Αρχοντία Κάτσουρα
Έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ. Ακόμη και μέσα στο βαγόνι του ηλεκτρικού, κουκουλωμένη με το παλτό, το κασκόλ και έναν σκούφο, κρύωνε πολύ. Ένας επιβάτης αρνούνταν επίμονα να κλείσει το παράθυρο, παρ’ όλο που έξω έπεφτε χιονόνερο και μέσα στο βαγόνι δεν ήταν παρά μόνο πέντε άνθρωποι.
Πέντε επιβάτες, δώδεκα παρά το βράδυ, γραμμή Ομόνοια-Κηφισιά.
Κρύωνε πολύ, ένιωθε κουρασμένη, μπορεί να αρρώσταινε. Μια από αυτές τις χειμωνιάτικες ιώσεις, που με λίγη καταρροή και μερικά δέκατα μπορούν να σε κάνουν να σέρνεσαι για μέρες.
Στα Πατήσια μπήκε ένας νέος. Ζητιάνευε. «Άνεργος, άστεγος, κρυώνω, πεινάω», έλεγε με αδύναμη φωνή. Ισως να ήταν όλα αυτά, ίσως να μην ήταν. Σκέφτηκε να του δώσει ένα κέρμα που είχε στην τσέπη της, αλλά δεν το έκανε. Δίστασε. Μετάνιωσε μετά, αλλά ήταν αργά. Ο άνθρωπος βγήκε στον επόμενο σταθμό.
Χωρίς να καταλάβει πώς, την έπιασαν τα κλάματα. Σαν να είχε συμβεί κάτι πραγματικά μεγάλο, τόσο πρωτόγνωρο, τόσο συνταρακτικό, που την αναστάτωσε μέχρι τα βάθη. Εκλαιγε και δεν μπορούσε να σταματήσει.
Έψαχνε μαντίλι στην τσέπη της και σκέπασε με αυτό τα μάτια της, μην την δουν, μην την καταλάβουν. Της πήρε κόπο να συνέλθει, και δεν ήξερε γιατί. Μπορεί να ήταν ο νεαρός ζητιάνος, μπορεί και όχι.
Ένιωθε ανησυχία. Τα χέρια της είχαν ζεσταθεί, έβγαλε τα γάντια, τα κοίταξε. Τίποτα το ασυνήθιστο. Μικρά χέρια, κοντά νύχια, δάχτυλα κόκκινα από τη ζέστη του μαλλιού.
Ένιωθε μια φαγούρα. Τα κοίταξε ξανά καλά, τα έτριψε μεταξύ τους, αλλά τίποτα. Ανοιξε την τσάντα της και πήρε το σημειωματάριό της και το μπλε στυλό. Άρχισε να γράφει. Ο,τι της ερχόταν στο μυαλό, σχεδόν χωρίς συνείδηση. Λέξεις, λέξεις στη σειρά, προτάσεις ασύνδετες και ιδέες μπερδεμένες. Όπως όλα αυτά που ένιωθε εκείνη την ώρα.
Τη στενοχώρια που καταστράφηκε το αυτοκίνητό της -παλιό ήταν, αλλά το είχε 20 χρόνια και το ένιωθε κομμάτι του εαυτού της. Την αγωνία για το μέλλον, σε μια εποχή που τίποτα δεν είναι σίγουρο ή σταθερό και καμιά υπόσχεση δεν μπορεί να πείσει.
Μια ένεση ευτυχίας από μια εκδρομή μακριά από την πόλη -ω, αν μπορούσε να γυρίσει εκεί έστω για λίγο... Η υπόσχεση καλοτυχίας από ένα πρωτοχρονιάτικο φλουρί. Και η λύπη της, τόσους μήνες μετά, που όταν φτάνει στο σπίτι, ο μαύρος γάτος δεν την περιμένει κοντά στην πόρτα τυλίγοντας την ουρά του στο τραπεζάκι του σαλονιού. Αλλά κι εκείνο το ποίημα που της είχε στείλει μια φίλη και απόψε πήγαινε με όλα:
«Και σένα, αν με τα τόσα που περάσαμε / τίποτα μέσα σου δε σακατεύτηκε, / μην πολυκαμαρώνεις. / Ίσως / δεν είχες τίποτε να διακινδυνεύσεις»*.
Έγραφε, έγραφε, έγραφε. Σταμάτησε όταν ακούστηκε η αναγγελία στο μεγάφωνο: «Επόμενος σταθμός Κηφισιά, τερματικός σταθμός».
Μαζεύοντας τα πράγματά της μέσα στην τσάντα, ένιωσε κάπως καλύτερα. Ενα βάρος είχε φύγει από μέσα της. Σαν να άδειασε το φορτίο που κουβαλούσε μέρες τώρα και να μπήκε σε εκείνο το μικρό τετράδιο σημειώσεων.
Τα χέρια της είχαν αρχίσει να κρυώνουν πάλι και το κεφάλι της πονούσε, σίγουρα είχε πάρει κάποια ίωση. Έβαλε τα γάντια, τυλίχτηκε καλύτερα με το κασκόλ και στάθηκε στην πόρτα του βαγονιού. Το τρένο έμπαινε στον σταθμό. Ένιωθε εξαντλημένη και κατάκοπη. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της βγαίνοντας στον σταθμό: αν υπήρχε μέσα της κάτι σακατεμένο. «Πολλά» ήταν η απάντηση. «Αλλά πολλά και αυτά που χτίστηκαν», συμπλήρωσε.
Βγαίνοντας στον δρόμο μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε και πήγε σπίτι. Εφαγε κάτι και ήπιε μια ασπιρίνη για να κοιμηθεί. Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκε πως είχε πάει ξανά εκδρομή. Επιστρέφοντας, ο γάτος ανέβηκε στο κρεβάτι, «ζύμωσε» τα πόδια της και αποκοιμήθηκε γουργουρίζοντας.
Όταν ξύπνησε, δεν υπήρχε ούτε γάτος ούτε πονοκέφαλος. Μόνο μια αδιόρατη ελπίδα για κάποιο επικείμενο καλό.
*«Δοκιμασία», Τίτος Πατρίκιος, «Αντιδικίες», 1955
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ. Ακόμη και μέσα στο βαγόνι του ηλεκτρικού, κουκουλωμένη με το παλτό, το κασκόλ και έναν σκούφο, κρύωνε πολύ. Ένας επιβάτης αρνούνταν επίμονα να κλείσει το παράθυρο, παρ’ όλο που έξω έπεφτε χιονόνερο και μέσα στο βαγόνι δεν ήταν παρά μόνο πέντε άνθρωποι.
Πέντε επιβάτες, δώδεκα παρά το βράδυ, γραμμή Ομόνοια-Κηφισιά.
Κρύωνε πολύ, ένιωθε κουρασμένη, μπορεί να αρρώσταινε. Μια από αυτές τις χειμωνιάτικες ιώσεις, που με λίγη καταρροή και μερικά δέκατα μπορούν να σε κάνουν να σέρνεσαι για μέρες.
Στα Πατήσια μπήκε ένας νέος. Ζητιάνευε. «Άνεργος, άστεγος, κρυώνω, πεινάω», έλεγε με αδύναμη φωνή. Ισως να ήταν όλα αυτά, ίσως να μην ήταν. Σκέφτηκε να του δώσει ένα κέρμα που είχε στην τσέπη της, αλλά δεν το έκανε. Δίστασε. Μετάνιωσε μετά, αλλά ήταν αργά. Ο άνθρωπος βγήκε στον επόμενο σταθμό.
Χωρίς να καταλάβει πώς, την έπιασαν τα κλάματα. Σαν να είχε συμβεί κάτι πραγματικά μεγάλο, τόσο πρωτόγνωρο, τόσο συνταρακτικό, που την αναστάτωσε μέχρι τα βάθη. Εκλαιγε και δεν μπορούσε να σταματήσει.
Έψαχνε μαντίλι στην τσέπη της και σκέπασε με αυτό τα μάτια της, μην την δουν, μην την καταλάβουν. Της πήρε κόπο να συνέλθει, και δεν ήξερε γιατί. Μπορεί να ήταν ο νεαρός ζητιάνος, μπορεί και όχι.
Ένιωθε ανησυχία. Τα χέρια της είχαν ζεσταθεί, έβγαλε τα γάντια, τα κοίταξε. Τίποτα το ασυνήθιστο. Μικρά χέρια, κοντά νύχια, δάχτυλα κόκκινα από τη ζέστη του μαλλιού.
Ένιωθε μια φαγούρα. Τα κοίταξε ξανά καλά, τα έτριψε μεταξύ τους, αλλά τίποτα. Ανοιξε την τσάντα της και πήρε το σημειωματάριό της και το μπλε στυλό. Άρχισε να γράφει. Ο,τι της ερχόταν στο μυαλό, σχεδόν χωρίς συνείδηση. Λέξεις, λέξεις στη σειρά, προτάσεις ασύνδετες και ιδέες μπερδεμένες. Όπως όλα αυτά που ένιωθε εκείνη την ώρα.
Τη στενοχώρια που καταστράφηκε το αυτοκίνητό της -παλιό ήταν, αλλά το είχε 20 χρόνια και το ένιωθε κομμάτι του εαυτού της. Την αγωνία για το μέλλον, σε μια εποχή που τίποτα δεν είναι σίγουρο ή σταθερό και καμιά υπόσχεση δεν μπορεί να πείσει.
Μια ένεση ευτυχίας από μια εκδρομή μακριά από την πόλη -ω, αν μπορούσε να γυρίσει εκεί έστω για λίγο... Η υπόσχεση καλοτυχίας από ένα πρωτοχρονιάτικο φλουρί. Και η λύπη της, τόσους μήνες μετά, που όταν φτάνει στο σπίτι, ο μαύρος γάτος δεν την περιμένει κοντά στην πόρτα τυλίγοντας την ουρά του στο τραπεζάκι του σαλονιού. Αλλά κι εκείνο το ποίημα που της είχε στείλει μια φίλη και απόψε πήγαινε με όλα:
«Και σένα, αν με τα τόσα που περάσαμε / τίποτα μέσα σου δε σακατεύτηκε, / μην πολυκαμαρώνεις. / Ίσως / δεν είχες τίποτε να διακινδυνεύσεις»*.
Έγραφε, έγραφε, έγραφε. Σταμάτησε όταν ακούστηκε η αναγγελία στο μεγάφωνο: «Επόμενος σταθμός Κηφισιά, τερματικός σταθμός».
Μαζεύοντας τα πράγματά της μέσα στην τσάντα, ένιωσε κάπως καλύτερα. Ενα βάρος είχε φύγει από μέσα της. Σαν να άδειασε το φορτίο που κουβαλούσε μέρες τώρα και να μπήκε σε εκείνο το μικρό τετράδιο σημειώσεων.
Τα χέρια της είχαν αρχίσει να κρυώνουν πάλι και το κεφάλι της πονούσε, σίγουρα είχε πάρει κάποια ίωση. Έβαλε τα γάντια, τυλίχτηκε καλύτερα με το κασκόλ και στάθηκε στην πόρτα του βαγονιού. Το τρένο έμπαινε στον σταθμό. Ένιωθε εξαντλημένη και κατάκοπη. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της βγαίνοντας στον σταθμό: αν υπήρχε μέσα της κάτι σακατεμένο. «Πολλά» ήταν η απάντηση. «Αλλά πολλά και αυτά που χτίστηκαν», συμπλήρωσε.
Βγαίνοντας στον δρόμο μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε και πήγε σπίτι. Εφαγε κάτι και ήπιε μια ασπιρίνη για να κοιμηθεί. Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκε πως είχε πάει ξανά εκδρομή. Επιστρέφοντας, ο γάτος ανέβηκε στο κρεβάτι, «ζύμωσε» τα πόδια της και αποκοιμήθηκε γουργουρίζοντας.
Όταν ξύπνησε, δεν υπήρχε ούτε γάτος ούτε πονοκέφαλος. Μόνο μια αδιόρατη ελπίδα για κάποιο επικείμενο καλό.
*«Δοκιμασία», Τίτος Πατρίκιος, «Αντιδικίες», 1955
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου