Παναγιώτης Σωτήρης
Σε πείσμα των διαφόρων «φεντεραλιστικών» οραμάτων και ρητορικών, δύο στοιχεία έρχονται πάντοτε να υπογραμμίσουν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε κανένα βαθμό δεν σημαίνει την διαμόρφωση κάποιου υπερκράτους. Το ένα είναι η παροιμιώδης δυσκολία να διαμορφωθεί αυτό που συνήθως ονομάζεται ως «Ευρωστρατός» και το άλλο είναι η πραγματική κλίμακα του «προϋπολογισμού» της ΕΕ (τα εισαγωγικά γιατί επισήμως δεν λέγεται προϋπολογισμός αλλά «πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο).
Στην υποτίθεται πιο προχωρημένη εκδοχή διακρατικής ολοκλήρωσης στο διεθνές πεδίο σήμερα, ο συγκεκριμένος προϋπολογισμός θα είναι λίγο πάνω από το 1% του αθροιστικού ετήσιου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος των κρατών μελών. Προσέξετε: όχι το 1% κάθε χρόνο, αλλά αθροιστικά σε βάθος επταετίας το συνολικό πλαίσιο θα λίγο πάνω από το 1% του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος των κρατών μελών.
To 2019 o προϋπολογισμός της ΕΕ ήταν 148 δισεκατομμύρια ευρώ και ήταν μικρότερος από τον προϋπολογισμό χωρών όπως η Αυστρία ή το Βέλγιο. Υπολογίζεται ότι το ύψος του φτάνει το 2% των εθνικών προϋπολογισμών. Το 2017, η χώρα με την μεγαλύτερη καθαρή συμμετοχή στον προϋπολογισμό (υπολογίζοντας πόσα κατέβαλε και όσο πήρε) ήταν η Ολλανδία που είχε καθαρή συνεισφορά 0,47 του ΑΕΠ της με τη Γερμανία να είναι δεύτερη.
Εάν δούμε τα ίδια νούμερα σε απόλυτους αριθμούς, θα δούμε ότι το 2017 τη μεγαλύτερη συνεισφορά την είχε η Γερμανία με 12,8 δισεκατομμύρια ευρώ, με τη Μεγάλη Βρετανία να είναι στη δεύτερη θέση με 7,43 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι προφανές ότι δεν μιλάμε για τεράστια ποσά.
Παραδοσιακά, ο κοινοτικός προϋπολογισμός συνδέθηκε με την Κοινή Αγροτική Πολιτική, Ας μην ξεχνάμε ότι το περίπλοκο σύστημα αγροτικών επιδοτήσεων, στο οποίο είχε επιμείνει ιδιαίτερα η Γαλλία από τα πρώτα βήματα της Ένωσης, ήταν στην πραγματικότητα ένας από τους λόγος που μπόρεσε να υπάρξει η ΕΕ. Όμως εδώ και χρόνια ο κοινοτικός προϋπολογισμός δεν κυριαρχείται από τις δαπάνες της ΚΑΠ που από 70% του κοινοτικού προϋπολογισμού το 1985 το 2018 έχει υποχωρήσει στο 37% και υπολογίζεται να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο στο επόμενο πολυετές πλαίσιο.
Η σημασία του κοινοτικού προϋπολογισμού, πέραν της γεωργίας, αποτυπώνεται στο χώρο της έρευνας, όπου η ΕΕ χρηματοδοτεί μεγάλο μέρος της ερευνητικής δραστηριότητας στον ευρωπαϊκό χώρο και κυρίως στις δαπάνες συνοχής. Αυτές είναι δαπάνες που πηγαίνουν στην κοινωνική συνοχή και αφορούν τις λιγότερο εύπορες χώρες. Σε αυτές η ευρωπαϊκή συμβολή μπορεί να καλύπτει έως και το 80% των δημόσιων επενδύσεων. Στη χώρα μας ξεκινώντας από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και αργότερα τα ΚΠΣ και τα ΕΣΠΑ μεγάλο μέρος όχι μόνο των δημόσιων έργων αλλά και της λειτουργίας ολόκληρων τμημάτων του δημοσίου εξαρτήθηκε από τα σχετικά ευρωπαϊκά κονδύλια. Η «επιλεξιμότητα» μιας δαπάνης και ενός σχεδίου έγινε σε αρκετές περιπτώσεις η λέξη-κλειδί.
Στον κοινοτικό προϋπολογισμό συνεισφέρουν όλες οι χώρες. Μόνο που ανάλογα με το ύψος των κονδυλίων που παίρνουν από την ΕΕ μπορούμε να τις διακρίνουμε στις χώρες που έχουν καθαρή συνεισφορά και τις χώρες που είναι καθαροί λήπτες. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που λαμβάνει πολύ περισσότερα από όσα συνεισφέρει.
Οι χώρες που έχουν καθαρή συνεισφορά πάντοτε παραπονιούνται για το μέγεθος της συνεισφοράς τους. Είναι το κλασικό επιχείρημα περί της αγωνίας του «γερμανού φορολογούμενου» (του Ολλανδού ή όποιας άλλης χώρας) για το πού πηγαίνουν τα χρήματά του.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι οι χώρες με καθαρή συνεισφορά κατά βάση είναι και οι πιο κερδισμένες από τη συνολική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι για χώρες όπως η Γερμανία τα αθροιστικά οφέλη από τη συμμετοχή στο κοινό νόμισμα (που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα τους) ήταν υπερπολλαπλάσια της όποιας συνεισφοράς τους στο κοινοτικό προϋπολογισμό, για να μην αναφερθούμε σε έμμεσα οφέλη όπως είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των δαπανών των περιφερειακών χωρών που καλύπτονται από ευρωπαϊκή κονδύλια καταλήγει σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών από τις χώρες με καθαρή συνεισφορά.
Όμως, όπως έχει υπογραμμιστεί πολλές φορές στην Ευρώπη έχει κυριαρχήσει μια αντίληψη που θεωρεί ότι το κοινό νόμισμα μπορεί να υποστηριχτεί μόνο με την αυστηρή τήρηση κανόνων δημοσιονομικής λιτότητας χωρίς μεγάλες αναδιανεμητικές δαπάνες. Αυτό εξηγεί γιατί στην ΕΕ υπάρχει Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ευρώ αλλά επί της ουσίας δεν υπάρχει κοινός προϋπολογισμός.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε χώρες όπως η Γερμανία θεωρείται σχεδόν πολιτική ύβρις οποιαδήποτε αναφορά σε «μεταβιβαστική ένωση».
Η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας, χώρας με μεγάλη καθαρή συνεισφορά, δημιούργησε μια πιο περιοριστική συνθήκη για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, σε μια εποχή που όλα είχαν δείξει την ανάγκη ενίσχυσής του. Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν όλων των άλλων τώρα ξεκινά όντως η περίοδος της ακόμη μεγαλύτερης απαλλαγής από τα ορυκτά καύσιμα και αυτό απαιτεί όχι μόνο επενδύσεις και αντιμετώπιση των προβλημάτων σε περιοχές που στηρίχτηκαν στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα (π.χ. η Δυτική Μακεδονία).
Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να δούμε και τη διαπραγμάτευση που γίνεται στις Βρυξέλλες και την προσπάθεια να βρεθεί ένας κοινός τόπος ανάμεσα στις διαφορετικές προτάσεις.
Στην πραγματικότητα, η αποχώρηση της Βρετανίας είναι ως ένα βαθμό και πρόσχημα. Όχι γιατί δεν είναι σημαντικές οι απώλειες σε επίπεδο καθαρής συνεισφοράς. Αλλά γιατί το πρόβλημα παραμένει η απροθυμία από σημαντική μερίδα των αναπτυγμένων χωρών να αναλάβουν το κόστος της συνοχής και της κοινής πορείας. Είναι, δηλαδή, από τις περιπτώσεις όπου η απουσία αλληλεγγύης και η λογική της Ευρώπης των «πολλών ταχυτήτων» και των «ομόκεντρων κύκλων» αποκτά μια πολύ πρακτική και υλική μορφή.
Προφανώς ένα μέρος της όλης συζήτησης είχε να κάνει με την απαραίτητη θεατρικότητα της «σκληρής διαπραγμάτευσης» που είναι σχεδόν στοιχείο του φολκλόρ των Βρυξελλών πια και την ανάγκη να φανεί ότι υπάρχουν τόσο αγεφύρωτες διαφορές ώστε σημεία ισορροπίας που θα μπορούν να περιγραφούν ως συμβιβασμοί να μπορούν να «προβληθούν» ως μεγάλες επιτυχίες. Αυτό αφορά και τις μεγάλες και τις μικρότερες χώρες.
Όμως, υπάρχει και μια βαθύτερη αμηχανία. Την ώρα που η ΕΕ λειτουργεί στη βάση μιας συνθήκης εκχώρησης κυριαρχίας, από το κοινό νόμισμα έως τη βαρύτητα των δημοσιονομικών κανόνων και των κανόνων για τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί ταυτόχρονα να λειτουργήσει ως πεδίο που εμπνέεται από ένα κοινό όραμα και μια κοινή στρατηγική. Παρουσιάζεται ως «κοινό σπίτι» την ώρα που διατηρεί όλο το παραδοσιακό πλαίσιο των διακρατικών ανταγωνισμών. Και βέβαια οι χώρες που κατεξοχήν ενίσχυσαν τη θέση τους μέσα από την πορεία της ενοποίησης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ίδια τη Γερμανία, αδυνατούν να αναλάβουν το κόστος της ηγεμονικής τους θέσης, την ώρα που θέλουν να απολαμβάνουν τα οφέλη.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Σε πείσμα των διαφόρων «φεντεραλιστικών» οραμάτων και ρητορικών, δύο στοιχεία έρχονται πάντοτε να υπογραμμίσουν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε κανένα βαθμό δεν σημαίνει την διαμόρφωση κάποιου υπερκράτους. Το ένα είναι η παροιμιώδης δυσκολία να διαμορφωθεί αυτό που συνήθως ονομάζεται ως «Ευρωστρατός» και το άλλο είναι η πραγματική κλίμακα του «προϋπολογισμού» της ΕΕ (τα εισαγωγικά γιατί επισήμως δεν λέγεται προϋπολογισμός αλλά «πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο).
Στην υποτίθεται πιο προχωρημένη εκδοχή διακρατικής ολοκλήρωσης στο διεθνές πεδίο σήμερα, ο συγκεκριμένος προϋπολογισμός θα είναι λίγο πάνω από το 1% του αθροιστικού ετήσιου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος των κρατών μελών. Προσέξετε: όχι το 1% κάθε χρόνο, αλλά αθροιστικά σε βάθος επταετίας το συνολικό πλαίσιο θα λίγο πάνω από το 1% του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος των κρατών μελών.
To 2019 o προϋπολογισμός της ΕΕ ήταν 148 δισεκατομμύρια ευρώ και ήταν μικρότερος από τον προϋπολογισμό χωρών όπως η Αυστρία ή το Βέλγιο. Υπολογίζεται ότι το ύψος του φτάνει το 2% των εθνικών προϋπολογισμών. Το 2017, η χώρα με την μεγαλύτερη καθαρή συμμετοχή στον προϋπολογισμό (υπολογίζοντας πόσα κατέβαλε και όσο πήρε) ήταν η Ολλανδία που είχε καθαρή συνεισφορά 0,47 του ΑΕΠ της με τη Γερμανία να είναι δεύτερη.
Εάν δούμε τα ίδια νούμερα σε απόλυτους αριθμούς, θα δούμε ότι το 2017 τη μεγαλύτερη συνεισφορά την είχε η Γερμανία με 12,8 δισεκατομμύρια ευρώ, με τη Μεγάλη Βρετανία να είναι στη δεύτερη θέση με 7,43 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι προφανές ότι δεν μιλάμε για τεράστια ποσά.
Παραδοσιακά, ο κοινοτικός προϋπολογισμός συνδέθηκε με την Κοινή Αγροτική Πολιτική, Ας μην ξεχνάμε ότι το περίπλοκο σύστημα αγροτικών επιδοτήσεων, στο οποίο είχε επιμείνει ιδιαίτερα η Γαλλία από τα πρώτα βήματα της Ένωσης, ήταν στην πραγματικότητα ένας από τους λόγος που μπόρεσε να υπάρξει η ΕΕ. Όμως εδώ και χρόνια ο κοινοτικός προϋπολογισμός δεν κυριαρχείται από τις δαπάνες της ΚΑΠ που από 70% του κοινοτικού προϋπολογισμού το 1985 το 2018 έχει υποχωρήσει στο 37% και υπολογίζεται να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο στο επόμενο πολυετές πλαίσιο.
Η σημασία του κοινοτικού προϋπολογισμού, πέραν της γεωργίας, αποτυπώνεται στο χώρο της έρευνας, όπου η ΕΕ χρηματοδοτεί μεγάλο μέρος της ερευνητικής δραστηριότητας στον ευρωπαϊκό χώρο και κυρίως στις δαπάνες συνοχής. Αυτές είναι δαπάνες που πηγαίνουν στην κοινωνική συνοχή και αφορούν τις λιγότερο εύπορες χώρες. Σε αυτές η ευρωπαϊκή συμβολή μπορεί να καλύπτει έως και το 80% των δημόσιων επενδύσεων. Στη χώρα μας ξεκινώντας από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και αργότερα τα ΚΠΣ και τα ΕΣΠΑ μεγάλο μέρος όχι μόνο των δημόσιων έργων αλλά και της λειτουργίας ολόκληρων τμημάτων του δημοσίου εξαρτήθηκε από τα σχετικά ευρωπαϊκά κονδύλια. Η «επιλεξιμότητα» μιας δαπάνης και ενός σχεδίου έγινε σε αρκετές περιπτώσεις η λέξη-κλειδί.
Τα εμφανή κόστη και επίσης εμφανή κέρδη των ισχυρών χωρών
Στον κοινοτικό προϋπολογισμό συνεισφέρουν όλες οι χώρες. Μόνο που ανάλογα με το ύψος των κονδυλίων που παίρνουν από την ΕΕ μπορούμε να τις διακρίνουμε στις χώρες που έχουν καθαρή συνεισφορά και τις χώρες που είναι καθαροί λήπτες. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που λαμβάνει πολύ περισσότερα από όσα συνεισφέρει.
Οι χώρες που έχουν καθαρή συνεισφορά πάντοτε παραπονιούνται για το μέγεθος της συνεισφοράς τους. Είναι το κλασικό επιχείρημα περί της αγωνίας του «γερμανού φορολογούμενου» (του Ολλανδού ή όποιας άλλης χώρας) για το πού πηγαίνουν τα χρήματά του.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι οι χώρες με καθαρή συνεισφορά κατά βάση είναι και οι πιο κερδισμένες από τη συνολική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι για χώρες όπως η Γερμανία τα αθροιστικά οφέλη από τη συμμετοχή στο κοινό νόμισμα (που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα τους) ήταν υπερπολλαπλάσια της όποιας συνεισφοράς τους στο κοινοτικό προϋπολογισμό, για να μην αναφερθούμε σε έμμεσα οφέλη όπως είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των δαπανών των περιφερειακών χωρών που καλύπτονται από ευρωπαϊκή κονδύλια καταλήγει σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών από τις χώρες με καθαρή συνεισφορά.
Όμως, όπως έχει υπογραμμιστεί πολλές φορές στην Ευρώπη έχει κυριαρχήσει μια αντίληψη που θεωρεί ότι το κοινό νόμισμα μπορεί να υποστηριχτεί μόνο με την αυστηρή τήρηση κανόνων δημοσιονομικής λιτότητας χωρίς μεγάλες αναδιανεμητικές δαπάνες. Αυτό εξηγεί γιατί στην ΕΕ υπάρχει Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ευρώ αλλά επί της ουσίας δεν υπάρχει κοινός προϋπολογισμός.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε χώρες όπως η Γερμανία θεωρείται σχεδόν πολιτική ύβρις οποιαδήποτε αναφορά σε «μεταβιβαστική ένωση».
Η αποχώρηση της Βρετανίας ως πρόσχημα
Η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας, χώρας με μεγάλη καθαρή συνεισφορά, δημιούργησε μια πιο περιοριστική συνθήκη για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, σε μια εποχή που όλα είχαν δείξει την ανάγκη ενίσχυσής του. Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν όλων των άλλων τώρα ξεκινά όντως η περίοδος της ακόμη μεγαλύτερης απαλλαγής από τα ορυκτά καύσιμα και αυτό απαιτεί όχι μόνο επενδύσεις και αντιμετώπιση των προβλημάτων σε περιοχές που στηρίχτηκαν στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα (π.χ. η Δυτική Μακεδονία).
Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να δούμε και τη διαπραγμάτευση που γίνεται στις Βρυξέλλες και την προσπάθεια να βρεθεί ένας κοινός τόπος ανάμεσα στις διαφορετικές προτάσεις.
Στην πραγματικότητα, η αποχώρηση της Βρετανίας είναι ως ένα βαθμό και πρόσχημα. Όχι γιατί δεν είναι σημαντικές οι απώλειες σε επίπεδο καθαρής συνεισφοράς. Αλλά γιατί το πρόβλημα παραμένει η απροθυμία από σημαντική μερίδα των αναπτυγμένων χωρών να αναλάβουν το κόστος της συνοχής και της κοινής πορείας. Είναι, δηλαδή, από τις περιπτώσεις όπου η απουσία αλληλεγγύης και η λογική της Ευρώπης των «πολλών ταχυτήτων» και των «ομόκεντρων κύκλων» αποκτά μια πολύ πρακτική και υλική μορφή.
Το παζάρι και η βαθύτερη αμηχανία
Προφανώς ένα μέρος της όλης συζήτησης είχε να κάνει με την απαραίτητη θεατρικότητα της «σκληρής διαπραγμάτευσης» που είναι σχεδόν στοιχείο του φολκλόρ των Βρυξελλών πια και την ανάγκη να φανεί ότι υπάρχουν τόσο αγεφύρωτες διαφορές ώστε σημεία ισορροπίας που θα μπορούν να περιγραφούν ως συμβιβασμοί να μπορούν να «προβληθούν» ως μεγάλες επιτυχίες. Αυτό αφορά και τις μεγάλες και τις μικρότερες χώρες.
Όμως, υπάρχει και μια βαθύτερη αμηχανία. Την ώρα που η ΕΕ λειτουργεί στη βάση μιας συνθήκης εκχώρησης κυριαρχίας, από το κοινό νόμισμα έως τη βαρύτητα των δημοσιονομικών κανόνων και των κανόνων για τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί ταυτόχρονα να λειτουργήσει ως πεδίο που εμπνέεται από ένα κοινό όραμα και μια κοινή στρατηγική. Παρουσιάζεται ως «κοινό σπίτι» την ώρα που διατηρεί όλο το παραδοσιακό πλαίσιο των διακρατικών ανταγωνισμών. Και βέβαια οι χώρες που κατεξοχήν ενίσχυσαν τη θέση τους μέσα από την πορεία της ενοποίησης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ίδια τη Γερμανία, αδυνατούν να αναλάβουν το κόστος της ηγεμονικής τους θέσης, την ώρα που θέλουν να απολαμβάνουν τα οφέλη.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου