Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Τώρα, εσείς υποθέτετε ότι ο τίτλος παραπέμπει στο γνωστό σύνθημα με τους μπάτσους και τους δολοφόνους, για το οποίο διαδραματίστηκε άλλη μια τρικυμία εν ποτηρίω, με αποδοκιμασίες, συγγνώμες, μηνύσεις κ.λπ. Καμία σχέση.
Το επόμενο που υποθέτετε είναι ότι η λέξη «γουρούνια», ακολουθούμενη από το θαυμαστικό, χρησιμοποιείται ντε και καλά ως βρισιά εναντίον κάποιων. Πάλι καμιά σχέση. Το ενδεχόμενο αυτό το θαυμαστικό στο τέλος της λέξης να εκφράζει πράγματι θαυμασμό, εκτίμηση, συμπάθεια στα ταπεινά πλάσματα που εδώ και αιώνες χορταίνουν την πείνα μας το έχετε σκεφτεί;
Λοιπόν, περί αυτού πρόκειται: μια ταπεινή προσπάθεια να λύσουμε μια προϊστορική παρεξήγηση που διχοτομεί παράδοξα τον κόσμο σε ένα ιουδαϊκό-ισλαμο-ινδουιστικό μπλοκ (ηχεί παράδοξο ακόμη και να μιλούμε για τέτοιο μπλοκ, αλλά να που διατροφικά υπάρχει) και στο λοιπό χριστιανο-παμφάγο μπλοκ.
Δεν πρόκειται να ξαναγράψω την προϊστορία, την ιστορία και την ανθρωπολογία, αλλά υποθέτω ότι όλοι λίγο-πολύ συμφωνούμε πως η ζωική πρωτεΐνη «έχτισε» το είδος μας, που αν είχε επιλέξει να μείνει βίγκαν το πιθανότερο είναι να μην είχε διαχωριστεί από τους θεωρούμενους προγόνους μας, τους πιθήκους (κι αυτό ας μην εκληφθεί ως μομφή για τους βίγκαν, των οποίων την επιλογή σέβομαι, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κατάλληλα υποκατάστατα που δεν ρίχνουν τον αιματοκρίτη στα τάρταρα). Ο ανελέητος αγώνας για την εξασφάλιση αυτής της πρωτεΐνης μετέτρεψε τον τροφοσυλλέκτη σε κυνηγό, τον κυνηγό σε κτηνοτρόφο και καλλιεργητή και πάει λέγοντας - δεν υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της απλοϊκής αφαίρεσης, γιατί θα φάω ξύλο από τους πάντες: από αξιοσέβαστους βίγκαν, από οπαδούς του «ευφυούς σχεδιασμού», από χριστιανούς, μουσουλμάνους, βουδιστές, ινδουιστές, εβραίους, ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ζώων, οικολόγους βάθους που ενδεχομένως πιστεύουν ότι το μόνο έμβιο ον που αξίζει να επιβιώσει στον πλανήτη της ανθρωποκαίνου εποχής είναι η αυτοαναπαραγόμενη αμοιβάδα.
Οι θρησκευτικές απαγορεύσεις και δοξασίες περί την τροφή στην πραγματικότητα μας λένε με διαφορετικό τρόπο την ιστορία της διατροφικής οικονομίας. Το γουρουνάκι «καταδικάστηκε» ως ακάθαρτο στις κοινωνίες της αρχαίας Μέσης Ανατολής πιθανότατα για λόγους καθαρά παραγωγικούς. Οι αιτιολογίες της απαγόρευσης της Παλαιάς Διαθήκης ή του Κορανίου -φταίει τάχα που δεν μηρυκάζει την τροφή του, που τρώει τα πάντα, ακόμη και πτώματα και σκουπίδια, που είναι ευπρόσβλητο σε ασθένειες, που δεν δίνει γάλα και μαλλί- κατά κάποιον τρόπο περιγράφουν τους παράγοντες που καθιστούσαν ασύμφορη την εκτροφή του.
Τα αμνοερίφια και τα μοσχάρια μια χαρά εκπλήρωναν τον πολυσύνθετο παραγωγικό προορισμό τους και τα κοπάδια τους, αφού αποψίλωσαν τεράστιες εκτάσεις φυσικής χλωρίδας, εύκολα προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της σπάνεως και μοιράστηκαν με τους βοσκούς τους τα πρώτα προϊόντα της γεωργικής επανάστασης: κριθάρι, στάρι, βρώμη, χορτάρι.
Κατά τα φαινόμενα, το ταπεινό γουρουνάκι με τις ακόρεστες ορέξεις του και τον μάλλον υψηλότερο δείκτη ευφυΐας από τα αρνοκάτσικα και τα γελάδια, δεν πολυχωρούσε σ’ αυτόν τον καταμερισμό εργασίας. Όπως ακριβώς για λόγους παραγωγικότητας απαγορεύτηκε η βρώση της καμήλας, που κατά τα λοιπά μια χαρά έκανε τη δουλειά της ως ζώο μεταφοράς, ή της «ιερής αγελάδας» στην Ινδία, όταν ο πληθυσμός της χώρας άρχισε να αυξάνεται εκθετικά. Αντιθέτως, η Παλαιά Διαθήκη υποδεικνύει ως μια χαρά τροφή ακόμη και τη βδελυρή ακρίδα. Λογική υπόδειξη, όταν οι ακρίδες ήταν το μόνο που απέμενε, αφού τα σμήνη τους αφάνιζαν σε δευτερόλεπτα τα σπαρτά και καταδίκαζαν στην πείνα τους πληθυσμούς.
Αυτές οι μυστικιστικές απαγορεύσεις του αρχέγονου καταμερισμού εργασίας δρασκέλισαν το κατώφλι μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εξ ου και ο Χριστός -Ιουδαίος γαρ και ο ίδιος- στις παραβολές του δεν φέρεται με τρυφερότητα απέναντι στα πλάσματα του δημιουργού πατρός του: αλλού απαξιώνει τα γουρουνάκια γιατί είναι ανίκανα να ξεχωρίσουν την αξία των μαργαριταριών (σ.σ.: ακατάληπτο εύρημα: μήπως τα γίδια ξέρουν από μαργαριτάρια;), αλλού τα στέλνει στον γκρεμό μαζί με τους δαίμονες, κι αλλού -στον άσωτο υιό- εμφανίζει το επάγγελμα του χοιροβοσκού ως το πιο υποτιμητικό που θα μπορούσε να κάνει κανείς.
Φευ, όμως, εδώ η Καινή Διαθήκη την πάτησε, διότι χοιροβοσκός άσωτος υιός προδίδει ότι η παγκοσμιοποίηση της εποχής είχε αρχίσει να παραβιάζει τις αρχαίες απαγορεύσεις και είχε φέρει τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων και των Ρωμαίων, που λάτρευαν το γουρουνάκι σε κάθε εκδοχή: ψητό, παϊδάκια, γεμιστό, παστό, αλλαντικό.
Ο Αίσωπος έχει προ πολλού λύσει την παρεξήγηση περί ακάθαρτου γουρουνιού: «Ὗς καὶ κύων ἀλλήλαις λοιδορούμεναι...», έλεγε σε έναν από τους μύθους του και για να μη σας μπερδεύω με τ’ αρχαία, ο μύθος ανέφερε ότι μια σκυλίτσα και μια γουρουνίτσα μάλωναν για το ποια έχει την εύνοια της θεάς Αφροδίτης. Στον ισχυρισμό της σκύλας ότι η θεά δεν ανέχεται ούτε να θυσιάσουν τη γουρούνα επειδή είναι ακάθαρτη, η γουρουνίτσα απάντησε: «Ισα ίσα η θεά απαγορεύει να με θυσιάζουν επειδή είμαι το αγαπημένο της ζώο».
Δυστυχώς για τα γουρουνάκια -ευτυχώς για μας-, η υψηλότερη από των άλλων βρώσιμων θηλαστικών ευφυΐα τους δεν τα διέσωσε από τη γενικευμένη ένταξή τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ακόμη κι αν στη γλώσσα διατηρούνται πολλές από τις περί «ακαθαρσίας» δοξασίες, ο βιομηχανικός καπιταλισμός κατέστησε το χοιρινό βασική πηγή φτηνής ζωικής πρωτεΐνης για τον παγκόσμιο πληθυσμό, εκμεταλλεύσιμης μέχρι και τελευταίου εκατοστού οστού ή δέρματος (διαβάστε τη «Ζούγκλα» του Απτον Σίνκλερ σχετικώς και ενδεχομένως θα γίνετε οι συνεπέστεροι βίγκαν). Αυτά. Τώρα ας φάμε ένα πιτόγυρο.
Μαρατσιόνε: Τότε η μικρή Γκουστάβα ούρλιαξε «τα γουρούνια τρώνε τον κύριο Τζούλιαν!»
Χερντχίτσε: Κι εσείς τι κάνατε;
Μαρατσιόνε: … Εμείς… όταν φτάσαμε στο χοιροστάσιο, τα γουρούνια τρώγανε ό,τι είχε μείνει από έναν άνθρωπο, μάλλον ήταν ο κ. Τζούλιαν… φαινόταν ένα χέρι, αλλά στο τέλος, τίποτα…
Χερντχίτσε: Κανείς δεν είδε ούτε ένα ίχνος; Ούτε ένα κουρέλι ρούχου, μια σόλα παπουτσιού;
Μαρατσιόνε: Οχι, τίποτα.
Χερντχίτσε:… Ενα κουμπί;
Μαρατσιόνε: Οχι, κανένα.
Χερντχίτσε: Τότε… (βάζει το δάχτυλο στο στόμα, σε νεύμα σιωπής)… Ούτε λέξη σε κανέναν.
Πιερ Πάολο Παζολίνι, «Χοιροστάσιο» (1969)
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τώρα, εσείς υποθέτετε ότι ο τίτλος παραπέμπει στο γνωστό σύνθημα με τους μπάτσους και τους δολοφόνους, για το οποίο διαδραματίστηκε άλλη μια τρικυμία εν ποτηρίω, με αποδοκιμασίες, συγγνώμες, μηνύσεις κ.λπ. Καμία σχέση.
Το επόμενο που υποθέτετε είναι ότι η λέξη «γουρούνια», ακολουθούμενη από το θαυμαστικό, χρησιμοποιείται ντε και καλά ως βρισιά εναντίον κάποιων. Πάλι καμιά σχέση. Το ενδεχόμενο αυτό το θαυμαστικό στο τέλος της λέξης να εκφράζει πράγματι θαυμασμό, εκτίμηση, συμπάθεια στα ταπεινά πλάσματα που εδώ και αιώνες χορταίνουν την πείνα μας το έχετε σκεφτεί;
Λοιπόν, περί αυτού πρόκειται: μια ταπεινή προσπάθεια να λύσουμε μια προϊστορική παρεξήγηση που διχοτομεί παράδοξα τον κόσμο σε ένα ιουδαϊκό-ισλαμο-ινδουιστικό μπλοκ (ηχεί παράδοξο ακόμη και να μιλούμε για τέτοιο μπλοκ, αλλά να που διατροφικά υπάρχει) και στο λοιπό χριστιανο-παμφάγο μπλοκ.
Δεν πρόκειται να ξαναγράψω την προϊστορία, την ιστορία και την ανθρωπολογία, αλλά υποθέτω ότι όλοι λίγο-πολύ συμφωνούμε πως η ζωική πρωτεΐνη «έχτισε» το είδος μας, που αν είχε επιλέξει να μείνει βίγκαν το πιθανότερο είναι να μην είχε διαχωριστεί από τους θεωρούμενους προγόνους μας, τους πιθήκους (κι αυτό ας μην εκληφθεί ως μομφή για τους βίγκαν, των οποίων την επιλογή σέβομαι, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κατάλληλα υποκατάστατα που δεν ρίχνουν τον αιματοκρίτη στα τάρταρα). Ο ανελέητος αγώνας για την εξασφάλιση αυτής της πρωτεΐνης μετέτρεψε τον τροφοσυλλέκτη σε κυνηγό, τον κυνηγό σε κτηνοτρόφο και καλλιεργητή και πάει λέγοντας - δεν υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες αυτής της απλοϊκής αφαίρεσης, γιατί θα φάω ξύλο από τους πάντες: από αξιοσέβαστους βίγκαν, από οπαδούς του «ευφυούς σχεδιασμού», από χριστιανούς, μουσουλμάνους, βουδιστές, ινδουιστές, εβραίους, ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ζώων, οικολόγους βάθους που ενδεχομένως πιστεύουν ότι το μόνο έμβιο ον που αξίζει να επιβιώσει στον πλανήτη της ανθρωποκαίνου εποχής είναι η αυτοαναπαραγόμενη αμοιβάδα.
Οι θρησκευτικές απαγορεύσεις και δοξασίες περί την τροφή στην πραγματικότητα μας λένε με διαφορετικό τρόπο την ιστορία της διατροφικής οικονομίας. Το γουρουνάκι «καταδικάστηκε» ως ακάθαρτο στις κοινωνίες της αρχαίας Μέσης Ανατολής πιθανότατα για λόγους καθαρά παραγωγικούς. Οι αιτιολογίες της απαγόρευσης της Παλαιάς Διαθήκης ή του Κορανίου -φταίει τάχα που δεν μηρυκάζει την τροφή του, που τρώει τα πάντα, ακόμη και πτώματα και σκουπίδια, που είναι ευπρόσβλητο σε ασθένειες, που δεν δίνει γάλα και μαλλί- κατά κάποιον τρόπο περιγράφουν τους παράγοντες που καθιστούσαν ασύμφορη την εκτροφή του.
Τα αμνοερίφια και τα μοσχάρια μια χαρά εκπλήρωναν τον πολυσύνθετο παραγωγικό προορισμό τους και τα κοπάδια τους, αφού αποψίλωσαν τεράστιες εκτάσεις φυσικής χλωρίδας, εύκολα προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της σπάνεως και μοιράστηκαν με τους βοσκούς τους τα πρώτα προϊόντα της γεωργικής επανάστασης: κριθάρι, στάρι, βρώμη, χορτάρι.
Κατά τα φαινόμενα, το ταπεινό γουρουνάκι με τις ακόρεστες ορέξεις του και τον μάλλον υψηλότερο δείκτη ευφυΐας από τα αρνοκάτσικα και τα γελάδια, δεν πολυχωρούσε σ’ αυτόν τον καταμερισμό εργασίας. Όπως ακριβώς για λόγους παραγωγικότητας απαγορεύτηκε η βρώση της καμήλας, που κατά τα λοιπά μια χαρά έκανε τη δουλειά της ως ζώο μεταφοράς, ή της «ιερής αγελάδας» στην Ινδία, όταν ο πληθυσμός της χώρας άρχισε να αυξάνεται εκθετικά. Αντιθέτως, η Παλαιά Διαθήκη υποδεικνύει ως μια χαρά τροφή ακόμη και τη βδελυρή ακρίδα. Λογική υπόδειξη, όταν οι ακρίδες ήταν το μόνο που απέμενε, αφού τα σμήνη τους αφάνιζαν σε δευτερόλεπτα τα σπαρτά και καταδίκαζαν στην πείνα τους πληθυσμούς.
Αυτές οι μυστικιστικές απαγορεύσεις του αρχέγονου καταμερισμού εργασίας δρασκέλισαν το κατώφλι μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, εξ ου και ο Χριστός -Ιουδαίος γαρ και ο ίδιος- στις παραβολές του δεν φέρεται με τρυφερότητα απέναντι στα πλάσματα του δημιουργού πατρός του: αλλού απαξιώνει τα γουρουνάκια γιατί είναι ανίκανα να ξεχωρίσουν την αξία των μαργαριταριών (σ.σ.: ακατάληπτο εύρημα: μήπως τα γίδια ξέρουν από μαργαριτάρια;), αλλού τα στέλνει στον γκρεμό μαζί με τους δαίμονες, κι αλλού -στον άσωτο υιό- εμφανίζει το επάγγελμα του χοιροβοσκού ως το πιο υποτιμητικό που θα μπορούσε να κάνει κανείς.
Φευ, όμως, εδώ η Καινή Διαθήκη την πάτησε, διότι χοιροβοσκός άσωτος υιός προδίδει ότι η παγκοσμιοποίηση της εποχής είχε αρχίσει να παραβιάζει τις αρχαίες απαγορεύσεις και είχε φέρει τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων και των Ρωμαίων, που λάτρευαν το γουρουνάκι σε κάθε εκδοχή: ψητό, παϊδάκια, γεμιστό, παστό, αλλαντικό.
Ο Αίσωπος έχει προ πολλού λύσει την παρεξήγηση περί ακάθαρτου γουρουνιού: «Ὗς καὶ κύων ἀλλήλαις λοιδορούμεναι...», έλεγε σε έναν από τους μύθους του και για να μη σας μπερδεύω με τ’ αρχαία, ο μύθος ανέφερε ότι μια σκυλίτσα και μια γουρουνίτσα μάλωναν για το ποια έχει την εύνοια της θεάς Αφροδίτης. Στον ισχυρισμό της σκύλας ότι η θεά δεν ανέχεται ούτε να θυσιάσουν τη γουρούνα επειδή είναι ακάθαρτη, η γουρουνίτσα απάντησε: «Ισα ίσα η θεά απαγορεύει να με θυσιάζουν επειδή είμαι το αγαπημένο της ζώο».
Δυστυχώς για τα γουρουνάκια -ευτυχώς για μας-, η υψηλότερη από των άλλων βρώσιμων θηλαστικών ευφυΐα τους δεν τα διέσωσε από τη γενικευμένη ένταξή τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ακόμη κι αν στη γλώσσα διατηρούνται πολλές από τις περί «ακαθαρσίας» δοξασίες, ο βιομηχανικός καπιταλισμός κατέστησε το χοιρινό βασική πηγή φτηνής ζωικής πρωτεΐνης για τον παγκόσμιο πληθυσμό, εκμεταλλεύσιμης μέχρι και τελευταίου εκατοστού οστού ή δέρματος (διαβάστε τη «Ζούγκλα» του Απτον Σίνκλερ σχετικώς και ενδεχομένως θα γίνετε οι συνεπέστεροι βίγκαν). Αυτά. Τώρα ας φάμε ένα πιτόγυρο.
Θεωρίες για την υπεραξία
Μαρατσιόνε: Τότε η μικρή Γκουστάβα ούρλιαξε «τα γουρούνια τρώνε τον κύριο Τζούλιαν!»
Χερντχίτσε: Κι εσείς τι κάνατε;
Μαρατσιόνε: … Εμείς… όταν φτάσαμε στο χοιροστάσιο, τα γουρούνια τρώγανε ό,τι είχε μείνει από έναν άνθρωπο, μάλλον ήταν ο κ. Τζούλιαν… φαινόταν ένα χέρι, αλλά στο τέλος, τίποτα…
Χερντχίτσε: Κανείς δεν είδε ούτε ένα ίχνος; Ούτε ένα κουρέλι ρούχου, μια σόλα παπουτσιού;
Μαρατσιόνε: Οχι, τίποτα.
Χερντχίτσε:… Ενα κουμπί;
Μαρατσιόνε: Οχι, κανένα.
Χερντχίτσε: Τότε… (βάζει το δάχτυλο στο στόμα, σε νεύμα σιωπής)… Ούτε λέξη σε κανέναν.
Πιερ Πάολο Παζολίνι, «Χοιροστάσιο» (1969)
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου