Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Philip K. Dick: Ο δημιουργός δυστοπικών φανταστικών κόσμων

Γιώργος Στάμκος


Όσο ζούσε ήταν ένας σχεδόν άγνωστος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας (ε.φ.), παρόλο που έγραψε πολλά, έξυπνα και οραματικά βιβλία -αρκετά εκ των οποίων υψηλής λογοτεχνικής αξίας- που όμως δεν κατάφεραν να αποσπάσουν την προσοχή του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού και των mainstream κριτικών.

Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, στις 2 Μαρτίου του 1982, ο Φίλιπ Κ. Ντικ (Philip Kindred Dick, 1928-1982), δεν κατάφερε να πάρει τη θέση που του άξιζε στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία. Όμως, από το 1982, όταν ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Ridley Scott γύρισε το μοναδικό Blade Runner (βασιζόμενο στο βιβλίο του Φίλιπ Ντικ Do Androids Dream of Electric Sheep?), άλλες επτά κινηματογραφικές ταινίες του Χόλιγουντ βασίστηκαν σε βιβλία και διηγήματα του Ντικ: Total Recall (1990), Screamers (1995), The Minority Report (2001), Impostor (2002), Paycheck (2003), A Scanner Darkly (2006), και Next (2007). Επίσης μια γαλλική ταινία, το Confessions D’ un Barjo, βασίστηκε στο βιβλίο του Ντικ Confessions of a Crap Artist, ένα από τα λίγα μη επιστημονικής φαντασίας έργα του συγγραφέα.

“Μου αρέσει να κατασκευάζω σύμπαντα που, ναι, καταρρέουν!”


Η ειρωνεία πάντως είναι πως, ενώ ο Φίλιπ Ντικ δεν έλαβε παρά μονάχα μερικές εκατοντάδες δολάρια, παραχωρώντας τα δικαιώματα του Do Androids Dream of Electric Sheep? στους  παραγωγούς του Blade Runner (1982), οι ταινίες που βασίστηκαν στα γραπτά και στις ιδέες του έχουν προ πολλού ξεπεράσει σε εισπράξεις το ένα δισεκατομμύριο δολάρια! Πρόκειται για μια επιτυχία που μπορεί να συγκριθεί μόνον μ’ εκείνη των ταινιών που βασίστηκαν σε βιβλία και σενάρια του «ιερού τέρατος» του τρόμου, που ακούει στο όνομα Stephen King. Και υπάρχουν στα συρτάρια των παραγωγών του Χόλιγουντ αρκετά ακόμη σενάρια ταινιών, που βασίζονται στα βιβλία του μεγάλου και οραματικού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας, ο οποίος αρέσκονταν να κατασκευάζει φανταστικά σύμπαντα που να αποσυντίθενται και να καταρρέουν: «Εμένα μου αρέσει να κατασκευάζω σύμπαντα που, ναι, καταρρέουν! Μου αρέσει να τα βλέπω να διαλύονται και να βλέπω πως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα οι ήρωες των διηγημάτων» (Philip K. Dick, How to Build a Universe That Doesn’t Fall Apart Two Days Later).

Για τον Φίλιπ Ντικ, που αρέσκονταν να διαλύει τους φανταστικούς του κόσμους, η αυθεντική ζωή άρχιζε αφού κατέρρεαν οι ψευδαισθήσεις και η κοσμική εντροπία άρχιζε να κάνει τη φθοροποιό λειτουργία της. Γι’ αυτό και οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Φίλιπ Ντικ δεν είναι τίποτα υπερήρωες, πετυχημένοι και με υπερφυσικές ικανότητες, αλλά συνηθισμένα αδέξια ανθρώπινα πλάσματα, συχνά ανάπηρα και γεμάτα ατέλειες.

«Δεν υπάρχουν ήρωες στα βιβλία του Ντικ, αλλά όμως έχουν πάνω τους κάτι το ηρωικό», επισημαίνει και η συγγραφές ε.φ. Ούρσουλα Λε Γκεν (Ursula K. Le Guin). Οι «ήρωες» του είναι άτομα καθημερινά, που όμως διαθέτουν κουράγιο, ευγένεια και υπομονή, για να παλεύουν για την επιβίωσή τους σ’ ένα περιβάλλον υποβαθμισμένο, με φτώχεια, ναρκωτικά και κατάχρηση εξουσίας, με σύμπαντα εικονικής πραγματικότητας και τοξικών αποβλήτων, «όπου τα ανδροειδή ονειρεύονται και ο Θεός παραμονεύει σε ένα μπουκάλι αεροζόλ» (Erik Davis, Techgnosis).

Δίδυμη παράνοια;


Ο Φίλιπ Ντικ γεννήθηκε στο Σικάγο, στις 16 Δεκεμβρίου του 1928, μαζί με τη δίδυμη αδελφή του Jane, που πέθανε έξι μόλις εβδομάδες μετά τη γέννησή της (26 Ιανουαρίου του 1929)... Ο Ντικ είχε σε όλη του τη ζωή ενοχές σχετικά με τον ξαφνικό θάνατο της αδελφής του, πράγμα που τον οδήγησε σε μια άκρως δημιουργική, αλλά ταυτόχρονα ταραχώδη και αυτοκαταστροφική ζωή. Αναρωτιόταν συχνά για το τι θα γινόταν στην περίπτωση που εκείνος πέθαινε στη θέση της αδερφής του και αυτή η σκέψη τον οδήγησε σε εμμονές σχετικά με τη μη πραγματική φύση της πραγματικότητας.

Οι σχέσεις του Ντικ με τους δύο γονείς του, τον Edgar Dick και την Dorothy Kindred, ήταν εξ αρχής δύσκολες και προβληματικές και έγιναν ακόμη πιο περίπλοκες μετά το διαζύγιο τους, όταν ο Φίλιπ ήταν μόλις πέντε ετών. Οι δύο γονείς του, αλλά και η αδικοχαμένη δίδυμη αδελφή του Jane, αποτέλεσαν αντικείμενο έμπνευσης και χρησιμοποιήθηκαν ως μοντέλα για αρκετούς χαρακτήρες των φανταστικών ιστοριών που έγραψε. Ειδικά η απώλεια της δίδυμης αδελφής του Jane φαίνεται πως δημιούργησε στον Φίλιπ Ντικ την τάση προς τον διλληματικό δυϊσμό, που διαρρέει όλο το έργο του: πραγματικό-ψεύτικο, ανθρώπινο-ρομποτικό κ.α. Αυτή είναι ίσως και η πηγή των ερωτημάτων που απαντώνται τόσο συχνά στα έργα του Ντικ: Τι σημαίνει πραγματικότητα; Είμαστε άνθρωποι ή απλά μηχανήματα αντανακλαστικών;

«Σχιζοφρενής» που αυτοθεραπεύτηκε;


Η οικογένεια Ντικ μετακόμισε στο Σαν Φραντσίσκο κι όταν ο Φίλιπ έγινε πέντε ετών, το 1933, ο πατέρας του μετακόμισε μόνος του στο Ρένο της Νεβάδα. Μετά το διαζύγιο της με τον Edgar Dick η μητέρα του Dorothy Kindred, πήρε το γιό της και εγκαταστάθηκε στο Berkeley της Καλιφόρνια, όπου ο Φίλιπ Ντικ τελείωσε το γυμνάσιο και το 1949 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, για να τα παρατήσει λίγο αργότερα. Αλλά η ζωή του κάθε άλλο παρά ήρεμη και φυσιολογική ήταν. Ξεκινώντας από την ηλικία των επτά ετών ο Φίλιπ Ντικ υπέφερε από ξεσπάσματα ίλιγγου, που έγιναν πιο πυκνά και έντονα κατά τη διάρκεια της εφηβείας του. Τότε ένας ψυχίατρος διέγνωσε ότι ο Ντικ υπέφερε από σχιζοφρένεια(!), αλλά στα επόμενα χρόνια άλλοι ψυχίατροι είχαν διαφορετική άποψη και διέγνωσαν πως ήταν διανοητικά υγιής και με «σώας τας φρένας», απλώς υπέφερε κατά διαστήματα από «νευρική κατάρρευση». Αυτή η εμπειρία χρησιμοποιήθηκε αργότερα (1964) στο βιβλίο του Martian Time-Slip (ελληνική μτφ. Εμείς οι Αρειανοί), όπου ο ήρωας του βιβλίου Jack Bohlen ήταν ένας «πρώην σχιζοφρενής» και ο Μάνφρεντ Στάινερ αυτιστικός.

«Το να γράφεις Επιστημονική Φαντασία είναι ένας τρόπος να επαναστατείς»


Όταν εγκατέλειψε τις σπουδές του ο Ντικ φιλοξενήθηκε για λίγο στο μουσικό πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού KSMO, ενώ από το 1948 ως το 1952 εργάστηκε σε κατάστημα πώλησης δίσκων, ικανοποιώντας έτσι την αγάπη του για τη μουσική. Παντρεμένος εκείνη την εποχή (από το 1950 ως το 1959) με την ελληνοαμερικανίδα Κλειώ Αποστολίδου (Kleo Apostolides), που είχε σοσιαλιστικές και γενικώς αριστερές (αντιφασιστικές) απόψεις, ο Ντικ δέχθηκε τότε τις ενοχλητικές επισκέψεις πρακτόρων του FBI, γεγονός που τον οδήγησε σε φοβία και ταυτόχρονα απέχθεια για τον αυταρχισμό της εξουσίας: «Φοβάμαι την εξουσία αλλά ταυτόχρονα απορρίπτω κι αυτήν και το φόβο μου και επαναστατώ. Το να γράφεις επιστημονική φαντασία είναι ένας τρόπος να επαναστατείς» (Φίλιπ Ντικ, Θυμωμένο Πορτραίτο, από την εισαγωγή στη συλλογή διηγημάτων The Golden Man).

Ο Φίλιπ Ντικ δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα ε.φ. (Beyond Lies the Wub) το 1952 και τρία χρόνια αργότερα είχε τη χαρά να δει να τυπώνεται σε φτηνή pulp μορφή το πρώτο του βιβλίο με τίτλο The Variable Man and Other Stories. Έτσι ξεκίνησε η διαδρομή του Φίλιπ Ντικ στο σύμπαν της επιστημονικής φαντασίας. Η ειρωνεία βέβαια ήταν ότι ο Ντικ δεν επιθυμούσε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την ε.φ. αλλά ονειρευόταν να κάνει σταδιοδρομία στη συμβατική λογοτεχνία και γι’ αυτό προσπάθησε αρχικά να γράψει μια σειρά λογοτεχνικών κειμένων, που όμως δεν είχαν τύχη και επιστράφηκαν στο συγγραφέα τους χωρίς ποτέ να εκδοθούν –εκτός από Confessions of a Crap Artist που είναι το μοναδικό μη ε.φ. έργο του Φίλιπ Ντικ, που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Πως όμως ξεκίνησε το ενδιαφέρον του Ντικ για την επιστημονική φαντασία; Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος σε μια βιογραφική του συνέντευξη το 1968, αυτό ήταν αποτέλεσμα ενός τυχαίου περιστατικού: «Όταν ήμουν δώδεκα χρονών, το 1940, διάβασα το πρώτο μου περιοδικό επιστημονικής φαντασίας… Ονομάζονταν Stirring Science Stories και είχε, νομίζω, ήδη τέσσερα τεύχη κυκλοφορίας… Βρέθηκα απέναντι σ’ αυτό το περιοδικό εντελώς τυχαία. Στην πραγματικότητα έψαχνα για το περιοδικό Popular Science. Είχα μείνει έκθαμβος! Περιοδικό με ιστορίες γύρω από την επιστήμη; Αμέσως αναγνώρισα τη μαγεία που ανακάλυψα στα πιο παιδικά μου χρόνια, μέσα στα βιβλία του Oz - αυτή η μαγεία είχε τώρα ζευγαρώσει όχι με το παραμύθι αλλά με την επιστήμη… Σε κάθε περίπτωση στα μάτια μου η μαγεία εξισώθηκε με την επιστήμη… και η επιστήμη (του μέλλοντος) εξισώθηκε με τη μαγεία».

“Ο συγγραφέας ε.φ. δεν βλέπει απλώς τις πιθανότητες. Βλέπει τις τρελές πιθανότητες”


Όμως ο Ντικ δεν διάβαζε μόνο βιβλία ε.φ. στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας. Είχε μια λογοτεχνική παιδεία που περιλάμβανε αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Ξενοφώντας, τον Τζέημς Τζόυς, τους Γάλλους συγγραφείς Φλομπέρ, Στεντάλ και Γκυ Ντε Μωπασάν - κι όλα αυτά μέχρι τα είκοσί του. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ντικ δεν έχασε ποτέ την επιθυμία του να γίνει αποδεκτός από το λογοτεχνικό mainstream, αν και αναγνώριζε πως αυτό ήταν ένα είδος αποδοκιμασίας για την επιστημονική φαντασία χάρη στην οποία έγινε ο ίδιος συγγραφέας:

«Να γιατί αγαπώ την ε.φ. Μ’ αρέσει να τη διαβάζω, μ’ αρέσει να τη γράφω. Ο συγγραφέας ε.φ. δεν βλέπει απλώς τις πιθανότητες. Βλέπει τις τρελές πιθανότητες. Δεν είναι μονάχα το ‘’Κι αν…’’, είναι το ‘’Θεέ μου, κι αν…’’ - με φρενίτιδα και υστερία. Οι Αρειανοί πάντα θα έρχονται. Ο δρ. Σποκ είναι ο μόνος ήρεμος. Να γιατί ο Σποκ έγινε ο θεός μας. Γαληνεύει την υστερία μας. Ισορροπεί την τάση των ανθρώπων της ε.φ. να φαντάζονται το απίθανο… Κέρκ (αναστατωμένος): ‘’Σποκ, το Εντερπράιζ θα τιναχτεί στον αέρα!’’ Σποκ (ήρεμα): ‘’Άκυρο Κάπταιν, απλά ήταν μια καμένη ασφάλεια’’… Αν θες να αποδεχτείς την πραγματικότητα, άντε διάβασε Φίλιπ Ροθ. Διάβασε τους καθιερωμένους συγγραφείς best seller κλασικού ύφους και θεματολογίας, που απαρτίζουν το φιλολογικό οικοδόμημα της Νεάς Υόρκης. Όμως διαβάζεις ε.φ. κι εγώ τη γράφω για σένα. Θέλω με το γράψιμό μου να δείξω τι αγαπώ (τους φίλους μου) και τι μισώ με αγριότητα (τα κακά που τους συμβαίνουν)» (Φίλιπ Ντικ, Θυμωμένο Πορτραίτο, από την εισαγωγή στη συλλογή διηγημάτων The Golden Man).

The Man in the High Castle


Το 1963 ο Ντικ παρέλαβε το Βραβείο Χιούγκο για το μυθιστόρημα του Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο (The Man in the High Castle), όπου περιέγραφε την εναλλακτική ιστορία ενός κόσμου στον οποίο οι σύμμαχοι έχασαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι Ναζί με τους Ιάπωνες νίκησαν και μοιράστηκαν τον πλανήτη και εξόρμησαν προς το διάστημα. Όμως ένας συγγραφέας, ο Χώθορν Άμπεντσεν, που ζει κρυμμένος κάπου στα Βραχώδη Όρη, γράφει ένα βιβλίο, συμβουλευόμενος το κινέζικο βιβλίο των αλλαγών Ι Τσινγκ (I Ching), όπου περιγράφει έναν κόσμο όπου οι Σύμμαχοι νίκησαν… Βλέπετε κλασικό μοτίβο στα έργα του Φίλιπ Ντικ είναι η αμφιβολία για τη φύση της πραγματικότητας και η αβεβαιότητα…

«Η ανθρώπινη κατάσταση δεν είναι τραγική ή μεγαλειώδης, αλλά  αστεία»


Πολλοί κριτικοί λογοτεχνίας και μελετητές συμφωνούν ότι ο Φίλιπ Ντικ θα αναγνωριστεί στα χρόνια που έρχονται ως ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα. Η αλήθεια βέβαια είναι πως ο Φίλιπ Ντικ δεν κατάφερε να αναγνωριστεί η μεγάλη του αξία, παρά μόνον μετά θάνατον, κυρίως χάρη στις πολλές ταινίες του Χόλιγουντ τα σενάρια των οποίων βασίστηκαν πάνω σε βιβλία και διηγήματά του. Για την ώρα πάντως παραμένει ένας σκοτεινός και σχετικά αφανής συγγραφέας, γνωστός κυρίως στο νεανικό κοινό και στους οπαδούς της επιστημονικής φαντασίας.

Οι αναγνώστες του Ντικ όμως πιστεύουν πως κάποια μέρα θα αναδειχθεί η πολύπλευρη αξία του και οι προβλέψεις του θα έχουν τεράστια επίδραση στον κόσμο, παρόμοια ίσως μ’ εκείνες του Ιουλίου Βερν. Γι’ αυτούς, στο κοντινό μέλλον, η επίδραση του συγγραφέα στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, θα συγκρίνεται μονάχα μ’ εκείνη των «ιερών τεράτων» της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Οι προβλέψεις του Ντικ έμοιαζαν με αυταπάτες κατά την ψυχεδελική δεκαετία του 1960, όταν ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας κατάπινε το ένα μετά το άλλο χάπια αμφεταμίνης και άλλων ψυχεδελικών, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να αποδράσει από την «έρημο  του πραγματικού». Σήμερα οι προβλέψεις του Ντικ αρχίζουν η μια μετά την άλλη να επαληθεύονται μ’ έναν περίεργα αλληγορικό τρόπο.

Όσο για τον ίδιο, τον πρόωρα χαμένο συγγραφέα, αυτό που είχε σημασία στην ανθρώπινη κατάσταση είναι να μη χάσει κανείς το χιούμορ του, τον αυτοσαρκασμό του: «Σε τελική ανάλυση η ανθρώπινη κατάσταση δεν είναι τραγική ή μεγαλειώδης, αλλά αστεία. Πως αλλιώς να την αποκαλέσεις; Οι πιο σοφοί άνθρωποι στον κόσμο είναι οι κλόουν, σαν τον Χάρπο Μαρξ, που δεν μιλούσε. Αν μου έλεγαν πως θα εκπληρώνονταν μια ευχή μου, θα ήθελα ο θεός να άκουγε αυτά που ο Χάρπο Μαρξ δεν έλεγε, και να καταλάβαινε γιατί ο Χάρπο δεν μίλαγε. Θυμηθείτε, ο Χάρπο μπορούσε να μιλήσει. Απλά δεν το έκανε. Ίσως να μην υπήρχε τίποτε να πει: όλα έχουν ειπωθεί. Ή ίσως, αν μιλούσε, να ξεστόμιζε κάτι αληθινά τρομερό, κάτι που δεν έπρεπε να γνωρίζουμε. Δεν ξέρω. Ίσως μπορείτε να μου πείτε εσείς… Ή γελάς ή, πιστεύω, πεθαίνεις κι ησυχάζεις» (Φίλιπ Ντικ, Θυμωμένο Πορτραίτο, από την εισαγωγή στη συλλογή διηγημάτων The Golden Man).

* O Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος

Πηγή: tvxs.gr



Η Σφήκα: Επιλογές