Γελωτοποιός
«Είναι ο χρόνος που έχεις δώσει στο τριαντάφυλλο σου που το κάνει τόσο σημαντικό.» Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
Είχε κουραστεί να φροντίζει τα λουλούδια της. Τ’ άφησε να ξεραθούν. Αλλά δεν άντεχε να βλέπει έτσι το μπαλκόνι. Ήταν σαν προδοσία. Έτσι πήγε στο κινέζικο της γειτονιάς κι αγόρασε πενήντα ευρώ πλαστικά λουλούδια. Αλεξανδρινά, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, ηλιοτρόπια, κι άλλα διάφορα που μάλλον υπήρχαν μόνο στη φαντασία του κατασκευαστή.
Έκοψε τα μαραμένα μ’ ένα ψαλίδι κι έβαλε τα πλαστικά στη θέση τους. Το μπαλκόνι γέμισε χρώματα.
Μπήκε μέσα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
“Χάρηκες τώρα;” της είπε. “Κούκλα το έκανα το μπαλκόνι. Και δεν θα χρειάζεται να ποτίζω. Χάρηκες;”
Δεν του απάντησε. Δεν ήταν εκεί. Είχε πεθάνει πριν έξι μήνες, στα εβδομήντα τρία της. Ο Βήτα ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος.
“Χάρηκες;” ρώτησε ξανά.
Παιδιά δεν είχαν καταφέρει να κάνουν. Τα αντικατέστησαν με σκύλους. Ο τελευταίος πέθανε λίγο μετά τη σύνταξη. Δεν ξαναπήραν.
Η Γιώτα αφοσιώθηκε στα φυτά της. Είχε κάνει το μπαλκόνι σαν κήπο. Ο Βήτα δεν βοηθούσε, δεν τον ένοιαζαν τα ζωντανά. Το δικό του χόμπι ήταν η κλασική μουσική.
Όταν έμαθαν για τον καρκίνο ο Βήτα συγκλονίστηκε πιο πολύ. Η Γιώτα πέρασε αμέσως στο πέμπτο στάδιο, την αποδοχή. Λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση ήταν στο μπαλκόνι και φρόντιζε τα φυτά της.
Ο Βήτα είχε προσπαθήσει ν’ ακούσει Μάλερ, αλλά δεν άντεχε. Ήθελε να κλάψει, κάτι που δεν συνήθιζε. Πήγε έξω να τον παρηγορήσει.
“Δες το νυχτολούλουδο”, του είπε η Γιώτα. “Πώς φούντωσε!”
“Ε, και;” έκανε ο Βήτα.
“Θα τα προσέχεις όταν πεθάνω;” τον ρώτησε.
“Δεν είναι λόγια αυτά.”
“Θα πεθάνω, το ξέρεις. Θα πεθάνω πριν να μαραθεί το ηλιοτρόπιο.”
“Στο διάολο το ηλιοτρόπιο.”
Μπήκε πάλι μέσα κι έβαλε ν’ ακούσει Ντβόρζακ, τη Συμφωνία του Νέου Κόσμου. Ήθελε κάτι δυνατό. Ένιωθε αδύναμος, ανήμπορος, και δεν ήθελε να κλάψει.
Ούτε στην κηδεία έκλαψε. Όταν γύρισε σπίτι έβαλε Σοπέν. Κοίταξε το μπαλκόνι. Τα λουλούδια ήταν εκεί.
“Εσείς γιατί…”
Δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει. Έκλαψε μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Πέρασε μισός χρόνος, ήρθε η άνοιξη ξανά, άνοιξη λειψή, μινόρε.
Ένιωθε ότι θα πέθαινε κι εκείνος, πολύ σύντομα, δεν υπήρχε νόημα. Ούτε μουσική δεν μπορούσε ν’ ακούσει. Κι ήταν Μάρτης. Έκανε κρύο, αλλά ο ήλιος διεκδικούσε.
Είχε έξι μήνες να βγει στο μπαλκόνι. Τα πλαστικά λουλούδια από μέσα, πίσω απ’ το γυαλί φαίνονταν καλύτερα απ’ τ’ αληθινά.
Ο ήλιος τον τράβηξε να βγει έξω. Μόλις άνοιξε την μπαλκονόπορτα μύρισε την απώλεια. Το μπαλκόνι μύριζε χειρότερα απ’ τον θάνατο. Γιατί ο θάνατος έχει μυρωδιά, το κενό δεν έχει.
Το πλαστικό του δάσος ήταν θεαματικό, αλλά άδειο. Δεν είχε ζωή. Ήταν σαν τηλεοπτική εκπομπή.
Η ουσία των λουλουδιών, των αληθινών λουλουδιών, δεν ήταν η όψη τους, ούτε κι η μυρωδιά τους. Το πιο σημαντικό ήταν η θνητότητα τους. Άνθιζαν εφήμερα, ευωδίαζαν για λίγο.
Κι έπρεπε να τα φροντίσεις, έπρεπε να τα αγαπήσεις, για να μπορέσεις ν’ απολαύσεις εκείνη την εφήμερη ηδονή.
Ο Βήτα είχε τα βινύλια του. Δεν πάθαιναν τίποτα. Η Γιώτα είχε τα θνητά φυτά της.
Θυμήθηκε τα λόγια της Γιώτα όταν γυρνούσαν απ’ τον γιατρό, όταν τους είπαν ότι είχε λίγο καιρό ζωής.
“Είμαι τυχερή”, του είχε πει στο αμάξι.
Ο Βήτα πήγε να τσαντιστεί. Νόμιζε ότι του μιλούσε για τον θάνατο. Αλλά η Γιώτα του μιλούσε για τη ζωή.
“Είμαι τυχερή που έζησα, τόσο πολύ καιρό”, του είπε. “Ο θάνατος είναι πολύ μικρό αντίτιμο, πολύ φτηνό εισιτήριο για το πανηγύρι αυτό.”
Θυμόταν τα λόγια της τόσους μήνες μετά. Κοίταξε τη γλάστρα. Κάτω απ’ το πλαστικό φυτό που μύριζε λιγότερο κι απ’ τον θάνατο, είχαν ξεφυτρώσει βλαστάρια. Οι ρίζες δεν είχαν πεθάνει, έψαχναν για τον ήλιο. Τίποτα δεν μπορεί να νικήσει τη ζωή.
Ο Βήτα έκλαψε πάλι. Το είχε συνηθίσει πια. Μετά πέταξε όλα τα πλαστικά λουλούδια. Θ’ αγόραζε καινούρια φυτά, θα έφτιαχνε τον κήπο των ονείρων της Γιώτα.
Πήρε το αυτοκίνητο και πήγε σ’ ένα φυτώριο. Ο άντρας που ήταν εκεί τον βοήθησε να διαλέξει φυτά. Το φυτώριο μοσχοβολούσε. Μέλισσες και πεταλούδες πετούσαν.
Όλα ήταν ζωντανά. Ακόμα κι η Γιώτα.
Την είδε στην άκρη του θερμοκηπίου, να διαλέγει νεράγκουλες. Την πλησίασε από πίσω.
“Τα πλαστικά λουλούδια δεν μυρίζουν”, της είπε. “Γιατί;”
“Επειδή δεν πεθαίνουν”, του απάντησε.
Η ζωή είναι προνόμιο. Για να το έχεις πρέπει να πληρώσεις κάτι. Τι δίνεις; Τη ζωή σου.
Ο Βήτα γύρισε σπίτι με το πορτ μπαγκάζ και το πίσω κάθισμα γεμάτα φυτά.
Πριν φύγει είχε ρωτήσει τη Γιώτα αν μπορούσε να μείνει μαζί της.
“Αργότερα”, του είπε. “Τώρα φτιάξε έναν κήπο.”
Τα φύτεψε όλα. Την ώρα που πήρε να νυχτώνει είχε τελειώσει. Έβγαλε έξω ένα ηχείο. Έβαλε ένα ποτήρι γλυκό κρασί. Ξάπλωσε στην πολυθρόνα της Γιώτα κι άκουσε μουσική μαζί με τα λουλούδια τους.
Μότσαρτ. Ντο ματζόρε. Κοντσέρτο για πιάνο αριθμός 21.
Έκλαιγε και χαμογελούσε μαζί.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«Είναι ο χρόνος που έχεις δώσει στο τριαντάφυλλο σου που το κάνει τόσο σημαντικό.» Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Είχε κουραστεί να φροντίζει τα λουλούδια της. Τ’ άφησε να ξεραθούν. Αλλά δεν άντεχε να βλέπει έτσι το μπαλκόνι. Ήταν σαν προδοσία. Έτσι πήγε στο κινέζικο της γειτονιάς κι αγόρασε πενήντα ευρώ πλαστικά λουλούδια. Αλεξανδρινά, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, ηλιοτρόπια, κι άλλα διάφορα που μάλλον υπήρχαν μόνο στη φαντασία του κατασκευαστή.
Έκοψε τα μαραμένα μ’ ένα ψαλίδι κι έβαλε τα πλαστικά στη θέση τους. Το μπαλκόνι γέμισε χρώματα.
Μπήκε μέσα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
“Χάρηκες τώρα;” της είπε. “Κούκλα το έκανα το μπαλκόνι. Και δεν θα χρειάζεται να ποτίζω. Χάρηκες;”
Δεν του απάντησε. Δεν ήταν εκεί. Είχε πεθάνει πριν έξι μήνες, στα εβδομήντα τρία της. Ο Βήτα ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος.
“Χάρηκες;” ρώτησε ξανά.
~~
Παιδιά δεν είχαν καταφέρει να κάνουν. Τα αντικατέστησαν με σκύλους. Ο τελευταίος πέθανε λίγο μετά τη σύνταξη. Δεν ξαναπήραν.
Η Γιώτα αφοσιώθηκε στα φυτά της. Είχε κάνει το μπαλκόνι σαν κήπο. Ο Βήτα δεν βοηθούσε, δεν τον ένοιαζαν τα ζωντανά. Το δικό του χόμπι ήταν η κλασική μουσική.
Όταν έμαθαν για τον καρκίνο ο Βήτα συγκλονίστηκε πιο πολύ. Η Γιώτα πέρασε αμέσως στο πέμπτο στάδιο, την αποδοχή. Λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση ήταν στο μπαλκόνι και φρόντιζε τα φυτά της.
Ο Βήτα είχε προσπαθήσει ν’ ακούσει Μάλερ, αλλά δεν άντεχε. Ήθελε να κλάψει, κάτι που δεν συνήθιζε. Πήγε έξω να τον παρηγορήσει.
“Δες το νυχτολούλουδο”, του είπε η Γιώτα. “Πώς φούντωσε!”
“Ε, και;” έκανε ο Βήτα.
“Θα τα προσέχεις όταν πεθάνω;” τον ρώτησε.
“Δεν είναι λόγια αυτά.”
“Θα πεθάνω, το ξέρεις. Θα πεθάνω πριν να μαραθεί το ηλιοτρόπιο.”
“Στο διάολο το ηλιοτρόπιο.”
Μπήκε πάλι μέσα κι έβαλε ν’ ακούσει Ντβόρζακ, τη Συμφωνία του Νέου Κόσμου. Ήθελε κάτι δυνατό. Ένιωθε αδύναμος, ανήμπορος, και δεν ήθελε να κλάψει.
~~
Ούτε στην κηδεία έκλαψε. Όταν γύρισε σπίτι έβαλε Σοπέν. Κοίταξε το μπαλκόνι. Τα λουλούδια ήταν εκεί.
“Εσείς γιατί…”
Δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει. Έκλαψε μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
~~
Πέρασε μισός χρόνος, ήρθε η άνοιξη ξανά, άνοιξη λειψή, μινόρε.
Ένιωθε ότι θα πέθαινε κι εκείνος, πολύ σύντομα, δεν υπήρχε νόημα. Ούτε μουσική δεν μπορούσε ν’ ακούσει. Κι ήταν Μάρτης. Έκανε κρύο, αλλά ο ήλιος διεκδικούσε.
Είχε έξι μήνες να βγει στο μπαλκόνι. Τα πλαστικά λουλούδια από μέσα, πίσω απ’ το γυαλί φαίνονταν καλύτερα απ’ τ’ αληθινά.
Ο ήλιος τον τράβηξε να βγει έξω. Μόλις άνοιξε την μπαλκονόπορτα μύρισε την απώλεια. Το μπαλκόνι μύριζε χειρότερα απ’ τον θάνατο. Γιατί ο θάνατος έχει μυρωδιά, το κενό δεν έχει.
Το πλαστικό του δάσος ήταν θεαματικό, αλλά άδειο. Δεν είχε ζωή. Ήταν σαν τηλεοπτική εκπομπή.
Η ουσία των λουλουδιών, των αληθινών λουλουδιών, δεν ήταν η όψη τους, ούτε κι η μυρωδιά τους. Το πιο σημαντικό ήταν η θνητότητα τους. Άνθιζαν εφήμερα, ευωδίαζαν για λίγο.
Κι έπρεπε να τα φροντίσεις, έπρεπε να τα αγαπήσεις, για να μπορέσεις ν’ απολαύσεις εκείνη την εφήμερη ηδονή.
Ο Βήτα είχε τα βινύλια του. Δεν πάθαιναν τίποτα. Η Γιώτα είχε τα θνητά φυτά της.
Θυμήθηκε τα λόγια της Γιώτα όταν γυρνούσαν απ’ τον γιατρό, όταν τους είπαν ότι είχε λίγο καιρό ζωής.
“Είμαι τυχερή”, του είχε πει στο αμάξι.
Ο Βήτα πήγε να τσαντιστεί. Νόμιζε ότι του μιλούσε για τον θάνατο. Αλλά η Γιώτα του μιλούσε για τη ζωή.
“Είμαι τυχερή που έζησα, τόσο πολύ καιρό”, του είπε. “Ο θάνατος είναι πολύ μικρό αντίτιμο, πολύ φτηνό εισιτήριο για το πανηγύρι αυτό.”
~~
Θυμόταν τα λόγια της τόσους μήνες μετά. Κοίταξε τη γλάστρα. Κάτω απ’ το πλαστικό φυτό που μύριζε λιγότερο κι απ’ τον θάνατο, είχαν ξεφυτρώσει βλαστάρια. Οι ρίζες δεν είχαν πεθάνει, έψαχναν για τον ήλιο. Τίποτα δεν μπορεί να νικήσει τη ζωή.
Ο Βήτα έκλαψε πάλι. Το είχε συνηθίσει πια. Μετά πέταξε όλα τα πλαστικά λουλούδια. Θ’ αγόραζε καινούρια φυτά, θα έφτιαχνε τον κήπο των ονείρων της Γιώτα.
Πήρε το αυτοκίνητο και πήγε σ’ ένα φυτώριο. Ο άντρας που ήταν εκεί τον βοήθησε να διαλέξει φυτά. Το φυτώριο μοσχοβολούσε. Μέλισσες και πεταλούδες πετούσαν.
Όλα ήταν ζωντανά. Ακόμα κι η Γιώτα.
Την είδε στην άκρη του θερμοκηπίου, να διαλέγει νεράγκουλες. Την πλησίασε από πίσω.
“Τα πλαστικά λουλούδια δεν μυρίζουν”, της είπε. “Γιατί;”
“Επειδή δεν πεθαίνουν”, του απάντησε.
Η ζωή είναι προνόμιο. Για να το έχεις πρέπει να πληρώσεις κάτι. Τι δίνεις; Τη ζωή σου.
Ο Βήτα γύρισε σπίτι με το πορτ μπαγκάζ και το πίσω κάθισμα γεμάτα φυτά.
Πριν φύγει είχε ρωτήσει τη Γιώτα αν μπορούσε να μείνει μαζί της.
“Αργότερα”, του είπε. “Τώρα φτιάξε έναν κήπο.”
~~~~
Τα φύτεψε όλα. Την ώρα που πήρε να νυχτώνει είχε τελειώσει. Έβγαλε έξω ένα ηχείο. Έβαλε ένα ποτήρι γλυκό κρασί. Ξάπλωσε στην πολυθρόνα της Γιώτα κι άκουσε μουσική μαζί με τα λουλούδια τους.
Μότσαρτ. Ντο ματζόρε. Κοντσέρτο για πιάνο αριθμός 21.
Έκλαιγε και χαμογελούσε μαζί.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου