Γελωτοποιός
Δεν υπάρχει άλλος κανείς από μας
σ’ αυτό το σπίτι, στην αμμώδη ξηρά επάνω.
Η θάλασσα φοράει ένα κουδούνι στον αφαλό της.
Κι είμαι η ξυπόλυτη γκόμενά σου
για μια ολόκληρη βδομάδα.
Άνν Σέξτον
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Όταν κοιτάζω τη θάλασσα σκέφτομαι αυτά που χάσαμε», είπε η Πι.
Είχαν πάει για το τελευταίο μπάνιο της χρονιάς. Μέσα Οκτώβρη. Καιρός σαν καλοκαίρι. Οι πάγοι έλιωναν στον βορρά.
«Κι αυτά που κερδίσαμε;» τη ρώτησε ο Σίγμα.
«Αυτά είναι που χάσαμε. Όσα κερδίσαμε», του είπε η Πι.
Υπήρχαν δυο τρεις τουρίστες σκόρπιοι. Δεν έμπαιναν στο νερό. Μόνο μαύριζαν. Εκείνοι τόλμησαν. Η Πι τα κατάφερε εύκολα. Ο Σίγμα δείλιαζε. Έμεινε με το νερό στον αστράγαλο.
«Δεν είναι κρύα», του φώναξε.
«Δεν είναι;»
«Αρκεί να βουτήξεις. Έτσι και βουτήξεις…»
Βούτηξε ξανά για να του δείξει. Αναδύθηκε λάμποντας. Ο Σίγμα συνέχισε να κρυώνει.
Στην επιστροφή οδηγούσε η Πι. Ο Σίγμα χαμήλωσε το ραδιόφωνο.
«Νομίζω ότι θα την πάρω τη δουλειά.»
«Θα λείπεις έξι μήνες», του είπε.
«Και που είμαι εδώ;»
Έτσι ένιωθε κάποιες φορές. Σαν να έλειπε.
Στο σπίτι τάισαν τις γάτες. Πρώτα τη Φρίντα και μετά τον Ματίς. Έφτιαξαν κάτι πρόχειρο και για τους ίδιους. Από τότε που είχε φύγει ο γιος τους στο Λονδίνο δεν μαγείρευαν.
«Θα φύγεις κι εσύ. Εγώ τι θα κάνω;» του είπε.
«Εσύ έχεις τη δουλειά σου.»
«Ωραία. Αυτό θα κάνω. Θα δουλεύω.»
«Και την τέχνη σου.»
«Τι να την κάνω την τέχνη μόνη;»
Ο Σίγμα έπλυνε τα πιάτα. Η Πι βάλθηκε να μαζεύει τα μπανιερά, να τα αποθηκεύσει. Στον πάτο της τσάντας βρήκε ξεχασμένο κι ένα παιδικό, με τον Γούντι του Toy Story. Της ήρθαν κλάματα και γέλια μαζί.
«Όσα κερδίσαμε», είπε χαϊδεύοντας το μαγιό.
Ο Σίγμα κατέβηκε να πετάξει τα σκουπίδια. Ήταν λίγο πριν τη δύση. Ο ήλιος έπεφτε πλάγια στο μοναδικό δέντρο της γειτονιάς. Του φάνηκε σαν δάσος. Μέσα Οκτώβρη, σχεδόν καλοκαίρι. Αλλά εκείνος θα έφευγε για τον βορρά, εκεί όπου ο ήλιος ποτέ δεν ανατέλλει.
Πέρασαν μερικές ώρες ακόμα. Μίλησαν με τον Γάμμα στο skype. Μετά έβαλαν να δουν μια ταινία. Την Πι την πήρε ο ύπνος στη μέση.
Ο Σίγμα άνοιξε ένα φτηνό κρασί κι έκατσε στο μπαλκόνι. Είχε πανσέληνο, πάλι. Ποτέ δεν σταματούσε να έχει πανσέληνο. Του ερχόταν να ουρλιάξει. Ήπιε ένα ποτήρι και του πόνεσε το στομάχι. Ποτέ δεν σταματούσε να έχει έλκος.
Μπήκε μέσα και περπάτησε για λίγο στο σπίτι. Χωρίς ν’ ανοίξει τα φώτα. Σαν φάντασμα. Πήγε και κοίταξε το παιδικό δωμάτιο. Έμοιαζε με αποθήκη πια.
Από το μπάνιο ακούστηκε η αποκάτω. Το στούντιο στον πρώτο το είχε νοικιάσει μια φοιτήτρια. Κάθε βράδυ, κάποιες φορές και το πρωί, ξεκινούσε τα βογγητά. Ο Σίγμα έκλεισε την πόρτα.
Πήγε και ξύπνησε τη Πι, για να μην πιαστεί στον καναπέ.
«Με πήρε ο ύπνος», είπε εκείνη. «Τι έγινε στην ταινία;»
«Τίποτα ενδιαφέρον.»
Ο Σίγμα έφυγε λίγες μέρες μετά. Η Πι δεν πήγε μαζί του στο αεροδρόμιο. Μισούσε τους αποχαιρετισμούς.
Της είχε αφήσει ένα σημείωμα: «Να τρως και κάνα ψαράκι:)» Αυτό ήταν κάτι δικό τους, προσωπικός κώδικας. Κι από κάτω ένας στίχος: «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δεν θα το μάθεις.»
Η Πι έβαλε νερό για τσάι. Άλειψε τέσσερα πτι-μπερ με μαρμελάδα βερίκοκο. Τα στοίχισε στο πιάτο της, να φτιάχνουν τετράγωνο. Μετά έστριψε σαρανταπέντε μοίρες το ένα, για να σπάσει την αρμονία. Πριν ξεκινήσει να τρώει έγραψε σ’ ένα χαρτί: «Να πάρω σολομό.»
Ήταν στο τρίτο τεταρτημόριο του πρωινού της, όταν η φοιτήτρια από κάτω άρχισε πάλι να βογγάει. Η Πι πήγε κι άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, για ν’ ακούει καλύτερα.
«Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί», ψιθύρισε κοιτώντας το πρόσωπο της στον καθρέφτη.
Η Ζήτα χαστούκισε τον Έψιλον. Μετά γελάσανε και κυλιστήκανε λίγο ακόμα στο κρεβάτι, πιο γυμνοί στο πρωινό φως.
«Μ’ αρέσει να το κάνουμε τη μέρα», της είπε ο Έψιλον. «Για να σε βλέπω καλύτερα.»
«Πόσο καιρό θα το λες ακόμα αυτό, μεγάλε κακέ λύκε;»
«Ποιο;»
«Αυτό. Που σ’ αρέσει να με βλέπεις. Θα το λες κι όταν γεράσω, μεγάλε κακέ λύκε;»
«Πάντα.»
«Ψεύτη!»
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι τυλιγμένη με το σεντόνι σαν βασίλισσα.
«Επειδή λες ψέματα θα σε τιμωρήσω. Δεν θα σε αφήσω να με ξαναδείς γυμνή. Ποτέ.»
Ο Έψιλον τινάχτηκε πάνω της. Έπιασε το σεντόνι κι άρχισε να το τραβάει. Η Ζήτα αντιστάθηκε. Παλέψανε για λίγο, μετά τον άφησε να την νικήσει. Έμεινε γυμνή σαν βασίλισσα, να περιφέρεται στο δωμάτιο κρύβοντας το πρόσωπο της.
«Τι προτιμάς να βλέπεις;» του είπε. «Το σώμα ή το πρόσωπο; Διάλεξε τώρα.»
Καθώς δεν έβλεπε που πήγαινε χτύπησε το μικρό της δάχτυλο στο κρεβάτι. Ξάπλωσε κλαίγοντας. Ο Έψιλον την παρηγόρησε. Σύντομα είχαν αρχίσει να χαϊδεύονται ξανά. Ο πόνος είχε περάσει.
Η Πι αγόρασε μια μεγάλη φέτα σολομό Ατλαντικού, απ’ τη λαϊκή αγορά. Βρήκε και φρέσκο κόλιανδρο. Θα τον έβαζε στο μπλέντερ με σκόρδο και θα άλειφε με το πέστο τη μισή φέτα. Πράσινο σε σομόν. Σαν πίνακας του Ρόθκο.
Πήρε και παντζάρια, το αγαπημένο του Σίγμα. Θα τα έτρωγε μόνη, αλλά θα του έστελνε μια φωτογραφία, έτσι το είχε σκεφτεί: «Γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα.» Προσωπικό αστείο κι αυτό. Από τότε που διαβάζανε μαζί στο κρεβάτι το Άρωμα του Ονείρου.
Καθώς περίμενε το ασανσέρ άκουσε την πόρτα απ’ τον πρώτο ν’ ανοίγει. Γέλια και φωνές και χαϊδέματα. Κατέβηκαν απ’ τις σκάλες τρέχοντας, η φοιτήτρια με το αγόρι της. Έλαμπαν κι οι δύο, σαν αγάλματα από ναξιώτικο μάρμαρο μια καλοκαιρινή μέρα. Ο Κούρος κι η Κόρη.
«Καλημέρα σας», είπε η Κόρη και κοντοστάθηκε.
Η Πι μπερδεύτηκε. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν σχεδόν δύο.
«Καλησπέρα», της απάντησε.
Ο Κούρος μειδίασε. Η Κόρη ντράπηκε. Έπαιξε με τους βοστρύχους της.
«Αχ, ναι, συγνώμη, εμείς…» ξεκίνησε να λέει.
«Εσείς μας δίνετε ζωή», είπε η Πι. «Συνεχίστε, σας ακούμε κάθε βράδυ. Συνεχίστε. Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί.»
Η Κόρη κι ο Κούρος κοκκίνισαν. Βγήκαν έξω χωρίς να αναπνέουν. Η Πι μπήκε στο ασανσέρ.
Μόλις έστριψαν στη γωνία ξεκίνησαν να γελάνε.
«Έχουμε γίνει θέαμα», είπε ο Έψιλον.
«Πωπώ», έκανε η Ζήτα. «Μ’ έχει ακούσει όλη η πολυκατοικία; Φωνάζω πολύ;»
«Και λοιπόν; Απαγορεύεται;» είπε ο Έψιλον στρίβοντας τσιγάρο. «Ποια ήταν η τύπισσα;»
«Άσε», έκανε η Ζήτα. «Πονεμένη ιστορία.»
«Τι παίζει;»
Προχώρησαν προς τη στάση του λεωφορείου και του είπε. Ήταν ζωγράφος, δούλευε στο γυμνάσιο. Έμενε μόνη με τις γάτες της. Αλλά έλεγε σε όλους ότι ήταν παντρεμένη. Κι ότι είχε έναν γιο που είχε φύγει για σπουδές έξω. Κι έλεγε ότι ο άντρας της είχε πάει στον αρκτικό κύκλο να δουλέψει, στα ψυγεία που ψάρευαν γαρίδες, καβούρια, αστακούς, σολομούς. Έτσι έλεγε.
«Τελείως κούκου δηλαδή» έκανε ο Έψιλον. «Θα πάρεις το οχτάρι;»
«Δεν είμαι σίγουρη», του είπε η Ζήτα.
«Δεν θα πας στη σχολή;»
«Όχι, δεν λέω γι’ αυτό. Για τη ζωγράφο λέω.»
«Τι πράγμα;»
Η Ζήτα σκεφτόταν. Τους θυμόταν μαζί. Τους είχε συναντήσει στην είσοδο. Είχε δει και τον άντρα της, να κοιτάει το δέντρο στο πεζοδρόμιο. Είχε συναντήσει κι έναν νεαρό στις σκάλες. Δεν μιλήσανε, αλλά τα μάτια του ήταν το ίδιο διάφανα και μπλε, όπως της ζωγράφου.
«Θα μ’ αγαπάς;» ρώτησε η Ζήτα.
«Εννοείται. Τι ρωτάς;»
«Θα μ’ αγαπάς τόσο πολύ;»
«Πόσο πολύ;»
«Τόσο που να με κάνεις να υπάρχω.»
Ο Έψιλον ανατρίχιασε απ’ το βάρος.
Η Πι έφτιαξε τον σολομό αλά Ρόθκο και τα παντζάρια αλά Ρόμπινς. Έστειλε φωτογραφία στον Σίγμα. Λίγο μετά την πήρε τηλέφωνο.
«Θα γυρίσω πίσω», της είπε.
«Δεν αντέχεις εκεί;»
«Δεν αντέχω μακριά σου.»
«Έλα», του είπε η Πι. «Να κάνουμε Χριστούγεννα όλοι μαζί.»
Τέλειωσε το φαγητό της, παράτησε τα πιάτα όπως ήταν. Τάισε τη Φρίντα και τον Ματίς κι έκατσε να ζωγραφίσει. Όλα ήταν καλά, όλα ήταν ανθηρά. Θα ήταν μαζί και πάλι.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχει άλλος κανείς από μας
σ’ αυτό το σπίτι, στην αμμώδη ξηρά επάνω.
Η θάλασσα φοράει ένα κουδούνι στον αφαλό της.
Κι είμαι η ξυπόλυτη γκόμενά σου
για μια ολόκληρη βδομάδα.
Άνν Σέξτον
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Όταν κοιτάζω τη θάλασσα σκέφτομαι αυτά που χάσαμε», είπε η Πι.
Είχαν πάει για το τελευταίο μπάνιο της χρονιάς. Μέσα Οκτώβρη. Καιρός σαν καλοκαίρι. Οι πάγοι έλιωναν στον βορρά.
«Κι αυτά που κερδίσαμε;» τη ρώτησε ο Σίγμα.
«Αυτά είναι που χάσαμε. Όσα κερδίσαμε», του είπε η Πι.
Υπήρχαν δυο τρεις τουρίστες σκόρπιοι. Δεν έμπαιναν στο νερό. Μόνο μαύριζαν. Εκείνοι τόλμησαν. Η Πι τα κατάφερε εύκολα. Ο Σίγμα δείλιαζε. Έμεινε με το νερό στον αστράγαλο.
«Δεν είναι κρύα», του φώναξε.
«Δεν είναι;»
«Αρκεί να βουτήξεις. Έτσι και βουτήξεις…»
Βούτηξε ξανά για να του δείξει. Αναδύθηκε λάμποντας. Ο Σίγμα συνέχισε να κρυώνει.
~~
Στην επιστροφή οδηγούσε η Πι. Ο Σίγμα χαμήλωσε το ραδιόφωνο.
«Νομίζω ότι θα την πάρω τη δουλειά.»
«Θα λείπεις έξι μήνες», του είπε.
«Και που είμαι εδώ;»
Έτσι ένιωθε κάποιες φορές. Σαν να έλειπε.
Στο σπίτι τάισαν τις γάτες. Πρώτα τη Φρίντα και μετά τον Ματίς. Έφτιαξαν κάτι πρόχειρο και για τους ίδιους. Από τότε που είχε φύγει ο γιος τους στο Λονδίνο δεν μαγείρευαν.
«Θα φύγεις κι εσύ. Εγώ τι θα κάνω;» του είπε.
«Εσύ έχεις τη δουλειά σου.»
«Ωραία. Αυτό θα κάνω. Θα δουλεύω.»
«Και την τέχνη σου.»
«Τι να την κάνω την τέχνη μόνη;»
Ο Σίγμα έπλυνε τα πιάτα. Η Πι βάλθηκε να μαζεύει τα μπανιερά, να τα αποθηκεύσει. Στον πάτο της τσάντας βρήκε ξεχασμένο κι ένα παιδικό, με τον Γούντι του Toy Story. Της ήρθαν κλάματα και γέλια μαζί.
«Όσα κερδίσαμε», είπε χαϊδεύοντας το μαγιό.
Ο Σίγμα κατέβηκε να πετάξει τα σκουπίδια. Ήταν λίγο πριν τη δύση. Ο ήλιος έπεφτε πλάγια στο μοναδικό δέντρο της γειτονιάς. Του φάνηκε σαν δάσος. Μέσα Οκτώβρη, σχεδόν καλοκαίρι. Αλλά εκείνος θα έφευγε για τον βορρά, εκεί όπου ο ήλιος ποτέ δεν ανατέλλει.
Πέρασαν μερικές ώρες ακόμα. Μίλησαν με τον Γάμμα στο skype. Μετά έβαλαν να δουν μια ταινία. Την Πι την πήρε ο ύπνος στη μέση.
Ο Σίγμα άνοιξε ένα φτηνό κρασί κι έκατσε στο μπαλκόνι. Είχε πανσέληνο, πάλι. Ποτέ δεν σταματούσε να έχει πανσέληνο. Του ερχόταν να ουρλιάξει. Ήπιε ένα ποτήρι και του πόνεσε το στομάχι. Ποτέ δεν σταματούσε να έχει έλκος.
Μπήκε μέσα και περπάτησε για λίγο στο σπίτι. Χωρίς ν’ ανοίξει τα φώτα. Σαν φάντασμα. Πήγε και κοίταξε το παιδικό δωμάτιο. Έμοιαζε με αποθήκη πια.
Από το μπάνιο ακούστηκε η αποκάτω. Το στούντιο στον πρώτο το είχε νοικιάσει μια φοιτήτρια. Κάθε βράδυ, κάποιες φορές και το πρωί, ξεκινούσε τα βογγητά. Ο Σίγμα έκλεισε την πόρτα.
Πήγε και ξύπνησε τη Πι, για να μην πιαστεί στον καναπέ.
«Με πήρε ο ύπνος», είπε εκείνη. «Τι έγινε στην ταινία;»
«Τίποτα ενδιαφέρον.»
~~
Ο Σίγμα έφυγε λίγες μέρες μετά. Η Πι δεν πήγε μαζί του στο αεροδρόμιο. Μισούσε τους αποχαιρετισμούς.
Της είχε αφήσει ένα σημείωμα: «Να τρως και κάνα ψαράκι:)» Αυτό ήταν κάτι δικό τους, προσωπικός κώδικας. Κι από κάτω ένας στίχος: «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δεν θα το μάθεις.»
Η Πι έβαλε νερό για τσάι. Άλειψε τέσσερα πτι-μπερ με μαρμελάδα βερίκοκο. Τα στοίχισε στο πιάτο της, να φτιάχνουν τετράγωνο. Μετά έστριψε σαρανταπέντε μοίρες το ένα, για να σπάσει την αρμονία. Πριν ξεκινήσει να τρώει έγραψε σ’ ένα χαρτί: «Να πάρω σολομό.»
Ήταν στο τρίτο τεταρτημόριο του πρωινού της, όταν η φοιτήτρια από κάτω άρχισε πάλι να βογγάει. Η Πι πήγε κι άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, για ν’ ακούει καλύτερα.
«Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί», ψιθύρισε κοιτώντας το πρόσωπο της στον καθρέφτη.
~~{}~~
Η Ζήτα χαστούκισε τον Έψιλον. Μετά γελάσανε και κυλιστήκανε λίγο ακόμα στο κρεβάτι, πιο γυμνοί στο πρωινό φως.
«Μ’ αρέσει να το κάνουμε τη μέρα», της είπε ο Έψιλον. «Για να σε βλέπω καλύτερα.»
«Πόσο καιρό θα το λες ακόμα αυτό, μεγάλε κακέ λύκε;»
«Ποιο;»
«Αυτό. Που σ’ αρέσει να με βλέπεις. Θα το λες κι όταν γεράσω, μεγάλε κακέ λύκε;»
«Πάντα.»
«Ψεύτη!»
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι τυλιγμένη με το σεντόνι σαν βασίλισσα.
«Επειδή λες ψέματα θα σε τιμωρήσω. Δεν θα σε αφήσω να με ξαναδείς γυμνή. Ποτέ.»
Ο Έψιλον τινάχτηκε πάνω της. Έπιασε το σεντόνι κι άρχισε να το τραβάει. Η Ζήτα αντιστάθηκε. Παλέψανε για λίγο, μετά τον άφησε να την νικήσει. Έμεινε γυμνή σαν βασίλισσα, να περιφέρεται στο δωμάτιο κρύβοντας το πρόσωπο της.
«Τι προτιμάς να βλέπεις;» του είπε. «Το σώμα ή το πρόσωπο; Διάλεξε τώρα.»
Καθώς δεν έβλεπε που πήγαινε χτύπησε το μικρό της δάχτυλο στο κρεβάτι. Ξάπλωσε κλαίγοντας. Ο Έψιλον την παρηγόρησε. Σύντομα είχαν αρχίσει να χαϊδεύονται ξανά. Ο πόνος είχε περάσει.
~~{}~~
Η Πι αγόρασε μια μεγάλη φέτα σολομό Ατλαντικού, απ’ τη λαϊκή αγορά. Βρήκε και φρέσκο κόλιανδρο. Θα τον έβαζε στο μπλέντερ με σκόρδο και θα άλειφε με το πέστο τη μισή φέτα. Πράσινο σε σομόν. Σαν πίνακας του Ρόθκο.
Πήρε και παντζάρια, το αγαπημένο του Σίγμα. Θα τα έτρωγε μόνη, αλλά θα του έστελνε μια φωτογραφία, έτσι το είχε σκεφτεί: «Γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα.» Προσωπικό αστείο κι αυτό. Από τότε που διαβάζανε μαζί στο κρεβάτι το Άρωμα του Ονείρου.
Καθώς περίμενε το ασανσέρ άκουσε την πόρτα απ’ τον πρώτο ν’ ανοίγει. Γέλια και φωνές και χαϊδέματα. Κατέβηκαν απ’ τις σκάλες τρέχοντας, η φοιτήτρια με το αγόρι της. Έλαμπαν κι οι δύο, σαν αγάλματα από ναξιώτικο μάρμαρο μια καλοκαιρινή μέρα. Ο Κούρος κι η Κόρη.
«Καλημέρα σας», είπε η Κόρη και κοντοστάθηκε.
Η Πι μπερδεύτηκε. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν σχεδόν δύο.
«Καλησπέρα», της απάντησε.
Ο Κούρος μειδίασε. Η Κόρη ντράπηκε. Έπαιξε με τους βοστρύχους της.
«Αχ, ναι, συγνώμη, εμείς…» ξεκίνησε να λέει.
«Εσείς μας δίνετε ζωή», είπε η Πι. «Συνεχίστε, σας ακούμε κάθε βράδυ. Συνεχίστε. Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί.»
Η Κόρη κι ο Κούρος κοκκίνισαν. Βγήκαν έξω χωρίς να αναπνέουν. Η Πι μπήκε στο ασανσέρ.
~~{}~~
Μόλις έστριψαν στη γωνία ξεκίνησαν να γελάνε.
«Έχουμε γίνει θέαμα», είπε ο Έψιλον.
«Πωπώ», έκανε η Ζήτα. «Μ’ έχει ακούσει όλη η πολυκατοικία; Φωνάζω πολύ;»
«Και λοιπόν; Απαγορεύεται;» είπε ο Έψιλον στρίβοντας τσιγάρο. «Ποια ήταν η τύπισσα;»
«Άσε», έκανε η Ζήτα. «Πονεμένη ιστορία.»
«Τι παίζει;»
Προχώρησαν προς τη στάση του λεωφορείου και του είπε. Ήταν ζωγράφος, δούλευε στο γυμνάσιο. Έμενε μόνη με τις γάτες της. Αλλά έλεγε σε όλους ότι ήταν παντρεμένη. Κι ότι είχε έναν γιο που είχε φύγει για σπουδές έξω. Κι έλεγε ότι ο άντρας της είχε πάει στον αρκτικό κύκλο να δουλέψει, στα ψυγεία που ψάρευαν γαρίδες, καβούρια, αστακούς, σολομούς. Έτσι έλεγε.
«Τελείως κούκου δηλαδή» έκανε ο Έψιλον. «Θα πάρεις το οχτάρι;»
«Δεν είμαι σίγουρη», του είπε η Ζήτα.
«Δεν θα πας στη σχολή;»
«Όχι, δεν λέω γι’ αυτό. Για τη ζωγράφο λέω.»
«Τι πράγμα;»
Η Ζήτα σκεφτόταν. Τους θυμόταν μαζί. Τους είχε συναντήσει στην είσοδο. Είχε δει και τον άντρα της, να κοιτάει το δέντρο στο πεζοδρόμιο. Είχε συναντήσει κι έναν νεαρό στις σκάλες. Δεν μιλήσανε, αλλά τα μάτια του ήταν το ίδιο διάφανα και μπλε, όπως της ζωγράφου.
«Θα μ’ αγαπάς;» ρώτησε η Ζήτα.
«Εννοείται. Τι ρωτάς;»
«Θα μ’ αγαπάς τόσο πολύ;»
«Πόσο πολύ;»
«Τόσο που να με κάνεις να υπάρχω.»
Ο Έψιλον ανατρίχιασε απ’ το βάρος.
~~{}~~
Η Πι έφτιαξε τον σολομό αλά Ρόθκο και τα παντζάρια αλά Ρόμπινς. Έστειλε φωτογραφία στον Σίγμα. Λίγο μετά την πήρε τηλέφωνο.
«Θα γυρίσω πίσω», της είπε.
«Δεν αντέχεις εκεί;»
«Δεν αντέχω μακριά σου.»
«Έλα», του είπε η Πι. «Να κάνουμε Χριστούγεννα όλοι μαζί.»
Τέλειωσε το φαγητό της, παράτησε τα πιάτα όπως ήταν. Τάισε τη Φρίντα και τον Ματίς κι έκατσε να ζωγραφίσει. Όλα ήταν καλά, όλα ήταν ανθηρά. Θα ήταν μαζί και πάλι.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου