Παναγιώτης Σωτήρης
Αρχικά ήταν η Κίνα και η Γουχάν, μετά όλος ο κόσμος έμεινε έκπληκτος για την ταχύτητα μετάδοσης τον αριθμό των θυμάτων στη Λομβαρδία, πρόσφατα συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος της επιδημίας στην Ισπανία και ιδίως στη Μαδρίτη και όλα δείχνουν ότι η Πολιτεία της Νέας Υόρκης που ήδη έχει περίπου 25665 κρούσματα (εκ των οποίων 14904 στην πόλη της Νέας Υόρκης) ετοιμάζεται να γίνει ένα από τα νέα επίκεντρα.
Η εξέλιξη αυτή από τη μια εξηγεί γιατί όντως έχουμε να κάνουμε με πανδημία, γιατί το lockdown είναι μια λέξη που ήρθε για να μείνει και γιατί αυτή τουλάχιστον 1,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε υποχρεωτική κατ’ οίκον παραμονή.
Από την άλλη, όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι και μια ακολουθία μαθημάτων που δεν πήραν οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιες αρχές και που εν μέρει συνεχίζουν να μην παίρνουν.
Παρότι αρχικά υπήρξε σε τοπικό επίπεδο προσπάθεια να συγκαλυφθούν τα πρώτα κρούσματα, σύντομα η Κίνα επέλεξε να ανακοινώσει την εκκίνηση της επιδημίας όπως και τα μέτρα τα οποία πήρε. Ήδη από τον Ιανουάριο του ήταν γνωστό ότι υπήρχε επιδημική έξαρση στην Κίνα και ήδη στις 31 Ιανουαρίου ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι υπάρχει διεθνής κίνδυνος. Της ανακοίνωσης είχαν προηγηθεί εκτεταμένα μέτρα που πήρε η κινεζική κυβέρνηση το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, συμπεριλαμβανομένης και μιας πρωτοφανούς έκτασης καραντίνας, που περιλάμβανε απαγορεύσεις μετακινήσεων, κυκλοφορίας και κλείσιμο παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Τα μηνύματα από την Κίνα έκαναν εξαρχής σαφές ότι η νέα επιδημία είχε όλα τα χαρακτηριστικά που θα την έκαναν έναν παγκόσμιο υγειονομικό κίνδυνο. Είχε σχετικά υψηλή μεταδοτικότητα και ένα ποσοστό θνησιμότητας που ήταν χαμηλότερο από του SARS αλλά σαφώς υψηλότερο από αυτό της γρίπης και βέβαια ήταν ένα παθογόνο σε έναν πληθυσμό χωρίς προγενέστερη ανοσία. Την ίδια στιγμή η επιδημία ξέσπασε σε μια περιοχή που ήταν συγκοινωνιακός κόμβος και εθνικός και διεθνής, κάτι που φάνηκε από τη σχετικά σύντομη εμφάνιση κρουσμάτων και εκτός Κίνας, ιδίως σε χώρες που είχαν συχνές μετακινήσεις από και προς την Κίνα.
Η εξέλιξη της επιδημίας εξαρχής έδινε και να γνώση πολύτιμη και μαθήματα και για τις άλλες χώρες. Η Κίνα προχώρησε πολύ νωρίς σε μια εκτεταμένη και σχεδόν βίαιη προσπάθεια εντοπισμού όσο το δυνατόν περισσότερων κρουσμάτων, στην απομόνωσή τους και στο συνολικό πάγωμα σχεδόν κάθε δραστηριότητας ιδίως στο επίκεντρο στη Γουχάν παρά το μεγάλο οικονομικό κόστος, εκμεταλλευόμενη και τη δυνατότητα να επιβάλει τις απαγορεύσεις αλλά και να εντοπίζει, ιχνηλατεί και νοσηλεύει κρούσματα. Ήδη από τον Φεβρουάριο φαινόταν η στρατηγική αυτή να αποδίδει με τη σταδιακή υποχώρηση του αριθμού των νέων κρουσμάτων.
Όμως, τα μαθήματα από την Κίνα δεν λήφθηκαν υπόψη. Παρότι οι περισσότερες χώρες εντόπισαν σχετικά εύκολα τα πρώτα «εισαγόμενα κρούσματα», στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα για να αντιμετωπίσουν έγκαιρα την αρχική διασπορά, οπότε άρχισαν να κλιμακώνουν την απάντησή τους αφότου είχε προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό η διασπορά μέσα στην κοινότητα και ακόμη και τότε ταλαντεύτηκαν ως προς κλιμάκωση της μαζικής επιβολής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Περιοχές κοντινές προς την Κίνα και με σημαντικές συναλλαγές επίσης σχετικά νωρίς εμφάνισαν κρούσματα. Αυτό αφορά τόσο το Χονγκ Κονγκ, όσο και χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία. Οι χώρες αυτές επίσης έδειξαν μια σχετική ετοιμότητα στο να προχωρήσουν σε εκτεταμένα μέτρα για τον περιορισμό της αρχικής εξάπλωσης. Αυτά περιλάμβαναν εκτεταμένους ελέγχους για ύποπτα κρούσματα, αυστηρά μέτρα καραντίνας και ατομικής απομόνωσης κρουσμάτων και των επαφών τους, αποφυγή υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας κλείσιμο σχολείων και άλλων δραστηριοτήτων. Στηρίχτηκαν επίσης σε εκτεταμένη ενημέρωση του κοινού και σε μεγάλο βαθμό συμμόρφωσης σε αυτά. Τα αποτελέσματα έδειξαν ρυθμούς εξάπλωσης χαμηλότερους από αυτούς που φαίνεται να υπάρχουν στα τρέχοντα επίκεντρα στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική.
Ωστόσο, και τα μαθήματα αυτά, που κυρίως παρέπεμπαν στην έγκαιρη ενεργοποίηση των συστημάτων επιτήρησης για τον εντοπισμό και την ατομική απομόνωση κρουσμάτων (και επαφών τους) και για την έγκαιρη αναστολή δραστηριοτήτων, δεν λήφθηκαν υπόψη στην κλίμακα που έπρεπε.
Η περίπτωση της Ιταλίας θα έπρεπε επίσης να είναι πιο διδακτική για τις υπόλοιπες χώρες. Η απότομη έξαρση, που πιθανώς να οφείλεται σε προηγούμενη διασπορά στην κοινότητα που δεν είχε αναζητηθεί και εντοπιστεί έγκαιρα, παρά τον υψηλό βαθμό μετακινήσεων από και προς την Κίνα, αποτέλεσε μια τελευταία δραματική προειδοποίηση και για άλλες χώρες. Ταυτόχρονα, η ιταλική εμπειρία έδειξε ότι ακόμη και ένα καλό σύστημα υγείας, εάν δεν υπάρχει σχεδιασμένη παρέμβαση και ορθολογική κατανομή πόρων, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβάθμιας φροντίδας, μπορεί να φτάσει στα όριά του σε μια τέτοια επιδημική έξαρση. Το ίδιο ισχύει για τον άνισο τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκαν απαγορεύσεις σε συνδυασμό με τη διατήρηση σε λειτουργία και πλήθους επιχειρήσεων που δεν ήταν ακριβώς στρατηγικές.
Το πρόβλημα ήταν παρότι η ιταλική εμπειρία έδινε, σε πραγματικό χρόνο, μαθήματα, επίσης δεν πήραν όλες οι χώρες τα μαθήματα. Ούτως ή άλλως είναι σαφές ότι ειδικά το ζήτημα του έγκαιρου εντοπισμού και απομόνωσης κρουσμάτων και επαφών μέσα από ελέγχους τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική χάθηκε νωρίς. Όμως, το στοίχημα της έγκαιρης απόφασης για περιορισμούς δραστηριοτήτων, μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και για την οργάνωση των διαθέσιμων πόρων των συστημάτων υγείας παρέμεινε ενεργό.
Ρητά στη Μεγάλη Βρετανία και άρρητα στις ΗΠΑ για ένα σημαντικό διάστημα υπήρξε ταλάντευση ως προς την κλίμακα των μέτρων περιορισμού, κυρίως λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στην οικονομία από γενικευμένες απαγορεύσεις. Αυτό ενισχύθηκε, όπως φάνηκε και από τη συζήτηση εντός της βρετανικής κυβέρνησης, και από απόψεις που υποστήριζαν ότι τα μέτρα περιορισμού πρέπει να είναι μετρημένα και εν μέρει να αφεθεί το ξεδίπλωμα της επιδημίας στις μη ευπαθείς ομάδες ώστε σταδιακά να υπάρξει «ανοσία αγέλης».
Η άποψη αυτή, που στηριζόταν μεν στη γνώση που έχουμε για τις επιδημίες και το πώς τελικά προσκρούουν πάνω στο σχηματισμό ανοσία σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού αλλά ταυτόχρονα περιλάμβανε το ενδεχόμενο μεγάλου αριθμού θυμάτων που θα οδηγούσαν σε κατάρρευση του συστήματος υγείας, οδήγησε σε μια απροθυμία λήψης μέτρων στη Βρετανία.
Όμως, η διαπίστωση της κλιμάκωσης της πανδημίας και η συνειδητοποίηση ότι η προοπτική ήταν μια απότομη αύξηση των θυμάτων εάν δεν ληφθούν μέτρα, οδήγησε και τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπόρις Τζόνσον να υιοθετήσουν μεγάλης κλίμακας μέτρα περιορισμού δραστηριοτήτων και πολιτικές «μένουμε σπίτι», ιδίως από τη στιγμή που ειδικά στις ΗΠΑ σε ανάλογα μέτρα προχωρούσαν και οι κυβερνήτες των Πολιτειών. Μόνο που στο μεταξύ είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Η πανδημία του Covid-19 αποτελεί μια υγειονομική κρίση που είχε συζητηθεί και σχολιαστεί πριν ξεσπάσει. Γνωρίζαμε ότι όσο περισσότερο καταστρέφουμε οικοσυστήματα και επεκτείνουμε την ανθρώπινη παρουσία, κατοίκηση ή κατανάλωση σε πεδία όπου πριν δεν υπήρχε αυξάνουμε την πιθανότητα παθογόνα να περάσουν από το ένα είδος στο άλλο. Γνωρίζαμε ότι στην εποχή που ναι μεν έχουμε τρεχούμενο νερό και συστήματα αποχέτευσης και καλύτερες συνθήκες υγιεινής, τα απειλητικά παθογόνα θα ήταν αυτά που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα αεροπορικά ταξίδια και την αυξημένη κοινωνική συναναστροφή, άρα λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος. Γνωρίζαμε τα μαθηματικά μοντέλα διασποράς και είχαμε δει προηγούμενα ξεσπάσματα όπως του SARS και την πανδημικής γρίπης H1N1. Γνωρίζαμε τη σημασία της επιδημιολογικής επιτήρησης, της έγκαιρης ενημέρωσης, του αρχικού εντοπισμού και απομόνωσης κρουσμάτων.
Γνωρίζαμε την ανάγκη σχεδίων για τη διαχείριση των κρουσμάτων, την επιβολή μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, την εκτεταμένη απομόνωση νοσούντων και επαφών τους. Γνωρίζαμε τη σημασία που έχει η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου υπηρεσιών υγείας, η πλήρης στελέχωση των νοσηλευτικών μονάδων. Γνωρίζαμε ότι στην κορύφωσή τους τέτοια ξεσπάσματα θα έφερναν τα συστήματα υγείας στα όριά τους, ξεκινώντας από τις ΜΕΘ. Γνωρίζαμε την ανάγκη έγκαιρης προστασίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού μια που θα είχε και τη μεγαλύτερη έκθεση. Γνωρίζαμε ότι στις αναπτυγμένες χώρες θα είχαμε σημαντικά ποσοστά ανθρώπων που θα ήταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο σε μια τέτοια πανδημία (υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων άνω των 65 από ό,τι στις αναπτυσσόμενες, σημαντικά ποσοστά ανθρώπων με άλλα υποκείμενα νοσήματα).
Και όμως τα μαθήματα αυτά δεν τα παίρναμε. Στις περισσότερες χώρες τα σχέδια έμεναν επί χάρτου. Οι προειδοποιήσεις ή οι εκθέσεις των ειδικών θεωρούνταν υπερβολές. Τα σχέδια ενίσχυσης των συστημάτων υγείας, ιδίως της πρωτοβάθμιας φροντίδας, ζυγίζονταν έναντι του δημοσιονομικού κόστους. Η συστηματική καταγραφή και παρακολούθηση επιδημιολογικών τάσεων επαφίονταν κυρίως στους ειδικούς. Η έγκαιρη εκπαίδευση του πληθυσμού για το τέτοια ενδεχόμενα δεν ήταν προτεραιότητα.
Το αποτέλεσμα εν μέρει το βλέπουμε στην καθυστέρηση να ληφθούν μέτρα, αλλά και στον άνισο τρόπο να ληφθούν. Ας ελπίσουμε ότι η έστω και καθυστερημένη λήψη τους θα έχει αποτελέσματα απέναντι σε τέτοια υγειονομική απειλή.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Αρχικά ήταν η Κίνα και η Γουχάν, μετά όλος ο κόσμος έμεινε έκπληκτος για την ταχύτητα μετάδοσης τον αριθμό των θυμάτων στη Λομβαρδία, πρόσφατα συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος της επιδημίας στην Ισπανία και ιδίως στη Μαδρίτη και όλα δείχνουν ότι η Πολιτεία της Νέας Υόρκης που ήδη έχει περίπου 25665 κρούσματα (εκ των οποίων 14904 στην πόλη της Νέας Υόρκης) ετοιμάζεται να γίνει ένα από τα νέα επίκεντρα.
Η εξέλιξη αυτή από τη μια εξηγεί γιατί όντως έχουμε να κάνουμε με πανδημία, γιατί το lockdown είναι μια λέξη που ήρθε για να μείνει και γιατί αυτή τουλάχιστον 1,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε υποχρεωτική κατ’ οίκον παραμονή.
Από την άλλη, όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι και μια ακολουθία μαθημάτων που δεν πήραν οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιες αρχές και που εν μέρει συνεχίζουν να μην παίρνουν.
Η περιφρόνηση των μηνυμάτων από την Κίνα
Παρότι αρχικά υπήρξε σε τοπικό επίπεδο προσπάθεια να συγκαλυφθούν τα πρώτα κρούσματα, σύντομα η Κίνα επέλεξε να ανακοινώσει την εκκίνηση της επιδημίας όπως και τα μέτρα τα οποία πήρε. Ήδη από τον Ιανουάριο του ήταν γνωστό ότι υπήρχε επιδημική έξαρση στην Κίνα και ήδη στις 31 Ιανουαρίου ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι υπάρχει διεθνής κίνδυνος. Της ανακοίνωσης είχαν προηγηθεί εκτεταμένα μέτρα που πήρε η κινεζική κυβέρνηση το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, συμπεριλαμβανομένης και μιας πρωτοφανούς έκτασης καραντίνας, που περιλάμβανε απαγορεύσεις μετακινήσεων, κυκλοφορίας και κλείσιμο παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Τα μηνύματα από την Κίνα έκαναν εξαρχής σαφές ότι η νέα επιδημία είχε όλα τα χαρακτηριστικά που θα την έκαναν έναν παγκόσμιο υγειονομικό κίνδυνο. Είχε σχετικά υψηλή μεταδοτικότητα και ένα ποσοστό θνησιμότητας που ήταν χαμηλότερο από του SARS αλλά σαφώς υψηλότερο από αυτό της γρίπης και βέβαια ήταν ένα παθογόνο σε έναν πληθυσμό χωρίς προγενέστερη ανοσία. Την ίδια στιγμή η επιδημία ξέσπασε σε μια περιοχή που ήταν συγκοινωνιακός κόμβος και εθνικός και διεθνής, κάτι που φάνηκε από τη σχετικά σύντομη εμφάνιση κρουσμάτων και εκτός Κίνας, ιδίως σε χώρες που είχαν συχνές μετακινήσεις από και προς την Κίνα.
Η εξέλιξη της επιδημίας εξαρχής έδινε και να γνώση πολύτιμη και μαθήματα και για τις άλλες χώρες. Η Κίνα προχώρησε πολύ νωρίς σε μια εκτεταμένη και σχεδόν βίαιη προσπάθεια εντοπισμού όσο το δυνατόν περισσότερων κρουσμάτων, στην απομόνωσή τους και στο συνολικό πάγωμα σχεδόν κάθε δραστηριότητας ιδίως στο επίκεντρο στη Γουχάν παρά το μεγάλο οικονομικό κόστος, εκμεταλλευόμενη και τη δυνατότητα να επιβάλει τις απαγορεύσεις αλλά και να εντοπίζει, ιχνηλατεί και νοσηλεύει κρούσματα. Ήδη από τον Φεβρουάριο φαινόταν η στρατηγική αυτή να αποδίδει με τη σταδιακή υποχώρηση του αριθμού των νέων κρουσμάτων.
Όμως, τα μαθήματα από την Κίνα δεν λήφθηκαν υπόψη. Παρότι οι περισσότερες χώρες εντόπισαν σχετικά εύκολα τα πρώτα «εισαγόμενα κρούσματα», στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα για να αντιμετωπίσουν έγκαιρα την αρχική διασπορά, οπότε άρχισαν να κλιμακώνουν την απάντησή τους αφότου είχε προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό η διασπορά μέσα στην κοινότητα και ακόμη και τότε ταλαντεύτηκαν ως προς κλιμάκωση της μαζικής επιβολής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Η περιφρόνηση των μαθημάτων από τις πρώτες χώρες που είχαν μαζική διασπορά
Περιοχές κοντινές προς την Κίνα και με σημαντικές συναλλαγές επίσης σχετικά νωρίς εμφάνισαν κρούσματα. Αυτό αφορά τόσο το Χονγκ Κονγκ, όσο και χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία. Οι χώρες αυτές επίσης έδειξαν μια σχετική ετοιμότητα στο να προχωρήσουν σε εκτεταμένα μέτρα για τον περιορισμό της αρχικής εξάπλωσης. Αυτά περιλάμβαναν εκτεταμένους ελέγχους για ύποπτα κρούσματα, αυστηρά μέτρα καραντίνας και ατομικής απομόνωσης κρουσμάτων και των επαφών τους, αποφυγή υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας κλείσιμο σχολείων και άλλων δραστηριοτήτων. Στηρίχτηκαν επίσης σε εκτεταμένη ενημέρωση του κοινού και σε μεγάλο βαθμό συμμόρφωσης σε αυτά. Τα αποτελέσματα έδειξαν ρυθμούς εξάπλωσης χαμηλότερους από αυτούς που φαίνεται να υπάρχουν στα τρέχοντα επίκεντρα στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική.
Ωστόσο, και τα μαθήματα αυτά, που κυρίως παρέπεμπαν στην έγκαιρη ενεργοποίηση των συστημάτων επιτήρησης για τον εντοπισμό και την ατομική απομόνωση κρουσμάτων (και επαφών τους) και για την έγκαιρη αναστολή δραστηριοτήτων, δεν λήφθηκαν υπόψη στην κλίμακα που έπρεπε.
Η περιφρόνηση των μαθημάτων από την Ιταλία
Η περίπτωση της Ιταλίας θα έπρεπε επίσης να είναι πιο διδακτική για τις υπόλοιπες χώρες. Η απότομη έξαρση, που πιθανώς να οφείλεται σε προηγούμενη διασπορά στην κοινότητα που δεν είχε αναζητηθεί και εντοπιστεί έγκαιρα, παρά τον υψηλό βαθμό μετακινήσεων από και προς την Κίνα, αποτέλεσε μια τελευταία δραματική προειδοποίηση και για άλλες χώρες. Ταυτόχρονα, η ιταλική εμπειρία έδειξε ότι ακόμη και ένα καλό σύστημα υγείας, εάν δεν υπάρχει σχεδιασμένη παρέμβαση και ορθολογική κατανομή πόρων, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβάθμιας φροντίδας, μπορεί να φτάσει στα όριά του σε μια τέτοια επιδημική έξαρση. Το ίδιο ισχύει για τον άνισο τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκαν απαγορεύσεις σε συνδυασμό με τη διατήρηση σε λειτουργία και πλήθους επιχειρήσεων που δεν ήταν ακριβώς στρατηγικές.
Το πρόβλημα ήταν παρότι η ιταλική εμπειρία έδινε, σε πραγματικό χρόνο, μαθήματα, επίσης δεν πήραν όλες οι χώρες τα μαθήματα. Ούτως ή άλλως είναι σαφές ότι ειδικά το ζήτημα του έγκαιρου εντοπισμού και απομόνωσης κρουσμάτων και επαφών μέσα από ελέγχους τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική χάθηκε νωρίς. Όμως, το στοίχημα της έγκαιρης απόφασης για περιορισμούς δραστηριοτήτων, μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και για την οργάνωση των διαθέσιμων πόρων των συστημάτων υγείας παρέμεινε ενεργό.
Η ταλάντευση ως προς την «ανοσία αγέλης»
Ρητά στη Μεγάλη Βρετανία και άρρητα στις ΗΠΑ για ένα σημαντικό διάστημα υπήρξε ταλάντευση ως προς την κλίμακα των μέτρων περιορισμού, κυρίως λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στην οικονομία από γενικευμένες απαγορεύσεις. Αυτό ενισχύθηκε, όπως φάνηκε και από τη συζήτηση εντός της βρετανικής κυβέρνησης, και από απόψεις που υποστήριζαν ότι τα μέτρα περιορισμού πρέπει να είναι μετρημένα και εν μέρει να αφεθεί το ξεδίπλωμα της επιδημίας στις μη ευπαθείς ομάδες ώστε σταδιακά να υπάρξει «ανοσία αγέλης».
Η άποψη αυτή, που στηριζόταν μεν στη γνώση που έχουμε για τις επιδημίες και το πώς τελικά προσκρούουν πάνω στο σχηματισμό ανοσία σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού αλλά ταυτόχρονα περιλάμβανε το ενδεχόμενο μεγάλου αριθμού θυμάτων που θα οδηγούσαν σε κατάρρευση του συστήματος υγείας, οδήγησε σε μια απροθυμία λήψης μέτρων στη Βρετανία.
Όμως, η διαπίστωση της κλιμάκωσης της πανδημίας και η συνειδητοποίηση ότι η προοπτική ήταν μια απότομη αύξηση των θυμάτων εάν δεν ληφθούν μέτρα, οδήγησε και τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπόρις Τζόνσον να υιοθετήσουν μεγάλης κλίμακας μέτρα περιορισμού δραστηριοτήτων και πολιτικές «μένουμε σπίτι», ιδίως από τη στιγμή που ειδικά στις ΗΠΑ σε ανάλογα μέτρα προχωρούσαν και οι κυβερνήτες των Πολιτειών. Μόνο που στο μεταξύ είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Τα μαθήματα που εξακολουθούμε να μην παίρνουμε
Η πανδημία του Covid-19 αποτελεί μια υγειονομική κρίση που είχε συζητηθεί και σχολιαστεί πριν ξεσπάσει. Γνωρίζαμε ότι όσο περισσότερο καταστρέφουμε οικοσυστήματα και επεκτείνουμε την ανθρώπινη παρουσία, κατοίκηση ή κατανάλωση σε πεδία όπου πριν δεν υπήρχε αυξάνουμε την πιθανότητα παθογόνα να περάσουν από το ένα είδος στο άλλο. Γνωρίζαμε ότι στην εποχή που ναι μεν έχουμε τρεχούμενο νερό και συστήματα αποχέτευσης και καλύτερες συνθήκες υγιεινής, τα απειλητικά παθογόνα θα ήταν αυτά που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα αεροπορικά ταξίδια και την αυξημένη κοινωνική συναναστροφή, άρα λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος. Γνωρίζαμε τα μαθηματικά μοντέλα διασποράς και είχαμε δει προηγούμενα ξεσπάσματα όπως του SARS και την πανδημικής γρίπης H1N1. Γνωρίζαμε τη σημασία της επιδημιολογικής επιτήρησης, της έγκαιρης ενημέρωσης, του αρχικού εντοπισμού και απομόνωσης κρουσμάτων.
Γνωρίζαμε την ανάγκη σχεδίων για τη διαχείριση των κρουσμάτων, την επιβολή μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, την εκτεταμένη απομόνωση νοσούντων και επαφών τους. Γνωρίζαμε τη σημασία που έχει η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου υπηρεσιών υγείας, η πλήρης στελέχωση των νοσηλευτικών μονάδων. Γνωρίζαμε ότι στην κορύφωσή τους τέτοια ξεσπάσματα θα έφερναν τα συστήματα υγείας στα όριά τους, ξεκινώντας από τις ΜΕΘ. Γνωρίζαμε την ανάγκη έγκαιρης προστασίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού μια που θα είχε και τη μεγαλύτερη έκθεση. Γνωρίζαμε ότι στις αναπτυγμένες χώρες θα είχαμε σημαντικά ποσοστά ανθρώπων που θα ήταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο σε μια τέτοια πανδημία (υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων άνω των 65 από ό,τι στις αναπτυσσόμενες, σημαντικά ποσοστά ανθρώπων με άλλα υποκείμενα νοσήματα).
Και όμως τα μαθήματα αυτά δεν τα παίρναμε. Στις περισσότερες χώρες τα σχέδια έμεναν επί χάρτου. Οι προειδοποιήσεις ή οι εκθέσεις των ειδικών θεωρούνταν υπερβολές. Τα σχέδια ενίσχυσης των συστημάτων υγείας, ιδίως της πρωτοβάθμιας φροντίδας, ζυγίζονταν έναντι του δημοσιονομικού κόστους. Η συστηματική καταγραφή και παρακολούθηση επιδημιολογικών τάσεων επαφίονταν κυρίως στους ειδικούς. Η έγκαιρη εκπαίδευση του πληθυσμού για το τέτοια ενδεχόμενα δεν ήταν προτεραιότητα.
Το αποτέλεσμα εν μέρει το βλέπουμε στην καθυστέρηση να ληφθούν μέτρα, αλλά και στον άνισο τρόπο να ληφθούν. Ας ελπίσουμε ότι η έστω και καθυστερημένη λήψη τους θα έχει αποτελέσματα απέναντι σε τέτοια υγειονομική απειλή.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη