Σπύρος Μανουσέλης
Ενώ πολύ εύκολα μαθαίνει κανείς τον αριθμό των νέων κρουσμάτων και των νεκρών εξαιτίας του ιού SARS-CoV-2 σε όλο τον κόσμο, αυτά τα μακάβρια στοιχεία της νέας πανδημίας σπανιότατα συνοδεύονται από διευκρινίσεις για το αν η παρατηρούμενη θνησιμότητα του νέου κορονοϊού είναι υψηλότερη σε σχέση με τους άλλους ιούς; Είναι μια παράλειψη που μόνο σύγχυση και πανικό δημιουργεί στους περισσότερους πολίτες
Ουδείς γνωρίζει τη μελλοντική δυναμική του νέου κορονοϊού στους ανθρώπινους πληθυσμούς, καθώς ακόμη και οι ειδικοί επιστήμονες μπορούν να κάνουν μόνο υποθέσεις και, ελλείψει ακριβών δεδομένων, να προτείνουν τις ακραίες κοινωνικοπολιτικές «λύσεις» που εφαρμόζονται σήμερα παντού και οι οποίες θέτουν σε καραντίνα ολόκληρο τον πλανήτη. Και αυτά συμβαίνουν μολονότι τόσο οι ειδικοί επιστήμονες όσο και οι κυβερνήσεις γνωρίζουν πολύ καλά, από την ιστορία προγενέστερων πανδημιών, ότι η υγειονομική καραντίνα ποτέ δεν εξαλείφει το πρόβλημα, μπορεί μόνο να προσφέρει στις κυβερνήσεις και στους αρμόδιους φορείς πολύτιμο χρόνο όχι για τη «λύση» ή την οριστική εξάλειψη του προβλήματος, αλλά για να προετοιμαστούν για την πιθανή επιδείνωσή του. Στο σημερινό και στο επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε την επιστημονική αναγκαιότητα και κυρίως την υγειονομική αποτελεσματικότητα της πλανητικά επιβεβλημένης στρατηγικής της εθνικής «καραντίνας» και του «κατ’ οίκον περιορισμού» των περισσότερων ανθρώπων, που θα πρέπει να αντιμετωπίζονται πλέον ως εν δυνάμει φορείς του νέου κορονοϊού.
H ταχύτητα εξάπλωσης της νόσου COVID-19 ξυπνά αρχέγονες φοβίες απέναντι σε μια αόρατη και, εν πολλοίς, άγνωστη απειλή. Ήδη αρκετοί άνθρωποι βλέπουν τους άλλους, ακόμη και τα συγγενικά τους πρόσωπα, ως δυνητικούς φορείς του κορονοϊού και άρα ως απειλή για τη ζωή τους. Μια αφόρητη κατάσταση που, αν διαρκέσει, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος να οδηγήσει σε ακραίες μορφές επιθετικότητας, ατομικής και συλλογικής.
Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα έρευνες, ο νέος κορωνοϊός προκαλεί μια μολυσματική νόσο στους πνεύμονες, η οποία εκδηλώνεται με τρία βασικά συμπτώματα (πυρετό, ξηρό βήχα και σοβαρή δύσπνοια). Στο 80% των περιπτώσεων αυτά τα συμπτώματα είναι ήπια, ενώ περίπου στο 94% των περιπτώσεων τα άτομα που νοσούν την ξεπερνούν χωρίς σοβαρές επιπλοκές και επίσης, από ό,τι φαίνεται, οι άντρες παρουσιάζουν μεγαλύτερη θνησιμότητα (2,8%) από τις γυναίκες (1,7%).
Παρ’ όλα αυτά, η ανησυχία της ιατρικής κοινότητας παγκοσμίως είναι δικαιολογημένη, αφού δεν γνωρίζει πολλά για τον νέο κορωνοϊό, δεν διαθέτει μια αποτελεσματική θεραπεία για την αντιμετώπισή του, ούτε και μπορεί να προβλέψει τη συμπεριφορά του στο άμεσο μέλλον. Και μολονότι ο COVID-19 παρουσιάζει όντως μικρότερη θνησιμότητα από άλλους πιο θανατηφόρους ιούς (π.χ. SARS, Ebola κ.ά.), μπορεί να διαδίδεται πολύ ταχύτερα από αυτούς, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να έχει διασκορπιστεί παντού, με ορατή πλέον την πιθανότητα να γίνει «ενδημικός» σε πολλούς ανθρώπινους πληθυσμούς, δηλαδή να εγκατασταθεί και να είναι διαρκώς παρών, όπως π.χ. ο ιός της γρίπης, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται για την υγεία των ανθρώπων.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, το πρωί της Πέμπτης 19.3., έχουν καταγραφεί επίσημα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας 193.475 διαπιστωμένα κρούσματα και 7.864 θάνατοι σε 164 διαφορετικές χώρες. Παρά την εντυπωσιακή ταχύτητα διάδοσης του νέου κορονοϊού και μολονότι ο πραγματικός αριθμός των ασυμπτωματικών φορέων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, πρόκειται για μια ίωση με μικρή θνησιμότητα, που τελικά οδηγεί στον θάνατο έναν σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων, άτομα κυρίως μεγάλης ηλικίας και ευπαθείς ομάδες με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Αυτά γνωρίζαμε μέχρι την προηγούμενη Δευτέρα (16.3.), όταν ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, ο Tedros Adhanom Ghebreyesus, σε συνέντευξη Τύπου, δήλωσε: «Η COVID-19 είναι μια σοβαρή νόσος, που μπορεί να πλήττει όλο το φάσμα των ηλικιών. Αν και όλες οι ενδείξεις που διαθέτουμε δείχνουν ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, έχουν πεθάνει και άτομα νεότερης ηλικίας, ακόμη και παιδιά».
Στην ίδια συνέντευξη Τύπου, η Dr. Maria Van Kerkhove, η τεχνική υπεύθυνη του προγράμματος για τις επείγουσες περιπτώσεις του ΠΟΥ, αναφερόμενη στην ανάγκη προστασίας των παιδιών, πρόσθεσε: «Ειδικά για τα παιδιά, γνωρίζουμε ότι και αυτά επίσης μπορούν να μολυνθούν, αν και σε μικρότερο ποσοστό από τους ενήλικες και ότι, εν γένει, τείνουν να εμφανίζουν πιο ήπια συμπτώματα. Είδαμε όμως και θανάτους παιδιών, οπότε δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι τα συμπτώματα θα είναι πάντοτε ήπια. Και γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να τα προστατεύουμε».
Συνεπώς, εκτός από τον πανικό στην ακατάσχετη γεωγραφική εξάπλωση του ιού προστίθεται και η ηλικιακή διεύρυνση της ανθρωποκτόνου δράσης του! Μια τυπικά ακριβής είδηση που, ωστόσο, όταν παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ -άκριτα και χωρίς τις απαραίτητες επεξηγήσεις- καταφέρνει να δημιουργεί μόνο επιπρόσθετη ανησυχία και ανασφάλεια στην ήδη τρομοκρατημένη ανθρωπότητα. Τα παιδιά και οι έφηβοι, ενώ αρχικά ενοχοποιήθηκαν ως οι πιο επικίνδυνοι «ασυμπτωματικοί σούπερ φορείς» του κορονοϊού, τώρα αναγνωρίζονται επίσης ως δυνητικά θύματά του. Έτσι, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της διαρκούς ανασφάλειας και ακόμη λιγότερο όσοι ή όσες δεν συμμορφώνονται... προς τας υποδείξεις.
Για να συνειδητοποιήσει κανείς το υψηλό τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε στο όνομα της υγειονομικής ασφάλειας από τον νέο κορωνοϊό, θα πρέπει να συμπεριλάβει εκτός από τις περιπτώσεις των ήδη μολυσμένων ατόμων και αυτές των ασυγκρίτως πολυπληθέστερων και πολύ πιο ήπιων «ασυμπτωματικών φορέων» του Sars-Cov-2.
Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για φαινομενικά υγιή άτομα τα οποία, χωρίς να έχουν έρθει άμεσα σε επαφή με κάποιον φορέα ή χωρίς να έχουν ταξιδέψει πρόσφατα σε μια περιοχή υψηλού κινδύνου, μεταδίδουν χωρίς να το γνωρίζουν τον κορωνοϊό σε νέα πρόσωπα.
Τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο COVID-19 εκδηλώνουν τα τυπικά συμπτώματα εντός 5 έως 6 ημερών, κατά μέσο όρο, ενώ η περίοδος επώασης της νόσου υπολογίζεται από περίπου 2 ημέρες το λιγότερο έως 14 ημέρες το περισσότερο.
Μόνο το ειδικό ιατρικό τεστ για την παρουσία ή όχι του κορονοϊού μπορεί να μας αποκαλύψει αν όντως ένα πρόσωπο που έχει μολυνθεί διαθέτει τα κατάλληλα αντισώματα και επομένως δεν είναι φορέας. Σε κάθε περίπτωση, αν τα συμπτώματα της νόσου δεν εκδηλωθούν μέσα σε 14 ημέρες, ο κίνδυνος να είναι φορέας αυτό το πρόσωπο είναι πολύ μικρός.
Κατανοούμε λοιπόν εύκολα ότι, για να υπολογίσουμε πόσα περίπου άτομα έχουν μολυνθεί σε έναν πληθυσμό, οφείλουμε να παίρνουμε δείγματα αίματος από άτομα κάθε ηλικίας αναζητώντας πόσα από αυτά τα δείγματα περιέχουν αντισώματα εναντίον του ιού, γεγονός που μας επιτρέπει να υπολογίζουμε πόσα άτομα έχουν ήδη μολυνθεί. Αυτές οι δειγματοληπτικές έρευνες προσφέρουν στους γιατρούς πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των θανάτων (θνησιμότητα) και τη συχνότητα εμφάνισης (νοσηρότητα) της νέας ιογενούς ασθένειας.
Δυστυχώς, αυτές οι συστηματικές και διαφωτιστικές έρευνες πεδίου απαιτούν πολύ χρόνο, που δεν διαθέτουμε, δεδομένης της ταχύτατης διάδοσης του κορονοϊού. Εξού και η προσφυγή στις τρέχουσες μαζικές και μάλλον αόριστες προσπάθειες ανακοπής της αναπαραγωγικής αλυσίδας που επιτρέπει τη διάδοσή του, όπως π.χ. το προσωρινό κλείσιμο των σχολείων, η αναβολή δημόσιων εκδηλώσεων, η κατ’ οίκον εργασία. Ο,τι δηλαδή συνοψίζεται στο σύνθημα-εντολή «Μένω σπίτι».
Βέβαια, το αποφασιστικό ερώτημα είναι: Για πόσο χρόνο; Και ποιοι ακριβώς οφείλουν να το κάνουν; Διότι βέβαια όλοι αναρωτιόμαστε εύλογα για πόσο χρόνο πρέπει να παραμένει σε κατ’ οίκον απομόνωση ένα άτομο που, ενώ είναι φορέας του κορονοϊού, δεν παρουσιάζει κανένα από τα τυπικά συμπτώματα;
Η επίσημη ιατρική απάντηση είναι πως, εκτός από όσους νοσούν, κάθε ιατρικά διαγνωσμένος «ασυμπτωματικός φορέας», που παρουσιάζει είτε πολύ ελαφρά είτε καθόλου συμπτώματα, οφείλει να παραμένει σε πλήρη απομόνωση μέχρι να θεραπευτεί πλήρως, ενώ τα άτομα με τα οποία ήλθε σε στενή επαφή για πάνω από ένα τέταρτο της ώρας θα πρέπει να είναι σε επιφυλακή για την κατάσταση της υγείας τους, καθώς και να απομονωθούν και αυτά για 14 ημέρες, που είναι ο μέγιστος χρόνος επώασης της νόσου COVID-19.
Πάντως, ακόμα δεν γνωρίζουμε αν, μετά από 14 ή και 30 ημέρες αυστηρής απομόνωσης σε ένα δωμάτιο, τα ασυμπτωματικά άτομα είναι σίγουρο ότι δεν θα εκδηλώσουν την ασθένεια, ούτε αν θα είναι διά βίου φορείς της.
Τώρα, όσον αφορά την πλανητικά επιβεβλημένη στρατηγική της «μαζικής καραντίνας» και του «κατ’ οίκον περιορισμού» των περισσότερων ανθρώπων ως δυνητικών φορέων, είναι μια βιοπολιτική επιλογή που στηρίζεται σε κάποιες πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες, όπως αυτές που δημοσιεύτηκαν στο ιατρικό περιοδικό Annals of Internal Medicine και στο British Medical Journal και οι οποίες δείχνουν ότι η έγκαιρη απομόνωση των φορέων του κορονοϊού (συμπτωματικών και ασυμπτωματικών) συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στον περιορισμό της διάδοσης της ασθένειας.
Το δυστύχημα, όμως, με αυτή την προληπτική στρατηγική είναι ότι δεν γνωρίζουμε πόσοι άνθρωποι είναι ήδη ασυμπτωματικοί φορείς και το κόστος των ειδικών τεστ για να το μάθουμε παραμένει απαγορευτικό για τις περισσότερες κοινωνίες.
Επίσης, αυτή η εμφανώς κατασταλτική υγειονομική πολιτική δεν απαντά στο ερώτημα τι θα γίνει με τους φορείς όταν παρέλθουν οι 14 ημέρες της επώασης και πώς θα αντιμετωπίζονται κοινωνικά και εργασιακά, στο άμεσο μέλλον, όσοι ήδη νοσούν και όσοι θα νοσήσουν;
Πώς θα αποφευχθούν ο κοινωνικός στιγματισμός και η ρατσιστική απομόνωση των ατόμων που νοσούν ή θα νοσήσουν; Το ότι πρόκειται για μια νέα ασθένεια για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε επιτείνει το πρόβλημα. Και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνήθως καχύποπτοι και τρομοκρατημένοι με ό,τι αγνοούν, επομένως ο κοινωνικός στιγματισμός των φορέων του ιού, μολονότι επιστημονικά ατεκμηρίωτος, θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτος.
Για να προλάβουμε και να μην επιτρέψουμε να μετατραπεί μια ήπια μεταδοτική ασθένεια σε μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή θα πρέπει να αντισταθούμε στον αδικαιολόγητο πανικό που γεννά τις «λύσεις» των τεχνικών της εξουσίας που επιχειρούν να απαξιώσουν την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Απέναντι στο ψευτοδίλημμα μεταξύ υγείας και ελευθερίας, πρέπει να θυμόμαστε ότι μόνο με ελευθερία η ζωή των ανθρώπων είναι υγιής και έχει αξία. Όμως, για τα πρόσφατα ολοκληρωτικά σενάρια στο όνομα της «υγείας» θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Ενώ πολύ εύκολα μαθαίνει κανείς τον αριθμό των νέων κρουσμάτων και των νεκρών εξαιτίας του ιού SARS-CoV-2 σε όλο τον κόσμο, αυτά τα μακάβρια στοιχεία της νέας πανδημίας σπανιότατα συνοδεύονται από διευκρινίσεις για το αν η παρατηρούμενη θνησιμότητα του νέου κορονοϊού είναι υψηλότερη σε σχέση με τους άλλους ιούς; Είναι μια παράλειψη που μόνο σύγχυση και πανικό δημιουργεί στους περισσότερους πολίτες
Ουδείς γνωρίζει τη μελλοντική δυναμική του νέου κορονοϊού στους ανθρώπινους πληθυσμούς, καθώς ακόμη και οι ειδικοί επιστήμονες μπορούν να κάνουν μόνο υποθέσεις και, ελλείψει ακριβών δεδομένων, να προτείνουν τις ακραίες κοινωνικοπολιτικές «λύσεις» που εφαρμόζονται σήμερα παντού και οι οποίες θέτουν σε καραντίνα ολόκληρο τον πλανήτη. Και αυτά συμβαίνουν μολονότι τόσο οι ειδικοί επιστήμονες όσο και οι κυβερνήσεις γνωρίζουν πολύ καλά, από την ιστορία προγενέστερων πανδημιών, ότι η υγειονομική καραντίνα ποτέ δεν εξαλείφει το πρόβλημα, μπορεί μόνο να προσφέρει στις κυβερνήσεις και στους αρμόδιους φορείς πολύτιμο χρόνο όχι για τη «λύση» ή την οριστική εξάλειψη του προβλήματος, αλλά για να προετοιμαστούν για την πιθανή επιδείνωσή του. Στο σημερινό και στο επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε την επιστημονική αναγκαιότητα και κυρίως την υγειονομική αποτελεσματικότητα της πλανητικά επιβεβλημένης στρατηγικής της εθνικής «καραντίνας» και του «κατ’ οίκον περιορισμού» των περισσότερων ανθρώπων, που θα πρέπει να αντιμετωπίζονται πλέον ως εν δυνάμει φορείς του νέου κορονοϊού.
Επειδή η παραπληροφόρηση βλάπτει περισσότερο από τον κορωνοϊό
H ταχύτητα εξάπλωσης της νόσου COVID-19 ξυπνά αρχέγονες φοβίες απέναντι σε μια αόρατη και, εν πολλοίς, άγνωστη απειλή. Ήδη αρκετοί άνθρωποι βλέπουν τους άλλους, ακόμη και τα συγγενικά τους πρόσωπα, ως δυνητικούς φορείς του κορονοϊού και άρα ως απειλή για τη ζωή τους. Μια αφόρητη κατάσταση που, αν διαρκέσει, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος να οδηγήσει σε ακραίες μορφές επιθετικότητας, ατομικής και συλλογικής.
Παρ’ όλα αυτά, η ανησυχία της ιατρικής κοινότητας παγκοσμίως είναι δικαιολογημένη, αφού δεν γνωρίζει πολλά για τον νέο κορωνοϊό, δεν διαθέτει μια αποτελεσματική θεραπεία για την αντιμετώπισή του, ούτε και μπορεί να προβλέψει τη συμπεριφορά του στο άμεσο μέλλον. Και μολονότι ο COVID-19 παρουσιάζει όντως μικρότερη θνησιμότητα από άλλους πιο θανατηφόρους ιούς (π.χ. SARS, Ebola κ.ά.), μπορεί να διαδίδεται πολύ ταχύτερα από αυτούς, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να έχει διασκορπιστεί παντού, με ορατή πλέον την πιθανότητα να γίνει «ενδημικός» σε πολλούς ανθρώπινους πληθυσμούς, δηλαδή να εγκατασταθεί και να είναι διαρκώς παρών, όπως π.χ. ο ιός της γρίπης, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται για την υγεία των ανθρώπων.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, το πρωί της Πέμπτης 19.3., έχουν καταγραφεί επίσημα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας 193.475 διαπιστωμένα κρούσματα και 7.864 θάνατοι σε 164 διαφορετικές χώρες. Παρά την εντυπωσιακή ταχύτητα διάδοσης του νέου κορονοϊού και μολονότι ο πραγματικός αριθμός των ασυμπτωματικών φορέων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, πρόκειται για μια ίωση με μικρή θνησιμότητα, που τελικά οδηγεί στον θάνατο έναν σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων, άτομα κυρίως μεγάλης ηλικίας και ευπαθείς ομάδες με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Αυτά γνωρίζαμε μέχρι την προηγούμενη Δευτέρα (16.3.), όταν ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, ο Tedros Adhanom Ghebreyesus, σε συνέντευξη Τύπου, δήλωσε: «Η COVID-19 είναι μια σοβαρή νόσος, που μπορεί να πλήττει όλο το φάσμα των ηλικιών. Αν και όλες οι ενδείξεις που διαθέτουμε δείχνουν ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, έχουν πεθάνει και άτομα νεότερης ηλικίας, ακόμη και παιδιά».
Στην ίδια συνέντευξη Τύπου, η Dr. Maria Van Kerkhove, η τεχνική υπεύθυνη του προγράμματος για τις επείγουσες περιπτώσεις του ΠΟΥ, αναφερόμενη στην ανάγκη προστασίας των παιδιών, πρόσθεσε: «Ειδικά για τα παιδιά, γνωρίζουμε ότι και αυτά επίσης μπορούν να μολυνθούν, αν και σε μικρότερο ποσοστό από τους ενήλικες και ότι, εν γένει, τείνουν να εμφανίζουν πιο ήπια συμπτώματα. Είδαμε όμως και θανάτους παιδιών, οπότε δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι τα συμπτώματα θα είναι πάντοτε ήπια. Και γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να τα προστατεύουμε».
Συνεπώς, εκτός από τον πανικό στην ακατάσχετη γεωγραφική εξάπλωση του ιού προστίθεται και η ηλικιακή διεύρυνση της ανθρωποκτόνου δράσης του! Μια τυπικά ακριβής είδηση που, ωστόσο, όταν παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ -άκριτα και χωρίς τις απαραίτητες επεξηγήσεις- καταφέρνει να δημιουργεί μόνο επιπρόσθετη ανησυχία και ανασφάλεια στην ήδη τρομοκρατημένη ανθρωπότητα. Τα παιδιά και οι έφηβοι, ενώ αρχικά ενοχοποιήθηκαν ως οι πιο επικίνδυνοι «ασυμπτωματικοί σούπερ φορείς» του κορονοϊού, τώρα αναγνωρίζονται επίσης ως δυνητικά θύματά του. Έτσι, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της διαρκούς ανασφάλειας και ακόμη λιγότερο όσοι ή όσες δεν συμμορφώνονται... προς τας υποδείξεις.
Οι ασυμπτωματικοί φορείς της «ασύμμετρης» απειλής
Για να συνειδητοποιήσει κανείς το υψηλό τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε στο όνομα της υγειονομικής ασφάλειας από τον νέο κορωνοϊό, θα πρέπει να συμπεριλάβει εκτός από τις περιπτώσεις των ήδη μολυσμένων ατόμων και αυτές των ασυγκρίτως πολυπληθέστερων και πολύ πιο ήπιων «ασυμπτωματικών φορέων» του Sars-Cov-2.
Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για φαινομενικά υγιή άτομα τα οποία, χωρίς να έχουν έρθει άμεσα σε επαφή με κάποιον φορέα ή χωρίς να έχουν ταξιδέψει πρόσφατα σε μια περιοχή υψηλού κινδύνου, μεταδίδουν χωρίς να το γνωρίζουν τον κορωνοϊό σε νέα πρόσωπα.
Τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο COVID-19 εκδηλώνουν τα τυπικά συμπτώματα εντός 5 έως 6 ημερών, κατά μέσο όρο, ενώ η περίοδος επώασης της νόσου υπολογίζεται από περίπου 2 ημέρες το λιγότερο έως 14 ημέρες το περισσότερο.
Μόνο το ειδικό ιατρικό τεστ για την παρουσία ή όχι του κορονοϊού μπορεί να μας αποκαλύψει αν όντως ένα πρόσωπο που έχει μολυνθεί διαθέτει τα κατάλληλα αντισώματα και επομένως δεν είναι φορέας. Σε κάθε περίπτωση, αν τα συμπτώματα της νόσου δεν εκδηλωθούν μέσα σε 14 ημέρες, ο κίνδυνος να είναι φορέας αυτό το πρόσωπο είναι πολύ μικρός.
Κατανοούμε λοιπόν εύκολα ότι, για να υπολογίσουμε πόσα περίπου άτομα έχουν μολυνθεί σε έναν πληθυσμό, οφείλουμε να παίρνουμε δείγματα αίματος από άτομα κάθε ηλικίας αναζητώντας πόσα από αυτά τα δείγματα περιέχουν αντισώματα εναντίον του ιού, γεγονός που μας επιτρέπει να υπολογίζουμε πόσα άτομα έχουν ήδη μολυνθεί. Αυτές οι δειγματοληπτικές έρευνες προσφέρουν στους γιατρούς πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των θανάτων (θνησιμότητα) και τη συχνότητα εμφάνισης (νοσηρότητα) της νέας ιογενούς ασθένειας.
Δυστυχώς, αυτές οι συστηματικές και διαφωτιστικές έρευνες πεδίου απαιτούν πολύ χρόνο, που δεν διαθέτουμε, δεδομένης της ταχύτατης διάδοσης του κορονοϊού. Εξού και η προσφυγή στις τρέχουσες μαζικές και μάλλον αόριστες προσπάθειες ανακοπής της αναπαραγωγικής αλυσίδας που επιτρέπει τη διάδοσή του, όπως π.χ. το προσωρινό κλείσιμο των σχολείων, η αναβολή δημόσιων εκδηλώσεων, η κατ’ οίκον εργασία. Ο,τι δηλαδή συνοψίζεται στο σύνθημα-εντολή «Μένω σπίτι».
Βέβαια, το αποφασιστικό ερώτημα είναι: Για πόσο χρόνο; Και ποιοι ακριβώς οφείλουν να το κάνουν; Διότι βέβαια όλοι αναρωτιόμαστε εύλογα για πόσο χρόνο πρέπει να παραμένει σε κατ’ οίκον απομόνωση ένα άτομο που, ενώ είναι φορέας του κορονοϊού, δεν παρουσιάζει κανένα από τα τυπικά συμπτώματα;
Η επίσημη ιατρική απάντηση είναι πως, εκτός από όσους νοσούν, κάθε ιατρικά διαγνωσμένος «ασυμπτωματικός φορέας», που παρουσιάζει είτε πολύ ελαφρά είτε καθόλου συμπτώματα, οφείλει να παραμένει σε πλήρη απομόνωση μέχρι να θεραπευτεί πλήρως, ενώ τα άτομα με τα οποία ήλθε σε στενή επαφή για πάνω από ένα τέταρτο της ώρας θα πρέπει να είναι σε επιφυλακή για την κατάσταση της υγείας τους, καθώς και να απομονωθούν και αυτά για 14 ημέρες, που είναι ο μέγιστος χρόνος επώασης της νόσου COVID-19.
Πάντως, ακόμα δεν γνωρίζουμε αν, μετά από 14 ή και 30 ημέρες αυστηρής απομόνωσης σε ένα δωμάτιο, τα ασυμπτωματικά άτομα είναι σίγουρο ότι δεν θα εκδηλώσουν την ασθένεια, ούτε αν θα είναι διά βίου φορείς της.
Από τη γεωγραφική στη νοητική πανδημία
Τώρα, όσον αφορά την πλανητικά επιβεβλημένη στρατηγική της «μαζικής καραντίνας» και του «κατ’ οίκον περιορισμού» των περισσότερων ανθρώπων ως δυνητικών φορέων, είναι μια βιοπολιτική επιλογή που στηρίζεται σε κάποιες πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες, όπως αυτές που δημοσιεύτηκαν στο ιατρικό περιοδικό Annals of Internal Medicine και στο British Medical Journal και οι οποίες δείχνουν ότι η έγκαιρη απομόνωση των φορέων του κορονοϊού (συμπτωματικών και ασυμπτωματικών) συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στον περιορισμό της διάδοσης της ασθένειας.
Το δυστύχημα, όμως, με αυτή την προληπτική στρατηγική είναι ότι δεν γνωρίζουμε πόσοι άνθρωποι είναι ήδη ασυμπτωματικοί φορείς και το κόστος των ειδικών τεστ για να το μάθουμε παραμένει απαγορευτικό για τις περισσότερες κοινωνίες.
Επίσης, αυτή η εμφανώς κατασταλτική υγειονομική πολιτική δεν απαντά στο ερώτημα τι θα γίνει με τους φορείς όταν παρέλθουν οι 14 ημέρες της επώασης και πώς θα αντιμετωπίζονται κοινωνικά και εργασιακά, στο άμεσο μέλλον, όσοι ήδη νοσούν και όσοι θα νοσήσουν;
Πώς θα αποφευχθούν ο κοινωνικός στιγματισμός και η ρατσιστική απομόνωση των ατόμων που νοσούν ή θα νοσήσουν; Το ότι πρόκειται για μια νέα ασθένεια για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε επιτείνει το πρόβλημα. Και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνήθως καχύποπτοι και τρομοκρατημένοι με ό,τι αγνοούν, επομένως ο κοινωνικός στιγματισμός των φορέων του ιού, μολονότι επιστημονικά ατεκμηρίωτος, θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτος.
Για να προλάβουμε και να μην επιτρέψουμε να μετατραπεί μια ήπια μεταδοτική ασθένεια σε μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή θα πρέπει να αντισταθούμε στον αδικαιολόγητο πανικό που γεννά τις «λύσεις» των τεχνικών της εξουσίας που επιχειρούν να απαξιώσουν την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Απέναντι στο ψευτοδίλημμα μεταξύ υγείας και ελευθερίας, πρέπει να θυμόμαστε ότι μόνο με ελευθερία η ζωή των ανθρώπων είναι υγιής και έχει αξία. Όμως, για τα πρόσφατα ολοκληρωτικά σενάρια στο όνομα της «υγείας» θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη