ότι έτσι θα πυροδοτήσει το οικονομικό κλίμα– αλλά τα φυσικά πρόσωπα θα συνεχίσουν να στενάζουν μετά βεβαιότητας και τον επόμενο χρόνο ελπίζοντας σε κάτι θετικό από το 2021.
Να σημειωθεί ακόμη ότι οι κατά καιρούς απόπειρες ρύθμισης χρεών, με κορυφαίο παράδειγμα τον εντελώς αποτυχημένο εξωδικαστικό συμβιβασμό, δεν έχουν λύσει τα μεγάλα προβλήματα χρέους ούτε των επιχειρήσεων ούτε των μισθωτών, καθώς νέα χρέη συνεχίζουν να σωρεύονται πάνω στα παλαιότερα, ρυθμισμένα ή όχι. Συνεπώς η νέα ρύθμιση χρεών, που άρχισε επί ΣΥΡΙΖΑ και επεκτείνεται τώρα από τη Ν.Δ., δύσκολα θα προσφέρει θεαματικές ανάσες σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης δεν χρειάστηκε πολύ καιρό για να κάνει σημαντικά βήματα πίσω από τις προεκλογικές υπερβολές ότι μόλις μια εβδομάδα μετά τις κάλπες θα έμπαιναν... μπουλντόζες στο Ελληνικό. Όπως σημείωσε τις πρώτες μέρες του Αυγούστου, «το έργο θα μπορούσε να ξεκινήσει μέχρι το τέλος του χρόνου, αυτός είναι ο στόχος μας και γι’ αυτό εργαζόμαστε».
Προσδιόρισε δε ως επόμενους άμεσους στόχους τις «φρεναρισμένες» επενδύσεις σε Κασσιόπη, Αφάντου και ΕΛΒΟ.
Βεβαίως το στοίχημα της ανάπτυξης δεν θα «παιχτεί» ούτε στο Ελληνικό –μια επένδυση ήδη προεξοφλημένη, από την οποία κέρδη μπορούν να υπάρξουν μόνο στις εντυπώσεις– ούτε στις προαναφερθείσες εκκρεμείς –τουριστικές κατά βάση– επενδύσεις, αφού πρόκειται για πρότζεκτ που απλώς περιμένουν την υλοποίησή τους.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τουριστικοί κολοσσοί το προηγούμενο διάστημα έχουν ήδη επιλέξει την Ελλάδα ως επενδυτικό «Ελντοράντο» και έχουν δηλώσει ότι η παρουσία τους στη χώρα μας αποκτά ήδη μονιμότερα χαρακτηριστικά και θα συνοδευτεί από επενδύσεις με χρονικό ορίζοντα δεκαετιών. Ήδη σε επίπεδο ξενοδοχείων το χρήμα ρέει με ταχείς ρυθμούς.
Ένα σημαντικό ερώτημα επ’ αυτού όμως είναι εάν θα επιτευχθεί μια τουριστική ανάπτυξη στοιχειωδώς ισορροπημένη, με κανόνες, των οποίων η τήρηση θα διασφαλίσει τις φυσικές και κοινωνικές αντοχές της χώρας, θα δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή και τη βιομηχανία, θα οδηγήσει σε ενίσχυση των υποδομών και θα αποφύγει παρακμιακά φαινόμενα τα οποία ήδη προκαλούν σφοδρές κοινωνικές αντιδράσεις σε ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία και η Ολλανδία.
Οι μέχρι στιγμής επιλογές της Ελλάδας δείχνουν ότι διεκδικεί όλο και μεγαλύτερα μερίδια τουριστικών αφίξεων χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σχεδιασμό.
Ένα ακόμη ερώτημα αποτελεί η λεγόμενη παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας, κεφάλαιο στο οποίο ουδείς, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ύστερα, μπορεί να αισθάνεται υπερήφανος για τα επιτεύγματά του. Προς το παρόν ο υπεραναπτυσσόμενος τριτογενής τομέας δεν μπορεί να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα του πρωτογενούς και του δευτερογενούς ούτε να καλύψει τις συνέπειες από την αποδυνάμωσή τους.
Χαρακτηριστική των προβλημάτων που αναζητούν λύση είναι η ανακοίνωση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στις 25 Ιουλίου, ύστερα από την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης στη Βουλή, η οποία καλωσορίζει μεν «τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης» ως «ιδιαίτερα θετικά», αλλά δεν αργεί να περάσει στο παρασύνθημα:
● επιφυλάξεις ως προς το αποτέλεσμα,
● παροτρύνσεις για «κανονιστική συμμόρφωση» και «χρηστή διακυβέρνηση»,
● αλλά και ένα είδος... αυτοκριτικής (!) για «στρεβλές ιδεολογικές αντιλήψεις» και «κακές επιχειρηματικές πρακτικές».
Ιδού το ενδιαφέρον απόσπασμα:
«Η νέα εποχή της επιχειρηματικότητας πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυξημένη υπευθυνότητα με απόλυτη προσήλωση στην κανονιστική συμμόρφωση, τη χρηστή διακυβέρνηση, την εξωστρέφεια, την καινοτομία, αλλά και τη δίκαιη κατανομή του παραγομένου αποτελέσματος μεταξύ των μετόχων, του κράτους, των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Η υγιής και υπεύθυνη επιχειρηματικότητα οφείλει να αποδείξει στην πράξη ότι αξίζει να αναγνωρίζεται ως ο βασικός αναπτυξιακός πυλώνας της χώρας, ώστε να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την κοινωνία, την ελκυστικότητα της εικόνας της σε αυτήν, αφήνοντας πίσω στρεβλές ιδεολογικές αντιλήψεις, αλλά και κακές επιχειρηματικές πρακτικές».
Θα έχει πάντως ενδιαφέρον να δούμε εάν ο ΣΕΒ θα επιμείνει και στο μέλλον στα σημεία της ανακοίνωσης που αφορούν τον... εαυτό του, καθώς η παράδοση που θέλει την αστική τάξη της χώρας να αποφεύγει το ρίσκο και να απομυζά οτιδήποτε δημόσιο για να αναπαραχθεί μάλλον χρειάζεται πολύ χρόνο για να ανατραπεί.
Επιπλέον σοβαρό «κρας τεστ» για την κυβέρνηση θα αποτελέσει η ΔΕΗ, καθώς η Ν.Δ. στο παρελθόν είχε αναλάβει να διαχειριστεί δημόσιες επιχειρήσεις σε κατάσταση κρίσης, αλλά με απογοητευτικά αποτελέσματα. Κορυφαίο ίσως παράδειγμα αποτελεί η... μακαρίτισσα Ολυμπιακή Αεροπορία.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, η επενδυτική ομαλότητα που κατακτήθηκε τα προηγούμενα χρόνια θα αποτελέσει καύσιμο για τη Ν.Δ., η οποία και στο πεδίο αυτό θα κινηθεί αρχικά πάνω σε ήδη υπάρχουσες ράγες και θα επιχειρήσει να βελτιώσει τις εθνικές επιδόσεις. Το ερώτημα είναι αν θα το επιχειρήσει βάλλοντας κατά των εργασιακών δικαιωμάτων σε μεγάλη κλίμακα.
Στον τομέα της εκπαίδευσης η Ν.Δ. φαίνεται πως επιλέγει πολύ προσεκτικά βήματα και, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δεν θα επιχειρήσει μείζονες ανατροπές. Η Νίκη Κεραμέως –δίνοντας, κατά πολλούς, το στίγμα των κατευθύνσεων που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση στο σύνολο των τομέων του κράτους– έχει ήδη αναγγείλει ότι θα γίνουν βήματα κατόπιν μελέτης σε ό,τι αφορά το εξεταστικό και ότι προς το παρόν θα επιφέρει ρυθμιστικές παρεμβάσεις διευκόλυνσης των υποψήφιων φοιτητών.
Κατά συνέπεια, οι όποιες αλλαγές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θα πρέπει να αναμένονται από το σχολικό έτος 2020-21 και ύστερα.
Προς το παρόν η νέα υπουργός Παιδείας επιλέγει μια ιδεολογική σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ μέσω της αλλαγής στο καθεστώς του πανεπιστημιακού ασύλου, καθώς η κυβέρνηση θεωρεί πως σε θέματα τάξης –με την ευρύτερη δυνατή έννοια– έχει σαφές προβάδισμα έναντι του αντιπάλου της στα μεσαία και τα λαϊκά στρώματα λόγω των αμφιλεγόμενων έως κακών κυβερνητικών επιδόσεων των αντιπάλων της σε αυτόν το τομέα.
Ωστόσο οι προκλήσεις είναι ήδη πάρα πολλές και οι κυβερνήσεις εδώ και πολλά χρόνια, πέρα από ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά μικρής σημασίας παρεμβάσεις, δεν έχουν κάνει ούτε βήμα παραπέρα, με συνέπεια ένας τομέας κρίσιμος για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας να παραμένει έρμαιο αλλεπάλληλων ανατροπών, ακόμη και στο πλαίσιο της διαδοχής υπουργών της ίδιας κυβέρνησης.
Ανάλογη είναι η επιλογή και στον τομέα της Ασφάλειας του Πολίτη, όπου η υπουργοποίηση του πολύ έμπειρου στα θέματα της αρμοδιότητάς του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη αποσκοπεί, θεωρητικά, στον εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους. Ωστόσο τα εμπόδια στον εν λόγω τομέα είναι πολλά, ενώ και κάποιες επιλογές της κυβέρνησης ήδη θεωρούνται, αν μη τι άλλο, προβληματικές.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ν.Δ., για να τηρήσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις, θα πρέπει να προχωρήσει σε μια γενναία ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων με μέσα μεταφοράς, καθώς οι ελλείψεις ήταν χαώδεις ήδη πριν από την κρίση και επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο στη διάρκειά της.
Επιπλέον θα πρέπει να δώσει έμφαση στην αστυνόμευση στη γειτονιά, καθώς τα σπίτια είναι ο κατ’ εξοχήν στόχος πλήθους συμμοριών, οι οποίες στη διάρκεια της κρίσης έχουν στοχοποιήσει το... κομπόδεμα που ακόμη (κακώς) κρατάει εκτός τράπεζας μεγάλο ποσοστό των πολιτών, ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας.
Το πιο σύνθετο ωστόσο ζήτημα είναι το κέντρο της Αθήνας, στο οποίο τα Εξάρχεια, τα οποία για λόγους εντυπώσεων έφερε σε πρώτο πλάνο η Ν.Δ. ως αντιπολίτευση, είναι μόνο μια παράμετρος. Τα περισσότερα από τα μεγάλα προβλήματα του κέντρου σε αυτόν τον τομέα αναδείχθηκαν με ξεκάθαρο τρόπο στο πλαίσιο των προεκλογικών εκστρατειών των υποψηφίων για τον Δήμο Αθηναίων, οπότε κατέστη απολύτως σαφές ότι το ζήτημα της ασφάλειας είναι αλληλένδετο και αλληλεξαρτώμενο με άλλα κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως
● η διαχείριση του μεταναστευτικού,
● η αρνητική επίδραση του Airbnb,
● η εγκατάλειψη του κέντρου από τους Αθηναίους,
● η ανάγκη για αναπλάσεις, για την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, για την προσέλκυση νέων εργαζομένων και κατοίκων και άλλα πολλά.
Συνεπώς η όποια πολιτική ασφάλειας στο ευρύτερο κέντρο δεν θα επαρκεί εάν περιοριστεί στα αστυνομικά μέτρα και στις αναδιαρθρώσεις των σωμάτων ασφαλείας. Ήδη άλλωστε έχει επικριθεί από στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας η επιλογή της κυβέρνησης να εστιάσει τις προσλήψεις νέων αστυνομικών αποκλειστικά στο σώμα των ειδικών φρουρών.
Πηγή: topontiki.gr
Σταύρος Χριστακόπουλος: Σχετικά με το Συντάκτη
Θα διεκδικήσει τους στόχους της βασιζόμενη στην έξοδο από το μνημόνιο
Με τα μούτρα στη νομοθέτηση έπεσε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αμέσως μετά την ανάληψη των κυβερνητικών καθηκόντων, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τη θετική συγκυρία που την έφερε στη διακυβέρνηση της χώρας και να εκμεταλλευτεί την απογοήτευση του ΣΥΡΙΖΑ για τη δική του ήττα, αλλά και την εσωστρέφεια που η Ν.Δ. προσδοκά ότι θα επέλθει εν όψει της αναδιοργάνωσής του, η οποία θα λάβει χώρα τους αμέσως επόμενους μήνες.
Η κυβέρνηση, όπως αποκαλύπτουν τα πρώτα δείγματα γραφής, επιχειρεί να συντηρήσει την πολιτική της δυναμική μέσω της ψήφισης και εφαρμογής μέτρων περιορισμένης φορολογικής «ανακούφισης», ώστε να δώσει το «σήμα»
● ότι δεν ήρθε να τιμωρήσει τα λαϊκά στρώματα,
● ότι είναι συνεπής με τις διακηρύξεις της και
● ότι έχει την πρόθεση να κάνει περαιτέρω βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση τα επόμενα χρόνια.
Ταυτοχρόνως επιδιώκει να δώσει το «μεταρρυθμιστικό» της στίγμα στο κράτος, ώστε να δικαιώσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις, αν και σε πρώτη φάση τα βήματα θα είναι μικρά και προσεκτικά, καθώς μέχρι στιγμής δεν έχει διαφανεί η κατεύθυνση που θέλει να δώσει στη δημόσια διοίκηση – αν βεβαίως υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα έτοιμο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, κάτι το οποίο αναμένεται να φανεί τους επόμενους μήνες.
Μια πρώτη ματιά πάντως στις έως τώρα κινήσεις της κυβέρνησης δείχνει ότι, σε πρώτη φάση, η Ν.Δ. θα κινηθεί για μεγάλο διάστημα με τα «καύσιμα» που της έχει αφήσει στο ντεπόζιτο ο ΣΥΡΙΖΑ και θα επιχειρήσει είτε να αξιοποιήσει τη δυναμική που είχε διαμορφωθεί επί της προηγούμενης κυβέρνησης σε αρκετούς τομείς είτε να εκμεταλλευτεί τις αβαρίες που κληρονόμησε ώστε να επιδείξει έργο.
Ερώτημα παραμένει, προς το παρόν, το αν θα βρει αιτίες και αφορμές (κοινώς σκάνδαλα) για να πλήξει στο ηθικό επίπεδο τον αντίπαλό της, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερα μεγάλη αντοχή στις βουλευτικές εκλογές. Η προσπάθεια είναι βέβαιο ότι θα γίνει, αλλά για το αποτέλεσμα ας περιμένουμε...
Στο κυνήγι των πλεονασμάτων
Το ισχυρότερο «καύσιμο» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Ν.Δ. είναι η πλήρης εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, η οποία επέφερε
● την τυπική έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης,
● τη σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων
● και τη θετική πορεία των αξιολογήσεων από τους μεγάλους χρηματοοικονομικούς οίκους.
Χαρακτηριστική πάντως είναι η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε προ εβδομάδων ο οίκος Fitch για να τεκμηριώσει τη διατήρηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας στη βαθμίδα ΒΒ- με σταθερή προοπτική. Ο οίκος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας βασίζεται στα υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ χώρες με αξιολόγηση ΒΒ και ΒΒΒ. Το προφίλ του κρατικού χρέους είναι ευνοϊκό και οι δημοσιονομικές επιδόσεις της τελευταίας τριετίας υπερβαίνουν χώρες με αξιολόγηση ΒΒ.
Ο οίκος, παρότι εκτιμά πως αποτελούν θετική εξέλιξη οι άμεσες κινήσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης με τις παρεμβάσεις της υπέρ της ανάπτυξης και την προτεραιότητα που θέτει στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αναμένει να δει τα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου πριν προχωρήσει σε αναβάθμιση. Να σημειωθεί πάντως ότι ο Fitch έχει αξιολογήσει υψηλότερα από άλλους οίκους την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Κοινώς, υπάρχει η βάση για περαιτέρω πρόοδο, αλλά χρειάζονται και άλλα δείγματα γραφής και, κυρίως, απτά αποτελέσματα ώστε στις επόμενες αξιολογήσεις η χώρα, με διαδοχικά βήματα, να καταταγεί σε «επενδυτική βαθμίδα» από τους οίκους αξιολόγησης.
Η κατάκτηση άλλωστε αυτού του επιπέδου θεωρείται κρίσιμη για τη δυνατότητα της κυβέρνησης να διεκδικήσει αξιόπιστα τη μείωση των πλεονασμάτων, για την οποία ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δήλωσε στην «Καθημερινή της Κυριακής» (4 Αυγούστου) ότι ήδη έχει αρχίσει το... «ψηστήρι» στους θεσμούς.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η Ν.Δ. μετεκλογικά έχει υποχωρήσει ταχύτατα από τις προεκλογικές υπερβολές «περί καταστροφής που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ», καθώς είναι αυτονόητο ότι η ατεκμηρίωτη καταστροφολογία θα υπονόμευε τη δική της επιχειρηματολογία στην προσπάθεια να διεκδικήσει πράγματα από τους Ευρωπαίους δανειστές της χώρας.
Μια ακόμη σημαντική προϋπόθεση τόσο για θετικότερες αξιολογήσεις όσο και για την αύξηση της αξιοπιστίας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών είναι η ταχεία μείωση των «κόκκινων» δανείων, τομέας στον οποίο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε χαμηλή αποτελεσματικότητα απορροφημένη από τους πολυποίκιλους σκληρούς καυγάδες με τον κεντρικό τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, για τους οποίους η ευθύνη μοιράζεται εξίσου στις δύο πλευρές.
Στο φορολογικό επίπεδο τα... δεκάευρα της μείωσης του ΕΝΦΙΑ δεν απαντούν στο μεγάλο πρόβλημα της υπερφορολόγησης των μικρομεσαίων. Η κυβέρνηση κάνει την αρχή από τις μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων και των μερισμάτων –προσδοκώντας ότι έτσι θα πυροδοτήσει το οικονομικό κλίμα– αλλά τα φυσικά πρόσωπα θα συνεχίσουν να στενάζουν μετά βεβαιότητας και τον επόμενο χρόνο ελπίζοντας σε κάτι θετικό από το 2021.
Να σημειωθεί ακόμη ότι οι κατά καιρούς απόπειρες ρύθμισης χρεών, με κορυφαίο παράδειγμα τον εντελώς αποτυχημένο εξωδικαστικό συμβιβασμό, δεν έχουν λύσει τα μεγάλα προβλήματα χρέους ούτε των επιχειρήσεων ούτε των μισθωτών, καθώς νέα χρέη συνεχίζουν να σωρεύονται πάνω στα παλαιότερα, ρυθμισμένα ή όχι. Συνεπώς η νέα ρύθμιση χρεών, που άρχισε επί ΣΥΡΙΖΑ και επεκτείνεται τώρα από τη Ν.Δ., δύσκολα θα προσφέρει θεαματικές ανάσες σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ανάπτυξη με ερωτήματα
Ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης δεν χρειάστηκε πολύ καιρό για να κάνει σημαντικά βήματα πίσω από τις προεκλογικές υπερβολές ότι μόλις μια εβδομάδα μετά τις κάλπες θα έμπαιναν... μπουλντόζες στο Ελληνικό. Όπως σημείωσε τις πρώτες μέρες του Αυγούστου, «το έργο θα μπορούσε να ξεκινήσει μέχρι το τέλος του χρόνου, αυτός είναι ο στόχος μας και γι’ αυτό εργαζόμαστε».
Προσδιόρισε δε ως επόμενους άμεσους στόχους τις «φρεναρισμένες» επενδύσεις σε Κασσιόπη, Αφάντου και ΕΛΒΟ.
Βεβαίως το στοίχημα της ανάπτυξης δεν θα «παιχτεί» ούτε στο Ελληνικό –μια επένδυση ήδη προεξοφλημένη, από την οποία κέρδη μπορούν να υπάρξουν μόνο στις εντυπώσεις– ούτε στις προαναφερθείσες εκκρεμείς –τουριστικές κατά βάση– επενδύσεις, αφού πρόκειται για πρότζεκτ που απλώς περιμένουν την υλοποίησή τους.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τουριστικοί κολοσσοί το προηγούμενο διάστημα έχουν ήδη επιλέξει την Ελλάδα ως επενδυτικό «Ελντοράντο» και έχουν δηλώσει ότι η παρουσία τους στη χώρα μας αποκτά ήδη μονιμότερα χαρακτηριστικά και θα συνοδευτεί από επενδύσεις με χρονικό ορίζοντα δεκαετιών. Ήδη σε επίπεδο ξενοδοχείων το χρήμα ρέει με ταχείς ρυθμούς.
Ένα σημαντικό ερώτημα επ’ αυτού όμως είναι εάν θα επιτευχθεί μια τουριστική ανάπτυξη στοιχειωδώς ισορροπημένη, με κανόνες, των οποίων η τήρηση θα διασφαλίσει τις φυσικές και κοινωνικές αντοχές της χώρας, θα δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή και τη βιομηχανία, θα οδηγήσει σε ενίσχυση των υποδομών και θα αποφύγει παρακμιακά φαινόμενα τα οποία ήδη προκαλούν σφοδρές κοινωνικές αντιδράσεις σε ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία και η Ολλανδία.
Οι μέχρι στιγμής επιλογές της Ελλάδας δείχνουν ότι διεκδικεί όλο και μεγαλύτερα μερίδια τουριστικών αφίξεων χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σχεδιασμό.
Ένα ακόμη ερώτημα αποτελεί η λεγόμενη παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας, κεφάλαιο στο οποίο ουδείς, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ύστερα, μπορεί να αισθάνεται υπερήφανος για τα επιτεύγματά του. Προς το παρόν ο υπεραναπτυσσόμενος τριτογενής τομέας δεν μπορεί να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα του πρωτογενούς και του δευτερογενούς ούτε να καλύψει τις συνέπειες από την αποδυνάμωσή τους.
Χαρακτηριστική των προβλημάτων που αναζητούν λύση είναι η ανακοίνωση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στις 25 Ιουλίου, ύστερα από την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης στη Βουλή, η οποία καλωσορίζει μεν «τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης» ως «ιδιαίτερα θετικά», αλλά δεν αργεί να περάσει στο παρασύνθημα:
● επιφυλάξεις ως προς το αποτέλεσμα,
● παροτρύνσεις για «κανονιστική συμμόρφωση» και «χρηστή διακυβέρνηση»,
● αλλά και ένα είδος... αυτοκριτικής (!) για «στρεβλές ιδεολογικές αντιλήψεις» και «κακές επιχειρηματικές πρακτικές».
Ιδού το ενδιαφέρον απόσπασμα:
«Η νέα εποχή της επιχειρηματικότητας πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυξημένη υπευθυνότητα με απόλυτη προσήλωση στην κανονιστική συμμόρφωση, τη χρηστή διακυβέρνηση, την εξωστρέφεια, την καινοτομία, αλλά και τη δίκαιη κατανομή του παραγομένου αποτελέσματος μεταξύ των μετόχων, του κράτους, των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Η υγιής και υπεύθυνη επιχειρηματικότητα οφείλει να αποδείξει στην πράξη ότι αξίζει να αναγνωρίζεται ως ο βασικός αναπτυξιακός πυλώνας της χώρας, ώστε να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την κοινωνία, την ελκυστικότητα της εικόνας της σε αυτήν, αφήνοντας πίσω στρεβλές ιδεολογικές αντιλήψεις, αλλά και κακές επιχειρηματικές πρακτικές».
Θα έχει πάντως ενδιαφέρον να δούμε εάν ο ΣΕΒ θα επιμείνει και στο μέλλον στα σημεία της ανακοίνωσης που αφορούν τον... εαυτό του, καθώς η παράδοση που θέλει την αστική τάξη της χώρας να αποφεύγει το ρίσκο και να απομυζά οτιδήποτε δημόσιο για να αναπαραχθεί μάλλον χρειάζεται πολύ χρόνο για να ανατραπεί.
Επιπλέον σοβαρό «κρας τεστ» για την κυβέρνηση θα αποτελέσει η ΔΕΗ, καθώς η Ν.Δ. στο παρελθόν είχε αναλάβει να διαχειριστεί δημόσιες επιχειρήσεις σε κατάσταση κρίσης, αλλά με απογοητευτικά αποτελέσματα. Κορυφαίο ίσως παράδειγμα αποτελεί η... μακαρίτισσα Ολυμπιακή Αεροπορία.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, η επενδυτική ομαλότητα που κατακτήθηκε τα προηγούμενα χρόνια θα αποτελέσει καύσιμο για τη Ν.Δ., η οποία και στο πεδίο αυτό θα κινηθεί αρχικά πάνω σε ήδη υπάρχουσες ράγες και θα επιχειρήσει να βελτιώσει τις εθνικές επιδόσεις. Το ερώτημα είναι αν θα το επιχειρήσει βάλλοντας κατά των εργασιακών δικαιωμάτων σε μεγάλη κλίμακα.
Αργά βήματα στην Παιδεία
Στον τομέα της εκπαίδευσης η Ν.Δ. φαίνεται πως επιλέγει πολύ προσεκτικά βήματα και, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δεν θα επιχειρήσει μείζονες ανατροπές. Η Νίκη Κεραμέως –δίνοντας, κατά πολλούς, το στίγμα των κατευθύνσεων που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση στο σύνολο των τομέων του κράτους– έχει ήδη αναγγείλει ότι θα γίνουν βήματα κατόπιν μελέτης σε ό,τι αφορά το εξεταστικό και ότι προς το παρόν θα επιφέρει ρυθμιστικές παρεμβάσεις διευκόλυνσης των υποψήφιων φοιτητών.
Κατά συνέπεια, οι όποιες αλλαγές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θα πρέπει να αναμένονται από το σχολικό έτος 2020-21 και ύστερα.
Προς το παρόν η νέα υπουργός Παιδείας επιλέγει μια ιδεολογική σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ μέσω της αλλαγής στο καθεστώς του πανεπιστημιακού ασύλου, καθώς η κυβέρνηση θεωρεί πως σε θέματα τάξης –με την ευρύτερη δυνατή έννοια– έχει σαφές προβάδισμα έναντι του αντιπάλου της στα μεσαία και τα λαϊκά στρώματα λόγω των αμφιλεγόμενων έως κακών κυβερνητικών επιδόσεων των αντιπάλων της σε αυτόν το τομέα.
Ωστόσο οι προκλήσεις είναι ήδη πάρα πολλές και οι κυβερνήσεις εδώ και πολλά χρόνια, πέρα από ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά μικρής σημασίας παρεμβάσεις, δεν έχουν κάνει ούτε βήμα παραπέρα, με συνέπεια ένας τομέας κρίσιμος για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας να παραμένει έρμαιο αλλεπάλληλων ανατροπών, ακόμη και στο πλαίσιο της διαδοχής υπουργών της ίδιας κυβέρνησης.
Δημόσια τάξη και Αθήνα
Ανάλογη είναι η επιλογή και στον τομέα της Ασφάλειας του Πολίτη, όπου η υπουργοποίηση του πολύ έμπειρου στα θέματα της αρμοδιότητάς του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη αποσκοπεί, θεωρητικά, στον εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους. Ωστόσο τα εμπόδια στον εν λόγω τομέα είναι πολλά, ενώ και κάποιες επιλογές της κυβέρνησης ήδη θεωρούνται, αν μη τι άλλο, προβληματικές.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ν.Δ., για να τηρήσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις, θα πρέπει να προχωρήσει σε μια γενναία ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων με μέσα μεταφοράς, καθώς οι ελλείψεις ήταν χαώδεις ήδη πριν από την κρίση και επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο στη διάρκειά της.
Επιπλέον θα πρέπει να δώσει έμφαση στην αστυνόμευση στη γειτονιά, καθώς τα σπίτια είναι ο κατ’ εξοχήν στόχος πλήθους συμμοριών, οι οποίες στη διάρκεια της κρίσης έχουν στοχοποιήσει το... κομπόδεμα που ακόμη (κακώς) κρατάει εκτός τράπεζας μεγάλο ποσοστό των πολιτών, ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας.
Το πιο σύνθετο ωστόσο ζήτημα είναι το κέντρο της Αθήνας, στο οποίο τα Εξάρχεια, τα οποία για λόγους εντυπώσεων έφερε σε πρώτο πλάνο η Ν.Δ. ως αντιπολίτευση, είναι μόνο μια παράμετρος. Τα περισσότερα από τα μεγάλα προβλήματα του κέντρου σε αυτόν τον τομέα αναδείχθηκαν με ξεκάθαρο τρόπο στο πλαίσιο των προεκλογικών εκστρατειών των υποψηφίων για τον Δήμο Αθηναίων, οπότε κατέστη απολύτως σαφές ότι το ζήτημα της ασφάλειας είναι αλληλένδετο και αλληλεξαρτώμενο με άλλα κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως
● η διαχείριση του μεταναστευτικού,
● η αρνητική επίδραση του Airbnb,
● η εγκατάλειψη του κέντρου από τους Αθηναίους,
● η ανάγκη για αναπλάσεις, για την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, για την προσέλκυση νέων εργαζομένων και κατοίκων και άλλα πολλά.
Συνεπώς η όποια πολιτική ασφάλειας στο ευρύτερο κέντρο δεν θα επαρκεί εάν περιοριστεί στα αστυνομικά μέτρα και στις αναδιαρθρώσεις των σωμάτων ασφαλείας. Ήδη άλλωστε έχει επικριθεί από στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας η επιλογή της κυβέρνησης να εστιάσει τις προσλήψεις νέων αστυνομικών αποκλειστικά στο σώμα των ειδικών φρουρών.
Πηγή: topontiki.gr
Σταύρος Χριστακόπουλος: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου