Γελωτοποιός
«Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες.
Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.»
Κωνσταντίνος Καβάφης, Ένας Γέρος
«Όταν μεγαλώνουμε γινόμαστε η βαρετή εκδοχή του νεότερου εαυτού μας.»
Ανώνυμος
«All work and no play makes Jack a dull bot.»
Το γραπτό του Τζακ Τορανς στη Λάμψη του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Νι κατάλαβε ότι κάπου είχε χάσει τη ζωή του. Αυτά που ήθελε να κάνει, αυτά που φανταζόταν ότι θα κάνει, όλα είχαν καταποντιστεί στον ωκεανό.
Και ποτέ δεν είχε δει τον ωκεανό.
Δεν ήταν κρίση μέσης ηλικίας. Δεν είχε φτάσει ακόμα εκεί. Ούτε καν σαράντα, τον Δεκέμβρη θα γινόταν τριάντα εννιά.
Το χειρότερο ήταν ότι δεν το είχε καταλάβει μέχρι τότε. Συνέβη μια κι έξω, δι’ επιφοιτήσεως, αυτό που ο James Joyce αποκαλεί epiphany, και -πιστέψτε με- ποτέ δεν βγαίνει σε καλό για τους ήρωες του Ιρλανδού συγγραφέα.
Είχε γυρίσει απ’ τη δουλειά. Όχι τόσο κουρασμένος, περισσότερο βαριεστημένος. Δούλευε στο ΙΚΑ της Πύλης Αξιού, στο Αρχείο Θανάτων-Συντάξεων. Δεν ήταν πολύ ευχάριστο μέρος. Στην καλύτερη περίπτωση ασχολιόταν με γέρους. Στη χειρότερη…
Αλλά πάντα έλεγε δόξα-τω-θεώ. Γιατί έβλεπε τι παιζόταν γύρω του. Οι μισοί φίλοι του ήταν άνεργοι κι οι άλλοι μισοί είχαν ξενιτευτεί. Δύο είχαν αυτοκτονήσει. Τους είχε καταχωρήσει κατευθείαν στο Αρχείο Θανάτων. Σύνταξη δεν θα έπαιρναν.
Εκείνος ήταν τυχερός. Και ζούσε και δούλευε και στη σύνταξη θα ‘βγαινε.
Κι η γυναίκα του ήταν τυχερή. Είχε χωθεί στον δήμο Καλαμαριάς, στο δημοτικό γραφείο τελετών της ΔΕΤΕΚ ΟΤΑ-ΑΕ. Η δουλειά της ήταν να μακιγιάρει τους νεκρούς, για να ταφούν όμορφοι.
Αυτό ήταν το καθημερινό οικογενειακό τους αστείο:
«Πόσους έθαψες σήμερα;» ρωτούσε ο Νι μόλις την έβλεπε.
«Καλά πήγε, τρεις. Εσύ;»
«Τριάντα σύνταξη, δεκαπέντε θάνατο. Γι’ αυτό πάει κατά διαόλου το ασφαλιστικό. Πεθαίνουν λίγοι, ζουν πολύ.»
Κι έτρωγαν για να συνεχίσουν τη μέρα τους.
Έβγαζαν χρήματα. Όχι πολλά, αρκετά για ν’ αποπληρώνουν τα δάνεια και τις κάρτες, να πληρώνουν τους λογαριασμούς στην ώρα τους, να δίνουν τα πάντα στα παιδιά τους. Κάθε καλοκαίρι διακοπές τρεις εβδομάδες στη Χαλκιδική, στο πρώτο πόδι, κοντά κι εύκολα.
Ήταν τυχεροί, έτσι αισθανόταν ο Νι. Δεν είχαν αυτοκτονήσει, δεν είχαν ξενιτευτεί, είχαν Netflix και υβριδικό αυτοκίνητο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι εκείνη τη μέρα που είχε το epiphany.
Η μεγάλη κόρη είπε ότι είχε μια εργασία για το Βυζάντιο: Αιτίες και μύθοι για την άλωση.
Ο Νι έτρωγε τα γιουβαρλάκια που του αναλογούσαν. Σταμάτησε, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε: «ΑΧΑ!»
Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν με απορία. Η γυναίκα του λίγο πιο διερευνητικά. Ο Νι σκούπισε τα χείλη του και τους είπε ότι είχε γράψει ακριβώς αυτή την εργασία στη δευτέρα γυμνασίου.
«Αυτό ήταν πριν… πενήντα χρόνια, μπαμπά», του είπε η μεγάλη.
«Σιγά μην ήταν και διακόσια», έκανε εκείνος.
«Και θυμάσαι τι είχες γράψει;» τον ρώτησε η Δέλτα.
«Όχι. Θυμάμαι ότι είχα πάρει έπαινο. Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό.»
«Ότι την έχει κρατήσει η μάνα σου.»
«Ακριβώς! ΧΑΧΑ! Πάω να τη βρω.»
Η μάνα του ζούσε τρεις ορόφους πιο πάνω. Ήταν η γνωστή οικογενειακή πολυκατοικία. Στον τρίτο ο Νι με την οικογένεια του. Στον τέταρτο η αδελφή του με την οικογένεια της. Στο ρετιρέ η μάνα, χωρίς οικογένεια, αφού τα παιδιά έμεναν αποκάτω κι ο άντρας της είχε περάσει απ’ το Αρχείο Θανάτων.
Ο Νι ανέβηκε πάνω με τις παντόφλες. Η μάνα του ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ κι έβλεπε τούρκικα. Δεν την σήκωσε, είχε κλειδί για να μπαινοβγαίνει.
«Μάνα!»
«Τι πάθατε;»
«Τίποτα. Τι να πάθουμε;»
«Ξέρω ‘γω;»
«Πού έχεις τα τετράδια μου απ’ το σχολείο.»
«Τι τα θες;»
«Τίποτα. Πού τα ‘χεις;»
«Στο δωμάτιο σου. Στην ντουλάπα, πάνω δεξιά. Με την ταμπέλα Σχολείο. Τι πάθατε;»
«Τίποτα. Τι να πάθουμε; Μη σηκώνεσαι, η μέση σου.»
Η μάνα του ήταν ιδοεψυχαναγκαστική με τρεις δισκοκήλες. Τα ήθελε πάντα όλα στη θέση τους, άψογα τακτοποιημένα και καθαρά. Αλλά η σπονδυλική της στήλη δεν άντεξε, έφυγε απ’ τη θέση της. Πλέον περνούσε τον καιρό της στον καναπέ, ακούγοντας για τον έρωτα του Ισμαήλ με τη Φατίχ.
Πήγε στο δωμάτιο του. Η μάνα το είχε αφήσει όπως ήταν πριν δεκατέσσερα χρόνια, τότε που παντρεύτηκε τη Δέλτα και μετακόμισε τρεις ορόφους πιο κάτω.
Είχε αφήσει ακόμα και τις αφίσες. 7NationArmy, Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού, Impossible its nothing, Euro 2004.
Γέλασε μ’ αυτά, έβαλε την καρέκλα κι άνοιξε το ντουλάπι. Όλα ήταν σε τάξη, με ταμπέλα και ημερομηνία. Βρήκε εκείνη που αντιστοιχούσε στα γυμνασιακά και λυκειακά χρόνια. Την κατέβασε με ζόρι και την ακούμπησε στο κρεβάτι. Έκανε να ψάξει πιο βαθιά, για να φτάσει κατευθείαν στο γυμνάσιο. Αλλά καθώς έβγαζε την πρώτη στοίβα έπεσε σε μια φωτογραφία.
Ήταν εκείνος με τον κολλητό του, τον Χι, στην πενταήμερη. Φορούσαν μπερέδες με αστέρι, τύπου Τσε Γκεβάρα. Μαζί με τη φωτογραφία υπήρχε και μια κόλλα αναφοράς, με τίτλο: «Βαλπαράισο». Την κράτησε και κοίταξε πίσω. Είχε δυο υπογραφές, τη δική του και του Χι. Το γύρισε πάλι μπροστά και διάβασε:
«Ο Νι και ο Χι, χωρίς άλλα στοιχεία ταυτότητας, ορκιζόμαστε και υποσχόμαστε τα εξής:
1) Σαν ταινία η ζωή μας θα περνά. Δεν θα φοβηθούμε τίποτα, δεν θα συμβιβαστούμε ποτέ.
2) Θα ταξιδέψουμε σε όλο τον κόσμο. Θα πάμε απ’ το Όσλο ως το Γιοχάνεσμπουργκ κι απ’ το Λος Άντζελες ως το Κυότο. Θα σταματήσουμε μόνο σαν φτάσουμε στο Βαλπαράισο της Χιλής και δούμε τον ωκεανό.
3)Ποτέ δεν θα κάνουμε βαρετές δουλειές, θα ζούμε για το σήμερα -size the day. Ποτέ δεν θα σταματήσουμε να ονειρεύομαστ.
4) Θα αγαπήσουμε και θα ερωτευτούμε πολλές (και θα κάνουμε σεξ μαζί τους), αλλά δεν θα παντρευτούμε, για να μη γίνουμε σαν τους γονείς μας.
5) Θα δοκιμάσουμε ουσίες, αλλά δεν θα κολλήσουμε.
6) Θα ζήσουμε στα άκρα, ώστε να πεθάνουμε χαρούμενοι και πλήρεις.
7) Θα είμαστε πάντα φίλοι, πάντα μαζί.
Υπογραφή και δεσμός αίματος:»
Εκεί είχε τις υπογραφές τους και κάτι σαν λεκέ αίματος, που πλέον ήταν πιο καφέ κι από σκατά.
Ο Νι άφησε το συμβόλαιο αίματος στο κρεβάτι. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν πόσο καιρό είχε να δει τον Χι. Ούτε ήξερε τι έκανε, πού ήταν, αν ήταν ζωντανός, αν είχε πάει στη Χιλή.
Προσπάθησε να κρατηθεί για λίγο σ’ αυτό, στον φίλο που έχασε με τα χρόνια, αλλά δεν τα κατάφερε. Θυμήθηκε το Βαλπαραΐσο.
Διάβαζαν τότε, μαζί, τα βιβλία του Μπρους Τσάτουιν, του συγγραφέα ταξιδευτή. Για την Παταγονία, τους Αβορίγινες, την Αφρική. Είχαν δει και τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας για τον νεαρό Τσε.
Και είχαν ορκιστεί ότι έτσι θα ζούσαν κι εκείνοι. Ταξιδευτές, καλλιτέχνες, επαναστάτες. Αρκεί να μη γίνονταν σαν τους γονείς τους, βαρετοί, συνηθισμένοι, γέροι, συμβιβασμένοι.
Συμβιβασμένοι! Αυτή ήταν η λέξη, αυτό έλεγαν όλη την ώρα: «Δεν θα συμβιβαστούμε ποτέ σαν τους γέρους μας.»
«Στο Βαλπαράισο!»
«Τώρα και για πάντα. Στο Βαλπαράισο.»
Και χτυπούσαν τα ποτήρια τους.
Τα άφησε όλα όπως ήταν και πήγε προς την πόρτα.
«Τα βρήκες αυτά που ήθελες;» τον ρώτησε η μάνα του απ’ τον καναπέ.
«Ξέχασα τι ήθελα», είπε ο Νι.
Άνοιξε την πόρτα. Την ξανάκλεισε.
«Μαμά, πώς ήμουν παιδί;»
«Μια χαρά ήσουν. Ήσυχος, διάβαζες.»
«Και μετά, στην εφηβεία;»
«Τα ίδια. Ήσυχος, καλό παιδί.»
Ο Νι τσαντίστηκε.
«Δηλαδή δεν ανησυχούσατε για μένα; Τι θα κάνω; Μην γίνω ναρκομανής; Ή κομμουνιστής;»
«Εσύ; Αποκλείεται.»
Ο Νι τσαντίστηκε περισσότερο.
«Καλά», της είπε. «Έχουμε κάνει γιουβαρλάκια. Θέλεις να σου φέρω;»
«Έχω σπανακόρυζο από χθες», είπε η μάνα.
Κατέβηκε με το ασανσέρ. Ο θάλαμος σταμάτησε στον όροφο του, αλλά ο Νι δεν βγήκε. Έμεινε να κοιτιέται στον καθρέφτη του ασανσέρ.
Ποιος ήταν;
Ποιος ήταν εκείνος ο άντρας που έβλεπε;
Του έμοιαζε, το ήξερε, τον έβλεπε κάθε μέρα, αλλά ποιος ήταν;
Δεν είχε κάνει τίποτα απ’ όσα είχε ορκιστεί.
Είχε γίνει ακριβώς σαν τον πατέρα του.
Είχε συμβιβαστεί. Κι είχε πεθάνει.
Δεν είχε ταξιδέψει. Δεν είχε πάει στο Κυότο, στο Λος Άντζελες, δεν είχε πάει στο Βαλπαραΐσο, δεν είχε δει τον ωκεανό. Είχε μείνει στην οικογενειακή πολυκατοικία.
Δεν ζούσε με πάθος την κάθε μέρα. Δεν ονειρευόταν.
Ο Νι κοιτιόταν στον καθρέφτη του ασανσέρ. Έβλεπε έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε.
Η μικρή του κόρη άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ.
«Μπαμπά;»
Ο Νι δεν απάντησε.
Η μικρή έτρεξε μέσα και φώναξε: «Μαμά, ο μπαμπάς το έπαθε πάλι.»
Η Δέλτα πήγε στο ασανσέρ.
«Νι; Νι, είσαι καλά;»
«Δεν θα πάω ποτέ στο Βαλπαράισο», είπε εκείνος.
Η Δέλτα ξεφύσησε. Οι κόρες τους καθόντουσαν πίσω σαν τους Ντάλτονς και περίμεναν. Τους είπε να πάνε στα δωμάτια τους. Έπιασε τον Νι απ’ το χέρι και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Έκλεισε την πόρτα. Τον κοίταξε στα μάτια.
«Νι, άκουσε με καλά. ΑΚΟΥΣΕ ΜΕ!»
Ο Νι την κοιτούσε στα μάτια. Η Δέλτα είπε με όσο πιο καθαρή άρθρωση μπορούσε τη φράση:
«Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα.»
Ο Νι την άκουσε κι έκλεισε τα μάτια.
Η Δέλτα πήρε το κίνητό της. Κάλεσε έναν αριθμό από τις επαφές.
«Μέκκα, παρακαλώ», ακούστηκε απ’ το τηλέφωνο.
«Γεια σας», είπε η Δέλτα, «να σας πω τον κωδικό μου;»
«Πείτε μου.»
«201322.»
«Τι πρόβλημα έχετε;»
«Χάλασε κι αυτό», είπε η Δέλτα, όσο πιο θυμωμένα μπορούσε.
«Βλέπω ότι έχετε το Νι1981», της είπε η υπάλληλος της MEchA.
«Αυτό έχω.»
«Και χάλασε; Περίεργο. Δεν έχει ξανασυμβεί.»
«Δεν ξέρω τι έχει ξανασυμβεί», είπε η Δέλτα. «Θέλω να μου το αντικαταστήσετε. Τα παιδιά μου έχουν αρχίσει να υποψιάζονται.»
«Εντάξει, είναι στην εγγύηση. Θα σας στείλουμε καινούριο. Το έχετε απενεργοποιήσει;»
«Φυσικά. Το προηγούμενο μας κοιτούσε σαν τον Τζακ Τόρανς. Αυτό ήταν σαν χαμένο, αλλά φοβήθηκα και πάλι.»
«Καλά κάνετε, θα σας στείλουμε καινούριο σε μια ώρα. Μας συγχωρείτε και ευχαριστούμε για την προτίμηση σας.»
Η Δέλτα έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταξε τον Νι1981. Τον είχε συμπαθήσει, αλλά ήταν κάπως βαρετός. Μπορεί το καινούριο να ήταν πιο ερωτικό.
Βγήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Φώναξε τα παιδιά, να τα πάει στη γιαγιά τους.
Ο Νι1981 έμεινε με κατεβασμένο το κεφάλι. Από κάπου μέσα του ακουγόταν σαν ψίθυρος ένα τραγούδι του Βίκτορ Χάρα.
A desalambrar, a desalambrar, για να ελευθερωθούμε, για να ελευθερωθούμε.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες.
Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.»
Κωνσταντίνος Καβάφης, Ένας Γέρος
«Όταν μεγαλώνουμε γινόμαστε η βαρετή εκδοχή του νεότερου εαυτού μας.»
Ανώνυμος
«All work and no play makes Jack a dull bot.»
Το γραπτό του Τζακ Τορανς στη Λάμψη του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Νι κατάλαβε ότι κάπου είχε χάσει τη ζωή του. Αυτά που ήθελε να κάνει, αυτά που φανταζόταν ότι θα κάνει, όλα είχαν καταποντιστεί στον ωκεανό.
Και ποτέ δεν είχε δει τον ωκεανό.
Δεν ήταν κρίση μέσης ηλικίας. Δεν είχε φτάσει ακόμα εκεί. Ούτε καν σαράντα, τον Δεκέμβρη θα γινόταν τριάντα εννιά.
Το χειρότερο ήταν ότι δεν το είχε καταλάβει μέχρι τότε. Συνέβη μια κι έξω, δι’ επιφοιτήσεως, αυτό που ο James Joyce αποκαλεί epiphany, και -πιστέψτε με- ποτέ δεν βγαίνει σε καλό για τους ήρωες του Ιρλανδού συγγραφέα.
~~
Είχε γυρίσει απ’ τη δουλειά. Όχι τόσο κουρασμένος, περισσότερο βαριεστημένος. Δούλευε στο ΙΚΑ της Πύλης Αξιού, στο Αρχείο Θανάτων-Συντάξεων. Δεν ήταν πολύ ευχάριστο μέρος. Στην καλύτερη περίπτωση ασχολιόταν με γέρους. Στη χειρότερη…
Αλλά πάντα έλεγε δόξα-τω-θεώ. Γιατί έβλεπε τι παιζόταν γύρω του. Οι μισοί φίλοι του ήταν άνεργοι κι οι άλλοι μισοί είχαν ξενιτευτεί. Δύο είχαν αυτοκτονήσει. Τους είχε καταχωρήσει κατευθείαν στο Αρχείο Θανάτων. Σύνταξη δεν θα έπαιρναν.
Εκείνος ήταν τυχερός. Και ζούσε και δούλευε και στη σύνταξη θα ‘βγαινε.
Κι η γυναίκα του ήταν τυχερή. Είχε χωθεί στον δήμο Καλαμαριάς, στο δημοτικό γραφείο τελετών της ΔΕΤΕΚ ΟΤΑ-ΑΕ. Η δουλειά της ήταν να μακιγιάρει τους νεκρούς, για να ταφούν όμορφοι.
Αυτό ήταν το καθημερινό οικογενειακό τους αστείο:
«Πόσους έθαψες σήμερα;» ρωτούσε ο Νι μόλις την έβλεπε.
«Καλά πήγε, τρεις. Εσύ;»
«Τριάντα σύνταξη, δεκαπέντε θάνατο. Γι’ αυτό πάει κατά διαόλου το ασφαλιστικό. Πεθαίνουν λίγοι, ζουν πολύ.»
Κι έτρωγαν για να συνεχίσουν τη μέρα τους.
Έβγαζαν χρήματα. Όχι πολλά, αρκετά για ν’ αποπληρώνουν τα δάνεια και τις κάρτες, να πληρώνουν τους λογαριασμούς στην ώρα τους, να δίνουν τα πάντα στα παιδιά τους. Κάθε καλοκαίρι διακοπές τρεις εβδομάδες στη Χαλκιδική, στο πρώτο πόδι, κοντά κι εύκολα.
Ήταν τυχεροί, έτσι αισθανόταν ο Νι. Δεν είχαν αυτοκτονήσει, δεν είχαν ξενιτευτεί, είχαν Netflix και υβριδικό αυτοκίνητο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι εκείνη τη μέρα που είχε το epiphany.
~~{}~~
Η μεγάλη κόρη είπε ότι είχε μια εργασία για το Βυζάντιο: Αιτίες και μύθοι για την άλωση.
Ο Νι έτρωγε τα γιουβαρλάκια που του αναλογούσαν. Σταμάτησε, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε: «ΑΧΑ!»
Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν με απορία. Η γυναίκα του λίγο πιο διερευνητικά. Ο Νι σκούπισε τα χείλη του και τους είπε ότι είχε γράψει ακριβώς αυτή την εργασία στη δευτέρα γυμνασίου.
«Αυτό ήταν πριν… πενήντα χρόνια, μπαμπά», του είπε η μεγάλη.
«Σιγά μην ήταν και διακόσια», έκανε εκείνος.
«Και θυμάσαι τι είχες γράψει;» τον ρώτησε η Δέλτα.
«Όχι. Θυμάμαι ότι είχα πάρει έπαινο. Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό.»
«Ότι την έχει κρατήσει η μάνα σου.»
«Ακριβώς! ΧΑΧΑ! Πάω να τη βρω.»
Η μάνα του ζούσε τρεις ορόφους πιο πάνω. Ήταν η γνωστή οικογενειακή πολυκατοικία. Στον τρίτο ο Νι με την οικογένεια του. Στον τέταρτο η αδελφή του με την οικογένεια της. Στο ρετιρέ η μάνα, χωρίς οικογένεια, αφού τα παιδιά έμεναν αποκάτω κι ο άντρας της είχε περάσει απ’ το Αρχείο Θανάτων.
Ο Νι ανέβηκε πάνω με τις παντόφλες. Η μάνα του ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ κι έβλεπε τούρκικα. Δεν την σήκωσε, είχε κλειδί για να μπαινοβγαίνει.
«Μάνα!»
«Τι πάθατε;»
«Τίποτα. Τι να πάθουμε;»
«Ξέρω ‘γω;»
«Πού έχεις τα τετράδια μου απ’ το σχολείο.»
«Τι τα θες;»
«Τίποτα. Πού τα ‘χεις;»
«Στο δωμάτιο σου. Στην ντουλάπα, πάνω δεξιά. Με την ταμπέλα Σχολείο. Τι πάθατε;»
«Τίποτα. Τι να πάθουμε; Μη σηκώνεσαι, η μέση σου.»
Η μάνα του ήταν ιδοεψυχαναγκαστική με τρεις δισκοκήλες. Τα ήθελε πάντα όλα στη θέση τους, άψογα τακτοποιημένα και καθαρά. Αλλά η σπονδυλική της στήλη δεν άντεξε, έφυγε απ’ τη θέση της. Πλέον περνούσε τον καιρό της στον καναπέ, ακούγοντας για τον έρωτα του Ισμαήλ με τη Φατίχ.
Πήγε στο δωμάτιο του. Η μάνα το είχε αφήσει όπως ήταν πριν δεκατέσσερα χρόνια, τότε που παντρεύτηκε τη Δέλτα και μετακόμισε τρεις ορόφους πιο κάτω.
Είχε αφήσει ακόμα και τις αφίσες. 7NationArmy, Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού, Impossible its nothing, Euro 2004.
Γέλασε μ’ αυτά, έβαλε την καρέκλα κι άνοιξε το ντουλάπι. Όλα ήταν σε τάξη, με ταμπέλα και ημερομηνία. Βρήκε εκείνη που αντιστοιχούσε στα γυμνασιακά και λυκειακά χρόνια. Την κατέβασε με ζόρι και την ακούμπησε στο κρεβάτι. Έκανε να ψάξει πιο βαθιά, για να φτάσει κατευθείαν στο γυμνάσιο. Αλλά καθώς έβγαζε την πρώτη στοίβα έπεσε σε μια φωτογραφία.
Ήταν εκείνος με τον κολλητό του, τον Χι, στην πενταήμερη. Φορούσαν μπερέδες με αστέρι, τύπου Τσε Γκεβάρα. Μαζί με τη φωτογραφία υπήρχε και μια κόλλα αναφοράς, με τίτλο: «Βαλπαράισο». Την κράτησε και κοίταξε πίσω. Είχε δυο υπογραφές, τη δική του και του Χι. Το γύρισε πάλι μπροστά και διάβασε:
«Ο Νι και ο Χι, χωρίς άλλα στοιχεία ταυτότητας, ορκιζόμαστε και υποσχόμαστε τα εξής:
1) Σαν ταινία η ζωή μας θα περνά. Δεν θα φοβηθούμε τίποτα, δεν θα συμβιβαστούμε ποτέ.
2) Θα ταξιδέψουμε σε όλο τον κόσμο. Θα πάμε απ’ το Όσλο ως το Γιοχάνεσμπουργκ κι απ’ το Λος Άντζελες ως το Κυότο. Θα σταματήσουμε μόνο σαν φτάσουμε στο Βαλπαράισο της Χιλής και δούμε τον ωκεανό.
3)Ποτέ δεν θα κάνουμε βαρετές δουλειές, θα ζούμε για το σήμερα -size the day. Ποτέ δεν θα σταματήσουμε να ονειρεύομαστ.
4) Θα αγαπήσουμε και θα ερωτευτούμε πολλές (και θα κάνουμε σεξ μαζί τους), αλλά δεν θα παντρευτούμε, για να μη γίνουμε σαν τους γονείς μας.
5) Θα δοκιμάσουμε ουσίες, αλλά δεν θα κολλήσουμε.
6) Θα ζήσουμε στα άκρα, ώστε να πεθάνουμε χαρούμενοι και πλήρεις.
7) Θα είμαστε πάντα φίλοι, πάντα μαζί.
Υπογραφή και δεσμός αίματος:»
Εκεί είχε τις υπογραφές τους και κάτι σαν λεκέ αίματος, που πλέον ήταν πιο καφέ κι από σκατά.
~~
Ο Νι άφησε το συμβόλαιο αίματος στο κρεβάτι. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν πόσο καιρό είχε να δει τον Χι. Ούτε ήξερε τι έκανε, πού ήταν, αν ήταν ζωντανός, αν είχε πάει στη Χιλή.
Προσπάθησε να κρατηθεί για λίγο σ’ αυτό, στον φίλο που έχασε με τα χρόνια, αλλά δεν τα κατάφερε. Θυμήθηκε το Βαλπαραΐσο.
Διάβαζαν τότε, μαζί, τα βιβλία του Μπρους Τσάτουιν, του συγγραφέα ταξιδευτή. Για την Παταγονία, τους Αβορίγινες, την Αφρική. Είχαν δει και τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας για τον νεαρό Τσε.
Και είχαν ορκιστεί ότι έτσι θα ζούσαν κι εκείνοι. Ταξιδευτές, καλλιτέχνες, επαναστάτες. Αρκεί να μη γίνονταν σαν τους γονείς τους, βαρετοί, συνηθισμένοι, γέροι, συμβιβασμένοι.
Συμβιβασμένοι! Αυτή ήταν η λέξη, αυτό έλεγαν όλη την ώρα: «Δεν θα συμβιβαστούμε ποτέ σαν τους γέρους μας.»
«Στο Βαλπαράισο!»
«Τώρα και για πάντα. Στο Βαλπαράισο.»
Και χτυπούσαν τα ποτήρια τους.
~~
Τα άφησε όλα όπως ήταν και πήγε προς την πόρτα.
«Τα βρήκες αυτά που ήθελες;» τον ρώτησε η μάνα του απ’ τον καναπέ.
«Ξέχασα τι ήθελα», είπε ο Νι.
Άνοιξε την πόρτα. Την ξανάκλεισε.
«Μαμά, πώς ήμουν παιδί;»
«Μια χαρά ήσουν. Ήσυχος, διάβαζες.»
«Και μετά, στην εφηβεία;»
«Τα ίδια. Ήσυχος, καλό παιδί.»
Ο Νι τσαντίστηκε.
«Δηλαδή δεν ανησυχούσατε για μένα; Τι θα κάνω; Μην γίνω ναρκομανής; Ή κομμουνιστής;»
«Εσύ; Αποκλείεται.»
Ο Νι τσαντίστηκε περισσότερο.
«Καλά», της είπε. «Έχουμε κάνει γιουβαρλάκια. Θέλεις να σου φέρω;»
«Έχω σπανακόρυζο από χθες», είπε η μάνα.
~~
Κατέβηκε με το ασανσέρ. Ο θάλαμος σταμάτησε στον όροφο του, αλλά ο Νι δεν βγήκε. Έμεινε να κοιτιέται στον καθρέφτη του ασανσέρ.
Ποιος ήταν;
Ποιος ήταν εκείνος ο άντρας που έβλεπε;
Του έμοιαζε, το ήξερε, τον έβλεπε κάθε μέρα, αλλά ποιος ήταν;
Δεν είχε κάνει τίποτα απ’ όσα είχε ορκιστεί.
Είχε γίνει ακριβώς σαν τον πατέρα του.
Είχε συμβιβαστεί. Κι είχε πεθάνει.
Δεν είχε ταξιδέψει. Δεν είχε πάει στο Κυότο, στο Λος Άντζελες, δεν είχε πάει στο Βαλπαραΐσο, δεν είχε δει τον ωκεανό. Είχε μείνει στην οικογενειακή πολυκατοικία.
Δεν ζούσε με πάθος την κάθε μέρα. Δεν ονειρευόταν.
Ο Νι κοιτιόταν στον καθρέφτη του ασανσέρ. Έβλεπε έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε.
~~{}~~
Η μικρή του κόρη άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ.
«Μπαμπά;»
Ο Νι δεν απάντησε.
Η μικρή έτρεξε μέσα και φώναξε: «Μαμά, ο μπαμπάς το έπαθε πάλι.»
Η Δέλτα πήγε στο ασανσέρ.
«Νι; Νι, είσαι καλά;»
«Δεν θα πάω ποτέ στο Βαλπαράισο», είπε εκείνος.
Η Δέλτα ξεφύσησε. Οι κόρες τους καθόντουσαν πίσω σαν τους Ντάλτονς και περίμεναν. Τους είπε να πάνε στα δωμάτια τους. Έπιασε τον Νι απ’ το χέρι και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Έκλεισε την πόρτα. Τον κοίταξε στα μάτια.
«Νι, άκουσε με καλά. ΑΚΟΥΣΕ ΜΕ!»
Ο Νι την κοιτούσε στα μάτια. Η Δέλτα είπε με όσο πιο καθαρή άρθρωση μπορούσε τη φράση:
«Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα.»
Ο Νι την άκουσε κι έκλεισε τα μάτια.
Η Δέλτα πήρε το κίνητό της. Κάλεσε έναν αριθμό από τις επαφές.
«Μέκκα, παρακαλώ», ακούστηκε απ’ το τηλέφωνο.
«Γεια σας», είπε η Δέλτα, «να σας πω τον κωδικό μου;»
«Πείτε μου.»
«201322.»
«Τι πρόβλημα έχετε;»
«Χάλασε κι αυτό», είπε η Δέλτα, όσο πιο θυμωμένα μπορούσε.
«Βλέπω ότι έχετε το Νι1981», της είπε η υπάλληλος της MEchA.
«Αυτό έχω.»
«Και χάλασε; Περίεργο. Δεν έχει ξανασυμβεί.»
«Δεν ξέρω τι έχει ξανασυμβεί», είπε η Δέλτα. «Θέλω να μου το αντικαταστήσετε. Τα παιδιά μου έχουν αρχίσει να υποψιάζονται.»
«Εντάξει, είναι στην εγγύηση. Θα σας στείλουμε καινούριο. Το έχετε απενεργοποιήσει;»
«Φυσικά. Το προηγούμενο μας κοιτούσε σαν τον Τζακ Τόρανς. Αυτό ήταν σαν χαμένο, αλλά φοβήθηκα και πάλι.»
«Καλά κάνετε, θα σας στείλουμε καινούριο σε μια ώρα. Μας συγχωρείτε και ευχαριστούμε για την προτίμηση σας.»
Η Δέλτα έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταξε τον Νι1981. Τον είχε συμπαθήσει, αλλά ήταν κάπως βαρετός. Μπορεί το καινούριο να ήταν πιο ερωτικό.
Βγήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Φώναξε τα παιδιά, να τα πάει στη γιαγιά τους.
~~
Ο Νι1981 έμεινε με κατεβασμένο το κεφάλι. Από κάπου μέσα του ακουγόταν σαν ψίθυρος ένα τραγούδι του Βίκτορ Χάρα.
A desalambrar, a desalambrar, για να ελευθερωθούμε, για να ελευθερωθούμε.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου