Γιάννης Σχίζας
Διά μέσου της Ιστορίας τα βουνά ήταν καλός αγωγός της μεταφυσικής, του δέους μπροστά στη φύση, του στοχασμού μπροστά στη γεωλογική ιστορία. Τα βουνά ήταν όρια μεταξύ λαών και πολιτισμών –και πολλές φορές ήταν σύνορα με το άγνωστο– και έτσι βιώθηκαν ακόμη και τον 18ο αιώνα και καταγράφηκαν, από τον φημισμένο Αμερικανό συγγραφέα Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ. Όμως, σε μια περίπτωση τα βουνά αποτέλεσαν κύρια στρατηγική οδό και επέτρεψαν έναν αποφασιστικό ελιγμό: Ήταν η περίπτωση του Αννίβα με την ιστορική διέλευσή του διά μέσου των Άλπεων, το 282 π.Χ. Ο Καρχηδόνιος στρατηλάτης αιφνιδίασε τους Ρωμαίους μεταφέροντάς τους πλήγμα όχι από τον νότο –από όπου αναμενόταν φυσιολογικά η επίθεσή του– αλλά από το Βορρά. Το εγχείρημα αποδείχθηκε προβληματικό, στοίχισε στον Αννίβα πολλούς στρατιώτες και πολεμικούς ελέφαντες, αλλά διεκπεραιώθηκε με επιτυχία.
Τα βουνά ήταν καταφύγια των παρανόμων, από τον Ρομπέν των δασών επί Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου μέχρι τον Τσακιτζή του Αϊδινιού – γνωστό λήσταρχο με κοινωνική συνείδηση, των αρχών του 20ου αιώνα. Στη νεότερη ιστορία έγιναν έδρες του αντάρτικου, από τους Ελασίτες μέχρι τον Φιντέλ Κάστρο και τους Βιετκόγκ, όμως ήδη από τον 19ο αιώνα αρχίζει να αναφύεται η ψυχαγωγική χρήση του βουνού. Πρωτοστατούν οι Άγγλοι τζέντλεμεν που δημιουργούν το Αλπικό Κλαμπ το 1858, ενώ οι Γερμανοί δημιουργούν τη Γερμανική Ορειβατική Ομοσπονδία το 1869. Το 1913 «εκπορθείται» ο Όλυμπος από τον Φρεντ Μπουασονά, τον Χρήστο Κάκαλο και τον Daniel Baud-Bovy, ενώ αργότερα ο Παλαμάς, προφανώς γιατί θέλει να εξομοιώσει την ποίηση με την ανάβαση που γίνεται επί σκοπώ αναψυχής, γράφει τους στίχους:
«Και ο ποιητής είναι ορειβάτης –
ένα τραχύ σκαρφάλωμα προς τα ύψη –
και η ποιητική ενέργεια είναι»
Πολύ πριν αποβούν θέρετρα και τόποι διακοπών, τα βουνά έγιναν τόποι μιας αρχιτεκτονικής που είναι γνωστή με τον προσδιορισμό «Αμυντική». Όπως στη Μάνη ή στη Σκωτία οι πύργοι δημιουργούν μια πολεοδόμηση προορισμένη να υπηρετήσει την άμυνα και επιβίωση τον ανθρώπων, έτσι και τα απόκρημνα βουνά με τις δυσκολίες της προσέγγισης και κίνησης σ’ αυτά παράγουν τους όρους μιας ασφαλούς ζωής μέσα σε συνθήκες ανασφάλειας. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ λίγοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, ο πληθυσμός εγκαθίσταται και επιχειρεί να βγάλει τα προς το ζην. «Το βουνό είναι υποχρεωμένο να ζει από τους δικούς του πόρους στους ζωτικούς τομείς», διαπιστώνει ο Γάλλος συγγραφέας Μπρωντέλ: «Ο αρχαϊσμός και η ανεπάρκεια χαρακτηρίζουν την κοινωνία του, τον πολιτισμό, την οικονομία, όλα». Επί Τουρκοκρατίας γίνονται εστία του Ελληνισμού καθώς και των διαφόρων παρανόμων, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη χωροταξική δομή, αλλά μεταγενέστερα, τα βουνά παίζουν κυρίως κτηνοτροφικό ρόλο μέχρι να παραδοθούν στη λειτουργία της αναψυχής. Το 1918 εγκωμιάζονται από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου στο έργο του «Τα ψηλά βουνά»: Ένα αφήγημα εν πολλοίς φανταστικό που όμως θα προκαλέσει κάποιους τριγμούς και αντιθέσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Τα βουνά κληρονομούν μια ορισμένη χωροταξική διάρθρωση, μόνο που στη σύγχρονη εποχή αυτή αποδεικνύεται ως μη βιώσιμη και οι πληθυσμοί φθίνουν. Το 1982 ο Αντώνης Τρίτσης, τότε υπουργός Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος, βεβαιώνει την ύπαρξη 11.000 οικισμών, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης, γι’ αυτό και προωθεί τις «Ανοιχτές Πόλεις»: Σε κάθε περιφέρεια οι επί μέρους οικισμοί συνδέονται με έναν κεντρικό, μέσω του οποίου παραλαμβάνουν όλες τις διευκολύνσεις και στον οποίο κυρίως αναπτύσσονται οι υποδομές. Όμως η πρόταση του Τρίτση γρήγορα «περνάει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας», έκτοτε δε η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική κινείται μάλλον εμπειρικά, αποφεύγοντας συστηματικές και μακρόπνοες λύσεις στην ύπαιθρο. Υπό την κυριαρχία μάλιστα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, τα χωριά και οι οικισμοί αφήνονται «στην τύχη τους»: Γιατί είναι σίγουρο ότι το σημερινό χωριό, αφενός με τη «λειψανδρία» του και αφετέρου με την παντελή υστέρησή του στον εθνικό και διεθνή καταμερισμό έργων, στερείται εκείνης της δυναμικής για ανάπτυξη.
Οι ορεινοί χώροι θεωρούνται ότι καταλαμβάνουν το 23% της στερεάς επιφάνειας του πλανήτη και ότι διαθέτουν το 10% του πληθυσμού του. Αυτή η έκταση και αυτός ο πληθυσμός δημιουργούν την υπόθεση ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ορεινοί όγκοι είναι μικρά, όμως η υπόθεση είναι ανακριβής.
Το οδικό σύστημα των ορεινών οικισμών, γίνεται ιδιαίτερα πυκνό σε εκείνες τις περιοχές, που τροφοδοτούνται από την τουριστική ανάπτυξη. Συμβαίνει δε και το εξής περίεργο: Τα χωριά που είναι σε εγγύτητα με περιοχές μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης είναι αμέτοχα των πλεονεκτημάτων τους και καταδικάζονται να ζουν σε συνθήκες υποκινητικότητας και ανέχειας– είτε βρίσκονται κοντά στα Ιμαλάϊα είτε είναι κοντά στις εύπορες ορεινές περιοχές του νομού Τρικάλων!
Εξ άλλου οι «αστόχαστες διεισδύσεις» στον υπαίθριο χώρο τροφοδοτούν τη μεγαλομανία των τζιπίστας –που αφήνουν ωκεανούς μπουρδολογίας διαφημίζοντας τα περάσματά τους– αλλά επίσης τροφοδοτούν τα κέρδη των εταιρειών που ασχολούνται με την υπόθεση. Τα 4×4 που σκαρφαλώνουν στα ορεινά καταφύγια, οι οδηγοί μοτοκρός που διασχίζουν τα ορεινά μονοπάτια, οι μορφές μετακίνησης που είναι άσχετες με την εξυπηρέτηση των τοπικών κοινωνιών, μειώνουν τον ζωτικό χώρο της φύσης. «Η τυχαία και διάσπαρτη ενόχληση μέσα στον χώρο αναγκάζει τα ζώα να κινηθούν σε κατάσταση πανικού μέσα στο πλέγμα των πόλων μόνιμης και συμπτωματικής ενόχλησης, σε αναζήτηση καταφυγίου», σημειώνει ο Τριαντάφυλλος Αδαμακόπουλος. Κι ακόμη υπογραμμίζει ότι αυτή η προσφυγοποίηση των ζώων και ιδιαίτερα όσων έχουν υψηλές χωρικές απαιτήσεις, παραβλάπτει τη συντήρηση και αναπαραγωγή τους…
Η κυκλοφορία –άνευ όρων– είναι αντίπαλος της βιοποικιλότητας, σε μια εποχή που αυτή η τελευταία προβάλλεται ως δείκτης της υγείας ενός οικοσυστήματος. Δεν πρέπει φυσικά να παραλείψουμε τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, που κι αυτές σημαίνουν προσθήκη κυκλοφορίας, όπως επίσης και τα έργα για τη διαμόρφωση θέσεων ορειβασίας. Ακόμη τα βαρέα σκαπτικά μηχανήματα που αποσταθεροποιούν τα εδάφη και προκαλούν επώδυνες συνέπειες: Π.χ. το χωριό Λε Αρκ στις Άλπεις, υφίσταται το 1981 μια τρομερή «βροχή» από βράχους και σπασμένα δένδρα με αποτέλεσμα 61 νεκρούς, λόγω της κοπής δένδρων εξ αιτίας της χρησιμοποίησης εκσκαφέων για τη διαμόρφωση πιστών ορειβασίας.
Ο κύριος όμως παράγων της υποβάθμισης του ορεινού χώρου είναι οι ανεμογεννήτριες, που στην Ελλάδα χωροθετούνται στις πιο υψηλές περιοχές: Αυτές εξοντώνουν κυριολεκτικά τα βουνά, διανοίγουν δρόμους παντού, καταβαραθρώνουν το τοπίο, εισάγουν δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στην καρδιά της φύσης, πλήττουν τις περιοχές Νατούρα.
Θυμάμαι τις πρώτες ανεμογεννήτριες στην Κάρυστο – ήταν στο δρόμο προς το Πλατανιστό και ήταν σχετικά παράκτιες, ή σε χαμηλό υψόμετρο. Η ζημιά ήταν μικρή ή και μηδαμινή – όμως το εργολαβικό κύκλωμα κατάφερε να τις τοποθετήσει στις κορυφές των βουνών, εξαγοράζοντας τους λίγους κατοίκους και αγνοώντας τους υπολοίπους…
* Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο «Τα βουνά του κόσμου», εκδόσεις Οικοτοπία
Πηγή: e-dromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Διά μέσου της Ιστορίας τα βουνά ήταν καλός αγωγός της μεταφυσικής, του δέους μπροστά στη φύση, του στοχασμού μπροστά στη γεωλογική ιστορία. Τα βουνά ήταν όρια μεταξύ λαών και πολιτισμών –και πολλές φορές ήταν σύνορα με το άγνωστο– και έτσι βιώθηκαν ακόμη και τον 18ο αιώνα και καταγράφηκαν, από τον φημισμένο Αμερικανό συγγραφέα Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ. Όμως, σε μια περίπτωση τα βουνά αποτέλεσαν κύρια στρατηγική οδό και επέτρεψαν έναν αποφασιστικό ελιγμό: Ήταν η περίπτωση του Αννίβα με την ιστορική διέλευσή του διά μέσου των Άλπεων, το 282 π.Χ. Ο Καρχηδόνιος στρατηλάτης αιφνιδίασε τους Ρωμαίους μεταφέροντάς τους πλήγμα όχι από τον νότο –από όπου αναμενόταν φυσιολογικά η επίθεσή του– αλλά από το Βορρά. Το εγχείρημα αποδείχθηκε προβληματικό, στοίχισε στον Αννίβα πολλούς στρατιώτες και πολεμικούς ελέφαντες, αλλά διεκπεραιώθηκε με επιτυχία.
Τα βουνά ήταν καταφύγια των παρανόμων, από τον Ρομπέν των δασών επί Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου μέχρι τον Τσακιτζή του Αϊδινιού – γνωστό λήσταρχο με κοινωνική συνείδηση, των αρχών του 20ου αιώνα. Στη νεότερη ιστορία έγιναν έδρες του αντάρτικου, από τους Ελασίτες μέχρι τον Φιντέλ Κάστρο και τους Βιετκόγκ, όμως ήδη από τον 19ο αιώνα αρχίζει να αναφύεται η ψυχαγωγική χρήση του βουνού. Πρωτοστατούν οι Άγγλοι τζέντλεμεν που δημιουργούν το Αλπικό Κλαμπ το 1858, ενώ οι Γερμανοί δημιουργούν τη Γερμανική Ορειβατική Ομοσπονδία το 1869. Το 1913 «εκπορθείται» ο Όλυμπος από τον Φρεντ Μπουασονά, τον Χρήστο Κάκαλο και τον Daniel Baud-Bovy, ενώ αργότερα ο Παλαμάς, προφανώς γιατί θέλει να εξομοιώσει την ποίηση με την ανάβαση που γίνεται επί σκοπώ αναψυχής, γράφει τους στίχους:
«Και ο ποιητής είναι ορειβάτης –
ένα τραχύ σκαρφάλωμα προς τα ύψη –
και η ποιητική ενέργεια είναι»
Η αμυντική αρχιτεκτονική
Πολύ πριν αποβούν θέρετρα και τόποι διακοπών, τα βουνά έγιναν τόποι μιας αρχιτεκτονικής που είναι γνωστή με τον προσδιορισμό «Αμυντική». Όπως στη Μάνη ή στη Σκωτία οι πύργοι δημιουργούν μια πολεοδόμηση προορισμένη να υπηρετήσει την άμυνα και επιβίωση τον ανθρώπων, έτσι και τα απόκρημνα βουνά με τις δυσκολίες της προσέγγισης και κίνησης σ’ αυτά παράγουν τους όρους μιας ασφαλούς ζωής μέσα σε συνθήκες ανασφάλειας. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ λίγοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, ο πληθυσμός εγκαθίσταται και επιχειρεί να βγάλει τα προς το ζην. «Το βουνό είναι υποχρεωμένο να ζει από τους δικούς του πόρους στους ζωτικούς τομείς», διαπιστώνει ο Γάλλος συγγραφέας Μπρωντέλ: «Ο αρχαϊσμός και η ανεπάρκεια χαρακτηρίζουν την κοινωνία του, τον πολιτισμό, την οικονομία, όλα». Επί Τουρκοκρατίας γίνονται εστία του Ελληνισμού καθώς και των διαφόρων παρανόμων, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη χωροταξική δομή, αλλά μεταγενέστερα, τα βουνά παίζουν κυρίως κτηνοτροφικό ρόλο μέχρι να παραδοθούν στη λειτουργία της αναψυχής. Το 1918 εγκωμιάζονται από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου στο έργο του «Τα ψηλά βουνά»: Ένα αφήγημα εν πολλοίς φανταστικό που όμως θα προκαλέσει κάποιους τριγμούς και αντιθέσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Τα βουνά κληρονομούν μια ορισμένη χωροταξική διάρθρωση, μόνο που στη σύγχρονη εποχή αυτή αποδεικνύεται ως μη βιώσιμη και οι πληθυσμοί φθίνουν. Το 1982 ο Αντώνης Τρίτσης, τότε υπουργός Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος, βεβαιώνει την ύπαρξη 11.000 οικισμών, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης, γι’ αυτό και προωθεί τις «Ανοιχτές Πόλεις»: Σε κάθε περιφέρεια οι επί μέρους οικισμοί συνδέονται με έναν κεντρικό, μέσω του οποίου παραλαμβάνουν όλες τις διευκολύνσεις και στον οποίο κυρίως αναπτύσσονται οι υποδομές. Όμως η πρόταση του Τρίτση γρήγορα «περνάει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας», έκτοτε δε η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική κινείται μάλλον εμπειρικά, αποφεύγοντας συστηματικές και μακρόπνοες λύσεις στην ύπαιθρο. Υπό την κυριαρχία μάλιστα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, τα χωριά και οι οικισμοί αφήνονται «στην τύχη τους»: Γιατί είναι σίγουρο ότι το σημερινό χωριό, αφενός με τη «λειψανδρία» του και αφετέρου με την παντελή υστέρησή του στον εθνικό και διεθνή καταμερισμό έργων, στερείται εκείνης της δυναμικής για ανάπτυξη.
Τα προβλήματα
Οι ορεινοί χώροι θεωρούνται ότι καταλαμβάνουν το 23% της στερεάς επιφάνειας του πλανήτη και ότι διαθέτουν το 10% του πληθυσμού του. Αυτή η έκταση και αυτός ο πληθυσμός δημιουργούν την υπόθεση ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ορεινοί όγκοι είναι μικρά, όμως η υπόθεση είναι ανακριβής.
Το οδικό σύστημα των ορεινών οικισμών, γίνεται ιδιαίτερα πυκνό σε εκείνες τις περιοχές, που τροφοδοτούνται από την τουριστική ανάπτυξη. Συμβαίνει δε και το εξής περίεργο: Τα χωριά που είναι σε εγγύτητα με περιοχές μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης είναι αμέτοχα των πλεονεκτημάτων τους και καταδικάζονται να ζουν σε συνθήκες υποκινητικότητας και ανέχειας– είτε βρίσκονται κοντά στα Ιμαλάϊα είτε είναι κοντά στις εύπορες ορεινές περιοχές του νομού Τρικάλων!
Εξ άλλου οι «αστόχαστες διεισδύσεις» στον υπαίθριο χώρο τροφοδοτούν τη μεγαλομανία των τζιπίστας –που αφήνουν ωκεανούς μπουρδολογίας διαφημίζοντας τα περάσματά τους– αλλά επίσης τροφοδοτούν τα κέρδη των εταιρειών που ασχολούνται με την υπόθεση. Τα 4×4 που σκαρφαλώνουν στα ορεινά καταφύγια, οι οδηγοί μοτοκρός που διασχίζουν τα ορεινά μονοπάτια, οι μορφές μετακίνησης που είναι άσχετες με την εξυπηρέτηση των τοπικών κοινωνιών, μειώνουν τον ζωτικό χώρο της φύσης. «Η τυχαία και διάσπαρτη ενόχληση μέσα στον χώρο αναγκάζει τα ζώα να κινηθούν σε κατάσταση πανικού μέσα στο πλέγμα των πόλων μόνιμης και συμπτωματικής ενόχλησης, σε αναζήτηση καταφυγίου», σημειώνει ο Τριαντάφυλλος Αδαμακόπουλος. Κι ακόμη υπογραμμίζει ότι αυτή η προσφυγοποίηση των ζώων και ιδιαίτερα όσων έχουν υψηλές χωρικές απαιτήσεις, παραβλάπτει τη συντήρηση και αναπαραγωγή τους…
Η κυκλοφορία –άνευ όρων– είναι αντίπαλος της βιοποικιλότητας, σε μια εποχή που αυτή η τελευταία προβάλλεται ως δείκτης της υγείας ενός οικοσυστήματος. Δεν πρέπει φυσικά να παραλείψουμε τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, που κι αυτές σημαίνουν προσθήκη κυκλοφορίας, όπως επίσης και τα έργα για τη διαμόρφωση θέσεων ορειβασίας. Ακόμη τα βαρέα σκαπτικά μηχανήματα που αποσταθεροποιούν τα εδάφη και προκαλούν επώδυνες συνέπειες: Π.χ. το χωριό Λε Αρκ στις Άλπεις, υφίσταται το 1981 μια τρομερή «βροχή» από βράχους και σπασμένα δένδρα με αποτέλεσμα 61 νεκρούς, λόγω της κοπής δένδρων εξ αιτίας της χρησιμοποίησης εκσκαφέων για τη διαμόρφωση πιστών ορειβασίας.
Ο κύριος όμως παράγων της υποβάθμισης του ορεινού χώρου είναι οι ανεμογεννήτριες, που στην Ελλάδα χωροθετούνται στις πιο υψηλές περιοχές: Αυτές εξοντώνουν κυριολεκτικά τα βουνά, διανοίγουν δρόμους παντού, καταβαραθρώνουν το τοπίο, εισάγουν δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στην καρδιά της φύσης, πλήττουν τις περιοχές Νατούρα.
Θυμάμαι τις πρώτες ανεμογεννήτριες στην Κάρυστο – ήταν στο δρόμο προς το Πλατανιστό και ήταν σχετικά παράκτιες, ή σε χαμηλό υψόμετρο. Η ζημιά ήταν μικρή ή και μηδαμινή – όμως το εργολαβικό κύκλωμα κατάφερε να τις τοποθετήσει στις κορυφές των βουνών, εξαγοράζοντας τους λίγους κατοίκους και αγνοώντας τους υπολοίπους…
* Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο «Τα βουνά του κόσμου», εκδόσεις Οικοτοπία
Πηγή: e-dromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου