Σπύρος Μανουσέλης
Απέναντι στις πρακτικές ατομικής ενοχοποίησης και μαζικής περιθωριοποίησης των ανθρώπων, οι οποίες επιβάλλονται στο όνομα της νέας ιογενούς κρίσης, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αλληλεγγύη μας και με κάθε τρόπο να αντιταχθούμε στην εμφανή πια προσπάθεια απανθρωποποίησης της ζωής μας μέσω της διαρκούς επιβολής μιας «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» που εκδηλώνεται κοινωνικά με την αναστολή των περισσότερων δικαιωμάτων μας.
Στο προηγούμενο άρθρο μας, αφού παρουσιάσαμε τα αμιγώς επιστημονικά δεδομένα για την εισβολή του κορονοϊού, διατυπώσαμε την προφανή και, μέχρι χθες, κοινότοπη άποψη ότι: «Απέναντι στο ψευδο-δίλημμα μεταξύ υγείας και ελευθερίας, πρέπει να θυμόμαστε ότι μόνο με ελευθερία η ζωή των ανθρώπων είναι υγιής και έχει αξία».
Ίσως, η υπενθύμιση του δικαιώματος της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας ως των θεμελίων κάθε Δημοκρατίας να ενόχλησε κάποιους αναγνώστες, μπορεί να τη θεωρούν εντελώς άκαιρη και διόλου εποικοδομητική σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία, όπου η επιβίωση της ανθρωπότητας υποτίθεται ότι απειλείται από τη θανατηφόρο νόσο COVID-19.
Στόχος του σημερινού και του επόμενου κειμένου είναι να υπερασπιστούν το αναφέρετο δικαίωμα στην ανθρώπινη ελευθερία ακόμη και σε περιόδους «έκτακτης υγειονομικής ανάγκης». Πόσω δε μάλλον όταν η επιστημονική τεκμηρίωση και άρα η πολιτική νομιμοποίηση της πλανητικά επιβεβλημένης κατάστασης εξαίρεσης ήταν και παραμένει επιτήδεια ασαφής.
«Tο να ζητάμε από τους ανθρώπους να παραμένουν στα σπίτια τους και τα άλλα μέτρα σωματικής απομόνωσης είναι ένας σημαντικός τρόπος για να επιβραδύνουμε τη διάδοση του νέου κορονοϊού, πρόκειται όμως για μέτρα άμυνας που δεν θα μας βοηθήσουν να τον νικήσουμε», αυτά υποστήριξε την προηγούμενη Δευτέρα 23 Μαρτίου ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Στην ίδια τακτική συνέντευξη Τύπου του ΠΟΥ στη Γενεύη, ο Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγεσούς διευκρίνισε ότι «η πανδημία επιταχύνεται. Ενώ χρειάστηκαν 67 ημέρες από την καταγραφή του πρώτου κρούσματος για να φτάσει τα 100 χιλιάδες κρούσματα, τις επόμενες 11 ημέρες έφτασε τα 200 χιλιάδες άτομα και μόνο 4 ημέρες για να υπερβεί τις 300 χιλιάδες». Επομένως, έκρινε σκόπιμο να μας προειδοποιήσει για το ότι οι αμυντικές στρατηγικές δεν επαρκούν από μόνες τους και τόνισε πως: «Για να νικήσουμε χρειάζεται να επιτεθούμε στον κορωνοϊό, με επιθετικές και στοχευμένες στρατηγικές, ελέγχοντας με τεστ κάθε ύποπτη περίπτωση, απομονώνοντας κάθε επιβεβαιωμένο κρούσμα και θέτοντας σε καραντίνα κάθε άτομο με το οποίο ήρθε σε επαφή».
Αντίθετα με την κοντόθωρη επιλογή παράκαμψης των πολυδάπανων διαγνωστικών τεστ που, δυστυχώς, υιοθετείται από πολλές κυβερνήσεις -μεταξύ των οποίων και την ελληνική-, ο επικεφαλής του ΠΟΥ επέμεινε στην αποφασιστική σημασία των μαζικών τεστ διάγνωσης και της απομόνωσης των επιβεβαιωμένων και ύποπτων κρουσμάτων. Κλείνοντας μάλιστα υπενθύμισε, στα κράτη και στους διεθνείς αρμόδιους φορείς, τη χαμηλή θνητότητα από την COVID-19 σε σύγκριση με τη φυματίωση, μια πανάρχαια μεταδοτική νόσο από την οποία, κάθε χρόνο, εξακολουθούν να πεθαίνουν 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι. Μολονότι, από καιρό είναι εύκολα διαγνώσιμη και θεραπεύσιμη!
Με τις παραπάνω πολύ διαφωτιστικές δηλώσεις του, ο «αρχιστράτηγος» στην πλανητική μάχη με τον ιό Sars CoV-2 επιβεβαιώνει το βάσιμο της υποψίας που διατυπώσαμε και εμείς, μεταξύ πολλών άλλων στα προηγούμενα άρθρα μας. Το σοβαρό ενδεχόμενο δηλαδή ότι η «αμυντική» υγειονομική στρατηγική της γενικευμένης καραντίνας, μολονότι δίνει, πρόσκαιρα, κάποια ορατά αποτελέσματα, μπορεί κάλλιστα να αποδειχτεί, μεσομακροπρόθεσμα, αναποτελεσματική. Μικρό το κακό, θα πει κανείς, αφού με αυτή τη τακτική κερδίζουμε χρόνο για να διορθώσουμε τα όποια βιοϊατρικά λάθη θα διαπιστώσουμε και να επινοήσουμε νέες θεραπείες.
Το πρόβλημα με αυτό το, κατά τα άλλα, εύλογο επιχείρημα είναι πως δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα διαθέτουμε εγκαίρως τα αναγκαία ιατρικά εργαλεία για να ανακόψουν τη νέα, πιθανότατα αναπόφευκτη, πανδημία. Και, επιπλέον, η πλανητικά επιβεβλημένη στρατηγική της «μαζικής καραντίνας» και του «κατ’ οίκον περιορισμού» των περισσότερων ανθρώπων ως δυνητικών φορέων, δεν είναι δυστυχώς μια αμιγώς βιοϊατρική επιλογή αλλά, πρωτίστως, μια βιοπολιτική και γεωπολιτική στρατηγική.
Μια προνοητική στρατηγική εξόδου από την υγειονομική κρίση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, επιφέρει επιπρόσθετα προβλήματα. Για τη λύση των οποίων απαιτούνται ριζικές και πολύ επώδυνες ανατροπές στις κοινωνίες που σπεύδουν απερίσκεπτα να υιοθετήσουν, υπό το καθεστώς της «εκτάκτου ανάγκης», τόσο ακραία μέτρα για την αντιμετώπιση της νέας πανδημίας.
Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις επίσημες καθημερινές εξαγγελίες των κυβερνήσεων, τις τρομοκρατικές προβλέψεις και τους σχεδιασμούς των διεθνών οικονομικών οργανισμών για τα επόμενα χρόνια, για να συνειδητοποιήσει ότι το διακύβευμα, σήμερα, δεν είναι η σωτηρία των ανθρώπων από τον κορωνοϊό, αλλά η ολοκληρωτική διαχείριση, μέσω επαναλαμβανόμενων κρίσεων, της κοινωνικοοικονομικής και της ψυχολογικής ζωής της υπερπληθούς ανθρώπινης βιομάζας.
Μια καινοφανής βιοπολιτική που δημιουργεί ακραία και ήδη ορατά κοινωνικά, οικονομικά και ανθρωπιστικά προβλήματα, τα οποία κανείς δεν μας εγγυάται ότι δεν θα είναι πιο καταστροφικά για τη ζωή των ανθρώπων από την τρέχουσα πανδημία του κορωνοϊού. Η οποία, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν είναι παρά μία ακόμη ιογενής πανδημία που πρέπει να την αντιμετωπίσει το ανθρώπινο είδος και η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρείται απολύτως φυσική και από καιρό αναμενόμενη από τους επιδημιολόγους, οι οποίοι βέβαια δεν γνώριζαν ούτε ποιος θα είναι ο φορέας της ούτε και το πώς ή το πού θα εκδηλωθεί.
Το παράδοξο με την τρέχουσα υγειονομική κρίση είναι ότι οι ειδικοί επιστήμονες -μικροβιολόγοι, επιδημιολόγοι, μοριακοί βιολόγοι, λοιμωξιολόγοι- δεν είναι σε θέση να προβλέψουν σχεδόν τίποτα για τη διάδοση και την εξέλιξη του νέου κορωνοϊού ή για τη μελλοντική δυναμική της νόσου COVID-19.
Αντίθετα, οι «ειδικοί» των χρηματιστηρίων, του κοινωνικοπολιτικού σχεδιασμού και της πλανητικής επικοινωνιακής διαχείρισης της νέας ιογενούς κρίσης, οι οποίοι προφανώς δεν υπόκεινται στους επιστημονικούς περιορισμούς, στις γνωστικές αβεβαιότητες ή στους ηθικοπολιτικούς ενδοιασμούς των επιστημόνων, μπορούν, με αξιοθαύμαστη άνεση και ευκολία, να αποτιμούν λεπτομερώς και να προαποφασίζουν για την καταστροφική επίδραση στην οικονομία, στις τοπικές ή διεθνείς εργασιακές σχέσεις και ευρύτερα στην ανθρώπινη κοινωνική ζωή της «έκτακτης» πλανητικής καραντίνας που τείνει να γίνει μόνιμη για λόγους... δημόσιας υγείας.
H «κατάσταση εξαίρεσης» είναι ένας νομικός όρος που αντλεί την καταγωγή του από την έννοια «exceptio» (εξαίρεση) του ρωμαϊκού δικονομικού συστήματος. Διάφοροι κορυφαίοι νομικοί και πολιτικοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, θεωρούν ότι στην εποχή μας ταυτίζεται πλέον εμφανώς με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη έννοια της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Την πιο πρόσφατη και σκοτεινή εκδοχή της οποίας έχει θεωρητικοποιήσει ο Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt): «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (βλ. «Πολιτική θεολογία», εκδ. Κουκκίδα).
Μια αρχή άσκησης της εξουσίας η οποία, σήμερα, τείνει να μετατραπεί, χάρη στην ανοχή και την αδιαφορία των πολιτών, σε «φυσιολογικό» τρόπο διακυβέρνησης, ο οποίος όλο και συχνότερα ρυθμίζει και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική των, κατά τα άλλα, δημοκρατικών κρατών.
Όταν, όμως, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως η τωρινή καραντίνα λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, εμφανίζεται, νομιμοποιείται και τελικά επιβάλλεται ως μοιραία επιλογή, τότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να γίνει ένας μόνιμος κανόνας διακυβέρνησης. Οι θεσμοί και οι ισορροπίες των δημοκρατικών συνταγμάτων τείνουν να εφαρμόζονται επιλεκτικά και, σε ακραίες περιπτώσεις, αναστέλλεται η κανονική λειτουργία τους, οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις, εκ των πραγμάτων, το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον ολοκληρωτισμό καταλύεται.
Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει καθόλου ότι αναφορικά με την πανδημία του κορωνοϊού όλοι μιλάνε για «πόλεμο» με έναν αόρατο και δήθεν άγνωστο εχθρό. Το αξιοπερίεργο είναι η κήρυξη σε κατάσταση πολέμου όχι μιας χώρας αλλά του πλανήτη συνολικά, όταν μάλιστα κανένας «πόλεμος» δεν υπάρχει, αλλά μόνο μια βιολογική πανδημία! Η οποία, πολύ σύντομα, θα μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τις κατάλληλες βιοϊατρικές πρακτικές: με τις επικείμενες νέες φαρμακευτικές θεραπείες και, αργότερα, με εμβόλια.
Γεγονός που αναμφίβολα αποτελεί μία ιστορικά καινοφανή «κατάσταση εξαίρεσης» που, πρώτη φορά, εφαρμόζεται σε ολόκληρο τον ανθρώπινο πληθυσμό. Κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνονται μια σειρά από μέτρα «έκτακτης ανάγκης» που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να αναστέλλουν κατά βούληση και επ’ αόριστον, δηλαδή μέχρι «την τελική νίκη» των ανθρώπων επί του ιού, των περισσότερων δημοκρατικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μας και να επιβάλλουν μια σειρά από απαγορεύσεις στη συλλογική και ατομική μας ζωή, όπως: η αναστολή της ελεύθερης κυκλοφορίας ή κοινωνικών επαφών μεταξύ των ανθρώπων, ο υποχρεωτικός κατ’ οίκον περιορισμός, η ελεύθερη παραβίαση από τις Αρχές των προσωπικών και ιατρικών δεδομένων και εν γένει των περισσότερων δικαιωμάτων των πολιτών, οι οποίοι εντελώς αυθαίρετα ενοχοποιούνται ως δυνητικοί «φορείς» της μολυσματικής νόσου και αντιμετωπίζονται σαν «τρομοκράτες» που απειλούν τη δημόσια υγεία.
Όταν είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο φαινομενικά εναλλακτικές λύσεις: υγεία ή ελευθερία, οφείλουμε να αναρωτηθούμε όχι μόνο για το πώς θα υπερβούμε την άμεση απειλή, αλλά και το είδος της κοινωνικής και ατομικής ζωής που θέλουμε να έχουμε μετά την κρίση. Αν δηλαδή θα επιτρέψουμε στα πρόσκαιρα μέτρα εκτάκτου ανάγκης να γίνουν μόνιμα. Διότι, βέβαια, οι κυβερνήσεις και τα κέντρα πλανητικής διαχείρισης των κρίσεων δεν θα μας επιστρέψουν ποτέ οικειοθελώς τα δικαιώματα που, υπό την απειλή του κορωνοϊού, τους παραχωρήσαμε οικειοθελώς και αδιαμαρτύρητα.
Επομένως, αυτό που, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να προκαλεί πανικό δεν είναι η πανδημία του κορονοϊού, αλλά περισσότερο η Μετά τον Κορωνοϊό Ανθρώπινη Κατάσταση. Εκείνο που θα έπρεπε να μας τρομάζει και να μας προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία δεν είναι η οδυνηρή αλλά πρόσκαιρη απειλή από την πανδημία του νέου ιού, αλλά μάλλον τα πολύ πιο ζοφερά σενάρια κοινωνικής, εργασιακής και ιδιωτικής επιτήρησης που, ενώ εξυφαίνονται από καιρό, τώρα, με αφορμή και δικαιολογία την απειλή του κορονοϊού, τίθενται σε εφαρμογή σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όμως, για αυτά τα ιδιαίτερα ανησυχητικά, αλλά κάθε άλλο παρά φανταστικά, σενάρια θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Απέναντι στις πρακτικές ατομικής ενοχοποίησης και μαζικής περιθωριοποίησης των ανθρώπων, οι οποίες επιβάλλονται στο όνομα της νέας ιογενούς κρίσης, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αλληλεγγύη μας και με κάθε τρόπο να αντιταχθούμε στην εμφανή πια προσπάθεια απανθρωποποίησης της ζωής μας μέσω της διαρκούς επιβολής μιας «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» που εκδηλώνεται κοινωνικά με την αναστολή των περισσότερων δικαιωμάτων μας.
Στο προηγούμενο άρθρο μας, αφού παρουσιάσαμε τα αμιγώς επιστημονικά δεδομένα για την εισβολή του κορονοϊού, διατυπώσαμε την προφανή και, μέχρι χθες, κοινότοπη άποψη ότι: «Απέναντι στο ψευδο-δίλημμα μεταξύ υγείας και ελευθερίας, πρέπει να θυμόμαστε ότι μόνο με ελευθερία η ζωή των ανθρώπων είναι υγιής και έχει αξία».
Ίσως, η υπενθύμιση του δικαιώματος της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας ως των θεμελίων κάθε Δημοκρατίας να ενόχλησε κάποιους αναγνώστες, μπορεί να τη θεωρούν εντελώς άκαιρη και διόλου εποικοδομητική σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία, όπου η επιβίωση της ανθρωπότητας υποτίθεται ότι απειλείται από τη θανατηφόρο νόσο COVID-19.
Στόχος του σημερινού και του επόμενου κειμένου είναι να υπερασπιστούν το αναφέρετο δικαίωμα στην ανθρώπινη ελευθερία ακόμη και σε περιόδους «έκτακτης υγειονομικής ανάγκης». Πόσω δε μάλλον όταν η επιστημονική τεκμηρίωση και άρα η πολιτική νομιμοποίηση της πλανητικά επιβεβλημένης κατάστασης εξαίρεσης ήταν και παραμένει επιτήδεια ασαφής.
Και η νέα βιοπολιτική εντολή: «Φοβού τον πλησίον σου ως εαυτόν»
«Tο να ζητάμε από τους ανθρώπους να παραμένουν στα σπίτια τους και τα άλλα μέτρα σωματικής απομόνωσης είναι ένας σημαντικός τρόπος για να επιβραδύνουμε τη διάδοση του νέου κορονοϊού, πρόκειται όμως για μέτρα άμυνας που δεν θα μας βοηθήσουν να τον νικήσουμε», αυτά υποστήριξε την προηγούμενη Δευτέρα 23 Μαρτίου ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Στην ίδια τακτική συνέντευξη Τύπου του ΠΟΥ στη Γενεύη, ο Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγεσούς διευκρίνισε ότι «η πανδημία επιταχύνεται. Ενώ χρειάστηκαν 67 ημέρες από την καταγραφή του πρώτου κρούσματος για να φτάσει τα 100 χιλιάδες κρούσματα, τις επόμενες 11 ημέρες έφτασε τα 200 χιλιάδες άτομα και μόνο 4 ημέρες για να υπερβεί τις 300 χιλιάδες». Επομένως, έκρινε σκόπιμο να μας προειδοποιήσει για το ότι οι αμυντικές στρατηγικές δεν επαρκούν από μόνες τους και τόνισε πως: «Για να νικήσουμε χρειάζεται να επιτεθούμε στον κορωνοϊό, με επιθετικές και στοχευμένες στρατηγικές, ελέγχοντας με τεστ κάθε ύποπτη περίπτωση, απομονώνοντας κάθε επιβεβαιωμένο κρούσμα και θέτοντας σε καραντίνα κάθε άτομο με το οποίο ήρθε σε επαφή».
Αντίθετα με την κοντόθωρη επιλογή παράκαμψης των πολυδάπανων διαγνωστικών τεστ που, δυστυχώς, υιοθετείται από πολλές κυβερνήσεις -μεταξύ των οποίων και την ελληνική-, ο επικεφαλής του ΠΟΥ επέμεινε στην αποφασιστική σημασία των μαζικών τεστ διάγνωσης και της απομόνωσης των επιβεβαιωμένων και ύποπτων κρουσμάτων. Κλείνοντας μάλιστα υπενθύμισε, στα κράτη και στους διεθνείς αρμόδιους φορείς, τη χαμηλή θνητότητα από την COVID-19 σε σύγκριση με τη φυματίωση, μια πανάρχαια μεταδοτική νόσο από την οποία, κάθε χρόνο, εξακολουθούν να πεθαίνουν 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι. Μολονότι, από καιρό είναι εύκολα διαγνώσιμη και θεραπεύσιμη!
Η νέα κατάσταση εξαίρεσης για λόγους δημόσιας υγείας
Με τις παραπάνω πολύ διαφωτιστικές δηλώσεις του, ο «αρχιστράτηγος» στην πλανητική μάχη με τον ιό Sars CoV-2 επιβεβαιώνει το βάσιμο της υποψίας που διατυπώσαμε και εμείς, μεταξύ πολλών άλλων στα προηγούμενα άρθρα μας. Το σοβαρό ενδεχόμενο δηλαδή ότι η «αμυντική» υγειονομική στρατηγική της γενικευμένης καραντίνας, μολονότι δίνει, πρόσκαιρα, κάποια ορατά αποτελέσματα, μπορεί κάλλιστα να αποδειχτεί, μεσομακροπρόθεσμα, αναποτελεσματική. Μικρό το κακό, θα πει κανείς, αφού με αυτή τη τακτική κερδίζουμε χρόνο για να διορθώσουμε τα όποια βιοϊατρικά λάθη θα διαπιστώσουμε και να επινοήσουμε νέες θεραπείες.
Το πρόβλημα με αυτό το, κατά τα άλλα, εύλογο επιχείρημα είναι πως δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα διαθέτουμε εγκαίρως τα αναγκαία ιατρικά εργαλεία για να ανακόψουν τη νέα, πιθανότατα αναπόφευκτη, πανδημία. Και, επιπλέον, η πλανητικά επιβεβλημένη στρατηγική της «μαζικής καραντίνας» και του «κατ’ οίκον περιορισμού» των περισσότερων ανθρώπων ως δυνητικών φορέων, δεν είναι δυστυχώς μια αμιγώς βιοϊατρική επιλογή αλλά, πρωτίστως, μια βιοπολιτική και γεωπολιτική στρατηγική.
Μια προνοητική στρατηγική εξόδου από την υγειονομική κρίση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, επιφέρει επιπρόσθετα προβλήματα. Για τη λύση των οποίων απαιτούνται ριζικές και πολύ επώδυνες ανατροπές στις κοινωνίες που σπεύδουν απερίσκεπτα να υιοθετήσουν, υπό το καθεστώς της «εκτάκτου ανάγκης», τόσο ακραία μέτρα για την αντιμετώπιση της νέας πανδημίας.
Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις επίσημες καθημερινές εξαγγελίες των κυβερνήσεων, τις τρομοκρατικές προβλέψεις και τους σχεδιασμούς των διεθνών οικονομικών οργανισμών για τα επόμενα χρόνια, για να συνειδητοποιήσει ότι το διακύβευμα, σήμερα, δεν είναι η σωτηρία των ανθρώπων από τον κορωνοϊό, αλλά η ολοκληρωτική διαχείριση, μέσω επαναλαμβανόμενων κρίσεων, της κοινωνικοοικονομικής και της ψυχολογικής ζωής της υπερπληθούς ανθρώπινης βιομάζας.
Μια καινοφανής βιοπολιτική που δημιουργεί ακραία και ήδη ορατά κοινωνικά, οικονομικά και ανθρωπιστικά προβλήματα, τα οποία κανείς δεν μας εγγυάται ότι δεν θα είναι πιο καταστροφικά για τη ζωή των ανθρώπων από την τρέχουσα πανδημία του κορωνοϊού. Η οποία, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν είναι παρά μία ακόμη ιογενής πανδημία που πρέπει να την αντιμετωπίσει το ανθρώπινο είδος και η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρείται απολύτως φυσική και από καιρό αναμενόμενη από τους επιδημιολόγους, οι οποίοι βέβαια δεν γνώριζαν ούτε ποιος θα είναι ο φορέας της ούτε και το πώς ή το πού θα εκδηλωθεί.
Το παράδοξο με την τρέχουσα υγειονομική κρίση είναι ότι οι ειδικοί επιστήμονες -μικροβιολόγοι, επιδημιολόγοι, μοριακοί βιολόγοι, λοιμωξιολόγοι- δεν είναι σε θέση να προβλέψουν σχεδόν τίποτα για τη διάδοση και την εξέλιξη του νέου κορωνοϊού ή για τη μελλοντική δυναμική της νόσου COVID-19.
Αντίθετα, οι «ειδικοί» των χρηματιστηρίων, του κοινωνικοπολιτικού σχεδιασμού και της πλανητικής επικοινωνιακής διαχείρισης της νέας ιογενούς κρίσης, οι οποίοι προφανώς δεν υπόκεινται στους επιστημονικούς περιορισμούς, στις γνωστικές αβεβαιότητες ή στους ηθικοπολιτικούς ενδοιασμούς των επιστημόνων, μπορούν, με αξιοθαύμαστη άνεση και ευκολία, να αποτιμούν λεπτομερώς και να προαποφασίζουν για την καταστροφική επίδραση στην οικονομία, στις τοπικές ή διεθνείς εργασιακές σχέσεις και ευρύτερα στην ανθρώπινη κοινωνική ζωή της «έκτακτης» πλανητικής καραντίνας που τείνει να γίνει μόνιμη για λόγους... δημόσιας υγείας.
Ο «υγειονομικός» ολοκληρωτισμός
H «κατάσταση εξαίρεσης» είναι ένας νομικός όρος που αντλεί την καταγωγή του από την έννοια «exceptio» (εξαίρεση) του ρωμαϊκού δικονομικού συστήματος. Διάφοροι κορυφαίοι νομικοί και πολιτικοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, θεωρούν ότι στην εποχή μας ταυτίζεται πλέον εμφανώς με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη έννοια της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Την πιο πρόσφατη και σκοτεινή εκδοχή της οποίας έχει θεωρητικοποιήσει ο Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt): «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (βλ. «Πολιτική θεολογία», εκδ. Κουκκίδα).
Μια αρχή άσκησης της εξουσίας η οποία, σήμερα, τείνει να μετατραπεί, χάρη στην ανοχή και την αδιαφορία των πολιτών, σε «φυσιολογικό» τρόπο διακυβέρνησης, ο οποίος όλο και συχνότερα ρυθμίζει και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική των, κατά τα άλλα, δημοκρατικών κρατών.
Όταν, όμως, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως η τωρινή καραντίνα λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, εμφανίζεται, νομιμοποιείται και τελικά επιβάλλεται ως μοιραία επιλογή, τότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να γίνει ένας μόνιμος κανόνας διακυβέρνησης. Οι θεσμοί και οι ισορροπίες των δημοκρατικών συνταγμάτων τείνουν να εφαρμόζονται επιλεκτικά και, σε ακραίες περιπτώσεις, αναστέλλεται η κανονική λειτουργία τους, οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις, εκ των πραγμάτων, το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον ολοκληρωτισμό καταλύεται.
Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει καθόλου ότι αναφορικά με την πανδημία του κορωνοϊού όλοι μιλάνε για «πόλεμο» με έναν αόρατο και δήθεν άγνωστο εχθρό. Το αξιοπερίεργο είναι η κήρυξη σε κατάσταση πολέμου όχι μιας χώρας αλλά του πλανήτη συνολικά, όταν μάλιστα κανένας «πόλεμος» δεν υπάρχει, αλλά μόνο μια βιολογική πανδημία! Η οποία, πολύ σύντομα, θα μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τις κατάλληλες βιοϊατρικές πρακτικές: με τις επικείμενες νέες φαρμακευτικές θεραπείες και, αργότερα, με εμβόλια.
Γεγονός που αναμφίβολα αποτελεί μία ιστορικά καινοφανή «κατάσταση εξαίρεσης» που, πρώτη φορά, εφαρμόζεται σε ολόκληρο τον ανθρώπινο πληθυσμό. Κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνονται μια σειρά από μέτρα «έκτακτης ανάγκης» που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να αναστέλλουν κατά βούληση και επ’ αόριστον, δηλαδή μέχρι «την τελική νίκη» των ανθρώπων επί του ιού, των περισσότερων δημοκρατικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μας και να επιβάλλουν μια σειρά από απαγορεύσεις στη συλλογική και ατομική μας ζωή, όπως: η αναστολή της ελεύθερης κυκλοφορίας ή κοινωνικών επαφών μεταξύ των ανθρώπων, ο υποχρεωτικός κατ’ οίκον περιορισμός, η ελεύθερη παραβίαση από τις Αρχές των προσωπικών και ιατρικών δεδομένων και εν γένει των περισσότερων δικαιωμάτων των πολιτών, οι οποίοι εντελώς αυθαίρετα ενοχοποιούνται ως δυνητικοί «φορείς» της μολυσματικής νόσου και αντιμετωπίζονται σαν «τρομοκράτες» που απειλούν τη δημόσια υγεία.
Όταν είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο φαινομενικά εναλλακτικές λύσεις: υγεία ή ελευθερία, οφείλουμε να αναρωτηθούμε όχι μόνο για το πώς θα υπερβούμε την άμεση απειλή, αλλά και το είδος της κοινωνικής και ατομικής ζωής που θέλουμε να έχουμε μετά την κρίση. Αν δηλαδή θα επιτρέψουμε στα πρόσκαιρα μέτρα εκτάκτου ανάγκης να γίνουν μόνιμα. Διότι, βέβαια, οι κυβερνήσεις και τα κέντρα πλανητικής διαχείρισης των κρίσεων δεν θα μας επιστρέψουν ποτέ οικειοθελώς τα δικαιώματα που, υπό την απειλή του κορωνοϊού, τους παραχωρήσαμε οικειοθελώς και αδιαμαρτύρητα.
Επομένως, αυτό που, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να προκαλεί πανικό δεν είναι η πανδημία του κορονοϊού, αλλά περισσότερο η Μετά τον Κορωνοϊό Ανθρώπινη Κατάσταση. Εκείνο που θα έπρεπε να μας τρομάζει και να μας προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία δεν είναι η οδυνηρή αλλά πρόσκαιρη απειλή από την πανδημία του νέου ιού, αλλά μάλλον τα πολύ πιο ζοφερά σενάρια κοινωνικής, εργασιακής και ιδιωτικής επιτήρησης που, ενώ εξυφαίνονται από καιρό, τώρα, με αφορμή και δικαιολογία την απειλή του κορονοϊού, τίθενται σε εφαρμογή σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όμως, για αυτά τα ιδιαίτερα ανησυχητικά, αλλά κάθε άλλο παρά φανταστικά, σενάρια θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη