Γελωτοποιός
Το πρώτο μέρος εδώ (1. Η τρύπα)
«I’ll wait for you there like a stone. I’ll wait for you there alone.»
Like a Stone, Audioslave
Δεν υπήρξε κενός χρόνος. Τη μια στιγμή έπεφτα στην τρύπα, την άλλη άνοιξα τα μάτια μου. Υπήρχε φως, παράξενο, κάπως χωνεμένο.
“Αυτό είναι ο Παράδεισος;” σκέφτηκα.
Ένιωθα διαφορετικά. Αισθανόμουν ωραία, πολύ ζωντανός. Ο χώρος μύριζε σταράκια, μύριζε σαν τα πόδια κάποιου που φοράει All Star χωρίς κάλτσες. Ακούγονταν και ήχοι απ’ την κουζίνα. Πιάτα που μπαίνανε στη θέση τους, το ραδιόφωνο έπαιζε ABBA. Και είχα στύση.
Σταμάτησα να κοιτάω το ταβάνι. Στον τοίχο είχε την αφίσα ενός ροκ συγκροτήματος. Audioslave. Δεν μου έλεγε κάτι. Παραδίπλα μια άλλη αφίσα, ο Βίνσεντ Κασσέλ να σημαδεύει την οθόνη. Αυτό το ήξερα, το Μίσος του Κασοβίτς.
Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σ’ ένα εφηβικό δωμάτιο. Αλλά δεν ήταν το δικό μου εφηβικό δωμάτιο. Εγώ ήμουν πιο ποπ.
Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια γυναίκα. Ήταν ψηλή και ξανθιά, πολύ ξανθιά. Γύρω στα σαράντα πέντε. Με κοίταξε και μου μίλησε. Δεν κατάλαβα τίποτα απ’ όσα είπε. Έπειτα χτύπησε παλαμάκια κι είπε κάτι σαν χοπ-χοπ-χοπ. Βγήκε.
Δεν κατάλαβα τι είπε, αλλά ήξερα ποια ήταν και τι είχε πει. Ήταν η μητέρα μου και μου λεγε να σηκωθώ γρήγορα, γιατί θ’ αργήσω στο σχολείο. Όλες οι μανάδες τα ίδια λένε.
Δεν σηκώθηκα. Ήθελα να το αναβάλω. Κοίταξα τα χέρια μου. Δεν ήταν χέρια σαραντάχρονου. Δεν ήταν τα χέρια μου. Σήκωσα το σεντόνι και κοίταξα το σώμα μου. Ήμουν πολύ πιο γυμνασμένος, ψηλός, άσπρος και ξυρισμένος. Έριξα μια ματιά και σ’ αυτό που ορθωνόταν στο μποξεράκι. Καθόλου άσχημα.
Στη γωνία του δωματίου υπήρχε μια ντουλάπα IKEA με ολόσωμο καθρέφτη. Σηκώθηκα αργά, λίγο δυσκολευόμουν να συνηθίσω το σώμα μου. Πήγα μπροστά στον καθρέφτη με κλειστά μάτια, πήρα βαθιά ανάσα και κοιτάχτηκα.
Έβλεπα έναν ξένο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σίγουρα δεν ήμουν εγώ, εννοώ ο Εγώ που ήξερα, αλλά δεν ήμουν ούτε Έλληνας.
Έμοιαζα με Βίκινγκ. Γύρω στο ένα ενενήντα, ξανθός και γαλανομάτης, με σώμα που θα ζήλευε ο Δαβίδ του Μικελάντζελο. Ήμουν κάτι σαν τον Θωρ στα νιάτα του.
Το παράξενο είναι ότι η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν: “Ευτυχώς που δεν είμαι γυναίκα.” Μάλλον επειδή δεν θα ήξερα πώς να διαχειριστώ μια αλλαγή φύλου.
Μετά προσπάθησα να καταλάβω πού βρισκόμουν -και πότε. Έψαξα για το smart phone, οι έφηβοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό. Βρήκα να φορτίζει ένα Nokia 1100. Το αναγνώρισα αμέσως, είχα το ίδιο σε κόκκινο για τρία χρόνια. Πότε ήταν; Το είχα όταν πήγα στην Πορτογαλία για το Euro 2004. Μπορεί ο Θωρ να ήταν χίπστερ.
Έψαξα τα βιβλία. Όλα ήταν γραμμένα σε κάποια παράξενη γλώσσα. Έμοιαζαν σουηδικά. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Μια επίπεδη πόλη, όλο πράσινο και δέντρα και πάρκο. Σίγουρα δεν ήταν η Θεσσαλονίκη.
Ένιωσα νοσταλγία και τρόμο μαζί. Δεν ήταν παραίσθηση ούτε όνειρο, ψυχολόγος είμαι, ξέρω να τα διακρίνω. Ήταν παράλογο, αλλά πραγματικό. Είχα πέσει στην τρύπα.
Η συνείδηση μου, η μνήμη μου, το μυαλό μου, πώς να το πω, βρισκόταν μέσα στο σώμα εκείνου του νεαρού Βίκινγκ. Αναρωτήθηκα τι να είχε γίνει εκείνος. Ήταν παραμερισμένος κάπου, μέσα στο ίδιο το μυαλό του;
Οπότε ο Σ.Π. δεν ήταν τρελός. Μπορεί να ήταν λίγο τρελαμένος, αλλά αυτή η μεταφορά που έλεγε, το ταξίδεμα, ήταν αληθινό. Μια τεράστια ανακάλυψη σίγουρα. Θ’ άλλαζε την πορεία του κόσμου. Αν το ανακοίνωνα σε κάποιο συνέδριο…
Τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι “εγώ” μπορεί να ένιωθα ότι είμαι ο Ανδρέας, ο ψυχολόγος, όμως για τους άλλους ήμουν ένας πιτσιρικάς. Αν τους έλεγα για τη μεταφορά και για την τρύπα θα πάθαινα αυτό που έπαθε κι ο Σ.Π. Εγκλεισμός κι αντιψυχωτικά. Την είχα πατήσει.
Άκουσα τη γυναίκα, τη “μητέρα” μου να με φωνάζει. Ανάμεσα στα άλλα κορακίστικα διέκρινα να επαναλαμβάνει Μπιόρν, Μπιόρν. Σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν το όνομα μου. Αλλά δεν ήξερα τίποτα άλλο για τη ζωή του Μπιόρν. Ούτε τι γλώσσα μιλούσε. Είχα μια βέβαιη και μόνιμη θέση στο ψυχιατρείο, εκτός κι αν… Καλύτερα να σ’ αναλάβει νευρολόγος, παρά ψυχίατρος.
Η Χριστίνα μου είχε πει για τη γιαγιά της, ότι είχε πάθει εγκεφαλικό κι όταν συνήλθε μιλούσε για λίγες μέρες μόνο αρχαία ελληνικά και γαλλικά -ήταν μορφωμένη γυναίκα.
Είχα το σχέδιο δράσης.
Η πόρτα άνοιξε κι η “μητέρα” μου μπήκε ντυμένη κι έτοιμη, με την τσάντα και τα κλειδιά στο χέρι. Είδε ότι δεν είχα ντυθεί και μου είπε κάτι. Εγώ μόνο την κοίταξα με απορία (που ήταν και γνήσια) κι έπιασα τον δεξιό κρόταφο, σαν να πονούσα. Μετά κατέρρευσα. Ένα εγκεφαλικό για Όσκαρ. Δεν είναι συνηθισμένο σε τέτοιες ηλικίες, αλλά τίποτα απ’ όσα θα έκανα δεν θα ήταν συνηθισμένο. Είχα σχέδιο.
Η “μητέρα” έπεσε πάνω μου φωνάζοντας Μπιόρν, Μπιόρν, που σίγουρα ήταν το όνομα μου, εκτός κι αν μπιόρν σήμαινε σκατά. Εγώ δεν αντιδρούσα. Με άφησε και πήρε τηλέφωνο. Συνέχισα να είμαι αναίσθητος, παρά τα κλάματα.
Ήρθαν οι τραυματιοφορείς, έπιασαν τον σφυγμό μου, μου έβαλαν οξυγόνο, με φόρτωσαν στο φορείο. Εγώ αναίσθητος ακόμα. Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο και με πήγαν στα επείγοντα έπρεπε να συνέλθω, μην τύχει και με ναρκώσουν και ξυπνήσω την επομένη με μισό εγκέφαλο.
Μόλις με άφησαν στο κρεβάτι άρχισα να βογκάω. Η “μητέρα” χάρηκε. Ο γιατρός μου άνοιξε το μάτι και φώτισε να δει αν αντιδρά η κόρη.
Του άρπαξα το χέρι. Μου είπε κάτι. Κατάλαβα ότι είχε έρθει η στιγμή να τους κάνω να τρελαθούν. Τους μίλησα ελληνικά.
“Πού βρίσκομαι;” τους είπα. “Πού είναι η μητέρα μου;”
Την κοίταξα και είπα “ΜΑΜΑ”. Στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες η μαμά είναι μαμά.
Η μητέρα μου μ’ αγκάλιασε κι είπε κάτι με Μπιόρν.
“Δεν καταλαβαίνω Χριστό”, της είπα.
Η μητέρα κοίταξε τον γιατρό. Εκείνος είχε μείνει άναυδος. Μάλλον οραματιζόταν το Νόμπελ Ιατρικής. Μπορεί και να νόμιζε ότι μιλούσα ακαταλαβίστικα. Τότε του τίναξα τα μυαλά στον αέρα.
Είχα σχέδιο, είχα Proficiency, Sorbonne και Dele C2. Πρώτα τους μίλησα ισπανικά, γιατί σκέφτηκα ότι πιο δύσκολα κάποιος θα ήξερε να τα μιλήσει. Όμως τα ισπανικά είναι γνωστή ακουστικά γλώσσα, κατάλαβαν ότι δεν έλεγα κορακίστικα.
Μετά μίλησα γαλλικά, έβαλα λίγα λατινικά που θυμόμουν απ’ το λύκειο, και πέρασα στα αγγλικά.
“Τι γίνεται;” τους είπα στα αγγλικά. “Γιατί είμαι εδώ;”
“Πώς σε λένε;” είπε ο γιατρός.
“Μπιόρν. Νομίζω ότι με λένε Μπιόρν.”
“Το επίθετο;”
“Δεν θυμάμαι.”
“Πού μένεις;”
“Δεν θυμάμαι.”
“Μπορείς να μιλήσεις νορβηγικά;”
(Αχά, νορβηγικά ήταν. Βρισκόμουν στο Όσλο;)
“Όχι, δεν θυμάμαι.”
“Πονάς;”
“Λίγο. Όχι, δεν είναι πόνος, είναι κάτι σαν φαγούρα, εδώ.”
Του έδειξα τον δεξί κρόταφο.
“Οκέι, ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά.”
Ο γιατρός μίλησε με τη μητέρα μου κι έδωσε εντολές στις νοσοκόμες. Τις επόμενες ώρες μου έκαναν όλες τις εξετάσεις που μπορούσαν να μου κάνουν. Δεν βρήκαν αιμάτωμα στον εγκέφαλο, αλλά υπήρχε μια “παράδοξη ανωμαλία στο ηλεκτρικό φορτίο του φλοιού”. Κάτι που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ούτε και να εξηγήσουν. Έπρεπε να τους πω ότι μόλις είχα ταξιδέψει στον χρόνο.
Την επόμενη μέρα είχαν μαζευτεί πάνω μου μια ντουζίνα γιατροί. Υπήρχαν και μεταφραστές. Με κατέγραφαν σε κάμερα. Μιλήσαμε για λίγο στα ελληνικά και τις υπόλοιπες γλώσσες που ήξερα. Με ρωτούσαν για τη ζωή μου. Τους είπα ότι δεν θυμόμουν τίποτα πέρα απ’ το όνομα μου, τη μητέρα μου, το τηλέφωνο μου και το Μίσος του Κασοβίτς. Σίγουρα ήμουν μια απ’ αυτές τις “περιπτώσεις” που λάτρευε ο δρ Πολιτάκος.
Κάποιος απ’ τους γιατρούς, κάπως πιο νεαρός, πετάχτηκε και με ρώτησε αν θυμόμουν κάποια προηγούμενη ζωή. Ερώτηση-παγίδα, αγαπητέ Γιουνγκ. Έτσι και έλεγα κάτι τέτοιο θα έφευγα απ’ τη δικαιοδοσία της νευρολογίας και θα πήγαινα στην ψυχιατρική.
Όταν ήμουν στην Πάντειο είχα γραφτεί σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, που δούλευε Στανισλαφσικά, με τη Μέθοδο. Δεν πρέπει να παίζεις τον ρόλο σου, πρέπει να γίνεις ο ρόλος σου. Εγώ είχα γίνει όσο δεν πάει.
Άρχισα να φωνάζω, στα αγγλικά για να με καταλάβουν:
“Τι μαλακίες είν’ αυτές; Τι προηγούμενες ζωές μου λέτε; Τρελοί είστε; Εγώ θέλω τη ζωή μου πίσω. Πού πήγε η ζωή μου;”
Ειδικά γι’ αυτό το τελευταίο, που το είπα κλαίγοντας, θα μπορούσα να πάρω Όσκαρ. Ίσως γιατί ακριβώς αυτό αισθανόμουν: Πού πήγε η ζωή μου;
Αν εγώ ήμουν στο Όσλο, το 2003, τότε ποιος ήταν με τη Χριστίνα και τη Σουζάνα; Ήμουν εγώ πάλι, ο Αντρέας; Ή μήπως ένας χαμένος Μπιόρν;
Με άφησαν να βγω ένα μήνα μετά. Θα συνέχιζα να τους επισκέπτομαι, ήμουν η μόνη τους ελπίδα για Νόμπελ. Με τη μητέρα μου μιλούσαμε αγγλικά. Πατέρας δεν υπήρχε. Ένας κάποιος πρώην που παντρεύτηκε κάποια άλλη και τη χώρισε για να ξαναπαντρευτεί. Στις βόρειες χώρες οι οικογένειες είναι λίγο πιο χαλαρές.
Απ’ την πρώτη μέρα στο σπίτι με επισκέφτηκαν οι φίλοι μου, οι συμμαθητές μου. Ήταν πολύ ανόητοι. Δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν σαραντάχρονο να κάνει παρέα με έφηβους.
Μετά ήρθε η Μπρέντα. Ήταν η κοπέλα του Μπιόρν. Μια υπέροχη δεκαεφτάχρονη. Ήθελε να με παρηγορήσει, δεν μπορούσα να της χαλάσω το χατήρι.
Αλλά σαν κάναμε σεξ τραβήχτηκε μακριά μου. Μου είπε κάτι στα νορβηγικά.
“Τι έπαθες;” της είπα στα αγγλικά κι έκανα να την αγγίξω.
Εκείνη μαζεύτηκε, σαν να ήμουν μολυσμένος.
“Δεν είσαι εσύ”, μου είπε στα αγγλικά. “Φιλάς αλλιώς. Πηδάς αλλιώς. Δεν είσαι ο Μπιόρν.”
Ούτε η μάνα μου δεν το είχε καταλάβει. Φυσικά μ’ εκείνη δεν είχα κάνει σεξ.
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, ίσως να έφταιγε που μόλις είχαμε πηδηχτεί, και της είπα όλη την αλήθεια. Η Μπρέντα με κοιτούσε με απορία στην αρχή, μετά με μίσος. Σηκώθηκε εξοργισμένη, ντύθηκε κι άρχισε να με βρίζει στα νορβηγικά.
Δεν κατάλαβα τι είπε μέχρι να βροντήσει την πόρτα πίσω της, αλλά μάλλον πίστεψε ότι της έλεγα ψέματα για να την χωρίσω. Ναι, η αλήθεια ήταν πολύ πιο παράξενη απ’ την πραγματικότητα.
Τις επόμενες μέρες έμεινα μόνος. Προσπάθησα να καταλάβω ποιος ήμουν και τι γινόταν. Να καταλάβω πού βρισκόμουν. Και το κυριότερο: Πότε;
Ήταν το 2003, άνοιξη. Αυτό σήμαινε ότι ο άλλος εγώ, ο Ανδρέας είχε γίνει ζευγάρι με τη Χριστίνα πριν χρόνια. Συζούσαμε στην Καλλιθέα, στον τρίτο όροφο, αλλά δεν είχε γεννηθεί ακόμα η Σουζάνα. Δεν ήμασταν παντρεμένοι, θα παντρευόμασταν λίγο πριν γεννήσει.
Κι ο Μπιόρν; Τι θα έκανα; Δεν είχα μεταφερθεί τόσο πίσω ώστε να παρουσιάσω τα τραγούδια των Beatles ως δικά μου ή να πατεντάρω το πλαστικό καλαμάκι. Και δεν θυμόμουν τους αριθμούς του τζόκερ ούτε παρακολουθούσα ποδόσφαιρο για να…
Τότε μου ήρθε η φώτιση. Καθώς σκεφτόμουν έναν τρόπο να βγάλω λεφτά. Ήξερα για έναν αγώνα όπου το απόλυτο αουτσάιντερ θα κέρδιζε. Ναι, μπορούσα να βγάλω πολλά λεφτά.
Ήταν Απρίλιος του 2003. Το επόμενο καλοκαίρι θα γινόταν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία. Κόντρα σε όλες τις προβλέψεις και τα προγνωστικά το γαμημένο κύπελο θα το σήκωνε η Ελλάδα.
Πόσο να ήταν η απόδοση στα γραφεία στοιχημάτων; 100 προς 1; Μπορεί και περισσότερο. Γιατί ήταν αστείο να στοιχηματίσεις υπέρ μιας ομάδας που δεν είχε κερδίσει ούτε έναν αγώνα μέχρι τότε σε διεθνή ύδατα.
Αν έβαζα χίλια ευρώ θα έπαιρνα εκατό χιλιάδες. Δέκα χιλιάδες, ένα εκατομμύριο. Θα γινόμουν πλούσιος, αρκεί να είχα λεφτά να στοιχηματίσω.
Θα μπορούσα να βρω απ’ τη μητέρα μου. Θα μπορούσα να δουλέψω. Αλλά δεν γινόταν να το κάνω στην Νορβηγία. Γιατί καθώς οι μέρες περνούσαν κατάλαβα ότι είχα μια εμμονή. Την έβλεπα στα όνειρα μου, φώναζα το όνομα της. Χρι-στι-να.
Είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να περάσω το καλοκαίρι στην Ελλάδα. Δεν ήταν πρωτότυπο, πολλοί Νορβηγοί το έκαναν. Θα δούλευα, δεν χρειαζόταν να μου δώσει λεφτά.
Η μητέρα ήταν ανοιχτόμυαλο άτομο. Μια Ελληνίδα μάνα αποκλείεται να μ’ άφηνε. Εκείνη χάρηκε. Μίλησε πρώτα με τον νευρολόγο μου. Εκείνος το θεώρησε καλή κίνηση. Η υγεία μου δεν είχε κάποιο πρόβλημα. Να φοβηθούν ότι κάτι θα πάθαινα δεν υπήρχε λόγος. Ποιος θα πείραζε έναν τύπο με ύψος πάνω από ένα ενενήντα και ογδόντα πέντε κιλά μυς;
Πήρα τις ευχές του γιατρού και της μητέρας, πήρα και λίγα λεφτά για τα εισιτήρια και το ξεκίνημα.
“Πού θα πας; Ξέρεις;” με ρώτησε η μάνα μου.
“Ναι, στις Κυκλάδες.”
Στην Νάξο, γιατί ήξερα ότι το 2003 θα έκαναν εκεί διακοπές η Χριστίνα με τον πρώην εαυτό μου.
«Someone swears his true love until the end of time, another runs away»
Be yourself, Audioslave
Δεν ξέρω τι ακριβώς είχα στο μυαλό μου όταν πήγα στο νησί. Ήθελα μόνο να ξαναδώ τη Χριστίνα; Ήθελα να συναντήσω τον εαυτό μου; Μήπως ήθελα να κλέψω τη Χριστίνα απ’ τον εαυτό μου; Υπήρχε κι αυτή η σκέψη, απ’ την αρχή, πρέπει να το παραδεχτώ.
Δουλειά βρήκα αμέσως, στοχευμένα. Πήγα στον Κήπο, ένα υπαίθριο μπαράκι που έπαιζε ροκ, Το διάλεξα γιατί ήξερα ότι η Χριστίνα κι εγώ (ο πρώην εγώ) θα περνούσαμε όλα τα βράδια μας εκεί.
Το μπαράκι το διεύθυνε η Δήμητρα, μια σαραντάρα με ωραίο κώλο, αλλά σπασμένο πρόσωπο. Δεν το σκέφτηκε και πολύ όταν της είπα ότι έψαχνα για δουλειά. Ήμουν ο τύπος του άντρα που θα έκανε τους πελάτες, κορίτσια και γκέι, να ξεροσταλιάζουν κοιτώντας τα μπράτσα μου και τα γαλανά μου μάτια.
Ο μισθός που μου πρότεινε ήταν γελοίος. Θα έπαιρνα τα διπλάσια αν δούλευα σε σούπερ μάρκετ στο Όσλο. Αλλά δεν το έκανα για τα λεφτά.
Άλλωστε σύντομα, χάρη στα νιάτα μου και στη γοητεία μου, βρήκα τρόπους να βγάζω πολύ περισσότερα στο νησί. Όχι και τόσο ηθικά, αλλά ποτέ δεν ήμουν σεμνότυφος χριστιανός, ούτε ως Αντρέας ούτε ως Μπιόρν.
Τον πρώτο μήνα απόλαυσα τα νιάτα μου. Είχα εκπληκτική ενέργεια. Μπορούσα να πίνω όλο το βράδυ, να καπνίζω όλη μέρα, να κάνω σεξ ως το ξημέρωμα, μετά να κοιμάμαι λίγες ώρες και να ξυπνάω καβλωμένος.
Το συκώτι μου, η καρδιά μου, τα πνευμόνια μου, ο πούτσος μου, όλα λειτουργούσαν σαν Lamborghini.
Έτσι είναι πάντα. Μετά, καθώς περνάνε τα χρόνια γίνεσαι AUDI, ALFA ROMEO, FIAT, YUGO και στο τέλος καταλήγεις τρίκυκλο. Αλλά στα δεκαεφτά σου η μηχανή έχει δέκα χιλιάδες άλογα.
Στην αρχή έκανα σεξ με πιτσιρίκες, για να ξαναβρώ τον χαμένο χρόνο. Αλλά κάποιο βράδυ με προσέγγισε μια πενηντάρα. Πήγαμε στο δωμάτιο της και της χάρισα μερικούς οργασμούς.
Ήμουν ο τέλειος εραστής. Είχα όλη τη δύναμη και τη διάρκεια ενός δεκαεφτάχρονου αθλητή, σε συνδυασμό με την εμπειρία ενός σαραντάχρονου.
Η Πατρίσια σπαρταρούσε στα χέρια μου ως το πρωί. Όταν ήταν να φύγω μου έδωσε κι ένα δωράκι: Διακόσια ευρώ.
“Σ’ ευχαριστώ για όλα αυτά που μ’ έκανες να νιώσω ξανά”, μου είπε στα γαλλικά.
“Κι εγώ ευχαριστώ. Είσαι υπέροχη”, της απάντησα σε γαλλικά Sorbonne.
Ήμουν ο τέλειος ζιγκολό.
Η Πατρίσια έφυγε την επομένη, αλλά ενημέρωσε κάποιες πλούσιες φίλες της. Τα καλά νέα διαδόθηκαν. Κάθε βράδυ η μπάρα γέμιζε με κυρίες κάποιας ηλικίας που έκαναν πλειστηριασμό για τα θέλγητρα μου.
Η Δήμητρα χάρηκε. Της πήγαινα κόσμο, καλό κόσμο, φραγκάτο. Κι εγώ δεν έχασα την ευκαιρία. Ξεκίνησα να μαζεύω λεφτά για το EURO.
Κάποια στιγμή με προσέγγισε κι ένας γκέι. Ο Νόρμαν ήταν Ολλανδός, με γατίσια μάτια. Έξυπνος άνθρωπος, κατάλαβε τι παιζόταν με τις κυρίες γύρω στη μπάρα.
Ενώ του έδινα το ποτό του, έπινε Pink Martini, με ρώτησε αν βάζω τα σπέσιαλ μόνο σε γυναίκες.
“Δεν ξέρω”, του είπα. “Εξαρτάται.”
Άνοιξε το πορτοφόλι για να με πληρώσει. Με ρώτησε πόσο κάνει. Ήταν έξι ευρώ. Άφησε πεντακοσάρικο.
“Τα ρέστα δικά σου”, μου είπε. Και μετά, πιο σιγά: “Έχει κι άλλα.”
Στην προηγούμενη ζωή δεν το είχα δοκιμάσει με άντρες. Το ξεκίνησα για τα λεφτά, αλλά είναι αλήθεια ότι το απόλαυσα κι αυτό. Η ζωή μπορεί να είναι εξόχως ηδονική -και να πληρώνεσαι.
Με τους άντρες είχα πιο ακριβή ταρίφα, σχεδόν τα διπλά. Τα ίδια έπαιρνα και τις πολύ μεγάλες γυναίκες. Κάθε τόσο έκανα κι ένα ψυχαγωγικό διάλειμμα, με κάποια πιτσιρίκα, για ν’ ανανεώσω τη λίμπιντο μου και να ‘χω κάτι ωραίο να φαντάζομαι όταν τύχαινε γιαγιά.
Ναι, είχα γίνει συνοδός, ζιγκολό, αρσενική πόρνη, πείτε όπως θέλετε. Το απολάμβανα, ακόμα κι όταν ήταν δύσκολη περίπτωση, γιατί ήξερα ότι κάθε ευρώ που έβγαζα θα πολλαπλασιαζόταν επί εκατό σε έναν χρόνο.
Και συνέχιζα κανονικά, και είχα ξεχαστεί. Με όλη εκείνη την ένταση που ζούσα, είχα ξεχάσει τον στόχο μου. Αρχές Ιουλίου τους είδα στον Κήπο, κι όλα γκρεμίστηκαν.
Ήταν νωρίς ακόμα, ούτε δέκα, είχαμε ακόμη Happy Hour στα κοκτέιλ. Οι προσωπικοί μου πελάτες έρχονταν μετά τις δώδεκα και μία, για να περιμένουν ως το κλείσιμο.
Απ’ τα ηχεία ακούγονταν οι White Stripes. Έφτιαχνα ένα Barracuda όταν τους είδα να μπαίνουν στον Κήπο. Το μαγαζί ήταν υπαίθριο, πάνω σε πεζόδρομο. Η Χριστίνα φορούσε ένα κοντό λευκό φόρεμα. Το ήξερα αυτό το φόρεμα, ήταν λίγο διάφανο, άφηνε να φαίνεται το εσώρουχο. Το ήξερα αυτό το φόρεμα. Της το είχα σηκώσει ως τη μέση. Ήταν υπέροχη, όπως τότε. Και ήταν τότε.
Δίπλα της, με το χέρι λίγο πιο πάνω απ’ την καμπύλη του κώλου, ήμουν εγώ. Με χαβανέζικο πουκάμισο και χαζοχαρούμενο βλέμμα. Πολύ κοντός, πολύ αγύμναστος, πολύ… γέρος. Είναι παράξενο να βλέπεις τον εαυτό σου απέξω. Δεν μου άρεσα καθόλου.
Έκατσαν στο τραπέζι δίπλα στο σιντριβάνι. Ήξερα τι θα παραγγείλουν. Μαργκαρίτα για εκείνη, τζιν τόνικ εκείνος. Τους έστειλα και δυο σφηνάκια Cuervo.
“Πες ότι είναι απ’ τον μπάρμαν”, είπα στη σερβιτόρα.
Πήραν τα ποτά τους, παραξενεύτηκαν με τα σφηνάκια, με κοίταξαν. Σήκωσαν τα σφηνάκια προς τα μένα, ήπιαν λίγο, συνέχισαν την κουβέντα. Αλλά το είχα δει, στα μάτια τους. Η Χριστίνα προσποιήθηκε ότι δεν μου έδωσε καμιά σημασία. Κι όμως νομίζω ότι οι κόρες της άνοιξαν λίγο παραπάνω. Ο Εγώ ζήλεψε, αλλά κι αυτός προσπάθησε να το κρύψει.
Τους παρακολουθούσα όλο το βράδυ. Έφυγαν μετά το δεύτερο ποτό. Ήξερα πού πήγαιναν. Ήξερα πώς θα ήταν το δωμάτιο τους. Ήξερα τι ακριβώς θα έκαναν.
Εκείνο το βράδυ δεν δούλεψα υπερωρίες. Γύρισα στο δωμάτιο μόνος μου, κι αφού έσπασα μια καρέκλα έκατσα στις όχθες του ποταμού της Βαβυλώνας κι έκλαψα.
Τους παρακολουθούσα κάθε βράδυ. Όχι μόνο στον Κήπο. Ήξερα πού θα πήγαιναν όταν έκλειναν τα μαγαζιά. Το αγαπημένο τους μέρος ήταν η παραλία τη νύχτα. Πήγαιναν να κάνουν νυχτερινό μπάνιο, γυμνοί. Κάποιες φορές έκαναν σεξ στους αμμόλοφους, νομίζοντας ότι κανείς δεν τους έβλεπε. Τους κοιτούσα κι έβριζα τον Σ.Π.
Ένα βράδυ η Χριστίνα ήρθε μόνη της στον Κήπο. Αυτό δεν το θυμόμουν. Γιατί ο Εγώ την είχε αφήσει μόνη; Άδραξα την ευκαιρία, έφτιαξα δυο Μαργκαρίτα και πήγα στο τραπέζι της. Είπα στη Δήμητρα να με καλύψει για λίγο.
“Να κεράσω ένα ποτό;” ρώτησα τη Χριστίνα.
“Μ’ έχεις μάθει πια”, είπε εκείνη. “Έλληνας είσαι; Δεν μοιάζεις καθόλου.”
“Ο πατέρας μου είναι Έλληνας. Η μάνα μου Νορβηγίδα. Πήρα το φαινότυπο της. Κλασικός Βίκινγκ.”
Η Χριστίνα γέλασε κι ένιωσα να θρυμματίζεται η ψυχή μου. Αυτό το γέλιο! Έπειτα έγλειψε το αλάτι και ήπιε λίγο.
“Σε θαυμάζουν εδώ γύρω” είπε χωρίς περιστροφές. Είχε δει τι γινότανε στη μπάρα με τις υποψήφιες πελάτισσες. Λένε πώς κάτι που αρέσει στις γυναίκες σ’ έναν άντρα είναι ο θαυμασμός των άλλων γυναικών. Κι είχα πολύ απ’ αυτόν.
“Ο έρωτας είναι η μέγιστη απόλαυση”, της είπα.
“Ο έρωτας; Μάλλον εννοείς το σεξ.”
“Γιατί;”
“Ο έρωτας χρειάζεται και συναίσθημα.”
Κατάλαβα ότι η Χριστίνα με φλέρταρε. Τέτοια πράγματα, τέτοιες κουβέντες δεν τις λες στο χοντρό γερο-μπάρμαν. Υπήρχε πρόκληση στα λόγια και στα μάτια της, αλλά με αναστολές.
Αποφάσισα να κάνω την υπέρβαση. Να κλέψω την κοπέλα “μου”, τη γυναίκα “μου”, τη μετέπειτα μητέρα του παιδιού “μου”, από τον βαρετό εαυτό μου.
Ήξερα ότι ήταν ερωτευμένη με “εμένα”. Αλλά ήξερα ότι είχαμε ζήσει μερικά χρόνια μαζί, δεν ήμασταν στο πρώτο πάθος. Ο Μπιορν ήταν κάτι καινούριο. Επιπλέον ο Μπιορν ήταν σούπερ γκόμενος, σαν τον Κρις Χέμσγουορθ.
“Κι ο πόθος;” της είπα. “Τι είναι ο πόθος; Να μοιραστείς το σώμα σου με κάποιον άλλο, ίσως κάποιον άγνωστο. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς δικαιώματα, χωρίς παρελθόν και μέλλον. Να ζήσεις μόνο το παρόν, την ηδονή.”
Η Χριστίνα σοκαρίστηκε, γιατί της είχα πει αυτά που σκεφτόταν. Είχα ζήσει πολλά χρόνια μαζί της, την ήξερα. Συνέχισα να τη βομβαρδίζω.
“Αυτόν τον άντρα θα τον παντρευτείς. Το ξέρω. Θα κάνεις και παιδί μαζί του. Το ξέρω. Αυτός θα είναι μαζί σου. Εγώ θα είμαι κάτι άλλο. Θα είμαι μια νύχτα ασήμαντη που ποτέ δεν θα ξεχάσεις. Κάτι που θα θυμάσαι για πάντα και θα χαμογελάς κρυφά.”
Η Χριστίνα έφτιαξε τα μαλλιά της. Το ήθελε, αλλά αισθανόταν παράξενα.
“Δεν σου πέφτω λίγο μεγάλη;”
“Είσαι το απόλυτο, το τέλειο, το υπέροχο. Είσαι ό,τι μπορούσα να φανταστώ.”
“Δεν μιλάς σαν την ηλικία σου”, είπε η Χριστίνα. Είχε παραδοθεί πλέον.
Το επόμενο βράδυ ήρθε στο δωμάτιο μου και κάναμε το καλύτερο σεξ που είχαμε κάνει. Εκείνη δεν το είχε ξανακάνει μαζί μου, αλλά εγώ ήξερα τα κουμπιά της, ήξερα πού της αρέσει να τη φιλάνε. Την είχα πάλι, όπως τότε.
Είχε δυο φωναχτούς οργασμούς. Κι εγώ έκανα το καλύτερο σεξ της ζωής μου, είχα χάσει το μυαλό μου απ’ τη λαγνεία. Μετά με φίλησε κι έφυγε. Έπρεπε να γυρίσει στον άντρα της, έπρεπε να γυρίσει σ’ εμένα.
Κι ο Μπιορν έμεινε πίσω, ν’ αναρωτιέται αν αυτό θεωρείται μοιχεία.
Ξαναήρθαν στον Κήπο το επόμενο βράδυ. Η Χριστίνα το παιζε αδιάφορη, μέχρι που ο Εγώ πήγε στην τουαλέτα. Τότε ήρθε στην μπάρα.
“Καλά περάσαμε”, μου είπε.
“Μόνο καλά;”
“Αλλά δεν μπορεί να επαναληφθεί.”
“Το ξέρω. Αύριο φεύγετε.”
“Πού το ξέρεις αυτό;”
“Μου το ‘πες.”
Δεν μου το είχε πει, το θυμόμουν.
“Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτώ”, είπε η Χριστίνα.
“Το ξέρω. Και θα κάνεις ένα παιδί μαζί του.”
Δεν μίλησε, αλλά κάτι έλαμψε στα μάτια της. Γύρισε στο τραπέζι κουβαλώντας κάτι παραπάνω απ’ τις ενοχές μιας μοιχαλίδας. Τότε έσκασε μες στο κεφάλι μου. Κατάλαβα ότι όλα ήταν βάση σχεδίου, του δικού της σχεδίου, κι ότι ήμουν εγώ αυτός που παραδόθηκε.
Όταν κάναμε σεξ η Χριστίνα με ώθησε να μείνω χωρίς προφυλακτικό. Μου είπε ότι παίρνει αντισυλληπτικά. Μ’ έκανε να τρελαθώ κι όταν ήταν να τελειώσω με κράτησε μέσα της.
Αλλά μόνο εκείνη τη στιγμή, σαν είδα τη λάμψη στα μάτια της κατάλαβα. Ο πρώην εγώ κι η Χριστίνα είχαμε προβλήματα με τη σύλληψη. Δεν είχαμε πάει ακόμα σε ειδικό, αλλά κάναμε ελεύθερα σεξ έναν χρόνο και τίποτα. Το καλοκαίρι στην Νάξο θα ήταν η τελευταία προσπάθεια. Αν η Χριστίνα δεν έμενε έγκυος, θα προσπαθούσαμε αλλιώς.
Πώς το είχα ξεχάσει; Ίσως γιατί μετά κάναμε τη Σουζάνα και ποτέ δεν το σκέφτηκα ότι είμαι, ήμουν στείρος. Άλλο παιδί δεν κάναμε.
Υπολόγισα τους μήνες. Η Σουζάνα θα γεννιόταν Απρίλιο του 2004, σχεδόν εννιά μήνες μετά. Θυμήθηκα και κάποιες παράξενες ενδείξεις. Παράξενες τότε. Η Σουζάνα ήταν ξανθιά και γαλανομάτα. Η Χριστίνα είχε πει πως έτσι ήταν μια γιαγιά της. Αταβισμός. Και ψήλωνε. Ήταν πιο ψηλή από μένα στα 12 -κι όταν λέω εμένα εννοώ τον Αντρέα-εμένα, όχι τον Μπιορν-εμένα.
Ζαλίστηκα, κρατήθηκα απ’ την μπάρα να μην πέσω. Εκείνη την ώρα έβγαινε ο πρώην-εγώ απ’ την τουαλέτα. Οι σκάλες για την τουαλέτα περνούσαν δίπλα απ’ το μπαρ.
“Are you ok?” μου είπε χαμογελώντας.
Δεν ήξερε τίποτα. Ούτε ότι μιλούσα ελληνικά, ούτε ότι η γυναίκα του είχε πηδηχτεί μαζί μου, ούτε ότι θα μεγάλωνε το δικό μου παιδί. Του έδειξα τον αντίχειρα, ενώ από μέσα μου έλεγα: “Είσαι μεγάλος μαλάκας.”
Η τακτική της μαντάμ Μποβαρί. Η Χριστίνα είχε βρει έναν ασφαλή άντρα να μεγαλώσει τα παιδιά της. Αλλά προτίμησε να πάρει τα γονίδια από έναν πολύ πιο νέο, πολύ πιο υγιή και πολύ πιο όμορφο άντρα. Δεν είχε άδικο.
Η Χριστίνα με είχε απατήσει μ’ εμένα. Κι έκανε το παιδί μου, αλλά το μεγάλωσε με τον άλλο εμένα. Τελειότητα: Είχα προσφέρει το άψογο γενετικό υλικό και την κατάλληλη πατρική στοργή. Κι όλα αυτά χάρη στον Σ.Π. Ξεκίνησα να γελάω, υστερικά. Η Δήμητρα κι όλοι οι πελάτες με κοιτούσαν. Είπα ότι ήθελα να πάω μια στιγμή στο περίπτερο.
Στεκόμουν στην παραλία και κοιτούσα το φεγγάρι. Υπήρχε ένα πρόβλημα. Εγώ εγώ, ο Μπιορν εγώ, δεν μπορούσε να συμμετέχει στην ανατροφή της κόρης μου. Δεν θα την ξανάβλεπα. Ούτε τη Χριστίνα θα ξανάβλεπα. Ήμουν ένας ξένος.
Ο Σ.Π. μου το ‘χε πει: “Θα σου πάρω ό,τι πολυτιμότερο έχεις.”
Και το είχε κάνει. Με είχε διαλύσει.
Γύρισα στην μπάρα. Η Χριστίνα κι ο πρώην εγώ είχαν φύγει. Είπα στη Δήμητρα ότι θα έφευγα απ’ το νησί την επομένη. Προσπάθησε να με μεταπείσει, ήμουν ο καλύτερος μπάρμαν που είχε. Μου διπλασίασε τον μισθό. Δεν μ’ ένοιαζε.
“Πού θα πας;” είπε όταν είχαμε κλείσει.
Καθόμασταν να πιούμε ένα τελευταίο ποτό.
“Θα γυρίσεις Νορβηγία; Ή καμιά Μύκονο; Εκεί θα βγάλεις πολλά λεφτά.”
“Δεν με νοιάζουν τα λεφτά.”
“Γιατί φεύγεις τότε;”
“Έχω να σκοτώσω κάποιον.”
Γέλασε. Αλλά δεν ήταν αστείο.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΔΩ
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Το πρώτο μέρος εδώ (1. Η τρύπα)
Ο Θωρ δεν ήταν χίπστερ
«I’ll wait for you there like a stone. I’ll wait for you there alone.»
Like a Stone, Audioslave
Δεν υπήρξε κενός χρόνος. Τη μια στιγμή έπεφτα στην τρύπα, την άλλη άνοιξα τα μάτια μου. Υπήρχε φως, παράξενο, κάπως χωνεμένο.
“Αυτό είναι ο Παράδεισος;” σκέφτηκα.
Ένιωθα διαφορετικά. Αισθανόμουν ωραία, πολύ ζωντανός. Ο χώρος μύριζε σταράκια, μύριζε σαν τα πόδια κάποιου που φοράει All Star χωρίς κάλτσες. Ακούγονταν και ήχοι απ’ την κουζίνα. Πιάτα που μπαίνανε στη θέση τους, το ραδιόφωνο έπαιζε ABBA. Και είχα στύση.
Σταμάτησα να κοιτάω το ταβάνι. Στον τοίχο είχε την αφίσα ενός ροκ συγκροτήματος. Audioslave. Δεν μου έλεγε κάτι. Παραδίπλα μια άλλη αφίσα, ο Βίνσεντ Κασσέλ να σημαδεύει την οθόνη. Αυτό το ήξερα, το Μίσος του Κασοβίτς.
Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σ’ ένα εφηβικό δωμάτιο. Αλλά δεν ήταν το δικό μου εφηβικό δωμάτιο. Εγώ ήμουν πιο ποπ.
Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια γυναίκα. Ήταν ψηλή και ξανθιά, πολύ ξανθιά. Γύρω στα σαράντα πέντε. Με κοίταξε και μου μίλησε. Δεν κατάλαβα τίποτα απ’ όσα είπε. Έπειτα χτύπησε παλαμάκια κι είπε κάτι σαν χοπ-χοπ-χοπ. Βγήκε.
Δεν κατάλαβα τι είπε, αλλά ήξερα ποια ήταν και τι είχε πει. Ήταν η μητέρα μου και μου λεγε να σηκωθώ γρήγορα, γιατί θ’ αργήσω στο σχολείο. Όλες οι μανάδες τα ίδια λένε.
Δεν σηκώθηκα. Ήθελα να το αναβάλω. Κοίταξα τα χέρια μου. Δεν ήταν χέρια σαραντάχρονου. Δεν ήταν τα χέρια μου. Σήκωσα το σεντόνι και κοίταξα το σώμα μου. Ήμουν πολύ πιο γυμνασμένος, ψηλός, άσπρος και ξυρισμένος. Έριξα μια ματιά και σ’ αυτό που ορθωνόταν στο μποξεράκι. Καθόλου άσχημα.
Στη γωνία του δωματίου υπήρχε μια ντουλάπα IKEA με ολόσωμο καθρέφτη. Σηκώθηκα αργά, λίγο δυσκολευόμουν να συνηθίσω το σώμα μου. Πήγα μπροστά στον καθρέφτη με κλειστά μάτια, πήρα βαθιά ανάσα και κοιτάχτηκα.
Έβλεπα έναν ξένο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σίγουρα δεν ήμουν εγώ, εννοώ ο Εγώ που ήξερα, αλλά δεν ήμουν ούτε Έλληνας.
Έμοιαζα με Βίκινγκ. Γύρω στο ένα ενενήντα, ξανθός και γαλανομάτης, με σώμα που θα ζήλευε ο Δαβίδ του Μικελάντζελο. Ήμουν κάτι σαν τον Θωρ στα νιάτα του.
~~
Το παράξενο είναι ότι η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν: “Ευτυχώς που δεν είμαι γυναίκα.” Μάλλον επειδή δεν θα ήξερα πώς να διαχειριστώ μια αλλαγή φύλου.
Μετά προσπάθησα να καταλάβω πού βρισκόμουν -και πότε. Έψαξα για το smart phone, οι έφηβοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό. Βρήκα να φορτίζει ένα Nokia 1100. Το αναγνώρισα αμέσως, είχα το ίδιο σε κόκκινο για τρία χρόνια. Πότε ήταν; Το είχα όταν πήγα στην Πορτογαλία για το Euro 2004. Μπορεί ο Θωρ να ήταν χίπστερ.
Έψαξα τα βιβλία. Όλα ήταν γραμμένα σε κάποια παράξενη γλώσσα. Έμοιαζαν σουηδικά. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Μια επίπεδη πόλη, όλο πράσινο και δέντρα και πάρκο. Σίγουρα δεν ήταν η Θεσσαλονίκη.
Ένιωσα νοσταλγία και τρόμο μαζί. Δεν ήταν παραίσθηση ούτε όνειρο, ψυχολόγος είμαι, ξέρω να τα διακρίνω. Ήταν παράλογο, αλλά πραγματικό. Είχα πέσει στην τρύπα.
Η συνείδηση μου, η μνήμη μου, το μυαλό μου, πώς να το πω, βρισκόταν μέσα στο σώμα εκείνου του νεαρού Βίκινγκ. Αναρωτήθηκα τι να είχε γίνει εκείνος. Ήταν παραμερισμένος κάπου, μέσα στο ίδιο το μυαλό του;
Οπότε ο Σ.Π. δεν ήταν τρελός. Μπορεί να ήταν λίγο τρελαμένος, αλλά αυτή η μεταφορά που έλεγε, το ταξίδεμα, ήταν αληθινό. Μια τεράστια ανακάλυψη σίγουρα. Θ’ άλλαζε την πορεία του κόσμου. Αν το ανακοίνωνα σε κάποιο συνέδριο…
Τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι “εγώ” μπορεί να ένιωθα ότι είμαι ο Ανδρέας, ο ψυχολόγος, όμως για τους άλλους ήμουν ένας πιτσιρικάς. Αν τους έλεγα για τη μεταφορά και για την τρύπα θα πάθαινα αυτό που έπαθε κι ο Σ.Π. Εγκλεισμός κι αντιψυχωτικά. Την είχα πατήσει.
Άκουσα τη γυναίκα, τη “μητέρα” μου να με φωνάζει. Ανάμεσα στα άλλα κορακίστικα διέκρινα να επαναλαμβάνει Μπιόρν, Μπιόρν. Σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν το όνομα μου. Αλλά δεν ήξερα τίποτα άλλο για τη ζωή του Μπιόρν. Ούτε τι γλώσσα μιλούσε. Είχα μια βέβαιη και μόνιμη θέση στο ψυχιατρείο, εκτός κι αν… Καλύτερα να σ’ αναλάβει νευρολόγος, παρά ψυχίατρος.
Η Χριστίνα μου είχε πει για τη γιαγιά της, ότι είχε πάθει εγκεφαλικό κι όταν συνήλθε μιλούσε για λίγες μέρες μόνο αρχαία ελληνικά και γαλλικά -ήταν μορφωμένη γυναίκα.
Είχα το σχέδιο δράσης.
~~
Η πόρτα άνοιξε κι η “μητέρα” μου μπήκε ντυμένη κι έτοιμη, με την τσάντα και τα κλειδιά στο χέρι. Είδε ότι δεν είχα ντυθεί και μου είπε κάτι. Εγώ μόνο την κοίταξα με απορία (που ήταν και γνήσια) κι έπιασα τον δεξιό κρόταφο, σαν να πονούσα. Μετά κατέρρευσα. Ένα εγκεφαλικό για Όσκαρ. Δεν είναι συνηθισμένο σε τέτοιες ηλικίες, αλλά τίποτα απ’ όσα θα έκανα δεν θα ήταν συνηθισμένο. Είχα σχέδιο.
Η “μητέρα” έπεσε πάνω μου φωνάζοντας Μπιόρν, Μπιόρν, που σίγουρα ήταν το όνομα μου, εκτός κι αν μπιόρν σήμαινε σκατά. Εγώ δεν αντιδρούσα. Με άφησε και πήρε τηλέφωνο. Συνέχισα να είμαι αναίσθητος, παρά τα κλάματα.
Ήρθαν οι τραυματιοφορείς, έπιασαν τον σφυγμό μου, μου έβαλαν οξυγόνο, με φόρτωσαν στο φορείο. Εγώ αναίσθητος ακόμα. Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο και με πήγαν στα επείγοντα έπρεπε να συνέλθω, μην τύχει και με ναρκώσουν και ξυπνήσω την επομένη με μισό εγκέφαλο.
Μόλις με άφησαν στο κρεβάτι άρχισα να βογκάω. Η “μητέρα” χάρηκε. Ο γιατρός μου άνοιξε το μάτι και φώτισε να δει αν αντιδρά η κόρη.
Του άρπαξα το χέρι. Μου είπε κάτι. Κατάλαβα ότι είχε έρθει η στιγμή να τους κάνω να τρελαθούν. Τους μίλησα ελληνικά.
“Πού βρίσκομαι;” τους είπα. “Πού είναι η μητέρα μου;”
Την κοίταξα και είπα “ΜΑΜΑ”. Στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες η μαμά είναι μαμά.
Η μητέρα μου μ’ αγκάλιασε κι είπε κάτι με Μπιόρν.
“Δεν καταλαβαίνω Χριστό”, της είπα.
Η μητέρα κοίταξε τον γιατρό. Εκείνος είχε μείνει άναυδος. Μάλλον οραματιζόταν το Νόμπελ Ιατρικής. Μπορεί και να νόμιζε ότι μιλούσα ακαταλαβίστικα. Τότε του τίναξα τα μυαλά στον αέρα.
Είχα σχέδιο, είχα Proficiency, Sorbonne και Dele C2. Πρώτα τους μίλησα ισπανικά, γιατί σκέφτηκα ότι πιο δύσκολα κάποιος θα ήξερε να τα μιλήσει. Όμως τα ισπανικά είναι γνωστή ακουστικά γλώσσα, κατάλαβαν ότι δεν έλεγα κορακίστικα.
Μετά μίλησα γαλλικά, έβαλα λίγα λατινικά που θυμόμουν απ’ το λύκειο, και πέρασα στα αγγλικά.
“Τι γίνεται;” τους είπα στα αγγλικά. “Γιατί είμαι εδώ;”
“Πώς σε λένε;” είπε ο γιατρός.
“Μπιόρν. Νομίζω ότι με λένε Μπιόρν.”
“Το επίθετο;”
“Δεν θυμάμαι.”
“Πού μένεις;”
“Δεν θυμάμαι.”
“Μπορείς να μιλήσεις νορβηγικά;”
(Αχά, νορβηγικά ήταν. Βρισκόμουν στο Όσλο;)
“Όχι, δεν θυμάμαι.”
“Πονάς;”
“Λίγο. Όχι, δεν είναι πόνος, είναι κάτι σαν φαγούρα, εδώ.”
Του έδειξα τον δεξί κρόταφο.
“Οκέι, ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά.”
Ο γιατρός μίλησε με τη μητέρα μου κι έδωσε εντολές στις νοσοκόμες. Τις επόμενες ώρες μου έκαναν όλες τις εξετάσεις που μπορούσαν να μου κάνουν. Δεν βρήκαν αιμάτωμα στον εγκέφαλο, αλλά υπήρχε μια “παράδοξη ανωμαλία στο ηλεκτρικό φορτίο του φλοιού”. Κάτι που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ούτε και να εξηγήσουν. Έπρεπε να τους πω ότι μόλις είχα ταξιδέψει στον χρόνο.
~~
Την επόμενη μέρα είχαν μαζευτεί πάνω μου μια ντουζίνα γιατροί. Υπήρχαν και μεταφραστές. Με κατέγραφαν σε κάμερα. Μιλήσαμε για λίγο στα ελληνικά και τις υπόλοιπες γλώσσες που ήξερα. Με ρωτούσαν για τη ζωή μου. Τους είπα ότι δεν θυμόμουν τίποτα πέρα απ’ το όνομα μου, τη μητέρα μου, το τηλέφωνο μου και το Μίσος του Κασοβίτς. Σίγουρα ήμουν μια απ’ αυτές τις “περιπτώσεις” που λάτρευε ο δρ Πολιτάκος.
Κάποιος απ’ τους γιατρούς, κάπως πιο νεαρός, πετάχτηκε και με ρώτησε αν θυμόμουν κάποια προηγούμενη ζωή. Ερώτηση-παγίδα, αγαπητέ Γιουνγκ. Έτσι και έλεγα κάτι τέτοιο θα έφευγα απ’ τη δικαιοδοσία της νευρολογίας και θα πήγαινα στην ψυχιατρική.
Όταν ήμουν στην Πάντειο είχα γραφτεί σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, που δούλευε Στανισλαφσικά, με τη Μέθοδο. Δεν πρέπει να παίζεις τον ρόλο σου, πρέπει να γίνεις ο ρόλος σου. Εγώ είχα γίνει όσο δεν πάει.
Άρχισα να φωνάζω, στα αγγλικά για να με καταλάβουν:
“Τι μαλακίες είν’ αυτές; Τι προηγούμενες ζωές μου λέτε; Τρελοί είστε; Εγώ θέλω τη ζωή μου πίσω. Πού πήγε η ζωή μου;”
Ειδικά γι’ αυτό το τελευταίο, που το είπα κλαίγοντας, θα μπορούσα να πάρω Όσκαρ. Ίσως γιατί ακριβώς αυτό αισθανόμουν: Πού πήγε η ζωή μου;
Αν εγώ ήμουν στο Όσλο, το 2003, τότε ποιος ήταν με τη Χριστίνα και τη Σουζάνα; Ήμουν εγώ πάλι, ο Αντρέας; Ή μήπως ένας χαμένος Μπιόρν;
~~
Με άφησαν να βγω ένα μήνα μετά. Θα συνέχιζα να τους επισκέπτομαι, ήμουν η μόνη τους ελπίδα για Νόμπελ. Με τη μητέρα μου μιλούσαμε αγγλικά. Πατέρας δεν υπήρχε. Ένας κάποιος πρώην που παντρεύτηκε κάποια άλλη και τη χώρισε για να ξαναπαντρευτεί. Στις βόρειες χώρες οι οικογένειες είναι λίγο πιο χαλαρές.
Απ’ την πρώτη μέρα στο σπίτι με επισκέφτηκαν οι φίλοι μου, οι συμμαθητές μου. Ήταν πολύ ανόητοι. Δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν σαραντάχρονο να κάνει παρέα με έφηβους.
Μετά ήρθε η Μπρέντα. Ήταν η κοπέλα του Μπιόρν. Μια υπέροχη δεκαεφτάχρονη. Ήθελε να με παρηγορήσει, δεν μπορούσα να της χαλάσω το χατήρι.
Αλλά σαν κάναμε σεξ τραβήχτηκε μακριά μου. Μου είπε κάτι στα νορβηγικά.
“Τι έπαθες;” της είπα στα αγγλικά κι έκανα να την αγγίξω.
Εκείνη μαζεύτηκε, σαν να ήμουν μολυσμένος.
“Δεν είσαι εσύ”, μου είπε στα αγγλικά. “Φιλάς αλλιώς. Πηδάς αλλιώς. Δεν είσαι ο Μπιόρν.”
Ούτε η μάνα μου δεν το είχε καταλάβει. Φυσικά μ’ εκείνη δεν είχα κάνει σεξ.
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, ίσως να έφταιγε που μόλις είχαμε πηδηχτεί, και της είπα όλη την αλήθεια. Η Μπρέντα με κοιτούσε με απορία στην αρχή, μετά με μίσος. Σηκώθηκε εξοργισμένη, ντύθηκε κι άρχισε να με βρίζει στα νορβηγικά.
Δεν κατάλαβα τι είπε μέχρι να βροντήσει την πόρτα πίσω της, αλλά μάλλον πίστεψε ότι της έλεγα ψέματα για να την χωρίσω. Ναι, η αλήθεια ήταν πολύ πιο παράξενη απ’ την πραγματικότητα.
~~
Τις επόμενες μέρες έμεινα μόνος. Προσπάθησα να καταλάβω ποιος ήμουν και τι γινόταν. Να καταλάβω πού βρισκόμουν. Και το κυριότερο: Πότε;
Ήταν το 2003, άνοιξη. Αυτό σήμαινε ότι ο άλλος εγώ, ο Ανδρέας είχε γίνει ζευγάρι με τη Χριστίνα πριν χρόνια. Συζούσαμε στην Καλλιθέα, στον τρίτο όροφο, αλλά δεν είχε γεννηθεί ακόμα η Σουζάνα. Δεν ήμασταν παντρεμένοι, θα παντρευόμασταν λίγο πριν γεννήσει.
Κι ο Μπιόρν; Τι θα έκανα; Δεν είχα μεταφερθεί τόσο πίσω ώστε να παρουσιάσω τα τραγούδια των Beatles ως δικά μου ή να πατεντάρω το πλαστικό καλαμάκι. Και δεν θυμόμουν τους αριθμούς του τζόκερ ούτε παρακολουθούσα ποδόσφαιρο για να…
Τότε μου ήρθε η φώτιση. Καθώς σκεφτόμουν έναν τρόπο να βγάλω λεφτά. Ήξερα για έναν αγώνα όπου το απόλυτο αουτσάιντερ θα κέρδιζε. Ναι, μπορούσα να βγάλω πολλά λεφτά.
Ήταν Απρίλιος του 2003. Το επόμενο καλοκαίρι θα γινόταν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία. Κόντρα σε όλες τις προβλέψεις και τα προγνωστικά το γαμημένο κύπελο θα το σήκωνε η Ελλάδα.
Πόσο να ήταν η απόδοση στα γραφεία στοιχημάτων; 100 προς 1; Μπορεί και περισσότερο. Γιατί ήταν αστείο να στοιχηματίσεις υπέρ μιας ομάδας που δεν είχε κερδίσει ούτε έναν αγώνα μέχρι τότε σε διεθνή ύδατα.
Αν έβαζα χίλια ευρώ θα έπαιρνα εκατό χιλιάδες. Δέκα χιλιάδες, ένα εκατομμύριο. Θα γινόμουν πλούσιος, αρκεί να είχα λεφτά να στοιχηματίσω.
Θα μπορούσα να βρω απ’ τη μητέρα μου. Θα μπορούσα να δουλέψω. Αλλά δεν γινόταν να το κάνω στην Νορβηγία. Γιατί καθώς οι μέρες περνούσαν κατάλαβα ότι είχα μια εμμονή. Την έβλεπα στα όνειρα μου, φώναζα το όνομα της. Χρι-στι-να.
Είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να περάσω το καλοκαίρι στην Ελλάδα. Δεν ήταν πρωτότυπο, πολλοί Νορβηγοί το έκαναν. Θα δούλευα, δεν χρειαζόταν να μου δώσει λεφτά.
Η μητέρα ήταν ανοιχτόμυαλο άτομο. Μια Ελληνίδα μάνα αποκλείεται να μ’ άφηνε. Εκείνη χάρηκε. Μίλησε πρώτα με τον νευρολόγο μου. Εκείνος το θεώρησε καλή κίνηση. Η υγεία μου δεν είχε κάποιο πρόβλημα. Να φοβηθούν ότι κάτι θα πάθαινα δεν υπήρχε λόγος. Ποιος θα πείραζε έναν τύπο με ύψος πάνω από ένα ενενήντα και ογδόντα πέντε κιλά μυς;
Πήρα τις ευχές του γιατρού και της μητέρας, πήρα και λίγα λεφτά για τα εισιτήρια και το ξεκίνημα.
“Πού θα πας; Ξέρεις;” με ρώτησε η μάνα μου.
“Ναι, στις Κυκλάδες.”
Στην Νάξο, γιατί ήξερα ότι το 2003 θα έκαναν εκεί διακοπές η Χριστίνα με τον πρώην εαυτό μου.
Ζιγκολό
«Someone swears his true love until the end of time, another runs away»
Be yourself, Audioslave
Δεν ξέρω τι ακριβώς είχα στο μυαλό μου όταν πήγα στο νησί. Ήθελα μόνο να ξαναδώ τη Χριστίνα; Ήθελα να συναντήσω τον εαυτό μου; Μήπως ήθελα να κλέψω τη Χριστίνα απ’ τον εαυτό μου; Υπήρχε κι αυτή η σκέψη, απ’ την αρχή, πρέπει να το παραδεχτώ.
Δουλειά βρήκα αμέσως, στοχευμένα. Πήγα στον Κήπο, ένα υπαίθριο μπαράκι που έπαιζε ροκ, Το διάλεξα γιατί ήξερα ότι η Χριστίνα κι εγώ (ο πρώην εγώ) θα περνούσαμε όλα τα βράδια μας εκεί.
Το μπαράκι το διεύθυνε η Δήμητρα, μια σαραντάρα με ωραίο κώλο, αλλά σπασμένο πρόσωπο. Δεν το σκέφτηκε και πολύ όταν της είπα ότι έψαχνα για δουλειά. Ήμουν ο τύπος του άντρα που θα έκανε τους πελάτες, κορίτσια και γκέι, να ξεροσταλιάζουν κοιτώντας τα μπράτσα μου και τα γαλανά μου μάτια.
Ο μισθός που μου πρότεινε ήταν γελοίος. Θα έπαιρνα τα διπλάσια αν δούλευα σε σούπερ μάρκετ στο Όσλο. Αλλά δεν το έκανα για τα λεφτά.
Άλλωστε σύντομα, χάρη στα νιάτα μου και στη γοητεία μου, βρήκα τρόπους να βγάζω πολύ περισσότερα στο νησί. Όχι και τόσο ηθικά, αλλά ποτέ δεν ήμουν σεμνότυφος χριστιανός, ούτε ως Αντρέας ούτε ως Μπιόρν.
~~
Τον πρώτο μήνα απόλαυσα τα νιάτα μου. Είχα εκπληκτική ενέργεια. Μπορούσα να πίνω όλο το βράδυ, να καπνίζω όλη μέρα, να κάνω σεξ ως το ξημέρωμα, μετά να κοιμάμαι λίγες ώρες και να ξυπνάω καβλωμένος.
Το συκώτι μου, η καρδιά μου, τα πνευμόνια μου, ο πούτσος μου, όλα λειτουργούσαν σαν Lamborghini.
Έτσι είναι πάντα. Μετά, καθώς περνάνε τα χρόνια γίνεσαι AUDI, ALFA ROMEO, FIAT, YUGO και στο τέλος καταλήγεις τρίκυκλο. Αλλά στα δεκαεφτά σου η μηχανή έχει δέκα χιλιάδες άλογα.
Στην αρχή έκανα σεξ με πιτσιρίκες, για να ξαναβρώ τον χαμένο χρόνο. Αλλά κάποιο βράδυ με προσέγγισε μια πενηντάρα. Πήγαμε στο δωμάτιο της και της χάρισα μερικούς οργασμούς.
Ήμουν ο τέλειος εραστής. Είχα όλη τη δύναμη και τη διάρκεια ενός δεκαεφτάχρονου αθλητή, σε συνδυασμό με την εμπειρία ενός σαραντάχρονου.
Η Πατρίσια σπαρταρούσε στα χέρια μου ως το πρωί. Όταν ήταν να φύγω μου έδωσε κι ένα δωράκι: Διακόσια ευρώ.
“Σ’ ευχαριστώ για όλα αυτά που μ’ έκανες να νιώσω ξανά”, μου είπε στα γαλλικά.
“Κι εγώ ευχαριστώ. Είσαι υπέροχη”, της απάντησα σε γαλλικά Sorbonne.
Ήμουν ο τέλειος ζιγκολό.
Η Πατρίσια έφυγε την επομένη, αλλά ενημέρωσε κάποιες πλούσιες φίλες της. Τα καλά νέα διαδόθηκαν. Κάθε βράδυ η μπάρα γέμιζε με κυρίες κάποιας ηλικίας που έκαναν πλειστηριασμό για τα θέλγητρα μου.
Η Δήμητρα χάρηκε. Της πήγαινα κόσμο, καλό κόσμο, φραγκάτο. Κι εγώ δεν έχασα την ευκαιρία. Ξεκίνησα να μαζεύω λεφτά για το EURO.
~~
Κάποια στιγμή με προσέγγισε κι ένας γκέι. Ο Νόρμαν ήταν Ολλανδός, με γατίσια μάτια. Έξυπνος άνθρωπος, κατάλαβε τι παιζόταν με τις κυρίες γύρω στη μπάρα.
Ενώ του έδινα το ποτό του, έπινε Pink Martini, με ρώτησε αν βάζω τα σπέσιαλ μόνο σε γυναίκες.
“Δεν ξέρω”, του είπα. “Εξαρτάται.”
Άνοιξε το πορτοφόλι για να με πληρώσει. Με ρώτησε πόσο κάνει. Ήταν έξι ευρώ. Άφησε πεντακοσάρικο.
“Τα ρέστα δικά σου”, μου είπε. Και μετά, πιο σιγά: “Έχει κι άλλα.”
Στην προηγούμενη ζωή δεν το είχα δοκιμάσει με άντρες. Το ξεκίνησα για τα λεφτά, αλλά είναι αλήθεια ότι το απόλαυσα κι αυτό. Η ζωή μπορεί να είναι εξόχως ηδονική -και να πληρώνεσαι.
Με τους άντρες είχα πιο ακριβή ταρίφα, σχεδόν τα διπλά. Τα ίδια έπαιρνα και τις πολύ μεγάλες γυναίκες. Κάθε τόσο έκανα κι ένα ψυχαγωγικό διάλειμμα, με κάποια πιτσιρίκα, για ν’ ανανεώσω τη λίμπιντο μου και να ‘χω κάτι ωραίο να φαντάζομαι όταν τύχαινε γιαγιά.
Ναι, είχα γίνει συνοδός, ζιγκολό, αρσενική πόρνη, πείτε όπως θέλετε. Το απολάμβανα, ακόμα κι όταν ήταν δύσκολη περίπτωση, γιατί ήξερα ότι κάθε ευρώ που έβγαζα θα πολλαπλασιαζόταν επί εκατό σε έναν χρόνο.
Και συνέχιζα κανονικά, και είχα ξεχαστεί. Με όλη εκείνη την ένταση που ζούσα, είχα ξεχάσει τον στόχο μου. Αρχές Ιουλίου τους είδα στον Κήπο, κι όλα γκρεμίστηκαν.
~~~{}~~~
Ήταν νωρίς ακόμα, ούτε δέκα, είχαμε ακόμη Happy Hour στα κοκτέιλ. Οι προσωπικοί μου πελάτες έρχονταν μετά τις δώδεκα και μία, για να περιμένουν ως το κλείσιμο.
Απ’ τα ηχεία ακούγονταν οι White Stripes. Έφτιαχνα ένα Barracuda όταν τους είδα να μπαίνουν στον Κήπο. Το μαγαζί ήταν υπαίθριο, πάνω σε πεζόδρομο. Η Χριστίνα φορούσε ένα κοντό λευκό φόρεμα. Το ήξερα αυτό το φόρεμα, ήταν λίγο διάφανο, άφηνε να φαίνεται το εσώρουχο. Το ήξερα αυτό το φόρεμα. Της το είχα σηκώσει ως τη μέση. Ήταν υπέροχη, όπως τότε. Και ήταν τότε.
Δίπλα της, με το χέρι λίγο πιο πάνω απ’ την καμπύλη του κώλου, ήμουν εγώ. Με χαβανέζικο πουκάμισο και χαζοχαρούμενο βλέμμα. Πολύ κοντός, πολύ αγύμναστος, πολύ… γέρος. Είναι παράξενο να βλέπεις τον εαυτό σου απέξω. Δεν μου άρεσα καθόλου.
Έκατσαν στο τραπέζι δίπλα στο σιντριβάνι. Ήξερα τι θα παραγγείλουν. Μαργκαρίτα για εκείνη, τζιν τόνικ εκείνος. Τους έστειλα και δυο σφηνάκια Cuervo.
“Πες ότι είναι απ’ τον μπάρμαν”, είπα στη σερβιτόρα.
Πήραν τα ποτά τους, παραξενεύτηκαν με τα σφηνάκια, με κοίταξαν. Σήκωσαν τα σφηνάκια προς τα μένα, ήπιαν λίγο, συνέχισαν την κουβέντα. Αλλά το είχα δει, στα μάτια τους. Η Χριστίνα προσποιήθηκε ότι δεν μου έδωσε καμιά σημασία. Κι όμως νομίζω ότι οι κόρες της άνοιξαν λίγο παραπάνω. Ο Εγώ ζήλεψε, αλλά κι αυτός προσπάθησε να το κρύψει.
Τους παρακολουθούσα όλο το βράδυ. Έφυγαν μετά το δεύτερο ποτό. Ήξερα πού πήγαιναν. Ήξερα πώς θα ήταν το δωμάτιο τους. Ήξερα τι ακριβώς θα έκαναν.
Εκείνο το βράδυ δεν δούλεψα υπερωρίες. Γύρισα στο δωμάτιο μόνος μου, κι αφού έσπασα μια καρέκλα έκατσα στις όχθες του ποταμού της Βαβυλώνας κι έκλαψα.
~~
Τους παρακολουθούσα κάθε βράδυ. Όχι μόνο στον Κήπο. Ήξερα πού θα πήγαιναν όταν έκλειναν τα μαγαζιά. Το αγαπημένο τους μέρος ήταν η παραλία τη νύχτα. Πήγαιναν να κάνουν νυχτερινό μπάνιο, γυμνοί. Κάποιες φορές έκαναν σεξ στους αμμόλοφους, νομίζοντας ότι κανείς δεν τους έβλεπε. Τους κοιτούσα κι έβριζα τον Σ.Π.
Ένα βράδυ η Χριστίνα ήρθε μόνη της στον Κήπο. Αυτό δεν το θυμόμουν. Γιατί ο Εγώ την είχε αφήσει μόνη; Άδραξα την ευκαιρία, έφτιαξα δυο Μαργκαρίτα και πήγα στο τραπέζι της. Είπα στη Δήμητρα να με καλύψει για λίγο.
“Να κεράσω ένα ποτό;” ρώτησα τη Χριστίνα.
“Μ’ έχεις μάθει πια”, είπε εκείνη. “Έλληνας είσαι; Δεν μοιάζεις καθόλου.”
“Ο πατέρας μου είναι Έλληνας. Η μάνα μου Νορβηγίδα. Πήρα το φαινότυπο της. Κλασικός Βίκινγκ.”
Η Χριστίνα γέλασε κι ένιωσα να θρυμματίζεται η ψυχή μου. Αυτό το γέλιο! Έπειτα έγλειψε το αλάτι και ήπιε λίγο.
“Σε θαυμάζουν εδώ γύρω” είπε χωρίς περιστροφές. Είχε δει τι γινότανε στη μπάρα με τις υποψήφιες πελάτισσες. Λένε πώς κάτι που αρέσει στις γυναίκες σ’ έναν άντρα είναι ο θαυμασμός των άλλων γυναικών. Κι είχα πολύ απ’ αυτόν.
“Ο έρωτας είναι η μέγιστη απόλαυση”, της είπα.
“Ο έρωτας; Μάλλον εννοείς το σεξ.”
“Γιατί;”
“Ο έρωτας χρειάζεται και συναίσθημα.”
Κατάλαβα ότι η Χριστίνα με φλέρταρε. Τέτοια πράγματα, τέτοιες κουβέντες δεν τις λες στο χοντρό γερο-μπάρμαν. Υπήρχε πρόκληση στα λόγια και στα μάτια της, αλλά με αναστολές.
Αποφάσισα να κάνω την υπέρβαση. Να κλέψω την κοπέλα “μου”, τη γυναίκα “μου”, τη μετέπειτα μητέρα του παιδιού “μου”, από τον βαρετό εαυτό μου.
Ήξερα ότι ήταν ερωτευμένη με “εμένα”. Αλλά ήξερα ότι είχαμε ζήσει μερικά χρόνια μαζί, δεν ήμασταν στο πρώτο πάθος. Ο Μπιορν ήταν κάτι καινούριο. Επιπλέον ο Μπιορν ήταν σούπερ γκόμενος, σαν τον Κρις Χέμσγουορθ.
“Κι ο πόθος;” της είπα. “Τι είναι ο πόθος; Να μοιραστείς το σώμα σου με κάποιον άλλο, ίσως κάποιον άγνωστο. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς δικαιώματα, χωρίς παρελθόν και μέλλον. Να ζήσεις μόνο το παρόν, την ηδονή.”
Η Χριστίνα σοκαρίστηκε, γιατί της είχα πει αυτά που σκεφτόταν. Είχα ζήσει πολλά χρόνια μαζί της, την ήξερα. Συνέχισα να τη βομβαρδίζω.
“Αυτόν τον άντρα θα τον παντρευτείς. Το ξέρω. Θα κάνεις και παιδί μαζί του. Το ξέρω. Αυτός θα είναι μαζί σου. Εγώ θα είμαι κάτι άλλο. Θα είμαι μια νύχτα ασήμαντη που ποτέ δεν θα ξεχάσεις. Κάτι που θα θυμάσαι για πάντα και θα χαμογελάς κρυφά.”
Η Χριστίνα έφτιαξε τα μαλλιά της. Το ήθελε, αλλά αισθανόταν παράξενα.
“Δεν σου πέφτω λίγο μεγάλη;”
“Είσαι το απόλυτο, το τέλειο, το υπέροχο. Είσαι ό,τι μπορούσα να φανταστώ.”
“Δεν μιλάς σαν την ηλικία σου”, είπε η Χριστίνα. Είχε παραδοθεί πλέον.
Το επόμενο βράδυ ήρθε στο δωμάτιο μου και κάναμε το καλύτερο σεξ που είχαμε κάνει. Εκείνη δεν το είχε ξανακάνει μαζί μου, αλλά εγώ ήξερα τα κουμπιά της, ήξερα πού της αρέσει να τη φιλάνε. Την είχα πάλι, όπως τότε.
Είχε δυο φωναχτούς οργασμούς. Κι εγώ έκανα το καλύτερο σεξ της ζωής μου, είχα χάσει το μυαλό μου απ’ τη λαγνεία. Μετά με φίλησε κι έφυγε. Έπρεπε να γυρίσει στον άντρα της, έπρεπε να γυρίσει σ’ εμένα.
Κι ο Μπιορν έμεινε πίσω, ν’ αναρωτιέται αν αυτό θεωρείται μοιχεία.
~~{}~~
Ξαναήρθαν στον Κήπο το επόμενο βράδυ. Η Χριστίνα το παιζε αδιάφορη, μέχρι που ο Εγώ πήγε στην τουαλέτα. Τότε ήρθε στην μπάρα.
“Καλά περάσαμε”, μου είπε.
“Μόνο καλά;”
“Αλλά δεν μπορεί να επαναληφθεί.”
“Το ξέρω. Αύριο φεύγετε.”
“Πού το ξέρεις αυτό;”
“Μου το ‘πες.”
Δεν μου το είχε πει, το θυμόμουν.
“Αυτό τον άντρα θα τον παντρευτώ”, είπε η Χριστίνα.
“Το ξέρω. Και θα κάνεις ένα παιδί μαζί του.”
Δεν μίλησε, αλλά κάτι έλαμψε στα μάτια της. Γύρισε στο τραπέζι κουβαλώντας κάτι παραπάνω απ’ τις ενοχές μιας μοιχαλίδας. Τότε έσκασε μες στο κεφάλι μου. Κατάλαβα ότι όλα ήταν βάση σχεδίου, του δικού της σχεδίου, κι ότι ήμουν εγώ αυτός που παραδόθηκε.
Όταν κάναμε σεξ η Χριστίνα με ώθησε να μείνω χωρίς προφυλακτικό. Μου είπε ότι παίρνει αντισυλληπτικά. Μ’ έκανε να τρελαθώ κι όταν ήταν να τελειώσω με κράτησε μέσα της.
Αλλά μόνο εκείνη τη στιγμή, σαν είδα τη λάμψη στα μάτια της κατάλαβα. Ο πρώην εγώ κι η Χριστίνα είχαμε προβλήματα με τη σύλληψη. Δεν είχαμε πάει ακόμα σε ειδικό, αλλά κάναμε ελεύθερα σεξ έναν χρόνο και τίποτα. Το καλοκαίρι στην Νάξο θα ήταν η τελευταία προσπάθεια. Αν η Χριστίνα δεν έμενε έγκυος, θα προσπαθούσαμε αλλιώς.
Πώς το είχα ξεχάσει; Ίσως γιατί μετά κάναμε τη Σουζάνα και ποτέ δεν το σκέφτηκα ότι είμαι, ήμουν στείρος. Άλλο παιδί δεν κάναμε.
Υπολόγισα τους μήνες. Η Σουζάνα θα γεννιόταν Απρίλιο του 2004, σχεδόν εννιά μήνες μετά. Θυμήθηκα και κάποιες παράξενες ενδείξεις. Παράξενες τότε. Η Σουζάνα ήταν ξανθιά και γαλανομάτα. Η Χριστίνα είχε πει πως έτσι ήταν μια γιαγιά της. Αταβισμός. Και ψήλωνε. Ήταν πιο ψηλή από μένα στα 12 -κι όταν λέω εμένα εννοώ τον Αντρέα-εμένα, όχι τον Μπιορν-εμένα.
Ζαλίστηκα, κρατήθηκα απ’ την μπάρα να μην πέσω. Εκείνη την ώρα έβγαινε ο πρώην-εγώ απ’ την τουαλέτα. Οι σκάλες για την τουαλέτα περνούσαν δίπλα απ’ το μπαρ.
“Are you ok?” μου είπε χαμογελώντας.
Δεν ήξερε τίποτα. Ούτε ότι μιλούσα ελληνικά, ούτε ότι η γυναίκα του είχε πηδηχτεί μαζί μου, ούτε ότι θα μεγάλωνε το δικό μου παιδί. Του έδειξα τον αντίχειρα, ενώ από μέσα μου έλεγα: “Είσαι μεγάλος μαλάκας.”
Η τακτική της μαντάμ Μποβαρί. Η Χριστίνα είχε βρει έναν ασφαλή άντρα να μεγαλώσει τα παιδιά της. Αλλά προτίμησε να πάρει τα γονίδια από έναν πολύ πιο νέο, πολύ πιο υγιή και πολύ πιο όμορφο άντρα. Δεν είχε άδικο.
Η Χριστίνα με είχε απατήσει μ’ εμένα. Κι έκανε το παιδί μου, αλλά το μεγάλωσε με τον άλλο εμένα. Τελειότητα: Είχα προσφέρει το άψογο γενετικό υλικό και την κατάλληλη πατρική στοργή. Κι όλα αυτά χάρη στον Σ.Π. Ξεκίνησα να γελάω, υστερικά. Η Δήμητρα κι όλοι οι πελάτες με κοιτούσαν. Είπα ότι ήθελα να πάω μια στιγμή στο περίπτερο.
~~
Στεκόμουν στην παραλία και κοιτούσα το φεγγάρι. Υπήρχε ένα πρόβλημα. Εγώ εγώ, ο Μπιορν εγώ, δεν μπορούσε να συμμετέχει στην ανατροφή της κόρης μου. Δεν θα την ξανάβλεπα. Ούτε τη Χριστίνα θα ξανάβλεπα. Ήμουν ένας ξένος.
Ο Σ.Π. μου το ‘χε πει: “Θα σου πάρω ό,τι πολυτιμότερο έχεις.”
Και το είχε κάνει. Με είχε διαλύσει.
Γύρισα στην μπάρα. Η Χριστίνα κι ο πρώην εγώ είχαν φύγει. Είπα στη Δήμητρα ότι θα έφευγα απ’ το νησί την επομένη. Προσπάθησε να με μεταπείσει, ήμουν ο καλύτερος μπάρμαν που είχε. Μου διπλασίασε τον μισθό. Δεν μ’ ένοιαζε.
“Πού θα πας;” είπε όταν είχαμε κλείσει.
Καθόμασταν να πιούμε ένα τελευταίο ποτό.
“Θα γυρίσεις Νορβηγία; Ή καμιά Μύκονο; Εκεί θα βγάλεις πολλά λεφτά.”
“Δεν με νοιάζουν τα λεφτά.”
“Γιατί φεύγεις τότε;”
“Έχω να σκοτώσω κάποιον.”
Γέλασε. Αλλά δεν ήταν αστείο.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΔΩ
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη