Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
Γκαρσόνα σε καφέ από τα δεκάξι της.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το σχολείο. Ο πατέρας αγάπησε δυνατά, εκεί στα σαρανταέξι του ξαφνικά. Ήταν και η μάνα με το κεφάλι δεμένο πάντα, ήταν και ο φόβος της το φως και οι θόρυβοι, ήταν και η άρνηση της για ζωή, που τον έσπρωξαν μακριά. Μαύρη πέτρα έριξε στα υπόλοιπα.
Μοναχοπαίδι η Φανή έμεινε πίσω, μάνα και σύντροφος μαζί, της μάνας της.
Ρωτάς αν είχε όνειρα. Δεν ξέρω, δεν είχε την ευκαιρία να τα διακρίνει ούτε η ίδια μέσα στη μουτζούρα της ζωής της.
Σε κανένα δεν ανοιγόταν. Κανείς δεν άκουσε μια κουβέντα προσωπική απ’ τα χείλια της.
Σφιχτό το στόμα, με μια υποψία χαμόγελου, κάθε που το πουρμπουάρ ήταν καλό.
Δεν είχε συμπάθειες, μα ούτε και αντιπάθειες στη δουλειά.
Την παρατηρούσα καιρό. Προσπαθούσα να μπω μέσα στη σκέψη της, να ξετρυπώσω τα βαθιά φυλαγμένα της.
Ένα βιβλίο που είχα αφημένο μια μέρα στο τραπέζι, έγινε η αφορμή να δω το πρόσωπο της να φωτίζεται. Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, που θα πήγαινα στην εγγονή μου. ‘’Λέτε να υπάρχει αυτή η χώρα;’’, με ρώτησε και έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση.
Χρειάστηκε πολύς καιρός για να μου ανοιχτεί. Χρειάστηκε να της διηγηθώ πολλά παραμύθια, εκεί στα μεσοδιαστήματα που δεν είχε κόσμο το μαγαζί. Στα μεσοδιαστήματα που έψαχνα να γεμίσω και τις δικές μου ελλείψεις. Ακόμη περισσότερος χρόνος θα χρειαστεί για να βρει το δρόμο της, να απαλύνουν οι γραμμές που την χαράζουν.
Το νυχτερινό σχολείο που αποφάσισε να αρχίσει, είναι μια προσπάθεια γενναία.
Μόνο την ανάγκη της για τα παραμύθια φοβάμαι. Αυτή την επιτακτική ανάγκη κάποιες φορές να κρεμαστείς απ’ του ευτυχισμένου τέλους τα ύψη, τα ριψοκίνδυνα.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Γκαρσόνα σε καφέ από τα δεκάξι της.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το σχολείο. Ο πατέρας αγάπησε δυνατά, εκεί στα σαρανταέξι του ξαφνικά. Ήταν και η μάνα με το κεφάλι δεμένο πάντα, ήταν και ο φόβος της το φως και οι θόρυβοι, ήταν και η άρνηση της για ζωή, που τον έσπρωξαν μακριά. Μαύρη πέτρα έριξε στα υπόλοιπα.
Μοναχοπαίδι η Φανή έμεινε πίσω, μάνα και σύντροφος μαζί, της μάνας της.
Ρωτάς αν είχε όνειρα. Δεν ξέρω, δεν είχε την ευκαιρία να τα διακρίνει ούτε η ίδια μέσα στη μουτζούρα της ζωής της.
Σε κανένα δεν ανοιγόταν. Κανείς δεν άκουσε μια κουβέντα προσωπική απ’ τα χείλια της.
Σφιχτό το στόμα, με μια υποψία χαμόγελου, κάθε που το πουρμπουάρ ήταν καλό.
Δεν είχε συμπάθειες, μα ούτε και αντιπάθειες στη δουλειά.
Την παρατηρούσα καιρό. Προσπαθούσα να μπω μέσα στη σκέψη της, να ξετρυπώσω τα βαθιά φυλαγμένα της.
Ένα βιβλίο που είχα αφημένο μια μέρα στο τραπέζι, έγινε η αφορμή να δω το πρόσωπο της να φωτίζεται. Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, που θα πήγαινα στην εγγονή μου. ‘’Λέτε να υπάρχει αυτή η χώρα;’’, με ρώτησε και έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση.
Χρειάστηκε πολύς καιρός για να μου ανοιχτεί. Χρειάστηκε να της διηγηθώ πολλά παραμύθια, εκεί στα μεσοδιαστήματα που δεν είχε κόσμο το μαγαζί. Στα μεσοδιαστήματα που έψαχνα να γεμίσω και τις δικές μου ελλείψεις. Ακόμη περισσότερος χρόνος θα χρειαστεί για να βρει το δρόμο της, να απαλύνουν οι γραμμές που την χαράζουν.
Το νυχτερινό σχολείο που αποφάσισε να αρχίσει, είναι μια προσπάθεια γενναία.
Μόνο την ανάγκη της για τα παραμύθια φοβάμαι. Αυτή την επιτακτική ανάγκη κάποιες φορές να κρεμαστείς απ’ του ευτυχισμένου τέλους τα ύψη, τα ριψοκίνδυνα.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου