Σπύρος Μανουσέλης
Γιατί ορισμένοι επιφανείς πολιτικοί στοχαστές, όπως ο κορυφαίος Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, αμφισβητούν τη νομιμότητα και κάποιοι ειδικοί επιστήμονες την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων κοινωνικών, εργασιακών, γεωπολιτικών και συμπεριφορικών περιστολών των ανθρώπινων ελευθεριών; Επειδή η προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι η απεγνωσμένη -και άρα άκριτη- αποδοχή του καθεστώτος της «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης», το οποίο έχει επιβληθεί διεθνώς για να αναχαιτιστεί η ταχύτατη διάδοση του κορονοϊού COVID-19.
Τις δύο τελευταίες εβδομάδες ο αριθμός των χωρών, πλην της Κίνας, που επλήγησαν από τον νέο κορονοϊό αυξήθηκε σημαντικά, μέχρι τις αρχές αυτής της εβδομάδας είχαν καταγραφεί επίσημα πάνω από 119.223 χιλιάδες κρούσματα σε 116 διαφορετικές χώρες, ενώ από αυτούς τους ασθενείς πέθαναν 4.300 άνθρωποι.
Αξιολογώντας τα νέα δεδομένα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανακοίνωσε -το απόγευμα της Τετάρτης 11 Μαρτίου- ότι η νέα ιογενής ασθένεια δεν μπορεί πλέον να χαρακτηρίζεται «επιδημία», διότι πρόκειται πια εμφανώς για «πανδημία». Μια διόλου εύκολη απόφαση που θα έχει άμεσα πολύ σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων.
Η επίσημη εξήγηση για αυτές τις τραγικές εξελίξεις είναι πως το ανθρώπινο είδος αντιμετωπίζει, λόγω της διάδοσης του κορονοϊού COVID-19, μια κατάσταση «έκτακτης υγειονολογικής ανάγκης», τις οδυνηρές συνέπειες της οποίας, αργά ή γρήγορα, θα αντιμετωπίσουμε όλοι, νοσούντες και υγιείς. Πόσο δικαιολογημένος και κυρίως αποτελεσματικός είναι ο πλανητικός πανικός απέναντι στη νέα ιογενή απειλή, ο κίνδυνος της οποίας «αναβαθμίστηκε» σε πανδημία;
Από όσο γνωρίζουμε, ουδέποτε υπήρξε πανδημία σε ανθρώπινους πληθυσμούς που να προκλήθηκε από κορονοϊούς, αυτή είναι η πρώτη φορά. Ταυτόχρονα, όμως, ποτέ δεν υπήρξε μια πανδημία ιογενούς προέλευσης που η δυναμική της να είναι δυνητικά ελέγξιμη από τον άνθρωπο, όπως σε αυτήν την περίπτωση. Αυτά υποστήριξε την προηγούμενη Τετάρτη στη συνέντευξη Τύπου στη Γενεύη ο επικεφαλής του ΠΟΥ, όπου και ανακοινώθηκε επίσημα η αναβάθμιση του COVID-19 από τοπική επιδημία σε πλανητική πανδημία.
«Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο COVID-19 μπορεί να χαρακτηριστεί ως πανδημία», δήλωσε ο δρ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγιεσούς (Tedros Adhanom Ghebreyesus). Και αμέσως μετά διευκρίνισε: «Η λέξη επιδημία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται με ελαφρότητα, διότι μπορεί να δημιουργεί περιττούς φόβους και το συναίσθημα ότι ο αγώνας έχει χαθεί. Δεν είναι όμως έτσι, περιγράφοντας την κατάσταση ως πανδημία δεν αλλάζει κάτι σε ό,τι ήδη κάνει ο ΠΟΥ, ούτε και σε όσα οφείλουν να κάνουν οι χώρες».
Δικαιολογώντας μάλιστα τους λόγους για την επώδυνη απόφασή τους πρόσθεσε: «Στον ΠΟΥ αξιολογήσαμε την τρέχουσα επιδημία και ανησυχούμε ιδιαιτέρως τόσο για τα υψηλά επίπεδα διάδοσης και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της, όσο και για την εξαιρετικά επικίνδυνη αδράνεια των ανθρώπων για την αντιμετώπισή τους. Βρισκόμαστε σε αυτήν τη κατάσταση και οφείλουμε να δράσουμε με ψυχραιμία ώστε να κάνουμε το πιο σωστό».
Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα ο εκπρόσωπος του ΠΟΥ υποστήριζε ότι ο νέος κορονοϊός «δεν έχει διαδοθεί ακόμη με τρόπο τόσο ασυγκράτητο και δεν έχει προκαλέσει σε ευρεία κλίμακα ικανό αριθμό κρουσμάτων και θανάτων ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του ως πανδημίας». Ομως, υπάρχουν και τρεις επιπλέον λόγοι για τον εμφανή δισταγμό του ΠΟΥ να αναγνωρίσει την εκρηκτική διάδοση του COVID-19 ως «πανδημία»: Πρώτον, η προσπάθεια να καθυστερήσει την προσφυγή πολλών χωρών στο πρωτόκολλο -με τους αποκλεισμούς και τις απαγορεύσεις- που προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο σε περίπτωση ανακήρυξης μιας πανδημίας. Δεύτερον, ο φόβος του μαζικού πανικού που συνήθως συνοδεύει αυτήν την αναγνώριση. Και τρίτον, για να μην επαναλάβει, χωρίς να διαθέτει επαρκείς λόγους, το λάθος που έκανε το 2009, όταν, σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, ο ΠΟΥ θεώρησε εσφαλμένα ως πανδημία την όντως μαζική εμφάνιση του ιού της γρίπης ΑΗ1Ν1.
Ωστόσο, υπάρχει ένας επιπλέον και ουσιαστικότερος λόγος για να μην προσφεύγει εύκολα στην ανακήρυξη μιας πανδημίας ένας διεθνής ιατρικός οργανισμός και αυτός είναι ότι δεν υπάρχει ένας επιστημονικά σαφής και καθολικά αποδεκτός ορισμός του τι πρέπει να θεωρείται «πανδημία» και πώς αυτή διακρίνεται από μια «επιδημία». Συνήθως, ως πανδημία ορίζεται η «καθολική επιβεβαίωση της ανεξέλεγκτης διάδοσης μιας νόσου σε όλο τον πλανήτη».
Επομένως, ως πανδημία περιγράφονται οι σπάνιες περιπτώσεις καθολικής επιδημίας μιας νόσου, η οποία μπορεί να προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Γης και πιθανόν ένα μέρος αυτού να ασθενήσει.
Πρόκειται εμφανώς -και ίσως σκοπίμως- για μια αόριστη περιγραφή που επιτρέπει σε έναν διεθνή οργανισμό όπως ο ΠΟΥ να χειρίζεται με τρόπο ευέλικτο και ανά περίπτωση τις πιο σοβαρές ιατρικές κρίσεις.
Το γεγονός όμως ότι, μέχρι τα μέσα αυτής της εβδομάδας, είχαν καταγραφεί επίσημα πάνω από 124.000 κρούσματα και 4.615 θάνατοι, καθώς και το ότι αυξήθηκε εντυπωσιακά ο αριθμός των χωρών που εμφανίζουν κρούσματα από τον κορονοϊό είναι τα στοιχεία που εξηγούν το γιατί η επιτροπή ειδικών του ΠΟΥ υποχρεώθηκε τελικά να αναγνωρίσει ως πανδημία την πλανητική παρουσία του COVID-19, τονίζοντας, ωστόσο, ότι από άποψη θνησιμότητας είναι μια μάλλον ήπια μορφή πανδημίας.
Πώς αντιμετωπίζονται όλα αυτά στην Ελλάδα; Επειδή, ευτυχώς, ο αριθμός των κρουσμάτων είναι ακόμη σχετικά μικρός, όμως αυξάνεται καθημερινά και πριν από δύο ημέρες καταγράφηκε ο πρώτος θάνατος, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα κλείσουν προληπτικά όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια για δύο εβδομάδες. Μια απόφαση του υπουργού Υγείας που αφορά τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, τα σχολεία, τα ΙΕΚ και τα πανεπιστήμια και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, τα οποία θα παραμείνουν κλειστά για 14 ημέρες, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στις οικογένειες των παιδιών.
Αν και αναμενόμενα, αυτά τα μέτρα ελήφθησαν με στόχο να εμποδιστεί ή, έστω, να επιβραδυνθεί η διάδοση του νέου κορονοϊού στον τόπο μας. Αν και πολύ φοβόμαστε ότι θα αποδειχτούν ανεπαρκή, αν το κλείσιμο των σχολείων δεν παραταθεί για τουλάχιστον έναν μήνα. Εξάλλου, τέτοια ακραία μέτρα, επειδή δεν βασίζονται σε κοινά αποδεκτές και αποδεδειγμένα έγκυρες επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τη διάδοση του νέου κορονοϊού, προβάλλουν απλώς τη θεμιτή αλλά αόριστη πρόθεση της κυβέρνησης «να κάνει κάτι» -συνήθως το πιο εύκολο και το λιγότερο επώδυνο οικονομικά- για να επιβραδύνει την αναπόφευκτη διάδοση του ιού.
Δεδομένου ότι δεν διαθέτουμε ακόμη ένα εμβόλιο που να μας προστατεύει από τον κορονοϊό και επειδή πρόκειται για μια ιογενή νόσο, οπότε τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να μας βοηθήσουν, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι στην Ελλάδα θα πολλαπλασιαστούν τα κρούσματα της νέας και ταχύτατα διαδιδόμενης νόσου.
Η οποία, προφανώς, δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με το κλείσιμο των σχολείων ή με την αντιμετώπιση των πάντων ως δυνητικών «υπόπτων», αλλά μόνο με την έγκαιρη ανάπτυξη της κατάλληλης υγειονομικής πολιτικής και με την επιστημονικά έγκυρη ενημέρωση των πολιτών.
Παρουσιάζουμε σήμερα το πολύ ενδιαφέρον άρθρο που έγραψε πρόσφατα ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben), κορυφαίος Ιταλός φιλόσοφος και διεθνούς κύρους στοχαστής, για να καυτηριάσει την κυρίαρχη ιταλική -αλλά και τη διεθνή- στρατηγική αντιμετώπισης της νέας πανδημίας του κορονοϊού. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 26 Φεβρουαρίου στη γνωστή ιταλική εφημερίδα «il manifesto» με τίτλο: «Η κατάσταση εξαίρεσης που προκλήθηκε από μια αδικαιολόγητη επείγουσα ανάγκη». Αποφασίσαμε να το μεταφράσουμε επειδή αποτελεί το σχόλιο ενός σπουδαίου διανοούμενου στη νέα ζοφερή πραγματικότητα που μας κατακλύζει:
«Ο φόβος της επιδημίας ευνοεί την εκδήλωση πανικού και στο όνομα της ασφάλειας γίνονται αποδεκτά μέτρα τα οποία περιορίζουν δραματικά την ελευθερία δικαιολογώντας έτσι την κατάσταση εξαίρεσης.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί τα μέσα ενημέρωσης και η κυβέρνηση κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να δημιουργηθεί κλίμα πανικού, προκαλώντας με αυτή τους τη στάση μια πραγματική κατάσταση εξαίρεσης, η οποία συνεπάγεται σημαντική μείωση των μετακινήσεων και αναστολή των καθημερινών δραστηριοτήτων διαβίωσης και απασχόλησης σε εκτεταμένες περιοχές της χώρας;
Δύο παράγοντες μπορεί να μας βοηθήσουν να ερμηνεύσουμε μια τόσο ακραία στάση.
Κατ’ αρχάς επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά η τάση να χρησιμοποιείται η κατάσταση εξαίρεσης ως κανονικό πρότυπο διακυβέρνησης. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου που επικυρώθηκε αμέσως από την κυβέρνηση «για λόγους δημόσιας υγείας και ασφάλειας» οδηγεί κυριολεκτικά σε μια επιβολή στρατιωτικού νόμου «στους δήμους και στις περιφέρειες της Ιταλίας όπου υπάρχει τουλάχιστον ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα, η πηγή μετάδοσης του οποίου είτε είναι άγνωστη είτε δεν μπορεί να εξηγηθεί από την επαφή με κάποιο άτομο προερχόμενο από περιοχή που είναι ήδη χαρακτηρισμένη ως μολυσμένη από τον ιό».
Μια τόσο αόριστη και ασαφής διατύπωση θα επιτρέψει την ταχύτατη επέκταση της κατάστασης εξαίρεσης σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, αφού είναι σχεδόν αδύνατο να μην επιβεβαιωθούν κρούσματα και αλλού.
Ας δούμε τώρα ποιοι είναι οι σοβαροί περιορισμοί της ελευθερίας που προβλέπονται από το σχετικό διάταγμα:
■ Απαγόρευση απομάκρυνσης από τον δήμο ή από την περιοχή όλων των ατόμων που βρίσκονται ή διαμένουν στον δήμο ή στην περιοχή.
■ Απαγόρευση εισόδου στον δήμο ή στην περιοχή.
■ Αναβολή όλων των εκδηλώσεων και πρωτοβουλιών, όλων των κοινωνικών γεγονότων και των συναθροίσεων σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, πολιτιστικού, αθλητικού, ψυχαγωγικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αυτών που επρόκειτο να διεξαχθούν σε κλειστούς χώρους με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
■ Αναστολή λειτουργίας όλων των μονάδων που σχετίζονται με όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από τους παιδικούς σταθμούς μέχρι τα πανεπιστήμια· εξαιρούνται οι εξ αποστάσεως εκπαιδευτικές δραστηριότητες.
■ Αναστολή λειτουργίας όλων των μουσείων και των λοιπών πολιτιστικών ιδρυμάτων των οποίων η λειτουργία προβλέπεται από τον σχετικό νόμο.
■ Αναβολή όλων των εκπαιδευτικών εκδρομών και ταξιδιών, είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε στο εξωτερικό.
■ Αναβολή όλων των διαγωνισμών και αναστολή της λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών, εκτός από αυτές που είναι απολύτως απαραίτητες για το δημόσιο συμφέρον.
■ Εφαρμογή του μέτρου της καραντίνας σε συνδυασμό με την επιβολή ενεργού επιτήρησης στα άτομα που έχουν έρθει σε στενή επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα της ασθένειας.
Η ακρότητα αυτών των μέτρων είναι εξόφθαλμη, αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών της Ιταλίας, πρόκειται για κάτι ανάλογο με τη γρίπη και για μια νόσο όχι και πολύ διαφορετική από αυτές που αντιμετωπίζουμε κάθε χρόνο. Θα έλεγε κανείς ότι αφού εξαντλήθηκε η τρομοκρατία ως δικαιολογία για την επιβολή έκτακτων μέτρων, η επινόηση μιας επιδημίας μπορεί να παρέχει την ιδανική δικαιολογία προκειμένου αυτά τα μέτρα να επεκταθούν πέρα από κάθε όριο.
Ο δεύτερος παράγοντας, που δεν είναι λιγότερο ανησυχητικός, είναι η κατάσταση φόβου που, τα τελευταία χρόνια, έχει εμφανώς κυριαρχήσει στη συνείδηση των ατόμων και η οποία μεταφράζεται σε μια πραγματική ανάγκη για καταστάσεις συλλογικού πανικού, για την επίτευξη των οποίων η επιδημία προσφέρει, για πολλοστή φορά, την ιδανική πρόφαση.
Έτσι, σε έναν διεστραμμένο φαύλο κύκλο, η περιστολή της ελευθερίας που έχει επιβληθεί από τις κυβερνήσεις γίνεται αποδεκτή στο όνομα της επιθυμίας για ασφάλεια, που έχει καλλιεργηθεί από τις ίδιες τις κυβερνήσεις και οι οποίες τώρα παρεμβαίνουν για να ικανοποιήσουν την ανάγκη που οι ίδιες δημιούργησαν».
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Γιατί ορισμένοι επιφανείς πολιτικοί στοχαστές, όπως ο κορυφαίος Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, αμφισβητούν τη νομιμότητα και κάποιοι ειδικοί επιστήμονες την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων κοινωνικών, εργασιακών, γεωπολιτικών και συμπεριφορικών περιστολών των ανθρώπινων ελευθεριών; Επειδή η προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι η απεγνωσμένη -και άρα άκριτη- αποδοχή του καθεστώτος της «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης», το οποίο έχει επιβληθεί διεθνώς για να αναχαιτιστεί η ταχύτατη διάδοση του κορονοϊού COVID-19.
Τις δύο τελευταίες εβδομάδες ο αριθμός των χωρών, πλην της Κίνας, που επλήγησαν από τον νέο κορονοϊό αυξήθηκε σημαντικά, μέχρι τις αρχές αυτής της εβδομάδας είχαν καταγραφεί επίσημα πάνω από 119.223 χιλιάδες κρούσματα σε 116 διαφορετικές χώρες, ενώ από αυτούς τους ασθενείς πέθαναν 4.300 άνθρωποι.
Αξιολογώντας τα νέα δεδομένα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανακοίνωσε -το απόγευμα της Τετάρτης 11 Μαρτίου- ότι η νέα ιογενής ασθένεια δεν μπορεί πλέον να χαρακτηρίζεται «επιδημία», διότι πρόκειται πια εμφανώς για «πανδημία». Μια διόλου εύκολη απόφαση που θα έχει άμεσα πολύ σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων.
Η επίσημη εξήγηση για αυτές τις τραγικές εξελίξεις είναι πως το ανθρώπινο είδος αντιμετωπίζει, λόγω της διάδοσης του κορονοϊού COVID-19, μια κατάσταση «έκτακτης υγειονολογικής ανάγκης», τις οδυνηρές συνέπειες της οποίας, αργά ή γρήγορα, θα αντιμετωπίσουμε όλοι, νοσούντες και υγιείς. Πόσο δικαιολογημένος και κυρίως αποτελεσματικός είναι ο πλανητικός πανικός απέναντι στη νέα ιογενή απειλή, ο κίνδυνος της οποίας «αναβαθμίστηκε» σε πανδημία;
Οι βιοπολιτικές πτυχές της νέας ιογενούς τρομοκρατίας
Από όσο γνωρίζουμε, ουδέποτε υπήρξε πανδημία σε ανθρώπινους πληθυσμούς που να προκλήθηκε από κορονοϊούς, αυτή είναι η πρώτη φορά. Ταυτόχρονα, όμως, ποτέ δεν υπήρξε μια πανδημία ιογενούς προέλευσης που η δυναμική της να είναι δυνητικά ελέγξιμη από τον άνθρωπο, όπως σε αυτήν την περίπτωση. Αυτά υποστήριξε την προηγούμενη Τετάρτη στη συνέντευξη Τύπου στη Γενεύη ο επικεφαλής του ΠΟΥ, όπου και ανακοινώθηκε επίσημα η αναβάθμιση του COVID-19 από τοπική επιδημία σε πλανητική πανδημία.
«Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο COVID-19 μπορεί να χαρακτηριστεί ως πανδημία», δήλωσε ο δρ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγιεσούς (Tedros Adhanom Ghebreyesus). Και αμέσως μετά διευκρίνισε: «Η λέξη επιδημία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται με ελαφρότητα, διότι μπορεί να δημιουργεί περιττούς φόβους και το συναίσθημα ότι ο αγώνας έχει χαθεί. Δεν είναι όμως έτσι, περιγράφοντας την κατάσταση ως πανδημία δεν αλλάζει κάτι σε ό,τι ήδη κάνει ο ΠΟΥ, ούτε και σε όσα οφείλουν να κάνουν οι χώρες».
Δικαιολογώντας μάλιστα τους λόγους για την επώδυνη απόφασή τους πρόσθεσε: «Στον ΠΟΥ αξιολογήσαμε την τρέχουσα επιδημία και ανησυχούμε ιδιαιτέρως τόσο για τα υψηλά επίπεδα διάδοσης και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της, όσο και για την εξαιρετικά επικίνδυνη αδράνεια των ανθρώπων για την αντιμετώπισή τους. Βρισκόμαστε σε αυτήν τη κατάσταση και οφείλουμε να δράσουμε με ψυχραιμία ώστε να κάνουμε το πιο σωστό».
Μέτρα κατά της πανδημίας
Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα ο εκπρόσωπος του ΠΟΥ υποστήριζε ότι ο νέος κορονοϊός «δεν έχει διαδοθεί ακόμη με τρόπο τόσο ασυγκράτητο και δεν έχει προκαλέσει σε ευρεία κλίμακα ικανό αριθμό κρουσμάτων και θανάτων ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του ως πανδημίας». Ομως, υπάρχουν και τρεις επιπλέον λόγοι για τον εμφανή δισταγμό του ΠΟΥ να αναγνωρίσει την εκρηκτική διάδοση του COVID-19 ως «πανδημία»: Πρώτον, η προσπάθεια να καθυστερήσει την προσφυγή πολλών χωρών στο πρωτόκολλο -με τους αποκλεισμούς και τις απαγορεύσεις- που προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο σε περίπτωση ανακήρυξης μιας πανδημίας. Δεύτερον, ο φόβος του μαζικού πανικού που συνήθως συνοδεύει αυτήν την αναγνώριση. Και τρίτον, για να μην επαναλάβει, χωρίς να διαθέτει επαρκείς λόγους, το λάθος που έκανε το 2009, όταν, σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, ο ΠΟΥ θεώρησε εσφαλμένα ως πανδημία την όντως μαζική εμφάνιση του ιού της γρίπης ΑΗ1Ν1.
Ωστόσο, υπάρχει ένας επιπλέον και ουσιαστικότερος λόγος για να μην προσφεύγει εύκολα στην ανακήρυξη μιας πανδημίας ένας διεθνής ιατρικός οργανισμός και αυτός είναι ότι δεν υπάρχει ένας επιστημονικά σαφής και καθολικά αποδεκτός ορισμός του τι πρέπει να θεωρείται «πανδημία» και πώς αυτή διακρίνεται από μια «επιδημία». Συνήθως, ως πανδημία ορίζεται η «καθολική επιβεβαίωση της ανεξέλεγκτης διάδοσης μιας νόσου σε όλο τον πλανήτη».
Επομένως, ως πανδημία περιγράφονται οι σπάνιες περιπτώσεις καθολικής επιδημίας μιας νόσου, η οποία μπορεί να προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Γης και πιθανόν ένα μέρος αυτού να ασθενήσει.
Πρόκειται εμφανώς -και ίσως σκοπίμως- για μια αόριστη περιγραφή που επιτρέπει σε έναν διεθνή οργανισμό όπως ο ΠΟΥ να χειρίζεται με τρόπο ευέλικτο και ανά περίπτωση τις πιο σοβαρές ιατρικές κρίσεις.
Το γεγονός όμως ότι, μέχρι τα μέσα αυτής της εβδομάδας, είχαν καταγραφεί επίσημα πάνω από 124.000 κρούσματα και 4.615 θάνατοι, καθώς και το ότι αυξήθηκε εντυπωσιακά ο αριθμός των χωρών που εμφανίζουν κρούσματα από τον κορονοϊό είναι τα στοιχεία που εξηγούν το γιατί η επιτροπή ειδικών του ΠΟΥ υποχρεώθηκε τελικά να αναγνωρίσει ως πανδημία την πλανητική παρουσία του COVID-19, τονίζοντας, ωστόσο, ότι από άποψη θνησιμότητας είναι μια μάλλον ήπια μορφή πανδημίας.
Ο κορονοϊός στην Ελλάδα
Πώς αντιμετωπίζονται όλα αυτά στην Ελλάδα; Επειδή, ευτυχώς, ο αριθμός των κρουσμάτων είναι ακόμη σχετικά μικρός, όμως αυξάνεται καθημερινά και πριν από δύο ημέρες καταγράφηκε ο πρώτος θάνατος, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα κλείσουν προληπτικά όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια για δύο εβδομάδες. Μια απόφαση του υπουργού Υγείας που αφορά τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, τα σχολεία, τα ΙΕΚ και τα πανεπιστήμια και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, τα οποία θα παραμείνουν κλειστά για 14 ημέρες, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στις οικογένειες των παιδιών.
Αν και αναμενόμενα, αυτά τα μέτρα ελήφθησαν με στόχο να εμποδιστεί ή, έστω, να επιβραδυνθεί η διάδοση του νέου κορονοϊού στον τόπο μας. Αν και πολύ φοβόμαστε ότι θα αποδειχτούν ανεπαρκή, αν το κλείσιμο των σχολείων δεν παραταθεί για τουλάχιστον έναν μήνα. Εξάλλου, τέτοια ακραία μέτρα, επειδή δεν βασίζονται σε κοινά αποδεκτές και αποδεδειγμένα έγκυρες επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τη διάδοση του νέου κορονοϊού, προβάλλουν απλώς τη θεμιτή αλλά αόριστη πρόθεση της κυβέρνησης «να κάνει κάτι» -συνήθως το πιο εύκολο και το λιγότερο επώδυνο οικονομικά- για να επιβραδύνει την αναπόφευκτη διάδοση του ιού.
Δεδομένου ότι δεν διαθέτουμε ακόμη ένα εμβόλιο που να μας προστατεύει από τον κορονοϊό και επειδή πρόκειται για μια ιογενή νόσο, οπότε τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να μας βοηθήσουν, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι στην Ελλάδα θα πολλαπλασιαστούν τα κρούσματα της νέας και ταχύτατα διαδιδόμενης νόσου.
Η οποία, προφανώς, δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με το κλείσιμο των σχολείων ή με την αντιμετώπιση των πάντων ως δυνητικών «υπόπτων», αλλά μόνο με την έγκαιρη ανάπτυξη της κατάλληλης υγειονομικής πολιτικής και με την επιστημονικά έγκυρη ενημέρωση των πολιτών.
Η πανδημία ως κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης»
Παρουσιάζουμε σήμερα το πολύ ενδιαφέρον άρθρο που έγραψε πρόσφατα ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben), κορυφαίος Ιταλός φιλόσοφος και διεθνούς κύρους στοχαστής, για να καυτηριάσει την κυρίαρχη ιταλική -αλλά και τη διεθνή- στρατηγική αντιμετώπισης της νέας πανδημίας του κορονοϊού. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 26 Φεβρουαρίου στη γνωστή ιταλική εφημερίδα «il manifesto» με τίτλο: «Η κατάσταση εξαίρεσης που προκλήθηκε από μια αδικαιολόγητη επείγουσα ανάγκη». Αποφασίσαμε να το μεταφράσουμε επειδή αποτελεί το σχόλιο ενός σπουδαίου διανοούμενου στη νέα ζοφερή πραγματικότητα που μας κατακλύζει:
«Ο φόβος της επιδημίας ευνοεί την εκδήλωση πανικού και στο όνομα της ασφάλειας γίνονται αποδεκτά μέτρα τα οποία περιορίζουν δραματικά την ελευθερία δικαιολογώντας έτσι την κατάσταση εξαίρεσης.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί τα μέσα ενημέρωσης και η κυβέρνηση κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να δημιουργηθεί κλίμα πανικού, προκαλώντας με αυτή τους τη στάση μια πραγματική κατάσταση εξαίρεσης, η οποία συνεπάγεται σημαντική μείωση των μετακινήσεων και αναστολή των καθημερινών δραστηριοτήτων διαβίωσης και απασχόλησης σε εκτεταμένες περιοχές της χώρας;
Δύο παράγοντες μπορεί να μας βοηθήσουν να ερμηνεύσουμε μια τόσο ακραία στάση.
Κατ’ αρχάς επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά η τάση να χρησιμοποιείται η κατάσταση εξαίρεσης ως κανονικό πρότυπο διακυβέρνησης. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου που επικυρώθηκε αμέσως από την κυβέρνηση «για λόγους δημόσιας υγείας και ασφάλειας» οδηγεί κυριολεκτικά σε μια επιβολή στρατιωτικού νόμου «στους δήμους και στις περιφέρειες της Ιταλίας όπου υπάρχει τουλάχιστον ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα, η πηγή μετάδοσης του οποίου είτε είναι άγνωστη είτε δεν μπορεί να εξηγηθεί από την επαφή με κάποιο άτομο προερχόμενο από περιοχή που είναι ήδη χαρακτηρισμένη ως μολυσμένη από τον ιό».
Μια τόσο αόριστη και ασαφής διατύπωση θα επιτρέψει την ταχύτατη επέκταση της κατάστασης εξαίρεσης σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, αφού είναι σχεδόν αδύνατο να μην επιβεβαιωθούν κρούσματα και αλλού.
Ας δούμε τώρα ποιοι είναι οι σοβαροί περιορισμοί της ελευθερίας που προβλέπονται από το σχετικό διάταγμα:
■ Απαγόρευση απομάκρυνσης από τον δήμο ή από την περιοχή όλων των ατόμων που βρίσκονται ή διαμένουν στον δήμο ή στην περιοχή.
■ Απαγόρευση εισόδου στον δήμο ή στην περιοχή.
■ Αναβολή όλων των εκδηλώσεων και πρωτοβουλιών, όλων των κοινωνικών γεγονότων και των συναθροίσεων σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, πολιτιστικού, αθλητικού, ψυχαγωγικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αυτών που επρόκειτο να διεξαχθούν σε κλειστούς χώρους με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
■ Αναστολή λειτουργίας όλων των μονάδων που σχετίζονται με όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από τους παιδικούς σταθμούς μέχρι τα πανεπιστήμια· εξαιρούνται οι εξ αποστάσεως εκπαιδευτικές δραστηριότητες.
■ Αναστολή λειτουργίας όλων των μουσείων και των λοιπών πολιτιστικών ιδρυμάτων των οποίων η λειτουργία προβλέπεται από τον σχετικό νόμο.
■ Αναβολή όλων των εκπαιδευτικών εκδρομών και ταξιδιών, είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε στο εξωτερικό.
■ Αναβολή όλων των διαγωνισμών και αναστολή της λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών, εκτός από αυτές που είναι απολύτως απαραίτητες για το δημόσιο συμφέρον.
■ Εφαρμογή του μέτρου της καραντίνας σε συνδυασμό με την επιβολή ενεργού επιτήρησης στα άτομα που έχουν έρθει σε στενή επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα της ασθένειας.
Η ακρότητα αυτών των μέτρων είναι εξόφθαλμη, αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών της Ιταλίας, πρόκειται για κάτι ανάλογο με τη γρίπη και για μια νόσο όχι και πολύ διαφορετική από αυτές που αντιμετωπίζουμε κάθε χρόνο. Θα έλεγε κανείς ότι αφού εξαντλήθηκε η τρομοκρατία ως δικαιολογία για την επιβολή έκτακτων μέτρων, η επινόηση μιας επιδημίας μπορεί να παρέχει την ιδανική δικαιολογία προκειμένου αυτά τα μέτρα να επεκταθούν πέρα από κάθε όριο.
Ο δεύτερος παράγοντας, που δεν είναι λιγότερο ανησυχητικός, είναι η κατάσταση φόβου που, τα τελευταία χρόνια, έχει εμφανώς κυριαρχήσει στη συνείδηση των ατόμων και η οποία μεταφράζεται σε μια πραγματική ανάγκη για καταστάσεις συλλογικού πανικού, για την επίτευξη των οποίων η επιδημία προσφέρει, για πολλοστή φορά, την ιδανική πρόφαση.
Έτσι, σε έναν διεστραμμένο φαύλο κύκλο, η περιστολή της ελευθερίας που έχει επιβληθεί από τις κυβερνήσεις γίνεται αποδεκτή στο όνομα της επιθυμίας για ασφάλεια, που έχει καλλιεργηθεί από τις ίδιες τις κυβερνήσεις και οι οποίες τώρα παρεμβαίνουν για να ικανοποιήσουν την ανάγκη που οι ίδιες δημιούργησαν».
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη