Αρχοντία Κάτσουρα
Ξύπνησε από μια λάμψη και έναν δυνατό κεραυνό, που έκανε την πολυκατοικία να τρανταχτεί συθέμελα. «Τι ώρα είναι; Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε.
Κοίταξε το ρολόι. Δύο και μισή. Εξω έβρεχε τόσο που μπορούσε σχεδόν να ακούει το νερό να τρέχει στους δρόμους και τα αυτοκίνητα να το πετάνε με δύναμη αριστερά και δεξιά.
Αναψε το πορτατίφ. Διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί. Στο κομοδίνο υπήρχε ένα ποτήρι μισογεμάτο. Το άδειασε μονορούφι, αλλά δεν της έφτασε.
Κρύωνε, νύσταζε, παρά την αρχική τρομάρα από τη βροντή, και ήξερε ότι αν σηκωνόταν από το κρεβάτι, αυτό ήταν: καληνύχτα, ύπνε, καληνύχτα, ξεκούραση. Ποιος ξέρει πότε θα κοιμόταν ξανά…
Η δίψα όμως δεν την άφηνε. Σαν να είχε περπατήσει ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο, μεσημέρι καλοκαιριού. Σαν να είχε δουλέψει τόσο σκληρά, που το σώμα της είχε στραγγίξει. Επρεπε να πιει νερό.
Σηκώθηκε βαριεστημένα. Φόρεσε μια μάλλινη ζακέτα και πήγε ξυπόλητη στην κουζίνα. Δεν άναψε φώτα - ίδια η διαδρομή τόσα χρόνια, την έκανε με κλειστά μάτια. Στην κουζίνα έφεγγε το ηλεκτρονικό ρολόι. Δύο και σαράντα οκτώ.
Κατάλαβε ότι είχε αφήσει το ποτήρι στο κομοδίνο. Αναψε το φως, πήρε ένα καθαρό από το ντουλάπι. Το γέμισε μέχρι απάνω και το άδειασε αμέσως. Το ξαναγέμισε και γύρισε στην κρεβατοκάμαρα. Με τον ίδιο τρόπο, στα τυφλά.
Το ακούμπησε δίπλα της, χώθηκε στο κρεβάτι τυλιγμένη με τη χοντρή ζακέτα -πόσο κρύο έκανε…- και έσβησε το φως. «Θα κοιμηθείς», είπε στον εαυτό της. «Νυστάζεις, θα κοιμηθείς. Πρέπει να κοιμηθείς», έλεγε σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί.
Εκλεισε τα μάτια, άρχισε να κάνει βαθιές αναπνοές για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Προσπάθησε να συντονιστεί με τη βροχή, που τώρα έπεφτε βαριά και ήρεμα. Πάντα η βροχή τής έφερνε μια μελαγχολία. Αλλά και ένα γλυκό συναίσθημα θαλπωρής, ειδικά όταν είχε παρέα, είτε κάνοντας βόλτα έξω είτε πίνοντας κάτι ζεστό και κουβεντιάζοντας είτε απλώς παρακολουθώντας την να πέφτει. Τότε που δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, οι αντιστάσεις έχουν μειωθεί και απλώς αισθάνεσαι.
Πόσο πολύ της έλειπε αυτή η ηρεμία… Σκεφτόταν πόσο περίπλοκα μπορεί να εξελιχθεί η ζωή και από τη μια μέρα στην άλλη όλα να ανατραπούν και να μην ξέρεις πού να πιαστείς, πού να ακουμπήσεις. Αλλά και εκείνες τις φορές που τόσο ξαφνικά γίνεται ένα θαύμα εκεί που δεν το περιμένεις. Ετσι, μέσα στη θαλπωρή του ζεστού κρεβατιού, τυλιγμένη με τα σκεπάσματα και με ηχητική υπόκρουση τη δυνατή βροχή, ένιωθε να γαληνεύει κάπως.
Σκεφτόταν και το ποτήρι το νερό στο κομοδίνο της, γεμάτο έως απάνω, για μια ώρα ανάγκης, ώρα μεγάλης δίψας μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. «Αυτό είναι εύκολο» μονολόγησε. «Το ποτήρι σου το γεμίζεις κατά βούληση».
Για τα υπόλοιπα δεν ήξερε. Συνήθως αυτά που θέλεις δεν έρχονται ή, αν έρθουν, είναι «μισά»: συνοδεύονται από όρους και προϋποθέσεις, ψιλά γράμματα και οδηγίες χρήσης. Που δεν ισχύουν πάντα ή τις μαθαίνεις εν καιρώ - σαν έξτρα μπόνους, ένα πράγμα, αλλά από την ανάποδη. Δεν μπορείς να τα κατεβάσεις μονορούφι χωρίς συνέπειες.
Δεν θυμόταν πολλά γεμάτα ποτήρια νερό στη ζωή της, ούτε περιόδους ζωής γεμάτες γαλήνη. Μόνο κάποιες πολύτιμες στιγμές, που τις κρατούσε σαν κόρη οφθαλμού στα κουτάκια της μνήμης για να μπορεί να ανατρέχει σ’ αυτές όταν όλα γύρω την έκαναν να αμφιβάλλει.
Εξω έβρεχε, ίσως να άρχιζε και να ξημερώνει, δεν ήξερε. Δεν κοίταξε το ρολόι. Αφησε το φυσικό φαινόμενο να την παρασύρει και να ψιθυρίζει:
«τόση βροχή για μια απουσία, / τόση αγρύπνια για μια λέξη, / πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή / μ’ αυτή της τη μεροληψία / όλο εσύ, εσύ, εσύ, / σαν όλα τ’ άλλα να ’ναι αμελητέα / και μόνο εσύ, εσύ, εσύ»*.
* «Τα Πάθη της Βροχής», Κική Δημουλά, «Το λίγο του κόσμου» 1971
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Ξύπνησε από μια λάμψη και έναν δυνατό κεραυνό, που έκανε την πολυκατοικία να τρανταχτεί συθέμελα. «Τι ώρα είναι; Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε.
Κοίταξε το ρολόι. Δύο και μισή. Εξω έβρεχε τόσο που μπορούσε σχεδόν να ακούει το νερό να τρέχει στους δρόμους και τα αυτοκίνητα να το πετάνε με δύναμη αριστερά και δεξιά.
Αναψε το πορτατίφ. Διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί. Στο κομοδίνο υπήρχε ένα ποτήρι μισογεμάτο. Το άδειασε μονορούφι, αλλά δεν της έφτασε.
Κρύωνε, νύσταζε, παρά την αρχική τρομάρα από τη βροντή, και ήξερε ότι αν σηκωνόταν από το κρεβάτι, αυτό ήταν: καληνύχτα, ύπνε, καληνύχτα, ξεκούραση. Ποιος ξέρει πότε θα κοιμόταν ξανά…
Η δίψα όμως δεν την άφηνε. Σαν να είχε περπατήσει ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο, μεσημέρι καλοκαιριού. Σαν να είχε δουλέψει τόσο σκληρά, που το σώμα της είχε στραγγίξει. Επρεπε να πιει νερό.
Σηκώθηκε βαριεστημένα. Φόρεσε μια μάλλινη ζακέτα και πήγε ξυπόλητη στην κουζίνα. Δεν άναψε φώτα - ίδια η διαδρομή τόσα χρόνια, την έκανε με κλειστά μάτια. Στην κουζίνα έφεγγε το ηλεκτρονικό ρολόι. Δύο και σαράντα οκτώ.
Κατάλαβε ότι είχε αφήσει το ποτήρι στο κομοδίνο. Αναψε το φως, πήρε ένα καθαρό από το ντουλάπι. Το γέμισε μέχρι απάνω και το άδειασε αμέσως. Το ξαναγέμισε και γύρισε στην κρεβατοκάμαρα. Με τον ίδιο τρόπο, στα τυφλά.
Το ακούμπησε δίπλα της, χώθηκε στο κρεβάτι τυλιγμένη με τη χοντρή ζακέτα -πόσο κρύο έκανε…- και έσβησε το φως. «Θα κοιμηθείς», είπε στον εαυτό της. «Νυστάζεις, θα κοιμηθείς. Πρέπει να κοιμηθείς», έλεγε σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί.
Εκλεισε τα μάτια, άρχισε να κάνει βαθιές αναπνοές για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Προσπάθησε να συντονιστεί με τη βροχή, που τώρα έπεφτε βαριά και ήρεμα. Πάντα η βροχή τής έφερνε μια μελαγχολία. Αλλά και ένα γλυκό συναίσθημα θαλπωρής, ειδικά όταν είχε παρέα, είτε κάνοντας βόλτα έξω είτε πίνοντας κάτι ζεστό και κουβεντιάζοντας είτε απλώς παρακολουθώντας την να πέφτει. Τότε που δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, οι αντιστάσεις έχουν μειωθεί και απλώς αισθάνεσαι.
Πόσο πολύ της έλειπε αυτή η ηρεμία… Σκεφτόταν πόσο περίπλοκα μπορεί να εξελιχθεί η ζωή και από τη μια μέρα στην άλλη όλα να ανατραπούν και να μην ξέρεις πού να πιαστείς, πού να ακουμπήσεις. Αλλά και εκείνες τις φορές που τόσο ξαφνικά γίνεται ένα θαύμα εκεί που δεν το περιμένεις. Ετσι, μέσα στη θαλπωρή του ζεστού κρεβατιού, τυλιγμένη με τα σκεπάσματα και με ηχητική υπόκρουση τη δυνατή βροχή, ένιωθε να γαληνεύει κάπως.
Σκεφτόταν και το ποτήρι το νερό στο κομοδίνο της, γεμάτο έως απάνω, για μια ώρα ανάγκης, ώρα μεγάλης δίψας μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. «Αυτό είναι εύκολο» μονολόγησε. «Το ποτήρι σου το γεμίζεις κατά βούληση».
Για τα υπόλοιπα δεν ήξερε. Συνήθως αυτά που θέλεις δεν έρχονται ή, αν έρθουν, είναι «μισά»: συνοδεύονται από όρους και προϋποθέσεις, ψιλά γράμματα και οδηγίες χρήσης. Που δεν ισχύουν πάντα ή τις μαθαίνεις εν καιρώ - σαν έξτρα μπόνους, ένα πράγμα, αλλά από την ανάποδη. Δεν μπορείς να τα κατεβάσεις μονορούφι χωρίς συνέπειες.
Δεν θυμόταν πολλά γεμάτα ποτήρια νερό στη ζωή της, ούτε περιόδους ζωής γεμάτες γαλήνη. Μόνο κάποιες πολύτιμες στιγμές, που τις κρατούσε σαν κόρη οφθαλμού στα κουτάκια της μνήμης για να μπορεί να ανατρέχει σ’ αυτές όταν όλα γύρω την έκαναν να αμφιβάλλει.
Εξω έβρεχε, ίσως να άρχιζε και να ξημερώνει, δεν ήξερε. Δεν κοίταξε το ρολόι. Αφησε το φυσικό φαινόμενο να την παρασύρει και να ψιθυρίζει:
«τόση βροχή για μια απουσία, / τόση αγρύπνια για μια λέξη, / πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή / μ’ αυτή της τη μεροληψία / όλο εσύ, εσύ, εσύ, / σαν όλα τ’ άλλα να ’ναι αμελητέα / και μόνο εσύ, εσύ, εσύ»*.
* «Τα Πάθη της Βροχής», Κική Δημουλά, «Το λίγο του κόσμου» 1971
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου