Λεωνίδας Βατικιώτης
Παραπάνω από ανησυχητικές είναι μια σειρά από πρόσφατες εξελίξεις που επιβεβαιώνουν όχι απλώς ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή επιταχύνεται, αλλά επιπλέον κι ότι τα περισσότερα μέτρα που λαμβάνονται αποδεικνύονται εξαιρετικά ανεπαρκή, αν όχι αδιάφορα.
Ας ξεχωρίσουμε, μεταξύ πολλών άλλων πρόσφατων, τον καύσωνα 30 βαθμών Κελσίου που έπληξε μέχρι και τα το πιο βόρεια άκρα της Αρκτικής καταφέρνοντας να λιώσουν 40 δισ. τόνοι πάγου από την Γροιλανδία. Οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές μιας και ξεκινούν από την άμεση άνοδο της θερμοκρασίας (ελλείψει του… φυσικού καταψύκτη) και φτάνουν στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την απελευθέρωση μεθανίου στην ατμόσφαιρα που αυξάνει κι αυτό σημαντικά την θερμοκρασία του πλανήτη. Μια σειρά από τέτοια φαινόμενα οδήγησαν τους επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική αλλαγή (IPCC) το 2018 να κάνουν γνωστό ότι ο στόχος για συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς πρέπει να θεωρείται πλέον ανέφικτος. Πιθανότερο είναι η θερμοκρασία να αυξηθεί κατά 3 βαθμούς! Είμαστε μάρτυρες επομένως μιας παταγώδους αποτυχίας!
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο αξίζει να επανεξετάσουμε τα μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί, και τα οποία όταν εξαγγέλλονταν παρουσιάζονταν ως σωτηρία. Σημαντικότερο εξ αυτών είναι το χρηματιστήριο ρύπων, βάσει του οποίου το δικαίωμα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα τελεί υπό χρηματιστηριακή διαπραγμάτευση, βαρύνοντας με την τιμή του τους ρυπαντές, όπως χαρακτηριστικά είναι οι εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν λιγνίτη, άνθρακα ή μαζούτ. Τα αποτελέσματα της εμπορευματοποίησης των ρύπων (που εισήγαγε την πιο καθαρή μορφή χρηματιστικοποίησης ακόμη και στους ρύπους) ήταν η κερδοσκοπία γύρω από το διοξείδιο του άνθρακα να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και να αυξάνεται μαζί με την θερμοκρασία του πλανήτη.
Το πιο πρόσφατο κρούσμα καταγράφτηκε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Στις πολιτείες του Όρεγκον και της Καλιφόρνιας που αντέγραψαν το ευρωπαϊκό παράδειγμα κι έστησαν κι αυτές τα δικά τους χρηματιστήρια εκπομπών ρύπων. Την περίοδο λοιπόν που ο πλανήτης στο βόρειο και το νότιο ημισφαίριο κατέγραφε θερμοκρασίες ρεκόρ, ανάλογα ρεκόρ κατέγραφαν κι οι τιμές των ρύπων στο πλαίσιο του συστήματος LCFS (Low Carbon Fuel Standard). Συγκεκριμένα, στην Καλιφόρνια οι τιμές τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο διπλασιάστηκαν σε σχέση με τα επίπεδα προ διετίας, ενώ στο γειτονικό Όρεγκον οι τιμές τετραπλασιάστηκαν σε σχέση με τα προ διετίας επίπεδα!
Η άνοδος των τιμών αποδίδεται στην αυστηροποίηση των κανόνων με την συμπερίληψη στους ρυπαντές κι άλλων βιομηχανιών, που είναι υποχρεωμένες πλέον να αγοράζουν δικαιώματα για να συνεχίσουν να εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα κι άλλα αέρια που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ενδεικτική περίπτωση είναι οι αεροπορικές εταιρείες που ευθύνονται για το 2% των παγκόσμιων ρύπων. Αν στην πλευρά των ωφελημένων είναι οι εταιρείες που προμηθεύουν εναλλακτικές μορφές ενέργειας, στην πλευρά των χαμένων είναι οι καταναλωτές που καλούνται να πληρώσουν όχι μόνο το κόστος της μετάβασης στο νέο ενεργειακό τοπίο, αλλά επιπλέον και τα κέρδη μιας παρασιτικής βιομηχανίας που θησαυρίζει ακόμη κι από την επιδείνωση των συνθηκών της ζωής μας.
Εξ ίσου ατελέσφορες αποδεικνύονται οι προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής ακόμη και στην Ευρώπη, που επαίρεται για τις προσπάθειες που καταβάλλει, οι οποίες όμως παραμένουν εγκλωβισμένες στην εμπορευματοποίηση και την κερδοσκοπία. Οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα και στη γηραιά ήπειρο παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, όπως φαίνεται στο διάγραμμα που παραθέτουμε, με όλες τις προβλέψεις να συντείνουν ότι ποτέ ξανά δεν πρόκειται να δούμε τις τιμές σε επίπεδο υποδεέστερα των 10 ευρώ ο τόνος όπως ήταν μεταξύ 2012 και 2018.
Υψηλότερες τιμές στο χρηματιστήριο του διοξειδίου του άνθρακα σημαίνει όμως και υψηλότερες τιμές καταναλωτή για τους παρόχους ενέργειας από στερεά καύσιμα που έχουν ενεργοποιήσει σχετική ρήτρα στους λογαριασμούς της τελικής κατανάλωσης. Το χειρότερο ωστόσο είναι πως ακόμη κι αυτή η αύξηση της τιμής δεν συνοδεύτηκε από μείωση των βλαβερών εκπομπών. Με βάση μελέτη του ICIS με τίτλο «Το αποτέλεσμα των αυξημένων τιμών του άνθρακα στους παραγωγούς ηλεκτρικού και τις βιομηχανίες» που εκδόθηκε στις 9 Μαΐου 2019, «η σημαντική αύξηση είχε πολύ μικρή επίδραση στα επίπεδα εκπομπών της Ευρώπης του 2018». Μηδενικό ήταν επομένως το πολυαναμενόμενο αποτέλεσμα στις εκπομπές, την ίδια στιγμή που χιλιάδες νοικοκυριά στην Ευρώπη ξεπάγιαζαν αδυνατώντας να πληρώσουν τους υπέρογκους λογαριασμούς.
Από την άλλη, υπέρογκο αποδεικνύεται και το κόστος που συνοδεύει την εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε χώρες όπως η Γερμανία. Σύμφωνα με τους Financial Times, το κόστος που μετακυλίστηκε στους φορολογούμενους και καταναλωτές ενέργειας μόνο τα προηγούμενα οκτώ χρόνια ανήλθε σε 165 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό το λόγο η Γερμανία δεν συμφώνησε στα συμπεράσματα του συνεδρίου για την κλιματική αλλαγή που διεξήχθη το 2018 στη Βόννη, βάσει των οποίων 25 χώρες συμφώνησαν να διακόψουν την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα μέχρι το 2030. Ο στόχος της Γερμανίας μέχρι εκείνο το έτος είναι να καλύπτει από ΑΠΕ το 65% των ενεργειακών της αναγκών.
Ένα μήνα μάλιστα μετά το συνέδριο, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας μείωσε δραματικά του στόχους μείωσης των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο θερμοκηπίου, ενώ ο ενεργειακός κολοσσός RWE θα κρατήσει μέχρι και το 2040 ενεργό προς εκμετάλλευση το ορυχείο άνθρακα του Χάμπαχ, παρά τις αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Πηγή: leonidasvatikiotis.wordpress
Η Σφήκα: Επιλογές
Παραπάνω από ανησυχητικές είναι μια σειρά από πρόσφατες εξελίξεις που επιβεβαιώνουν όχι απλώς ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή επιταχύνεται, αλλά επιπλέον κι ότι τα περισσότερα μέτρα που λαμβάνονται αποδεικνύονται εξαιρετικά ανεπαρκή, αν όχι αδιάφορα.
Ας ξεχωρίσουμε, μεταξύ πολλών άλλων πρόσφατων, τον καύσωνα 30 βαθμών Κελσίου που έπληξε μέχρι και τα το πιο βόρεια άκρα της Αρκτικής καταφέρνοντας να λιώσουν 40 δισ. τόνοι πάγου από την Γροιλανδία. Οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές μιας και ξεκινούν από την άμεση άνοδο της θερμοκρασίας (ελλείψει του… φυσικού καταψύκτη) και φτάνουν στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την απελευθέρωση μεθανίου στην ατμόσφαιρα που αυξάνει κι αυτό σημαντικά την θερμοκρασία του πλανήτη. Μια σειρά από τέτοια φαινόμενα οδήγησαν τους επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική αλλαγή (IPCC) το 2018 να κάνουν γνωστό ότι ο στόχος για συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς πρέπει να θεωρείται πλέον ανέφικτος. Πιθανότερο είναι η θερμοκρασία να αυξηθεί κατά 3 βαθμούς! Είμαστε μάρτυρες επομένως μιας παταγώδους αποτυχίας!
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο αξίζει να επανεξετάσουμε τα μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί, και τα οποία όταν εξαγγέλλονταν παρουσιάζονταν ως σωτηρία. Σημαντικότερο εξ αυτών είναι το χρηματιστήριο ρύπων, βάσει του οποίου το δικαίωμα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα τελεί υπό χρηματιστηριακή διαπραγμάτευση, βαρύνοντας με την τιμή του τους ρυπαντές, όπως χαρακτηριστικά είναι οι εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν λιγνίτη, άνθρακα ή μαζούτ. Τα αποτελέσματα της εμπορευματοποίησης των ρύπων (που εισήγαγε την πιο καθαρή μορφή χρηματιστικοποίησης ακόμη και στους ρύπους) ήταν η κερδοσκοπία γύρω από το διοξείδιο του άνθρακα να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και να αυξάνεται μαζί με την θερμοκρασία του πλανήτη.
Το πιο πρόσφατο κρούσμα καταγράφτηκε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Στις πολιτείες του Όρεγκον και της Καλιφόρνιας που αντέγραψαν το ευρωπαϊκό παράδειγμα κι έστησαν κι αυτές τα δικά τους χρηματιστήρια εκπομπών ρύπων. Την περίοδο λοιπόν που ο πλανήτης στο βόρειο και το νότιο ημισφαίριο κατέγραφε θερμοκρασίες ρεκόρ, ανάλογα ρεκόρ κατέγραφαν κι οι τιμές των ρύπων στο πλαίσιο του συστήματος LCFS (Low Carbon Fuel Standard). Συγκεκριμένα, στην Καλιφόρνια οι τιμές τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο διπλασιάστηκαν σε σχέση με τα επίπεδα προ διετίας, ενώ στο γειτονικό Όρεγκον οι τιμές τετραπλασιάστηκαν σε σχέση με τα προ διετίας επίπεδα!
Η άνοδος των τιμών αποδίδεται στην αυστηροποίηση των κανόνων με την συμπερίληψη στους ρυπαντές κι άλλων βιομηχανιών, που είναι υποχρεωμένες πλέον να αγοράζουν δικαιώματα για να συνεχίσουν να εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα κι άλλα αέρια που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ενδεικτική περίπτωση είναι οι αεροπορικές εταιρείες που ευθύνονται για το 2% των παγκόσμιων ρύπων. Αν στην πλευρά των ωφελημένων είναι οι εταιρείες που προμηθεύουν εναλλακτικές μορφές ενέργειας, στην πλευρά των χαμένων είναι οι καταναλωτές που καλούνται να πληρώσουν όχι μόνο το κόστος της μετάβασης στο νέο ενεργειακό τοπίο, αλλά επιπλέον και τα κέρδη μιας παρασιτικής βιομηχανίας που θησαυρίζει ακόμη κι από την επιδείνωση των συνθηκών της ζωής μας.
Εξ ίσου ατελέσφορες αποδεικνύονται οι προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής ακόμη και στην Ευρώπη, που επαίρεται για τις προσπάθειες που καταβάλλει, οι οποίες όμως παραμένουν εγκλωβισμένες στην εμπορευματοποίηση και την κερδοσκοπία. Οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα και στη γηραιά ήπειρο παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, όπως φαίνεται στο διάγραμμα που παραθέτουμε, με όλες τις προβλέψεις να συντείνουν ότι ποτέ ξανά δεν πρόκειται να δούμε τις τιμές σε επίπεδο υποδεέστερα των 10 ευρώ ο τόνος όπως ήταν μεταξύ 2012 και 2018.
Υψηλότερες τιμές στο χρηματιστήριο του διοξειδίου του άνθρακα σημαίνει όμως και υψηλότερες τιμές καταναλωτή για τους παρόχους ενέργειας από στερεά καύσιμα που έχουν ενεργοποιήσει σχετική ρήτρα στους λογαριασμούς της τελικής κατανάλωσης. Το χειρότερο ωστόσο είναι πως ακόμη κι αυτή η αύξηση της τιμής δεν συνοδεύτηκε από μείωση των βλαβερών εκπομπών. Με βάση μελέτη του ICIS με τίτλο «Το αποτέλεσμα των αυξημένων τιμών του άνθρακα στους παραγωγούς ηλεκτρικού και τις βιομηχανίες» που εκδόθηκε στις 9 Μαΐου 2019, «η σημαντική αύξηση είχε πολύ μικρή επίδραση στα επίπεδα εκπομπών της Ευρώπης του 2018». Μηδενικό ήταν επομένως το πολυαναμενόμενο αποτέλεσμα στις εκπομπές, την ίδια στιγμή που χιλιάδες νοικοκυριά στην Ευρώπη ξεπάγιαζαν αδυνατώντας να πληρώσουν τους υπέρογκους λογαριασμούς.
Από την άλλη, υπέρογκο αποδεικνύεται και το κόστος που συνοδεύει την εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε χώρες όπως η Γερμανία. Σύμφωνα με τους Financial Times, το κόστος που μετακυλίστηκε στους φορολογούμενους και καταναλωτές ενέργειας μόνο τα προηγούμενα οκτώ χρόνια ανήλθε σε 165 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό το λόγο η Γερμανία δεν συμφώνησε στα συμπεράσματα του συνεδρίου για την κλιματική αλλαγή που διεξήχθη το 2018 στη Βόννη, βάσει των οποίων 25 χώρες συμφώνησαν να διακόψουν την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα μέχρι το 2030. Ο στόχος της Γερμανίας μέχρι εκείνο το έτος είναι να καλύπτει από ΑΠΕ το 65% των ενεργειακών της αναγκών.
Ένα μήνα μάλιστα μετά το συνέδριο, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας μείωσε δραματικά του στόχους μείωσης των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο θερμοκηπίου, ενώ ο ενεργειακός κολοσσός RWE θα κρατήσει μέχρι και το 2040 ενεργό προς εκμετάλλευση το ορυχείο άνθρακα του Χάμπαχ, παρά τις αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Πηγή: leonidasvatikiotis.wordpress
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου