Του Όττο
«Καὶ εἶδον ὅτι ἤνοιξε τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων· καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγοντος, ὡς φωνὴ βροντῆς· Ἔρχου. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ.6:1-2)
Το τέλος του κόσμου θα έρθει μ’ ένα βήξιμο. Και δύσπνοια. Έτσι πάντοτε αρχίζουν όλα, ανεπαίσθητα, ψιθυριστά, χαζοχαρούμενα. Όλοι πιάστηκαν απροετοίμαστοι, το παραζαλισμένο κοπάδι. Μα εγώ ήξερα. Το περίμενα. Είχε προβλεφτεί δυο χιλιάδες χρόνια πριν.
Ο Καβαλάρης του Λοιμού ξεκίνησε απ’ την Κίνα. Στεφανωμένος με κορόνα, τοξεύοντας μολυσματικά σταγονίδια σάλιου. Όλα τα όργανα της παγκόσμιας Ελίτ μάς προετοίμαζαν για χρόνια, θαρρείς και βλέπαμε σκηνές στα προσεχώς του σινεμά. Ο ίδιος ο Μπιλ Γκέιτς το προέβλεψε λίγες βδομάδες πριν· δεν μπορούσε να λείπει ο Ψευδοπροφήτης.
Ο ιός ήταν πατενταρισμένος από το 2015 και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να τον ξαμολήσουν. Αντέχει εκτός ανθρώπινου σώματος περισσότερο από κάθε άλλον ιό στην ιστορία. Η περίοδος επώασης ως την εμφάνιση συμπτωμάτων, που όμως τον μεταδίδεις, και πάλι η μεγαλύτερη που ’χει καταγραφεί. Κατασκευασμένος για τη μέγιστη δυνατή εξάπλωση.
Μείωση του πληθυσμού της γης, αυτό είναι το βασικό πλάνο, αραίωμα του κοπαδιού το λένε, κυνικά και αναίσχυντα. Μα όχι μόνο αυτό. Οι σχεδιασμοί τους είναι μακρόπνοοι κι εκτυλίσσονται σε πολλαπλά επίπεδα, όπως όλοι οι μυημένοι γνωρίζουν.
Όταν, παραμονή πρωτοχρονιάς, οι Κινέζοι ενημέρωσαν για την επιδημία, οι περισσότεροι δεν πήραν τίποτα χαμπάρι, χαμένοι στα καζίνα και στις λέσχες, για το καλό του χρόνου. Το ’ξερα εγώ. Οι κερατάδες θα διαλέγανε δίσεχτη χρονιά. Όποιος διαβάζει και παρακολουθεί, αυτά τα κατέχει.
Δεν περίμενα, βέβαια, νά ’ρθει το αβγό στον κώλο, να τρέχω ν’ αδειάζω τα ράφια των σουπερμάρκετ και να μαλλιοτραβιέμαι για ένα αντισηπτικό· εκεί είναι που κολλάς στα σίγουρα. Έκανα τα κουμάντα μου νωρίς. Σιγά σιγά, χωρίς να δίνω στόχο, όσο οι χαχόλοι συζητούσαν αν θ’ αναβληθεί το καρναβάλι, άρχισα να μαζεύω τρόφιμα και να εξοπλίζω το καταφύγιο, στο υπόγειο του σπιτιού.
Οι γέροι μου, αιωνία τους η μνήμη, αγόρασαν τούτη τη μεζονέτα σε κάποιο αναπτυσσόμενο προάστιο της πόλης. Μετά, την κληρονόμησα εγώ. Τόσα χρόνια, από τότε που έφυγε κι η μάνα, δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια. Το μέλλον ήταν πάντοτε δυσοίωνο. Μολύβδινη επένδυση στην πόρτα του υπόγειου, θερμομόνωση κι ηχομόνωση απ’ τις καλές, γκαζιέρα, τουαλέτα με ντους, ένα μικρό γραφείο με διαδικτυακή σύνδεση οπτικών ινών, ένας πτυσσόμενος καναπές-κρεβάτι. Μέχρι και σύστημα συλλογής βρόχινου νερού απ’ τα κεραμίδια έφτιαξα· ένα καταφύγιο χρειάζεται νερό και ο κήπος της μεζονέτας κοινόχρηστος, δεν μπορούσα να κάνω γεώτρηση. Ευτυχώς πιάνουνε τα χέρια μου και μου κόστισαν μονάχα τα υλικά.
Περίσσεψε άφθονος χώρος γι’ αποθήκευση, εβδομήντα τετραγωνικά υπόγειο έχω, ψηλοτάβανο. Το τιγκάρησα μέχρι απάνω με όλα τα χρειαζούμενα. Σάκους με αλάτι, ντάνες ολόκληρες με κάθε λογής ζυμαρικά, να υπάρχει ποικιλία. Όσπρια, ρύζι, αλεύρι, λάδι, εμφιαλωμένο νερό, κονσέρβες, καφές, σοκολάτες, κρέατα στον καταψύκτη, αλκοόλ, φιάλες υγραερίου. Ένα ντουλάπι φίσκα στα συμπληρώματα διατροφής, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, μην πάθω κάνα σκορβούτο.
Πάνω από τρία χρόνια μπορώ ν’ αντέξω μ’ αυτές τις προμήθειες. Χαρτιά υγείας δεν πήρα, τσάμπα χώρο πιάνουν. Η γιαγιά μου ήταν απ’ την Πόλη και μ’ έμαθε να κάνω μπιντέ. Μόνο μερικά χαρτιά κουζίνας και κάμποσα χαρτομάντηλα· πού ξες, μπορεί να χρειαστούν.
Σήμερα η κυβέρνηση δέησε επιτέλους να πάρει τα πρώτα άτολμα μέτρα, κλείσιμο σχολείων και παρακαλετά στους πολίτες να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους· εγώ απλώς χαμογέλασα.
Άφησα τον κοσμάκη να κάνει γιουρούσι στα σουπερμάρκετ και συνέχισα ατάραχος τη δουλειά μου. Το απόγευμα βγήκα μια μεγάλη βόλτα στο δάσος, είμαστε σαν χωριό εδώ. Συνάντησα μερικούς που είχαν την ίδια ιδέα, μα τους απέφυγα. Μ’ απέφυγαν κι εκείνοι, σκασίλα μου μεγάλη. Οι αερολογίες των συναναστροφών μ’ εκνευρίζουν αφάνταστα.
Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε πως με τη Θεία Κοινωνία δεν μεταδίδεται ο ιός, μολονότι όλοι πίνουν απ’ το ίδιο δισκοπότηρο, με το ίδιο κουτάλι. Το σώμα και το αίμα του Κυρίου δεν μπορεί να μεταδίδει νόσους, είπαν. Κι όλοι ανέβηκαν στα κάγκελα κι άρχισαν να τους βρίζουν, σκοταδιστές, μεσαιωνικούς, τι θες και δεν τους έσουραν. Μα εγώ δεν βιάζομαι να κατηγορήσω. Το σκέφτομαι και το αναλύω απ’ το πρωί. Είναι δυνατόν να είναι τόσο βλάκες; Αποκλείεται.
Μετά κατάλαβα. Οι παπάδες ένιωσαν τι ’ναι αυτό που έρχεται, κι αποφάσισαν ότι είναι σημαντικότερο για τους πιστούς ν’ ανανεώσουν την κοινωνία τους με τη Θεία Χάρη, παρά να προφυλαχτούν από τον ιό. Γιατί αυτός είναι μονάχα το πρώτο βήμα. Κατανοητό από την πλευρά τους. Μα κάνουν λάθος. Τον Καβαλάρη δεν τον έστειλε ο Θεός, άλλοι κρύβονται από πίσω. Ίσως πάλι αυτοί οι άλλοι να είναι όργανα του Θεού, βρίσκεις άκρη;
Τα πρώτα κρούσματα ήρθαν από Ιταλία μεριά. Για λίγες μέρες, τα νούμερα έμειναν στάσιμα. Έπειτα έσκασε ολόκληρο εκδρομικό γκρουπ απ’ τους Άγιους Τόπους, οι περισσότεροι σε μαύρα χάλια. Κι άρχισε ο λοιμός να σαρώνει τη χώρα. Ο Θεός τιμωρεί, αποφάνθηκαν οι άθεοι.
Θανατικό στην Ιταλία, θερίζει κατά χιλιάδες ο Λευκός Καβαλάρης. Σκοτώνει κυρίως γέρους και άρρωστους, με υποκείμενες πνευμονικές νόσους, όπως το λένε στα κορακίστικα της ιατρικής. Αλλά και οι διαβητικοί, οι παχύσαρκοι, όσοι έχουν πίεση, επίσης κινδυνεύουν. Οι νέοι την περνούν ελαφριά, πολλοί χωρίς να το καταλάβουν. Και τα παιδιά, ούτε ένα δεν έχει πεθάνει.
Στους μεγαλύτερους, χαμός. Κι άμα δεν πεθάνεις, μια επισκεψούλα στην εντατική την κονομάς. Δεν έπιασα ακόμα τα πενήντα, όμως το βρογχικό άσθμα που με ταλαιπωρεί από χρόνια είναι σα το δρεπάνι του Χάρου απάνω απ’ το κεφάλι μου. Άμα κολλήσω, δύσκολα τη βγάζω καθαρή.
Η επιστήμη δεν γνωρίζει πολλά. Φυσικά και γνωρίζουν οι υποκριτές, έχουν κι έτοιμο το εμβόλιο, αλλά δεν θα το δώσουν στην κυκλοφορία, μέχρι να ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου τους. Δε μιλάμε για ένα οποιοδήποτε εμβόλιο, νανοτεχνολογία και κβαντικές τελείες.
Όταν ο κόσμος θα γονατίσει και θα παρακαλάει, θα κάνουν τον εμβολιασμό υποχρεωτικό και δια της βίας. Όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν θα εκτελούνται. Με αυτό θα στειρώσουν το 80% της ανθρωπότητας, έτσι θα μειωθεί ο πληθυσμός. Και μαζί θα εμφυτέψουν και ραδιοπομπό, να σε παρακολουθούν όπου κι αν βρίσκεσαι, μέχρι και τις σκέψεις σου θα καταγράφουν. Ο Ψευδοπροφήτης έγινε δισεκατομμυριούχος πουλώντας λογισμικό, βρίσκεται εκατό χρόνια μπροστά σε τεχνολογία.
Βγαίνω ακόμα έξω. Όσο είναι σχετικά ασφαλές, πηγαίνω στο σουπερμάρκετ και ψωνίζω, μην τρώω απ’ τα έτοιμα. Άρχισα να φοράω τις μάσκες που αποθήκεψα, πλέον είδος προς εξαφάνιση. Τις αγόρασα τριάντα λεπτά τη μία, τώρα τις πουλάνε δυο ευρώ και κάνεις και τεμενάδες για να βρεις.
Αποφεύγω τα συναπαντήματα στους διαδρόμους, σα να ’μαι ο πάκμαν. Δεν αγγίζω τη μούρη μου έξω απ’ το σπίτι. Τα χέρια μου σαν κουλά, σφιγμένες οι γροθιές, μην ξεχαστώ· είκοσι φορές την ώρα, λέει, πιάνει ο άνθρωπος ασυναίσθητα το πρόσωπό του.
Κι αυτή η μύτη, πώς με φαγουρίζει η γαμιόλα, μου ’ρχεται να την κόψω με το μαχαίρι να ησυχάσω. Μετά όμως θα πρέπει να βγάλω και τα μάτια μου, σα δαιμονισμένα με τρων και δαύτα. Παρηγοριέμαι στη σκέψη πως θα ξυθώ με την ησυχία μου, σαν γυρίσω σπίτι και απολυμάνω τα χέρια. Μα, μόλις περάσω το κατώφλι, η φαγούρα κόβεται απότομα, γαμώ το στανιό μου.
Στα ταμεία, παραφυλάω τριγύρω. Άμα δω άνθρωπο να πλησιάζει, έστω και στο διπλανό ταμείο, γυρνάω απ’ την άλλη, κοιτάω ψηλά, ακατάδεκτος σαν τη μαντάμ Σουσού. Κάρτα ανέπαφη, την περνάω εγώ απ’ το μηχάνημα, δεν επιτρέπω να την αγγίξει άνθρωπος.
Επιστροφή στο σπίτι. Τα παπούτσια έξω, στο πατάκι. Ανοίγω τις πόρτες με τους αγκώνες και τα γόνατα, Νουρέγιεφ έχω γίνει. Τα ρούχα που φοράω εκτός σπιτιού, κρέμασμα στο μπαλκόνι. Μετά, γραμμή στην τουαλέτα, άνοιγμα πόρτας, πάτημα τρόμπας κρεμοσάπουνου, άνοιγμα βρύσης, όλα με τον αγκώνα. Θέλει σαπούνισμα είκοσι δευτερόλεπτα, για να καταστραφεί ο ιός. Εύκολο να το λες…
Κάπου διάβασα πως άμα τραγουδήσεις δυο φορές το Happy birthday to you, περνάει ο χρόνος. Πήγα να το κάνω, μα μου φάνηκε ανόητο και, με κάποιον διεστραμμένο τρόπο, μακάβριο. Προτιμώ να λέω δυο πατερημά στα γρήγορα, ταιριάζουν καλύτερα στην περίσταση. Έρχεται η Αποκάλυψη, κράτα μια πισινή. Περίπου είκοσι πέντε δευτερόλεπτα τα χρονομέτρησα· καλύτερα, να ψοφήσει στα σίγουρα ο ιός.
Τόσο νίψιμο χεριών ούτε ο Πόντιος Πιλάτος. Έκζεμα έβγαλε το πετσί μου. Να θυμηθώ να πάρω καμιά κρέμα απ’ το φαρμακείο. Άλλαγμα πετσέτες κάθε δυο μέρες, όσο μπορώ ακόμα να βάζω πλυντήριο και ν’ απλώνω στη βεράντα.
Μετά ανοίγω την τσάντα με τα ψώνια, κείνη τη μεγάλη των πολλών χρήσεων, από τότε που παραμυθιαζόμασταν πως με δυο σακούλες λιγότερες θα σώζαμε το περιβάλλον. Τα συσκευασμένα, ψέκασμα με Ντετόλ, σκούπισμα με καθαρό πανί, μετά ντουλάπι ή ψυγείο. Τα χύμα, βούτηγμα στο νεροχύτη, γεμάτο με νερό και λίγη χλωρίνη, σε δέκα λεπτά είναι ασφαλή. Καλό ξέβγαλμα, σκούπισμα, ψυγείο. Κατόπιν γραμμή στην μπανιέρα, τρίψιμο καλό, σκούπισμα γερό, ασφάλεια. Κάθε μέρα απολύμανση των πάγκων και των τοίχων της κουζίνας με διάλυμα δέκα τοις εκατό χλωρίνη· σκοτώνει, λέει, τα πάντα. Μετά, σφουγγάρισμα το πάτωμα με διάλυμα ένα προς πενήντα. Θα τα καταφέρω· όποιος πολύ ποθεί να ζήσει το μπορεί.
Ο πρωθυπουργός έκλεισε τις εκκλησίες με διάταγμα κι απαγόρεψε τη μετάληψη. Και οι παπάδες ξεφύσησαν ανακουφισμένοι, που τους έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση. Γιατί άμα άρχιζε το λοιμικό να μαστίζει τους πιστούς, μετά απ’ όσα έχει πει η Εκκλησία, ο κόσμος θα έχανε την πίστη του για πάντα. Και το στερνό καταφύγιο σ’ αυτά που έρχονται είναι η πίστη. Τους ζηλεύω. Μακάρι να ’χα κι εγώ κάτι να πιστεύω.
Ο ιός ζει λιγότερο στο χαλκό, παρά σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια· περισσότερο ζει στο ανοξείδωτο ατσάλι. Επίσκεψη στα είδη κιγκαλερίας, αντικατάσταση όλων των ανοξείδωτων πόμολων του σπιτιού με χάλκινα. Μα πάλι με τον αγκώνα τ’ ανοίγω.
Ο WHO κήρυξε πανδημία. Σιγά μην έχαναν ευκαιρία οι τσάτσοι των Big Pharma.
Πόσο λίγο έχει αλλάξει η ζωή μου, τώρα που μας μάντρωσαν στο σπίτι. Ανατριχιάζω από τρόμο κι ικανοποίηση μαζί. Θυμάμαι τον γέρο μου· το ’χε καημό μεγάλο που ο γιος του βγήκε μονόχνοτος, μ’ έπρηζε κάθε τόσο στο κήρυγμα, Θεός σχωρέσ’ τον. Πού να ’ξερες, κυρ Θόδωρε, ότι θα ’ρχόταν καιρός που η ακοινωνησιά θα γινόταν πλεονέχτημα. Η ζωή μου δικαιώνεται πανηγυρικά. Γελάω μοναχός μου και μόνο που τον σκέφτομαι, με το απορημένο του βλέμμα, να σηκώνει τους ώμους, να παίρνει το καπελάκι του και να φεύγει για το καφενείο. Κι αυτός από ιό πήγε, της γρίπης. Έλιωσε η μάνα μετά, ούτε ένα χρόνο δεν άντεξε χωρίς τη γκρίνια του.
Εδώ που τα λέμε, πόσο ν’ αλλάξει η ζωή ενός υποτιτλιστή και μεταφραστή, που δουλεύει απ’ το σπίτι. Οι άλλοι γύρω έχουν λαλήσει. Κι όσο εγώ γουργουρίζω σαν τον γάτο στην ασφάλεια του σπιτιού μου, αυτοί ψάχνουν πρόσχημα και κουράγιο να ξεμυτίσουνε για λίγο.
Καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας. Κομμένες οι συναθροίσεις άνω των δέκα ατόμων. Πρόστιμα εκατόν πενήντα ευρώ σε όποιον συλληφθεί να κυκλοφορεί ασκόπως. Ειδική άδεια από την αστυνομία, μέσω διαδικτύου ή SMS, για όσους θέλουν να πάνε στο σουπερμάρκετ, στο φαρμακείο, σε ασθενείς συγγενείς ή να βγάλουν βόλτα τον σκύλο. Τεράστια η ζήτηση σκύλων, δεν έμεινε ούτε ένα αδέσποτο. Οι σκύλοι νοικιάζονται δέκα ευρώ την ώρα. Μουδιασμένη, η κοινωνία ακολουθεί δουλικά, αν και απρόθυμα, τους περιορισμούς.
Οι σελίδες εναλλακτικής έρευνας και ανεξάρτητης γνώμης βοούν, οι υποψιασμένοι αναγνώστες συμφωνούν κι επαυξάνουν: Η πρόβα ενός πρόθυμου ολοκληρωτισμού. Μια κοινωνία που οι πολίτες της έχουν αποδεχθεί να μην κυκλοφορούν χωρίς την άδεια της εξουσίας. Κοινωνική μηχανική, η αποθέωση της βιοπολιτικής. Η καραντίνα θα γίνει η νέα κανονικότητα. Τα μέτρα ήρθαν για να μείνουν. Το τέλος του κοινωνικού ανθρώπου. Καθόμαστε σαν σύγχρονοι Εβραίοι μπρος στα κρεματόρια. Η υποτίμηση της ανθρώπινης σκέψης και προσωπικότητας, η επίσημη αγελοποίηση των κοινωνιών και η παντελής αποκτήνωση της εξουσίας. Ο μιθριδατισμός των κοινωνιών προχωράει με ταχείς ρυθμούς. Το σχέδιο των Επικυρίαρχων δουλεύει καλά. Αντισταθείτε, η δυστοπία προ των πυλών.
Αμφιταλαντεύομαι. Έχουνε δίκιο, το κατανοώ με κάθε νευρώνα του εγκεφάλου μου. Μα στην ψυχή μου ο φόβος του θανάτου ψιθυρίζει· συμμορφώσου, υπάκουσε. Αυτά τα λεν όσοι πιστεύουν πως θα τη βγάλουν καθαρή λόγω ηλικίας. Εγώ κινδυνεύω στ’ αλήθεια. Έρχεται σχίσμα βαθύ ανάμεσά μας. Ακροσφαλής ισορροπία, δεν θα κρατήσει για πολύ. Τα χειρότερα έπονται.
Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η απόφαση της κυβέρνησης της Βρετανίας να περάσει νομοσχέδιο που δίνει υπερεξουσίες στην αστυνομία και σε άλλες δημόσιες αρχές, με πρόσχημα την καταπολέμηση του κορονοϊού. Η βρετανική αστυνομία θα έχει το δικαίωμα να συλλαμβάνει και να απομονώνει άτομα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που έχει συνταξιοδοτηθεί και οι εργαζόμενοι στις κοινωνικές υπηρεσίες θα επιστρατεύονται ως ενισχύσεις. Το αστυνομικό κράτος θα ισχύσει για τα επόμενα δύο χρόνια· τουλάχιστον.
Έλα τώρα να μου πεις ότι δεν ξέρουμε τι λέμε. Κι όμως, οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν την τύφλα τους. Ή δεν θέλουν να καταλάβουν. Απορώ πώς έγινε τόσο ηλίθια η ανθρωπότητα. Από την άλλη, γνωρίζω τι βασανιστήριο είναι να φυτέψεις σε κάποιον αμφιβολίες για την πραγματικότητά του. Κατά βάθος τους αξίζει ό,τι κι αν πάθουν. Αλλά όχι σ’ εμένα. Εγώ θα ζήσω, πρέπει να ζήσω, να δω να ξημερώνει νέα μέρα από τούτη την απανθρωπιά.
Σήμερα πήρα άδεια και βγήκα για ψώνια, ίσως για τελευταία φορά. Αγόρασα λαχανικά. Ποιος ξέρει αν θα ξαναφάω ποτέ σαλάτα.
Το φράγμα ρώγμωσε. Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο μπουντρουμιασμένος. Ραγδαία αύξηση της οικογενειακής βίας, τα νοσοκομεία γεμίζουν με κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά, σπανιότερα άντρες. Διαδήλωση κατά της πατριαρχίας. Συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, τρεις νεκροί διαδηλωτές και δύο αστυνομικοί.
Καθεστωτικοί επιστήμονες, σε διατεταγμένη υπηρεσία, παπαγαλίζουν. Ο ιός δεν είναι τόσο επικίνδυνος, δεν είναι χειρότερος από μια απλή γρίπη, τα μέτρα είναι φιάσκο. Θέλουν να μολυνθούν οι πάντες, δεν εξηγείται αλλιώς. Τα ΜΚΔ βράζουν, χάβρα απόψεων και αντεγκλήσεων.
Ο λαουτζίκος απειθαρχεί πλέον στα μέτρα εγκλεισμού· γέροι βγαίνουν στους δρόμους και χαζεύουν μπρος στα κλειστά καφενεία, νέοι μαζεύονται μεταμεσονύχτια σε κρυφά κλαμπ. Ουρές στα διόδια, τρέχουν κατά χιλιάδες στα χωριά τους για να σωθούν. Η αστυνομία αδυνατεί να ελέγξει την κατάσταση. Εγκαθίστανται παντού κάμερες και αστυνομικοί δρόνοι περιπολούν άγρυπνα. Κουκουλοφόροι τούς ρίχνουν με κυνηγετικά όπλα. Σ’ επιφυλακή ο στρατός. Η κυβέρνηση και τα καθεστωτικά μίντια τα κρύβουν, όπως η γάτα το σκατό της.
Ευτυχώς, έχω χρόνια που δεν βλέπω πια τηλεόραση. Ενημερώνομαι από το διαδίκτυο. Η πλύση εγκεφάλου δεν με αγγίζει. Παρακολουθώ την κατάσταση από κοντά και είμαι πάντοτε δυο βήματα μπροστά από τους άλλους.
«Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν δευτέραν, ἤκουσα τοῦ δευτέρου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυρρός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ’ αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 6:3–4)
Ξέσπασε ο πόλεμος του πετρελαίου. Σαουδική Αραβία εναντίον Ρωσίας και στο βάθος Αμερική. Για πρώτη φορά από το κραχ του 1996, η τιμή του αργού πετρελαίου κάτω από τα τριάντα δολάρια. Η αμερικανική οικονομία δεν θ’ αντέξει για πολύ, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου καθίσταται ασύμφορη. Καταρρέει ο οίκος των Σαούντ. Το πετροδολάριο κλυδωνίζεται. Η υπερδύναμη δηλώνει διατεθειμένη να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της δια των όπλων. Η ένταση κλιμακώνεται, η πίεση στο πλανητικό καζάνι έχει σπάσει τα βαρόμετρα. Απειλές πυρηνικού πολέμου. Φήμες πως αποτράπηκε δύο φορές στο παρά ένα το πάτημα του κόκκινου κουμπιού. Η Βόρεια Κορέα πραγματοποιεί δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων. Τα καθεστωτικά μέσα τηρούν σιγήν ιχθύος.
Δεν είμαι κάνας θρησκόληπτος. Μα όποιος ξέρει πού να ψάξει, όχι εκεί που βόσκουν οι ανθρώπινες αγέλες, δεν πέφτει δα κι από τα σύννεφα. Οι εναλλακτικές ανεξάρτητες ιστοσελίδες τα έχουνε γράψει κι εξηγήσει χιλιάδες φορές. Οι προφητείες έχουν τον τρόπο τους να εκπληρώνονται. Είναι τόση η γοητεία κι η επιβολή τους πάνω στον απλό άνθρωπο, που οι παγκόσμιοι εξουσιαστές τις χρησιμοποιούν δικαιωματικά. Κάθε στάδιο των σχεδίων τους το σκηνοθετούν να μοιάζει με τις προφητείες, ώστε να πειστούν οι μάζες πως είναι θέλημα Θεού και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το σταματήσουν.
Κι η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι το αγαπημένο τους έργο. Είναι το μόνο θρησκευτικό βιβλίο που έχω διαβάσει. Από πιτσιρικάδες, με τους Iron Maiden και τ’ άλλα χέβι μέταλ συγκροτήματα, που την είχαν ψωμοτύρι, μας κίνησε όλους την περιέργεια. Προσωπικά, την πήρα λίγο στην πλάκα, σαν αμερικάνικη ταινία καταστροφής, με μπόλικο γαλλικό σουρεαλισμό. Μα έλα που τη βρίσκω από τότε συνέχεια μπροστά μου, φάντη μπαστούνι.
Το Τσέρνομπιλ, Άψινθος στα ελληνικά, ήταν η πρώτη απόπειρα:
«Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ Ἂψινθος»
(Κεφ. 8:10–11).
Τι άλλο είναι ένα αστέρι, αν όχι πυρηνικός αντιδραστήρας. Το ένα τρίτο των υπόγειων νερών του κόσμου θα μολυνόταν από ραδιενέργεια, μα η αυτοθυσία των εργατών απέτρεψε τούτη την εκπλήρωση την ύστατη στιγμή. Κόβω το κεφάλι μου πως ήταν σαμποτάζ.
Η 11η Σεπτεμβρίου, η μεγαλύτερη πλεκτάνη όλων των εποχών, επίσης ακολούθησε το μοτίβο:
«ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα ἔθνη».
(Κεφ. 14:8).
Η μεγαλύτερη πολυπολιτισμική Βαβέλ του πλανήτη, η Νέα Υόρκη, πλήρωσε βαρύ τίμημα στην έναρξη του αιώνα.
Και η μεγάλη πληγή του καιρού μας, η υπερθέρμανση του πλανήτη, δεν πήγε κι αυτή πίσω:
«Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι ἐν πυρὶ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι καῦμα μέγα, καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν ἐπὶ τὰς πληγὰς ταύτας, καὶ οὐ μετενόησαν δοῦναι αὐτῷ δόξαν».
(Κεφ. 16:8–9).
Η υπερθέρμανση οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα, όμως οι ισχυροί, αμετανόητοι, προσπαθούν να πείσουν, με τη βοήθεια της προφητείας, πως φταιν οι ηλιακές κηλίδες.
Τα πράματα σκουραίνουν μέρα με τη μέρα. Σφάλισα οριστικά τα παράθυρα, κλείδωσα και αμπάρωσα τις πόρτες και μετακόμισα μόνιμα στο υπόγειο. Ο Ερυθρός Καβαλάρης έχει εξαπολύσει την οργή του κι ο πόλεμος θα είναι καθολικός, απόλυτος.
Πρέπει να κουμαντάρω τα σκουπίδια. Ο δυτικός πολιτισμός γεννάει πολλά από δαύτα κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Για τα οργανικά έχω εγκαταστήσει σκουπιδοφάγο στην αποχέτευση του νεροχύτη. Τα υπόλοιπα θα τα στοιβάζω στη θέση όσων καταναλώνω.
Ένας ιός που σκοτώνει γέρους και άρρωστους, λένε διακεκριμένοι εξελικτικοί βιολόγοι, είναι για κάθε φυσικό πληθυσμό μια γλυκιά ανάσα φυσικής επιλογής. Ένας τέτοιος λοιμός, επομένως, δεν θα μπορούσε παρά να εκπορεύεται από τον Θεό, το ερμήνευσαν οι πιστοί κι άρχισαν να συνωστίζονται στις εκκλησίες. Επέμβαση του στρατού, συλλήψεις μητροπολιτών, επεισόδια στα δικαστήρια, νεκροί εκατέρωθεν.
Ομάδες νεαρών επιτίθενται σε μεσήλικες και γέροντες, ακόμα και στα σπίτια τους, και τους φτύνουν για να μολυνθούν. Κάποιοι άλλοι, κάνουν το ίδιο σε πρόσφυγες και μετανάστες. Ο ιός κατακλύζει τις δομές φιλοξενίας. Οι μετανάστες αντεπιτίθενται, φτύνουν όποιον ντόπιο βρουν μπροστά τους. Οι χωρικοί τουφεκάνε όσους επιστρέφουν στους τόπους καταγωγής τους για να σωθούν. Για πρώτη μέρα, οι θάνατοι από επεισόδια ξεπέρασαν αυτούς από τον ιό.
Το φαινόμενο εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Εμφύλιος στην Τουρκία, κύματα Τούρκων προσφύγων εισέρχονται στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός τους πυροβολεί, η Τουρκία κηρύσσει τον πόλεμο, το Αιγαίο και ο Έβρος φλέγονται. Η πανδημία, που προσωρινά είχε ανακοπεί για ένα μήνα, ξεσπάει αχαλίνωτη. Τα συστήματα δημόσιας υγείας καταρρέουν σαν ντόμινο. Στρατιωτικός νόμος σε ΗΠΑ, Βρετανία και Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι νεκροί προβλέπεται να ξεπεράσουν τα εκατό εκατομμύρια μέχρι τη λήξη της πανδημίας.
Τα καθεστωτικά μίντια προσπαθούν να κουκουλώσουν την αλήθεια κάτω από το χαλί. Το πήρα απόφαση, δεν θα παρακολουθώ πια κανένα από δαύτα. Οι δικές μου πηγές ενημέρωσης είναι αξιόπιστες και παραπάνω από επαρκείς.
«Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἐν μέσῳ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγουσαν· Χοῖνιξ σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου· καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ ἀδικήσῃς».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 6:5-6)
Κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι αρχικές προβλέψεις για ύφεση 25% αποδεικνύονται αστειότητες. Αρμαγεδδών στα χρηματιστήρια όλου του κόσμου. Βυθίζεται ακόμα και ο χρυσός. Η κρίση του 1929 είναι παιδική χαρά μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει.
Οι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι το είχαν προβλέψει από την προηγούμενη χρονιά. Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία ήταν μια τεράστια φούσκα και τον τελευταίο καιρό είχε αποτελματωθεί. Ο ιός ήταν απλώς η καρφίτσα που έσκασε τη φούσκα. Ίσως να ήταν αυτός ένας λόγος που οι ελίτ επέλεξαν τώρα να τον εξαπολύσουν στην ανθρωπότητα. Έτσι, η αποτυχία των συστημάτων τους θα βρει γι’ αποδιοπομπαίο τράγο τον ιό. Όμως, σε συνδυασμό με όσα έγιναν τους τελευταίους μήνες, η ύφεση απέκτησε τη μέγιστη δυνατή κακοήθεια, η απόλυτη θύελλα.
Και ο Μαύρος Καβαλάρης αρχίζει να καλπάζει. Δραματική μείωση παραγωγής τροφίμων, καταστροφή των σιτηρών μετά και από τις επιθέσεις ακρίδων σε όλο τον κόσμο. Ελλείψεις βασικών διατροφικών αγαθών, μόνο το λάδι και το κρασί δεν επηρεάστηκαν. Τα τρόφιμα μοιράζονται με δελτίο. Ουρές στα συσσίτια. Μαχαιρώματα για μια μπουκιά ψωμί. Λεηλασίες καταστημάτων, εμπρησμοί σουπερμάρκετ. Εκατομμύρια θάνατοι από πείνα σε όλον τον πλανήτη. Δισεκατομμύρια άνθρωποι σε άμεσο κίνδυνο λιμοκτονίας.
Τι κελάρι μου να ’ναι καλά. Ξόδεψα ό,τι είχα και δεν είχα για να το γεμίσω και να το εξοπλίσω. Αν πουλούσα το απόθεμά μου, θα γινόμουν πιο πλούσιος απ’ τον Τζεφ Μπέζος, μα τα λεφτά δεν έχουν πια καμιά αξία. Θ’ αντέξω για χρόνια. Οι άλλοι ας ενημερώνονται απ’ την τηλεόραση, δεν φταίω εγώ για τα παθήματά τους.
Όσο τα πράγματα χειροτερεύουν, τόσο φουντώνει μέσα μου η θέληση να ζήσω, μ’ έναν τρόπο πρωτόγνωρο στη χλιαρότητα της ζωής μου. Πρώτη φορά νιώθω τέτοια έξαψη στην ιδέα ότι έμεινα ζωντανός γι’ άλλη μια μέρα.
Σήμερα κόπηκε το ίντερνετ. Μαζί, φυσικά, και το τηλέφωνο. Το περίμενα, μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αναπληρώσω. Ανέβηκα στο σπίτι μέρα μεσημέρι για να βλέπω, έστω αμυδρά, με τέρμα κλειστά τα στόρια. Πού να τολμήσω ν’ ανάψω φώτα τη νύχτα, δε θέλω να δίνω στόχο. Άκουσα κάποιον να ψαχουλεύει την πόρτα. Πήρα την καραμπίνα του πατέρα μου, μανιώδης κυνηγός, την όπλισα επιδεικτικά πίσω απ’ την πόρτα, ν’ ακουστεί, και φώναξα, πίσω και σ’ έφαγα, τσόγλανε. Αυτό ήταν. Ακούστηκε τρεχαλητό, όπου φύγει φύγει. Καθάρματα, δεν θα βάλετε χέρι στο κελάρι μου, ό,τι και να γίνει.
Κατέβασα στο υπόγειο όσα βιβλία μπορούσα να σηκώσω: Η NASA και οι εξωγήινοι, Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ και η Τριμερής Επιτροπή, Τα μυστήρια του τριγώνου των Βερμούδων, Τα αινίγματα του Ρόσγουελ, Η Majestic 12 και η επιβολή της Νέας Τάξης… Τα ’χω διαβάσει όλα, όμως πάντοτε υπάρχουν πτυχές που δεν τις έχεις προσέξει σ’ αυτά τ’ αποκαλυπτικά βιβλία. Βρήκα και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, της μάνας μου, ίσως να προλάβω να τον διαβάσω, τώρα που δεν θα είμαι όλη μέρα στο διαδίκτυο.
Τα πάντα καταρρέουν με πάταγο. Προχτές κόπηκε το φυσικό αέριο, σήμερα το ρεύμα. Γράφω αυτές τις γραμμές με το χέρι, στο φως της γκαζόλαμπας. Ευτυχώς, είχα την έμπνευση να εκτυπώσω ό,τι έγραψα μέχρι χτες, στο τσαφ πρόλαβα. Έχω μεγάλα αποθέματα γκαζιού, μα πρέπει να κάνω σωστή κατανομή. Γιατί χωρίς φωτιά για το μαγείρεμα, όλες μου οι προμήθειες, εκτός από κάποιες λίγες κονσέρβες, είναι άχρηστες. Είναι όλο και δυσκολότερο να βρω κάτι να γράψω, εγκλωβισμένος στα σκοτεινά, χωρίς πληροφόρηση από τον έξω κόσμο· καλύτερα, δεν υποφέρω άλλο να μαθαίνω όσα συμβαίνουν.
Από σήμερα, τέλος και το διάβασμα. Δεν θα καταφέρω ποτέ πια να τελειώσω τον Ηλίθιο. Αυτό το «ποτέ πια» έστειλε ένα ρίγος να διαπεράσει το κορμί μου, την ώρα που το έγραφα. Τώρα αντιλήφθηκα το δράμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο πραγματικό του μεγαλείο. Μα είμαι ακόμα εδώ κι όσο ζω ελπίζω, ας μην ξέρω τι.
«Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ’ αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς γῆς».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 6:7–8).
Το πρωί κόπηκε και το νερό. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Οι υποδομές έχουν σμπαραλιαστεί. Ευτυχώς έβρεξε κι η δεξαμενή μου είναι γεμάτη. Πρέπει να κάνω σκληρή οικονομία. Τώρα το μετανιώνω που δεν στόκαρα κωλόχαρτο· το πλύσιμο είναι πια πολυτέλεια. Θα πίνω απ’ τα εμφιαλωμένα που αποθήκευσα. Όταν τελειώσουν, θα πίνω το βρόχινο νερό από τη δεξαμενή. Για να γίνει πόσιμο, θα ρίχνω λίγο αλάτι, έχω μπόλικο.
Μπορεί το υπόγειο να είναι μονωμένο, μα απόψε που ανέβηκα στο σπίτι, με το φακό, άκουσα από μακριά μπουμπουνητά στον ουρανό. Βομβαρδισμός! Έτρεξα και κρύφτηκα ξανά κάτω. Η πόλη πρέπει να ισοπεδώθηκε, μπορεί κάποια αδέσποτη να πέσει και στη μεζονέτα μου. Το υπόγειο θ’ αντέξει. Δεν θα ξανανέβω πάνω. Ό,τι χρειάζομαι το έχω εδώ. Ο υπολογισμένος χρόνος καθημερινής χρήσης της γκαζόλαμπας τελειώνει· θα μείνω στο σκοτάδι μέχρι αύριο, περίπου τέτοια ώρα.
Έχω να γράψω δυο μήνες και κάτι. Τα μάτια μου πονούν στο φως της λάμπας κι ο καρπός μου πιάνεται. Από μικρός είχα πρόβλημα, ήμουν ο πιο κακογράφος του σχολείου. Αν δεν υπήρχε το πληκτρολόγιο, θα ’πρεπε να βρω άλλη δουλειά να κάνω.
Από τις πρώτες μέρες της καραντίνας, τότε που ακόμα έβγαινα για καμιά βόλτα ή για ψώνια, ένιωσα ότι τζογάριζα τη ζωή μου, έστω κι αν οι πιθανότητες ήταν ακόμα συντριπτικά υπέρ μου. Μα η στατιστική κι οι πιθανότητες ισχύουν μονάχα για τα πλήθη. Σ’ ένα μεμονωμένο άτομο δεν έχουν την παραμικρή αξία. Οι μέρες κάπως περνούσανε, κουτσά στραβά, μα τις νύχτες πλάκωναν οι λογισμοί. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να είχα ήδη κολλήσει, ότι μπορεί να ήταν η τελευταία νύχτα της ζωής μου, που ήμουν υγιής.
Τι θα ’κανες αν σου ’λεγαν πως από αύριο θα ’σαι άρρωστος και σύντομα νεκρός; Πώς θα περνούσες την τελευταία σου μέρα; Την πρώτη βραδιά την πέρασα μες στη μίρλα. Δάκρυ κορόμηλο, ασύστολο – δε με βλέπει κανείς, ό,τι γουστάρω κάνω.
Την άλλη μέρα σιχάθηκα τον εαυτό μου. Θα περνούσες την τελευταία σου καλή νύχτα κλαψουρίζοντας, δε θέλω να σε ξέρω, έριξα μια μούντζα στον καθρέφτη. Μου ’ριξε και κείνος. Μα κείνη τη νύχτα την πέρασα πνιγμένος στο άγχος. Βημάτιζα πέρα δώθε στο σπίτι, ακόμα δεν είχα μετακομίσει στο υπόγειο, ύπνος δε μ’ έπιανε. Ποιος θέλει να περάσει τις τελευταίες του ώρες κοιμισμένος, θα ’χω καιρό στον Μεγάλο Ύπνο.
Την επόμενη, που ξύπνησα χάλια, αλλά δεν είχα αρρωστήσει ακόμα, είπα πως δεν πάει άλλο. Αντί να πεθάνω απ’ τον ιό, θα πάω απ’ το φόβο, το άγχος και την αϋπνία. Το ανοσοποιητικό επηρεάζεται αρνητικά. Τουλάχιστον, αν κολλήσω να ’χω ακόμα μια μάχη να δώσω, μια ελπίδα ζωής. Αποφάσισα ότι την τελευταία μου υγιή νύχτα θέλω απλώς να την κάνω ν’ αξίζει.
Έγινα εκλεκτικός, για πρώτη μου φορά. Έτρωγα ό,τι καλύτερο είχα στο ψυγείο κι έπινα το πιο φίνο κρασί της κάβας μου. Καθόμουν να δω ταινία κι όλες μου φαίνονταν χάλια. Θα ήθελες να είναι αυτή η τελευταία που είδες; Το ίδιο και με τα τραγούδια· αξίζει να ’ναι αυτό το τελευταίο που άκουσες; Τις περισσότερες φορές, τα σταματούσα αρχή αρχή, με αποστροφή.
Πόση αξία έχει μια νύχτα στο ζύγι της ζωής και του θανάτου· ανεκτίμητη, έμαθα κείνο τον καιρό. Πόσο χρόνο ξόδεψα σε ανοησίες, σε πράγματα που πια δε θυμάμαι, στ’ ασήμαντα, στα τετριμμένα. Ένα αίσθημα ματαίωσης κι αδικίας έσφιγγε το στέρνο μου.
Κείνες οι νύχτες, καθεμιά ξεχωριστή, ήταν οι πιο όμορφες της ζωής μου, γεμάτες πάθος και συγκίνηση, επίγνωση πάνω απ’ όλα. Δεν μετάνιωσα που είμαι μόνος· είναι επιλογή μου, κείνη που μ’ εκφράζει αληθινά. Κάποτε προσπαθούσα να βρω επίθετα να το περιγράψω, όχι πια. Είμαι αυτός που είμαι και τούτο είναι το περισσότερο που μπορεί να πετύχει κάποιος.
Τώρα που δεν έχω πια τον ιό να φοβηθώ, παραχωμένος στην υπόγα, στο σκοτάδι το πηχτό, το μόνο που με κρατάει να μην αποτρελαθώ είναι η ανάμνηση από κείνες τις νύχτες. Φαντάζουν υπέρλαμπρες στην οθόνη του μυαλού μου, κάθε σκηνή από τις ταινίες που άξιζαν να είναι οι τελευταίες μου, κάθε λέξη και νότα απ’ τα υποψήφια τελευταία μου τραγούδια, μου κρατάνε συντροφιά μέσα στον παραλυμένο χρόνο, στο αιώνιο Τώρα του εγκλεισμού. Αν δεν ήταν αυτά, ίσως και να ’χα αυτοκτονήσει.
Πώς θ’ αυτοκτονούσα; Είμαι πολύ λιπόψυχος ακόμα και γι’ αυτό. Μάλλον με την καραμπίνα στο στόμα. Ένα κλικ υπόθεση, δεν προλαβαίνεις να μετανιώσεις ούτε τίποτα να νιώσεις. Ανοησίες! Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Τόση δίψα για ζωή δεν ένιωσα ποτέ μου. Θα ζήσω, πρέπει να ζήσω, είμαι κατσαρίδα στο κελάρι, δεν μπορείτε ν’ απαλλαχτείτε από μένα, μπάσταρδοι.
10 Αυγούστου, μα εδώ κάτω ούτε ζέστη ούτε κρύο. Θα ήθελα να βγω μια βόλτα, ν’ ανοίξω έστω ένα παράθυρο, να τραβήξω μια μυτιά καλοκαίρι. Όνειρα τρελού. Έξω ο Κίτρινος Καβαλάρης συντρίβει την ανθρωπότητα, μόνο η οσμή του θανάτου και του τάφου η σιωπή με περιμένουν.
«Καὶ τὸ θηρίον ὃ εἶδον ἦν ὅμοιον παρδάλει, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς ἄρκτου, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ ὡς στόμα λέοντος. Καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ δράκων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν μεγάλην· καὶ μίαν ἐκ τῶν κεφαλῶν αὐτοῦ ὡς ἐσφαγμένην εἰς θάνατον. Καὶ ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ἐθεραπεύθη, καὶ ἐθαύμασεν ὅλη ἡ γῆ ὀπίσω τοῦ θηρίου, καὶ προσεκύνησαν τῷ δράκοντι τῷ δεδωκότι τὴν ἐξουσίαν τῷ θηρίῳ, καὶ προσεκύνησαν τῷ θηρίῳ λέγοντες· τίς ὅμοιος τῷ θηρίῳ; τίς δύναται πολεμῆσαι μετ’ αὐτοῦ;»
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 13:2–4)
Μες στο σκοτάδι μετράω τις μέρες, μετράω τις ώρες και τα λεπτά. Η μπαταρία του ρολογιού μου αντέχει ακόμα. Πέρασε πολύς καιρός, σχεδόν πέντε μήνες, από την τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιο. Αποφάσισα να μην ξοδεύω το πολύτιμο γκάζι για να γράφω, η παγερή απουσία ύπαρξης που βιώνω δεν μου προσφέρει ερεθίσματα.
Ίσως αυτή να είναι η τιμωρία μου για τα χρόνια που έζησα μες στην αδιαφορία και στην απομόνωση. Σα να υπήρχε κάπου, κρυμμένος, ένας μοχθηρός θεός του κολασμού, που με καταδίκασε να βιώνω τις συνέπειες των επιλογών μου για μια αιωνιότητα, όπως ο Σίσυφος ή ο Τάνταλος. Μα σήμερα είναι μέρα σημαδιακή, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να ξοδέψω λίγο γκάζι για να γράψω.
Το σπίτι από πάνω στέκει ακόμη ανέπαφο. Περίμενα ότι θα το βομβάρδιζαν ή θα το λεηλατούσαν. Είμαι έτοιμος να πυροβολήσω τον πρώτο που θα μπει από την αμπαρωμένη πόρτα του υπόγειου, αν καταφέρει να τη σπάσει, ταμπουρωμένος πίσω απ’ την κεντρική κολώνα. Ακόμα και οι φεγγίτες, που τους έβαψα μαύρους για να μην μπορεί να με δει κανείς, παραμένουν άθικτοι, ούτε ράγισμα δεν έχουν. Θα ’χουνε χαθεί όλοι, δεν εξηγείται αλλιώς.
Τα μέλη μου αδύναμα από την ακινησία, σέρνομαι κυριολεκτικά. Το βιολογικό μου ρολόι έχει ξεκουρδιστεί ανυπόφορα. Τις περισσότερες ώρες λαγοκοιμάμαι, ξυπνώ απ’ το γουργούρισμα του στομαχιού ή από τη δίψα που φλογίζει τα ξεραμένα μου χείλια. Έτσι τρώω και πίνω λιγότερο, άρα θ’ αντέξω περισσότερο.
Χάνομαι σε άσκοπες μαθηματικές πράξεις, πόσα δευτερόλεπτα έχουν περάσει απ’ τη μέρα που κλείστηκα εδώ κάτω, πόσα βήματα απέχει η Κίνα και σε πόσο χρόνο μπορώ να φτάσω μέχρι εκεί, τέτοια πράματα. Πάντοτε ήμουν καλός στους νοερούς υπολογισμούς.
Μα οι περισσότερες σκέψεις μου περιστρέφονται γύρω από ένα σημείο. Τι να συμβαίνει εκεί έξω; Τέλειωσε ο πόλεμος; Υπάρχει ακόμα η ανθρωπότητα; Τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι, απειροελάχιστες οι πιθανότητες να πεθάνουν όλοι. Σίγουρα κάποιες κατσαρίδες σαν εμένα θα ’χουν τρυπώσει σε καμιά σπηλιά ή θα ’χουν πάρει τα βουνά, θα κρύβονται στις ερήμους.
Η Ελλάδα; Λες να υπάρχει ακόμα; Χλωμό το βλέπω. Δεν είχε πολλή ζωή μέσα της, πριν ακόμη απ’ τους Καβαλάρηδες. Αλλά δεν μπορεί. Κατσαρίδες υπάρχουν και στα μέρη μας, κάποιοι θα έχουν επιζήσει. Κάπου θα βρεθεί μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι, που δεν τα ξεπάτωσαν οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, και θα την ξαναφτιάξουμε.
Μ’ αυτή τη σκέψη περνώ τις περισσότερες ώρες του ξύπνου μου. Πώς θα την ξαναφτιάξουμε, με τι μεράκι, με ποια ποίηση, με πόση ψυχή. Μετά, σειρά έχει ο κόσμος. Θα τον πιάσουμε κι αυτόν απ’ την αρχή, θα ’ναι καλύτερος από πριν, δεν θ’ αφήσουμε να ξαναγίνουν τα ίδια λάθη. Και δώσ’ του σχέδια, λογαριασμοί, προοπτικές. Σάμπως έν’ αόρατο χέρι να τραβάει την αυλαία του ερέβους και φως ανέσπερο λούζει την ψυχή μου.
Δεκαπενταύγουστος 2022. Λες να μετρούν ακόμη από τη γέννηση του Χριστού; Αν επικράτησε η Νέα Τάξη, σίγουρα όχι. Θα μετράν το έτος 2 της Πανθρησκείας. Οπωσδήποτε θα κατασκεύασαν κάποιον καινούριο Σέραπι για την περίσταση. Με ταράζει τούτη η σκέψη, γιατί πλησιάζει η ώρα που θ’ αναμετρηθώ μ’ όλ’ αυτά.
Αρκετά στεγνός ο χειμώνας, απόλυτη ανομβρία το καλοκαίρι, σώνεται το νερό. Πάλι καλά που έριξε μια καταιγίδα τον Μάιο και άντεξα μέχρι τώρα. Αν δε βρέξει μες στην επόμενη βδομάδα, άντε δέκα μέρες, θα ξεμείνω εντελώς. Το υπόγειο ζέχνει. Έχω μήνες να κάνω ένα ντους κι εδώ και είκοσι μέρες δεν τραβάω καν το καζανάκι. Γλύτωσα απ’ τον Λευκό Καβαλάρη και θα πάω από τύφο. Μαλλιά, γένια, σαν τον άνθρωπο των σπηλαίων έχω καταντήσει.
Τρόμος μακροφτέρουγος με σκεπάζει κάθε που σκέφτομαι ότι θα ξαναβγώ στον κόσμο. Ταυτόχρονα, έξαψη εφηβική ζυμώνει τα σπλάχνα μου. Η ανθρώπινη αμφιθυμία, παντού και πάντα ίδια. Κάποτε κορόιδευα τους αναποφάσιστους, εγώ πάντα ήξερα τι ήθελα. Ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι, καλά έλεγε η μάνα.
Όλον αυτόν τον καιρό, μέσα στον συφοριασμένο μου λήθαργο, έπλαθα σενάρια που φάνταζαν τόσο μακρινά, ώστε με διασκέδαζαν. Πώς θα ’ναι ο κόσμος όταν θα βγω από ’δω μέσα; Νεκρή έρημος αποψιλωμένη από τη ραδιενέργεια; Παρθένα φύση χωρίς καθόλου ανθρώπους; Οργουελική δυστοπία; Κοινωνία χωρίς κεφάλαιο, με οικονομία πόρων; Θαυμαστός καινούριος κόσμος με φύρερ την επιστήμη; Κινέζικη απολυταρχία; Αστυνομικό κράτος του Φίλιπ Ντικ; Θεοκρατικός νεομεσαίωνας; Σκηνικό μεταποκαλυπτικής ταινίας, με ελάχιστους επιζώντες να παλεύουν να ξαναστήσουν τον πολιτισμό; Το τελευταίο μού φαίνεται πιο πιθανό.
Μετά από μια μαζική καταστροφή ακολουθεί οργασμός ζωής και δημιουργίας, ανοίγονται περιθώρια ν’ αγωνιστείς γι’ αλλαγή, για έναν κόσμο όπως τον οραματίζεσαι. Με αυτή τη σκέψη ριγώ από προσδοκία κι έπειτα λιποψυχώ κι όλο παλαντζάρω, μα η θέρμη κι η έξαψη που απομένουν, σαν απόηχος φίνου αρώματος σε παλατιανό μπουντουάρ, γέρνουν τη ζυγαριά προς το αναπόφευκτο· δεν μπορώ, όπως και να ’χει, να μείνω για πάντα εδώ μέσα.
Χαράματα, άνοιξα δειλά την πόρτα του υπόγειου κι ανέβηκα στο ισόγειο. Σήκωσα ελάχιστα τις γρίλιες από τα στόρια, να μπει καμιά ηλιαχτίδα. Φόρεσα μαύρα γυαλιά, με τύφλωνε ακόμα και το μισόφως. Μόλις τα μάτια μου συνήθισαν λιγάκι, τ’ ανέβασα περισσότερο. Μετά από δυο ώρες, κατάφερα να δω το φως όπως παλιά. Δεν τόλμησα, όμως, να τραβήξω την κουρτίνα. Δεν είναι ακόμα η ώρα.
Πέρασα μπροστά απ’ τον ολόσωμο καθρέφτη κι είδα, με την άκρη του ματιού, το είδωλό μου. Πετάχτηκα μέχρι εκεί απάνω απ’ το φόβο μου. Αγνώριστος, δεν μ’ έχω δει ποτέ έτσι. Πήγα στο μπάνιο, άνοιξα τη βρύση και, ω του θαύματος, έτρεξε νερό. Γεμάτο σκουριά στην αρχή, καθάρισε λίγο αργότερα. Διάολε! Το ντεπόζιτο της μάνας μου, το ’χα ξεχάσει εντελώς. Έχει αρκετό νερό για ένα καλό ντους· ακόμα κι αν είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο, δεν θέλω να βγω σ’ αυτό το χάλι.
Και το μούτρο του Νεάντερταλ που με τρόμαξε στον καθρέφτη δεν είναι για να το δει άνθρωπος. Θα με πυροβολήσουν από μακριά, σίγουρα οι ελάχιστοι που απόμειναν θα είναι πολύ επιφυλακτικοί. Ενώ ένας περιποιημένος, όπως τον παλιό καιρό, θα τους εξάψει την περιέργεια, τουλάχιστον να ρωτήσουν πρώτα. Ξύρισα τη γενειάδα και κούρεψα τη μαλλούρα· είχα μάθει να το κάνω μόνος μου, για λόγους οικονομίας, ποτέ δεν το φυσούσα το παραδάκι. Μέχρι κολόνια έβαλα στο τέλος, ένιωσα περίφημα.
Πήγα στη ντουλάπα μου, φόρεσα ένα τζιν κι ένα μπλουζάκι με τον Big Lebowski, σαντάλια απ’ την Πάρο κι έτοιμος για έξοδο. Τελευταία στιγμή, μου ’κοψε να κατέβω στο υπόγειο να πάρω την καραμπίνα. Βρομοκοπούσε φριχτά εκεί κάτω, παραλίγο να λιποθυμήσω από τη μπόχα. Φαντάζεσαι συμπαντική ειρωνεία, να σκοτωθώ τώρα, πέφτοντας απ’ τη σκάλα;
Τα κατάφερα να κατέβω χωρίς να κάνω εμετό. Πώς ζούσα εδώ μέσα; Πριν ξανανέβω, τράβηξα τρεις φορές το καζανάκι, χαλάλι το τελευταίο βρόχινο νερό. Άνοιξα και τους μαυροβαμμένους φεγγίτες, ν’ αεριστεί ο χώρος.
Έφτασα στην εξώπορτα, την ξεκλείδωσα κι έκανα ν’ ανοίξω. Πισωπάτησα απότομα. Καλύτερα να ρίξω μια ματιά απ’ το παράθυρο, πριν βγω, να ξέρω τι με περιμένει. Τράβηξα την κουρτίνα μια ακρούλα και κοίταξα με το ένα μάτι. Ησυχία, όλα φαίνονταν στη θέση τους. Μα τα δέντρα στον αυλόγυρο, δυόμιση χρόνια ακλάδευτα, ζούγκλα σκέτη, μου έκοβαν τη θέα. Πάντως, ούτε χαλάσματα ούτε ερείπια, όπως περίμενα. Απλώς απόλυτη γαλήνη, σα νεκροταφείο.
Άνοιξα την εξώπορτα και στάθηκα στο κατώφλι, με την καραμπίνα προταγμένη. Ελληνικό καλοκαίρι, φωτόλουστο στερέωμα, αγάλλιασμα των θεών, με βάρεσε κατάστηθα. Αντραλίστηκα απ’ την απότομη ευδαιμονία, τα πόδια μου κόπηκαν τελείως, κάθισα στο κεφαλόσκαλο κι ανάσαινα τον ακόμα δροσερό αέρα, ώρα εννέα το πρωί. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Ξαναμπήκα στο σπίτι και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου. Η δεύτερη έξοδος στέφτηκε από μεγαλύτερη επιτυχία. Σήκωσα την καραμπίνα, κλείδωσα και πήγα προς την αυλόπορτα με τρεμάμενο βήμα.
Το σοκ που με περίμενε ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Άθικτα τα πάντα, όπως τα ’χα αφήσει. Αυτοκίνητα παρκαρισμένα, έστω ελάχιστα, δεντροστοιχίες περιποιημένες, πεζοδρόμια καλοστρωμένα, άσφαλτος με λίγα μπαλώματα και κάνα δυο λακκούβες, πελούζες με γκαζόν, σπίτια φρεσκοβαμμένα, μόνο ανθρώπους δεν είδα. Γύρισα πίσω κι άφησα την καραμπίνα στο σπίτι. Πήρα βαθιές ανάσες και ξεκίνησα πάλι. Τάχυνα το βήμα μου να κατέβω στην πλατεία. Από μακριά άκουσα χαρούμενες παιδικές τσιρίδες κι είδα μικροκαμωμένες φιγούρες να τρέχουν στο πάρκο.
Ο νους μου σταμάτησε σαν ξεκούρδιστο εκκρεμές. Καμία σκέψη δεν διαπερνούσε το κατάλευκο μουδιασμένο σάβανο της αγνωσίας που με περιτύλιξε. Μηχανικά, πήγα προς το περίπτερο, να πάρω μια σοκολάτα να στανιάρω. Ο Αντριάν, ο Αλβανός περιπτεράς, με γνώρισε με την πρώτη. Όλοι με είχαν για νεκρό, μου είπε. Ένα παλικάρι που μοίραζε φυλλάδια ντελίβερι κατάγγειλε πως κάποιος τον απείλησε με όπλο, μόλις πλησίασε την εξώπορτα, σίγουρα ληστής. Οι αστυνομικοί βρήκαν το σπίτι κλειδωμένο, χωρίς ίχνη παραβίασης και δεν έδωσαν συνέχεια. Του απάντησα πως ήμουνα στο νοσοκομείο, σε κώμα. Κοίταξε το κιτρινιάρικο πρόσωπο, το ωχρό δέρμα, τα ρούχα που έπλεαν στο σκελετωμένο κορμί, το σερνάμενο βήμα· με πίστεψε.
Τον ρώτησα τι ’χε συμβεί όσο έλειπα κι εκείνος μου τα ’πε χαρτί και καλαμάρι. Ο ιός εξαφανίστηκε ξαφνικά, όπως είχε εμφανιστεί. Ο WHO κήρυξε τη λήξη της πανδημίας στις 4 Ιουνίου 2020 και η κυβέρνηση έπαψε την καραντίνα την επόμενη. Έγινε χαμός κείνη τη μέρα. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, στις πλατείες και στα πάρκα και πανηγύριζαν, αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν άγνωστοι άνθρωποι, χόρευαν, έπιναν και τραγουδούσαν. Μου ’ρθε να γκρεμίσω το περίπτερο με κουτουλιές. Ο… βομβαρδισμός που άκουσα κείνο το βράδυ ήταν τα πυροτεχνήματα που έπεσαν κατά χιλιάδες.
Το σταμάτημα της παγκόσμιας οικονομίας επί τόσους μήνες ισοδυναμούσε με την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μα ο Τρίτος Παγκόσμιος είχε μια διαφορά. Όλη η ανθρωπότητα, ενωμένη, πολέμησε τον ιό. Και νίκησε.
Ο ΟΗΕ συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη και οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν ότι το σύστημα χρειαζόταν μια δραστική επανεκκίνηση. Αποφάσισαν ένα παγκόσμιο New Deal, γενναία διαγραφή χρεών και ανάσταση του συστήματος του Breton Woods. Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν τα μέτρα, μαζί με την ευφορία της λήξης του ασύμμετρου πολέμου, έφεραν καλπάζουσα ανάπτυξη σε όλον τον πλανήτη. Ακόμα και τα μεταναστευτικά ρεύματα σταμάτησαν, αφού οι αναπτυσσόμενες χώρες ξεπετάχτηκαν μπροστά, χάρη στη νέα διευθέτηση.
Φως, νερό, τηλέφωνο δεν έλειψαν ούτε στιγμή, οι υποδομές άντεξαν, είπε ο Αντριάν, όταν τον ρώτησα. Εμένα μου τα έκοψαν επειδή δεν πλήρωσα τους λογαριασμούς, γνωμάτεψε.
Δεν πίστεψα λέξη. Είχα διαβάσει πριν πάω στο νοσοκομείο, του είπα, ότι έπεφταν πυρηνικές βόμβες, εκατομμύρια οι νεκροί, κατάρρευση των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων, σφαγή κανονική. Ο Αλβανός έβαλε τα γέλια. Έπεσα θύμα συνωμοσιολογίας και fake news, μου είπε. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, ακούς εκεί τον αδιάντροπο. Πήρα τη σοκολάτα, του είπα να τη γράψει κι έφυγα σαν κυνηγημένος.
Πήγα στο ίντερνετ καφέ κι έπιασα έναν υπολογιστή. Κι άλλη έκπληξη. Στον τραπεζικό μου λογαριασμό υπήρχαν λεφτά. Ο εκδοτικός με πλήρωσε για την τελευταία μετάφραση που είχα κάνει πριν την καραντίνα. Κανόνισα τους ληγμένους λογαριασμούς και την επανασύνδεση και περίμενα. Μέσα σε δυο ώρες, μου ήρθε μήνυμα ότι όλες οι παροχές συνδέθηκαν. Στο μεταξύ, μια βόλτα στο διαδίκτυο μου επιβεβαίωσε όσα είχε πει ο Αντριάν.
Γραμμή για το σουπερμάρκετ. Ψώνισα κρέας, γάλα, τυριά και σαλατικά και γύρισα σπίτι. Άνοιξα να μπει φρέσκος αέρας, σκούπισα, σφουγγάρισα, μαγείρεψα, περιδρόμιασα· ξεχάστηκα μέχρι τ’ απόγευμα. Μετά, άνοιξα να δω τηλεόραση. Γρήγορα την έκλεισα. Ίδια όπως πριν, δεν τρώγεται με τίποτα. Έμεινα ν’ ατενίζω αφηρημένα το ταβάνι, σα χαμένος. Η ζωή έκανε κύκλο και δάγκωσε την ουρά της.
Η πιο λευκή νύχτα της ζωής μου. Κατάρα! Ο σάπιος κόσμος, εκεί που σάπιζε, ξανατονώθηκε, που λέει το τραγούδι. Μόλις συνήρθα απ’ το σοκ, μαύρα πλοκάμια με τύλιξαν, πιο σκούρα απ’ την ανήλιαγη υπόγα μου. Οι σκέψεις παίζανε μακριά γαϊδούρα στην πλάτη του νου μου. Συνωμοσιολογία και fake news· έμαθε ο κάθε πικραμένος δυο λέξεις και μου τις τρίβει στα μούτρα, που να σας πάρει όλους ο διάολος, κνώδαλα.
Αλλά δεν φταίνε αυτοί, εγώ την πάτησα. Γιατί δεν πρόσεξα το σχετικό χωρίο της Αποκάλυψης. Όφειλα να γνωρίζω ότι οι ισχυροί δημιουργούν ένα πρόβλημα, για να έρθουν μετά να προσφέρουν τη λύση και όλοι να τους φιλάνε τα χέρια. Δεν είναι πρώτη φορά που συνέβη στην ιστορία. Οι καριόληδες, μας παίξανε πάλι όλους στα δάχτυλα. Κόψανε και ράψανε τον κόσμο ολόκληρο στα μέτρα τους. Κι όλες οι ελπίδες γι’ αλλαγή πέσανε στο κενό.
Πρώτα με κυρίεψε οργή. Μετά, ντροπή. Έπειτα, μάταια, προσπάθησα να χαρώ που ήμουν ζωντανός κι έβλεπα πάλι τον ήλιο. Επιχείρησα να το διασκεδάσω με μια καλοψημένη μπριζόλα με τηγανητές πατάτες, κρασί ροζέ παγωμένο και μια σαλάτα σεφ, με μπόλικη πρασινάδα. Σαν ήρθε όμως το βράδυ, όλα πήραν το αληθινό τους μέγεθος. Ο νέος κόσμος είναι καταθλιπτικά ίδιος με τον παλιό.
Τρία καλοκαίρια που έζησα στις κατακόμβες, νύχτες και μέρες που έπαιζα σκάκι με τον έσχατο Καβαλάρη, που κάθε ψηφίδα του κορμιού και της ψυχής μου με παρότρυνε να παραδοθώ, να φύγω γαλήνια, μονάχα ένας παλμός κλοτσούσε στην καρδιά μου, μια ισχνή σπίθα φώτιζε αμυδρά το σκοτάδι γύρω και μέσα μου. Η προσδοκία ενός κόσμου διαφορετικού, καινούριου, καλύτερου από πριν, που θα ζωντάνευε τα όνειρα της νιότης μας.
Τώρα που τούτη η σπιθίτσα πνίγηκε στην απέθαντη συμβατικότητα, όσο φως κι αν μπαίνει απ’ τα παράθυρα, με όση θέρμη κι αν μου καψαλίζει ο ήλιος το πρόσωπο, όλα βυθίζονται στην παγερή κόλαση της ρουτίνας. Ο κόσμος δεν είναι πια για μένα, η ζωή έχασε κάθε νόημα και αξία.
Η νύχτα πέρασε στα σκοτεινά, λες κι ήμουν ακόμα στο υπόγειο, χωρίς ρεύμα. Λίγο πριν την αυγή, καταστάλαξα οριστικά. Τούτη είναι η στερνή φορά που βλέπω τον ήλιο κι αυτά είναι τα τελευταία λόγια που γράφω.
Άνοιξα την πόρτα της αυλής και την εξώπορτα και τις άφησα να χάσκουν. Άναψα όλα τα φώτα, μέσα κι έξω. Μόλις πέσει το σούρουπο, θα λάμπει σαν πρόσκληση για τους περαστικούς, να έρθουν να με μαζέψουν. Ζητώ συγνώμη από τον πρώτο που θα μπει, για το θέαμα που θ’ αντικρύσει. Η καραμπίνα γεμάτη, όλα έτοιμα· απόμεινε λίγο κρασί στο μπουκάλι, άντε, άσπρο πάτο.
Σάλτα και γαμήσου, κόσμε, δεν έχω την όρεξή σου…
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
«Καὶ εἶδον ὅτι ἤνοιξε τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων· καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγοντος, ὡς φωνὴ βροντῆς· Ἔρχου. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ.6:1-2)
Ημέρα 1
Το τέλος του κόσμου θα έρθει μ’ ένα βήξιμο. Και δύσπνοια. Έτσι πάντοτε αρχίζουν όλα, ανεπαίσθητα, ψιθυριστά, χαζοχαρούμενα. Όλοι πιάστηκαν απροετοίμαστοι, το παραζαλισμένο κοπάδι. Μα εγώ ήξερα. Το περίμενα. Είχε προβλεφτεί δυο χιλιάδες χρόνια πριν.
Ο Καβαλάρης του Λοιμού ξεκίνησε απ’ την Κίνα. Στεφανωμένος με κορόνα, τοξεύοντας μολυσματικά σταγονίδια σάλιου. Όλα τα όργανα της παγκόσμιας Ελίτ μάς προετοίμαζαν για χρόνια, θαρρείς και βλέπαμε σκηνές στα προσεχώς του σινεμά. Ο ίδιος ο Μπιλ Γκέιτς το προέβλεψε λίγες βδομάδες πριν· δεν μπορούσε να λείπει ο Ψευδοπροφήτης.
Ο ιός ήταν πατενταρισμένος από το 2015 και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να τον ξαμολήσουν. Αντέχει εκτός ανθρώπινου σώματος περισσότερο από κάθε άλλον ιό στην ιστορία. Η περίοδος επώασης ως την εμφάνιση συμπτωμάτων, που όμως τον μεταδίδεις, και πάλι η μεγαλύτερη που ’χει καταγραφεί. Κατασκευασμένος για τη μέγιστη δυνατή εξάπλωση.
Μείωση του πληθυσμού της γης, αυτό είναι το βασικό πλάνο, αραίωμα του κοπαδιού το λένε, κυνικά και αναίσχυντα. Μα όχι μόνο αυτό. Οι σχεδιασμοί τους είναι μακρόπνοοι κι εκτυλίσσονται σε πολλαπλά επίπεδα, όπως όλοι οι μυημένοι γνωρίζουν.
Όταν, παραμονή πρωτοχρονιάς, οι Κινέζοι ενημέρωσαν για την επιδημία, οι περισσότεροι δεν πήραν τίποτα χαμπάρι, χαμένοι στα καζίνα και στις λέσχες, για το καλό του χρόνου. Το ’ξερα εγώ. Οι κερατάδες θα διαλέγανε δίσεχτη χρονιά. Όποιος διαβάζει και παρακολουθεί, αυτά τα κατέχει.
Δεν περίμενα, βέβαια, νά ’ρθει το αβγό στον κώλο, να τρέχω ν’ αδειάζω τα ράφια των σουπερμάρκετ και να μαλλιοτραβιέμαι για ένα αντισηπτικό· εκεί είναι που κολλάς στα σίγουρα. Έκανα τα κουμάντα μου νωρίς. Σιγά σιγά, χωρίς να δίνω στόχο, όσο οι χαχόλοι συζητούσαν αν θ’ αναβληθεί το καρναβάλι, άρχισα να μαζεύω τρόφιμα και να εξοπλίζω το καταφύγιο, στο υπόγειο του σπιτιού.
Οι γέροι μου, αιωνία τους η μνήμη, αγόρασαν τούτη τη μεζονέτα σε κάποιο αναπτυσσόμενο προάστιο της πόλης. Μετά, την κληρονόμησα εγώ. Τόσα χρόνια, από τότε που έφυγε κι η μάνα, δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια. Το μέλλον ήταν πάντοτε δυσοίωνο. Μολύβδινη επένδυση στην πόρτα του υπόγειου, θερμομόνωση κι ηχομόνωση απ’ τις καλές, γκαζιέρα, τουαλέτα με ντους, ένα μικρό γραφείο με διαδικτυακή σύνδεση οπτικών ινών, ένας πτυσσόμενος καναπές-κρεβάτι. Μέχρι και σύστημα συλλογής βρόχινου νερού απ’ τα κεραμίδια έφτιαξα· ένα καταφύγιο χρειάζεται νερό και ο κήπος της μεζονέτας κοινόχρηστος, δεν μπορούσα να κάνω γεώτρηση. Ευτυχώς πιάνουνε τα χέρια μου και μου κόστισαν μονάχα τα υλικά.
Περίσσεψε άφθονος χώρος γι’ αποθήκευση, εβδομήντα τετραγωνικά υπόγειο έχω, ψηλοτάβανο. Το τιγκάρησα μέχρι απάνω με όλα τα χρειαζούμενα. Σάκους με αλάτι, ντάνες ολόκληρες με κάθε λογής ζυμαρικά, να υπάρχει ποικιλία. Όσπρια, ρύζι, αλεύρι, λάδι, εμφιαλωμένο νερό, κονσέρβες, καφές, σοκολάτες, κρέατα στον καταψύκτη, αλκοόλ, φιάλες υγραερίου. Ένα ντουλάπι φίσκα στα συμπληρώματα διατροφής, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, μην πάθω κάνα σκορβούτο.
Πάνω από τρία χρόνια μπορώ ν’ αντέξω μ’ αυτές τις προμήθειες. Χαρτιά υγείας δεν πήρα, τσάμπα χώρο πιάνουν. Η γιαγιά μου ήταν απ’ την Πόλη και μ’ έμαθε να κάνω μπιντέ. Μόνο μερικά χαρτιά κουζίνας και κάμποσα χαρτομάντηλα· πού ξες, μπορεί να χρειαστούν.
Σήμερα η κυβέρνηση δέησε επιτέλους να πάρει τα πρώτα άτολμα μέτρα, κλείσιμο σχολείων και παρακαλετά στους πολίτες να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους· εγώ απλώς χαμογέλασα.
Άφησα τον κοσμάκη να κάνει γιουρούσι στα σουπερμάρκετ και συνέχισα ατάραχος τη δουλειά μου. Το απόγευμα βγήκα μια μεγάλη βόλτα στο δάσος, είμαστε σαν χωριό εδώ. Συνάντησα μερικούς που είχαν την ίδια ιδέα, μα τους απέφυγα. Μ’ απέφυγαν κι εκείνοι, σκασίλα μου μεγάλη. Οι αερολογίες των συναναστροφών μ’ εκνευρίζουν αφάνταστα.
Ημέρα 2
Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε πως με τη Θεία Κοινωνία δεν μεταδίδεται ο ιός, μολονότι όλοι πίνουν απ’ το ίδιο δισκοπότηρο, με το ίδιο κουτάλι. Το σώμα και το αίμα του Κυρίου δεν μπορεί να μεταδίδει νόσους, είπαν. Κι όλοι ανέβηκαν στα κάγκελα κι άρχισαν να τους βρίζουν, σκοταδιστές, μεσαιωνικούς, τι θες και δεν τους έσουραν. Μα εγώ δεν βιάζομαι να κατηγορήσω. Το σκέφτομαι και το αναλύω απ’ το πρωί. Είναι δυνατόν να είναι τόσο βλάκες; Αποκλείεται.
Μετά κατάλαβα. Οι παπάδες ένιωσαν τι ’ναι αυτό που έρχεται, κι αποφάσισαν ότι είναι σημαντικότερο για τους πιστούς ν’ ανανεώσουν την κοινωνία τους με τη Θεία Χάρη, παρά να προφυλαχτούν από τον ιό. Γιατί αυτός είναι μονάχα το πρώτο βήμα. Κατανοητό από την πλευρά τους. Μα κάνουν λάθος. Τον Καβαλάρη δεν τον έστειλε ο Θεός, άλλοι κρύβονται από πίσω. Ίσως πάλι αυτοί οι άλλοι να είναι όργανα του Θεού, βρίσκεις άκρη;
Τα πρώτα κρούσματα ήρθαν από Ιταλία μεριά. Για λίγες μέρες, τα νούμερα έμειναν στάσιμα. Έπειτα έσκασε ολόκληρο εκδρομικό γκρουπ απ’ τους Άγιους Τόπους, οι περισσότεροι σε μαύρα χάλια. Κι άρχισε ο λοιμός να σαρώνει τη χώρα. Ο Θεός τιμωρεί, αποφάνθηκαν οι άθεοι.
Ημέρα 6
Θανατικό στην Ιταλία, θερίζει κατά χιλιάδες ο Λευκός Καβαλάρης. Σκοτώνει κυρίως γέρους και άρρωστους, με υποκείμενες πνευμονικές νόσους, όπως το λένε στα κορακίστικα της ιατρικής. Αλλά και οι διαβητικοί, οι παχύσαρκοι, όσοι έχουν πίεση, επίσης κινδυνεύουν. Οι νέοι την περνούν ελαφριά, πολλοί χωρίς να το καταλάβουν. Και τα παιδιά, ούτε ένα δεν έχει πεθάνει.
Στους μεγαλύτερους, χαμός. Κι άμα δεν πεθάνεις, μια επισκεψούλα στην εντατική την κονομάς. Δεν έπιασα ακόμα τα πενήντα, όμως το βρογχικό άσθμα που με ταλαιπωρεί από χρόνια είναι σα το δρεπάνι του Χάρου απάνω απ’ το κεφάλι μου. Άμα κολλήσω, δύσκολα τη βγάζω καθαρή.
Η επιστήμη δεν γνωρίζει πολλά. Φυσικά και γνωρίζουν οι υποκριτές, έχουν κι έτοιμο το εμβόλιο, αλλά δεν θα το δώσουν στην κυκλοφορία, μέχρι να ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου τους. Δε μιλάμε για ένα οποιοδήποτε εμβόλιο, νανοτεχνολογία και κβαντικές τελείες.
Όταν ο κόσμος θα γονατίσει και θα παρακαλάει, θα κάνουν τον εμβολιασμό υποχρεωτικό και δια της βίας. Όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν θα εκτελούνται. Με αυτό θα στειρώσουν το 80% της ανθρωπότητας, έτσι θα μειωθεί ο πληθυσμός. Και μαζί θα εμφυτέψουν και ραδιοπομπό, να σε παρακολουθούν όπου κι αν βρίσκεσαι, μέχρι και τις σκέψεις σου θα καταγράφουν. Ο Ψευδοπροφήτης έγινε δισεκατομμυριούχος πουλώντας λογισμικό, βρίσκεται εκατό χρόνια μπροστά σε τεχνολογία.
Ημέρα 7
Βγαίνω ακόμα έξω. Όσο είναι σχετικά ασφαλές, πηγαίνω στο σουπερμάρκετ και ψωνίζω, μην τρώω απ’ τα έτοιμα. Άρχισα να φοράω τις μάσκες που αποθήκεψα, πλέον είδος προς εξαφάνιση. Τις αγόρασα τριάντα λεπτά τη μία, τώρα τις πουλάνε δυο ευρώ και κάνεις και τεμενάδες για να βρεις.
Αποφεύγω τα συναπαντήματα στους διαδρόμους, σα να ’μαι ο πάκμαν. Δεν αγγίζω τη μούρη μου έξω απ’ το σπίτι. Τα χέρια μου σαν κουλά, σφιγμένες οι γροθιές, μην ξεχαστώ· είκοσι φορές την ώρα, λέει, πιάνει ο άνθρωπος ασυναίσθητα το πρόσωπό του.
Κι αυτή η μύτη, πώς με φαγουρίζει η γαμιόλα, μου ’ρχεται να την κόψω με το μαχαίρι να ησυχάσω. Μετά όμως θα πρέπει να βγάλω και τα μάτια μου, σα δαιμονισμένα με τρων και δαύτα. Παρηγοριέμαι στη σκέψη πως θα ξυθώ με την ησυχία μου, σαν γυρίσω σπίτι και απολυμάνω τα χέρια. Μα, μόλις περάσω το κατώφλι, η φαγούρα κόβεται απότομα, γαμώ το στανιό μου.
Στα ταμεία, παραφυλάω τριγύρω. Άμα δω άνθρωπο να πλησιάζει, έστω και στο διπλανό ταμείο, γυρνάω απ’ την άλλη, κοιτάω ψηλά, ακατάδεκτος σαν τη μαντάμ Σουσού. Κάρτα ανέπαφη, την περνάω εγώ απ’ το μηχάνημα, δεν επιτρέπω να την αγγίξει άνθρωπος.
Επιστροφή στο σπίτι. Τα παπούτσια έξω, στο πατάκι. Ανοίγω τις πόρτες με τους αγκώνες και τα γόνατα, Νουρέγιεφ έχω γίνει. Τα ρούχα που φοράω εκτός σπιτιού, κρέμασμα στο μπαλκόνι. Μετά, γραμμή στην τουαλέτα, άνοιγμα πόρτας, πάτημα τρόμπας κρεμοσάπουνου, άνοιγμα βρύσης, όλα με τον αγκώνα. Θέλει σαπούνισμα είκοσι δευτερόλεπτα, για να καταστραφεί ο ιός. Εύκολο να το λες…
Κάπου διάβασα πως άμα τραγουδήσεις δυο φορές το Happy birthday to you, περνάει ο χρόνος. Πήγα να το κάνω, μα μου φάνηκε ανόητο και, με κάποιον διεστραμμένο τρόπο, μακάβριο. Προτιμώ να λέω δυο πατερημά στα γρήγορα, ταιριάζουν καλύτερα στην περίσταση. Έρχεται η Αποκάλυψη, κράτα μια πισινή. Περίπου είκοσι πέντε δευτερόλεπτα τα χρονομέτρησα· καλύτερα, να ψοφήσει στα σίγουρα ο ιός.
Τόσο νίψιμο χεριών ούτε ο Πόντιος Πιλάτος. Έκζεμα έβγαλε το πετσί μου. Να θυμηθώ να πάρω καμιά κρέμα απ’ το φαρμακείο. Άλλαγμα πετσέτες κάθε δυο μέρες, όσο μπορώ ακόμα να βάζω πλυντήριο και ν’ απλώνω στη βεράντα.
Μετά ανοίγω την τσάντα με τα ψώνια, κείνη τη μεγάλη των πολλών χρήσεων, από τότε που παραμυθιαζόμασταν πως με δυο σακούλες λιγότερες θα σώζαμε το περιβάλλον. Τα συσκευασμένα, ψέκασμα με Ντετόλ, σκούπισμα με καθαρό πανί, μετά ντουλάπι ή ψυγείο. Τα χύμα, βούτηγμα στο νεροχύτη, γεμάτο με νερό και λίγη χλωρίνη, σε δέκα λεπτά είναι ασφαλή. Καλό ξέβγαλμα, σκούπισμα, ψυγείο. Κατόπιν γραμμή στην μπανιέρα, τρίψιμο καλό, σκούπισμα γερό, ασφάλεια. Κάθε μέρα απολύμανση των πάγκων και των τοίχων της κουζίνας με διάλυμα δέκα τοις εκατό χλωρίνη· σκοτώνει, λέει, τα πάντα. Μετά, σφουγγάρισμα το πάτωμα με διάλυμα ένα προς πενήντα. Θα τα καταφέρω· όποιος πολύ ποθεί να ζήσει το μπορεί.
Ημέρα 8
Ο πρωθυπουργός έκλεισε τις εκκλησίες με διάταγμα κι απαγόρεψε τη μετάληψη. Και οι παπάδες ξεφύσησαν ανακουφισμένοι, που τους έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση. Γιατί άμα άρχιζε το λοιμικό να μαστίζει τους πιστούς, μετά απ’ όσα έχει πει η Εκκλησία, ο κόσμος θα έχανε την πίστη του για πάντα. Και το στερνό καταφύγιο σ’ αυτά που έρχονται είναι η πίστη. Τους ζηλεύω. Μακάρι να ’χα κι εγώ κάτι να πιστεύω.
Ο ιός ζει λιγότερο στο χαλκό, παρά σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια· περισσότερο ζει στο ανοξείδωτο ατσάλι. Επίσκεψη στα είδη κιγκαλερίας, αντικατάσταση όλων των ανοξείδωτων πόμολων του σπιτιού με χάλκινα. Μα πάλι με τον αγκώνα τ’ ανοίγω.
Ημέρα 11
Ο WHO κήρυξε πανδημία. Σιγά μην έχαναν ευκαιρία οι τσάτσοι των Big Pharma.
Πόσο λίγο έχει αλλάξει η ζωή μου, τώρα που μας μάντρωσαν στο σπίτι. Ανατριχιάζω από τρόμο κι ικανοποίηση μαζί. Θυμάμαι τον γέρο μου· το ’χε καημό μεγάλο που ο γιος του βγήκε μονόχνοτος, μ’ έπρηζε κάθε τόσο στο κήρυγμα, Θεός σχωρέσ’ τον. Πού να ’ξερες, κυρ Θόδωρε, ότι θα ’ρχόταν καιρός που η ακοινωνησιά θα γινόταν πλεονέχτημα. Η ζωή μου δικαιώνεται πανηγυρικά. Γελάω μοναχός μου και μόνο που τον σκέφτομαι, με το απορημένο του βλέμμα, να σηκώνει τους ώμους, να παίρνει το καπελάκι του και να φεύγει για το καφενείο. Κι αυτός από ιό πήγε, της γρίπης. Έλιωσε η μάνα μετά, ούτε ένα χρόνο δεν άντεξε χωρίς τη γκρίνια του.
Εδώ που τα λέμε, πόσο ν’ αλλάξει η ζωή ενός υποτιτλιστή και μεταφραστή, που δουλεύει απ’ το σπίτι. Οι άλλοι γύρω έχουν λαλήσει. Κι όσο εγώ γουργουρίζω σαν τον γάτο στην ασφάλεια του σπιτιού μου, αυτοί ψάχνουν πρόσχημα και κουράγιο να ξεμυτίσουνε για λίγο.
Ημέρα 13
Καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας. Κομμένες οι συναθροίσεις άνω των δέκα ατόμων. Πρόστιμα εκατόν πενήντα ευρώ σε όποιον συλληφθεί να κυκλοφορεί ασκόπως. Ειδική άδεια από την αστυνομία, μέσω διαδικτύου ή SMS, για όσους θέλουν να πάνε στο σουπερμάρκετ, στο φαρμακείο, σε ασθενείς συγγενείς ή να βγάλουν βόλτα τον σκύλο. Τεράστια η ζήτηση σκύλων, δεν έμεινε ούτε ένα αδέσποτο. Οι σκύλοι νοικιάζονται δέκα ευρώ την ώρα. Μουδιασμένη, η κοινωνία ακολουθεί δουλικά, αν και απρόθυμα, τους περιορισμούς.
Οι σελίδες εναλλακτικής έρευνας και ανεξάρτητης γνώμης βοούν, οι υποψιασμένοι αναγνώστες συμφωνούν κι επαυξάνουν: Η πρόβα ενός πρόθυμου ολοκληρωτισμού. Μια κοινωνία που οι πολίτες της έχουν αποδεχθεί να μην κυκλοφορούν χωρίς την άδεια της εξουσίας. Κοινωνική μηχανική, η αποθέωση της βιοπολιτικής. Η καραντίνα θα γίνει η νέα κανονικότητα. Τα μέτρα ήρθαν για να μείνουν. Το τέλος του κοινωνικού ανθρώπου. Καθόμαστε σαν σύγχρονοι Εβραίοι μπρος στα κρεματόρια. Η υποτίμηση της ανθρώπινης σκέψης και προσωπικότητας, η επίσημη αγελοποίηση των κοινωνιών και η παντελής αποκτήνωση της εξουσίας. Ο μιθριδατισμός των κοινωνιών προχωράει με ταχείς ρυθμούς. Το σχέδιο των Επικυρίαρχων δουλεύει καλά. Αντισταθείτε, η δυστοπία προ των πυλών.
Αμφιταλαντεύομαι. Έχουνε δίκιο, το κατανοώ με κάθε νευρώνα του εγκεφάλου μου. Μα στην ψυχή μου ο φόβος του θανάτου ψιθυρίζει· συμμορφώσου, υπάκουσε. Αυτά τα λεν όσοι πιστεύουν πως θα τη βγάλουν καθαρή λόγω ηλικίας. Εγώ κινδυνεύω στ’ αλήθεια. Έρχεται σχίσμα βαθύ ανάμεσά μας. Ακροσφαλής ισορροπία, δεν θα κρατήσει για πολύ. Τα χειρότερα έπονται.
Ημέρα 20
Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η απόφαση της κυβέρνησης της Βρετανίας να περάσει νομοσχέδιο που δίνει υπερεξουσίες στην αστυνομία και σε άλλες δημόσιες αρχές, με πρόσχημα την καταπολέμηση του κορονοϊού. Η βρετανική αστυνομία θα έχει το δικαίωμα να συλλαμβάνει και να απομονώνει άτομα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που έχει συνταξιοδοτηθεί και οι εργαζόμενοι στις κοινωνικές υπηρεσίες θα επιστρατεύονται ως ενισχύσεις. Το αστυνομικό κράτος θα ισχύσει για τα επόμενα δύο χρόνια· τουλάχιστον.
Έλα τώρα να μου πεις ότι δεν ξέρουμε τι λέμε. Κι όμως, οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν την τύφλα τους. Ή δεν θέλουν να καταλάβουν. Απορώ πώς έγινε τόσο ηλίθια η ανθρωπότητα. Από την άλλη, γνωρίζω τι βασανιστήριο είναι να φυτέψεις σε κάποιον αμφιβολίες για την πραγματικότητά του. Κατά βάθος τους αξίζει ό,τι κι αν πάθουν. Αλλά όχι σ’ εμένα. Εγώ θα ζήσω, πρέπει να ζήσω, να δω να ξημερώνει νέα μέρα από τούτη την απανθρωπιά.
Σήμερα πήρα άδεια και βγήκα για ψώνια, ίσως για τελευταία φορά. Αγόρασα λαχανικά. Ποιος ξέρει αν θα ξαναφάω ποτέ σαλάτα.
Ημέρα 26
Το φράγμα ρώγμωσε. Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο μπουντρουμιασμένος. Ραγδαία αύξηση της οικογενειακής βίας, τα νοσοκομεία γεμίζουν με κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά, σπανιότερα άντρες. Διαδήλωση κατά της πατριαρχίας. Συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, τρεις νεκροί διαδηλωτές και δύο αστυνομικοί.
Καθεστωτικοί επιστήμονες, σε διατεταγμένη υπηρεσία, παπαγαλίζουν. Ο ιός δεν είναι τόσο επικίνδυνος, δεν είναι χειρότερος από μια απλή γρίπη, τα μέτρα είναι φιάσκο. Θέλουν να μολυνθούν οι πάντες, δεν εξηγείται αλλιώς. Τα ΜΚΔ βράζουν, χάβρα απόψεων και αντεγκλήσεων.
Ο λαουτζίκος απειθαρχεί πλέον στα μέτρα εγκλεισμού· γέροι βγαίνουν στους δρόμους και χαζεύουν μπρος στα κλειστά καφενεία, νέοι μαζεύονται μεταμεσονύχτια σε κρυφά κλαμπ. Ουρές στα διόδια, τρέχουν κατά χιλιάδες στα χωριά τους για να σωθούν. Η αστυνομία αδυνατεί να ελέγξει την κατάσταση. Εγκαθίστανται παντού κάμερες και αστυνομικοί δρόνοι περιπολούν άγρυπνα. Κουκουλοφόροι τούς ρίχνουν με κυνηγετικά όπλα. Σ’ επιφυλακή ο στρατός. Η κυβέρνηση και τα καθεστωτικά μίντια τα κρύβουν, όπως η γάτα το σκατό της.
Ευτυχώς, έχω χρόνια που δεν βλέπω πια τηλεόραση. Ενημερώνομαι από το διαδίκτυο. Η πλύση εγκεφάλου δεν με αγγίζει. Παρακολουθώ την κατάσταση από κοντά και είμαι πάντοτε δυο βήματα μπροστά από τους άλλους.
«Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν δευτέραν, ἤκουσα τοῦ δευτέρου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυρρός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ’ αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 6:3–4)
Ημέρα 33
Ξέσπασε ο πόλεμος του πετρελαίου. Σαουδική Αραβία εναντίον Ρωσίας και στο βάθος Αμερική. Για πρώτη φορά από το κραχ του 1996, η τιμή του αργού πετρελαίου κάτω από τα τριάντα δολάρια. Η αμερικανική οικονομία δεν θ’ αντέξει για πολύ, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου καθίσταται ασύμφορη. Καταρρέει ο οίκος των Σαούντ. Το πετροδολάριο κλυδωνίζεται. Η υπερδύναμη δηλώνει διατεθειμένη να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της δια των όπλων. Η ένταση κλιμακώνεται, η πίεση στο πλανητικό καζάνι έχει σπάσει τα βαρόμετρα. Απειλές πυρηνικού πολέμου. Φήμες πως αποτράπηκε δύο φορές στο παρά ένα το πάτημα του κόκκινου κουμπιού. Η Βόρεια Κορέα πραγματοποιεί δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων. Τα καθεστωτικά μέσα τηρούν σιγήν ιχθύος.
Δεν είμαι κάνας θρησκόληπτος. Μα όποιος ξέρει πού να ψάξει, όχι εκεί που βόσκουν οι ανθρώπινες αγέλες, δεν πέφτει δα κι από τα σύννεφα. Οι εναλλακτικές ανεξάρτητες ιστοσελίδες τα έχουνε γράψει κι εξηγήσει χιλιάδες φορές. Οι προφητείες έχουν τον τρόπο τους να εκπληρώνονται. Είναι τόση η γοητεία κι η επιβολή τους πάνω στον απλό άνθρωπο, που οι παγκόσμιοι εξουσιαστές τις χρησιμοποιούν δικαιωματικά. Κάθε στάδιο των σχεδίων τους το σκηνοθετούν να μοιάζει με τις προφητείες, ώστε να πειστούν οι μάζες πως είναι θέλημα Θεού και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το σταματήσουν.
Κι η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι το αγαπημένο τους έργο. Είναι το μόνο θρησκευτικό βιβλίο που έχω διαβάσει. Από πιτσιρικάδες, με τους Iron Maiden και τ’ άλλα χέβι μέταλ συγκροτήματα, που την είχαν ψωμοτύρι, μας κίνησε όλους την περιέργεια. Προσωπικά, την πήρα λίγο στην πλάκα, σαν αμερικάνικη ταινία καταστροφής, με μπόλικο γαλλικό σουρεαλισμό. Μα έλα που τη βρίσκω από τότε συνέχεια μπροστά μου, φάντη μπαστούνι.
Το Τσέρνομπιλ, Άψινθος στα ελληνικά, ήταν η πρώτη απόπειρα:
«Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ Ἂψινθος»
(Κεφ. 8:10–11).
Τι άλλο είναι ένα αστέρι, αν όχι πυρηνικός αντιδραστήρας. Το ένα τρίτο των υπόγειων νερών του κόσμου θα μολυνόταν από ραδιενέργεια, μα η αυτοθυσία των εργατών απέτρεψε τούτη την εκπλήρωση την ύστατη στιγμή. Κόβω το κεφάλι μου πως ήταν σαμποτάζ.
Η 11η Σεπτεμβρίου, η μεγαλύτερη πλεκτάνη όλων των εποχών, επίσης ακολούθησε το μοτίβο:
«ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα ἔθνη».
(Κεφ. 14:8).
Η μεγαλύτερη πολυπολιτισμική Βαβέλ του πλανήτη, η Νέα Υόρκη, πλήρωσε βαρύ τίμημα στην έναρξη του αιώνα.
Και η μεγάλη πληγή του καιρού μας, η υπερθέρμανση του πλανήτη, δεν πήγε κι αυτή πίσω:
«Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι ἐν πυρὶ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι καῦμα μέγα, καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν ἐπὶ τὰς πληγὰς ταύτας, καὶ οὐ μετενόησαν δοῦναι αὐτῷ δόξαν».
(Κεφ. 16:8–9).
Η υπερθέρμανση οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα, όμως οι ισχυροί, αμετανόητοι, προσπαθούν να πείσουν, με τη βοήθεια της προφητείας, πως φταιν οι ηλιακές κηλίδες.
Τα πράματα σκουραίνουν μέρα με τη μέρα. Σφάλισα οριστικά τα παράθυρα, κλείδωσα και αμπάρωσα τις πόρτες και μετακόμισα μόνιμα στο υπόγειο. Ο Ερυθρός Καβαλάρης έχει εξαπολύσει την οργή του κι ο πόλεμος θα είναι καθολικός, απόλυτος.
Πρέπει να κουμαντάρω τα σκουπίδια. Ο δυτικός πολιτισμός γεννάει πολλά από δαύτα κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Για τα οργανικά έχω εγκαταστήσει σκουπιδοφάγο στην αποχέτευση του νεροχύτη. Τα υπόλοιπα θα τα στοιβάζω στη θέση όσων καταναλώνω.
Ημέρα 37
Ένας ιός που σκοτώνει γέρους και άρρωστους, λένε διακεκριμένοι εξελικτικοί βιολόγοι, είναι για κάθε φυσικό πληθυσμό μια γλυκιά ανάσα φυσικής επιλογής. Ένας τέτοιος λοιμός, επομένως, δεν θα μπορούσε παρά να εκπορεύεται από τον Θεό, το ερμήνευσαν οι πιστοί κι άρχισαν να συνωστίζονται στις εκκλησίες. Επέμβαση του στρατού, συλλήψεις μητροπολιτών, επεισόδια στα δικαστήρια, νεκροί εκατέρωθεν.
Ομάδες νεαρών επιτίθενται σε μεσήλικες και γέροντες, ακόμα και στα σπίτια τους, και τους φτύνουν για να μολυνθούν. Κάποιοι άλλοι, κάνουν το ίδιο σε πρόσφυγες και μετανάστες. Ο ιός κατακλύζει τις δομές φιλοξενίας. Οι μετανάστες αντεπιτίθενται, φτύνουν όποιον ντόπιο βρουν μπροστά τους. Οι χωρικοί τουφεκάνε όσους επιστρέφουν στους τόπους καταγωγής τους για να σωθούν. Για πρώτη μέρα, οι θάνατοι από επεισόδια ξεπέρασαν αυτούς από τον ιό.
Το φαινόμενο εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Εμφύλιος στην Τουρκία, κύματα Τούρκων προσφύγων εισέρχονται στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός τους πυροβολεί, η Τουρκία κηρύσσει τον πόλεμο, το Αιγαίο και ο Έβρος φλέγονται. Η πανδημία, που προσωρινά είχε ανακοπεί για ένα μήνα, ξεσπάει αχαλίνωτη. Τα συστήματα δημόσιας υγείας καταρρέουν σαν ντόμινο. Στρατιωτικός νόμος σε ΗΠΑ, Βρετανία και Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι νεκροί προβλέπεται να ξεπεράσουν τα εκατό εκατομμύρια μέχρι τη λήξη της πανδημίας.
Τα καθεστωτικά μίντια προσπαθούν να κουκουλώσουν την αλήθεια κάτω από το χαλί. Το πήρα απόφαση, δεν θα παρακολουθώ πια κανένα από δαύτα. Οι δικές μου πηγές ενημέρωσης είναι αξιόπιστες και παραπάνω από επαρκείς.
«Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἐν μέσῳ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγουσαν· Χοῖνιξ σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου· καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ ἀδικήσῃς».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 6:5-6)
Ημέρα 49
Κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι αρχικές προβλέψεις για ύφεση 25% αποδεικνύονται αστειότητες. Αρμαγεδδών στα χρηματιστήρια όλου του κόσμου. Βυθίζεται ακόμα και ο χρυσός. Η κρίση του 1929 είναι παιδική χαρά μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει.
Οι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι το είχαν προβλέψει από την προηγούμενη χρονιά. Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία ήταν μια τεράστια φούσκα και τον τελευταίο καιρό είχε αποτελματωθεί. Ο ιός ήταν απλώς η καρφίτσα που έσκασε τη φούσκα. Ίσως να ήταν αυτός ένας λόγος που οι ελίτ επέλεξαν τώρα να τον εξαπολύσουν στην ανθρωπότητα. Έτσι, η αποτυχία των συστημάτων τους θα βρει γι’ αποδιοπομπαίο τράγο τον ιό. Όμως, σε συνδυασμό με όσα έγιναν τους τελευταίους μήνες, η ύφεση απέκτησε τη μέγιστη δυνατή κακοήθεια, η απόλυτη θύελλα.
Και ο Μαύρος Καβαλάρης αρχίζει να καλπάζει. Δραματική μείωση παραγωγής τροφίμων, καταστροφή των σιτηρών μετά και από τις επιθέσεις ακρίδων σε όλο τον κόσμο. Ελλείψεις βασικών διατροφικών αγαθών, μόνο το λάδι και το κρασί δεν επηρεάστηκαν. Τα τρόφιμα μοιράζονται με δελτίο. Ουρές στα συσσίτια. Μαχαιρώματα για μια μπουκιά ψωμί. Λεηλασίες καταστημάτων, εμπρησμοί σουπερμάρκετ. Εκατομμύρια θάνατοι από πείνα σε όλον τον πλανήτη. Δισεκατομμύρια άνθρωποι σε άμεσο κίνδυνο λιμοκτονίας.
Τι κελάρι μου να ’ναι καλά. Ξόδεψα ό,τι είχα και δεν είχα για να το γεμίσω και να το εξοπλίσω. Αν πουλούσα το απόθεμά μου, θα γινόμουν πιο πλούσιος απ’ τον Τζεφ Μπέζος, μα τα λεφτά δεν έχουν πια καμιά αξία. Θ’ αντέξω για χρόνια. Οι άλλοι ας ενημερώνονται απ’ την τηλεόραση, δεν φταίω εγώ για τα παθήματά τους.
Όσο τα πράγματα χειροτερεύουν, τόσο φουντώνει μέσα μου η θέληση να ζήσω, μ’ έναν τρόπο πρωτόγνωρο στη χλιαρότητα της ζωής μου. Πρώτη φορά νιώθω τέτοια έξαψη στην ιδέα ότι έμεινα ζωντανός γι’ άλλη μια μέρα.
Ημέρα 63
Σήμερα κόπηκε το ίντερνετ. Μαζί, φυσικά, και το τηλέφωνο. Το περίμενα, μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αναπληρώσω. Ανέβηκα στο σπίτι μέρα μεσημέρι για να βλέπω, έστω αμυδρά, με τέρμα κλειστά τα στόρια. Πού να τολμήσω ν’ ανάψω φώτα τη νύχτα, δε θέλω να δίνω στόχο. Άκουσα κάποιον να ψαχουλεύει την πόρτα. Πήρα την καραμπίνα του πατέρα μου, μανιώδης κυνηγός, την όπλισα επιδεικτικά πίσω απ’ την πόρτα, ν’ ακουστεί, και φώναξα, πίσω και σ’ έφαγα, τσόγλανε. Αυτό ήταν. Ακούστηκε τρεχαλητό, όπου φύγει φύγει. Καθάρματα, δεν θα βάλετε χέρι στο κελάρι μου, ό,τι και να γίνει.
Κατέβασα στο υπόγειο όσα βιβλία μπορούσα να σηκώσω: Η NASA και οι εξωγήινοι, Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ και η Τριμερής Επιτροπή, Τα μυστήρια του τριγώνου των Βερμούδων, Τα αινίγματα του Ρόσγουελ, Η Majestic 12 και η επιβολή της Νέας Τάξης… Τα ’χω διαβάσει όλα, όμως πάντοτε υπάρχουν πτυχές που δεν τις έχεις προσέξει σ’ αυτά τ’ αποκαλυπτικά βιβλία. Βρήκα και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, της μάνας μου, ίσως να προλάβω να τον διαβάσω, τώρα που δεν θα είμαι όλη μέρα στο διαδίκτυο.
Ημέρα 66
Τα πάντα καταρρέουν με πάταγο. Προχτές κόπηκε το φυσικό αέριο, σήμερα το ρεύμα. Γράφω αυτές τις γραμμές με το χέρι, στο φως της γκαζόλαμπας. Ευτυχώς, είχα την έμπνευση να εκτυπώσω ό,τι έγραψα μέχρι χτες, στο τσαφ πρόλαβα. Έχω μεγάλα αποθέματα γκαζιού, μα πρέπει να κάνω σωστή κατανομή. Γιατί χωρίς φωτιά για το μαγείρεμα, όλες μου οι προμήθειες, εκτός από κάποιες λίγες κονσέρβες, είναι άχρηστες. Είναι όλο και δυσκολότερο να βρω κάτι να γράψω, εγκλωβισμένος στα σκοτεινά, χωρίς πληροφόρηση από τον έξω κόσμο· καλύτερα, δεν υποφέρω άλλο να μαθαίνω όσα συμβαίνουν.
Από σήμερα, τέλος και το διάβασμα. Δεν θα καταφέρω ποτέ πια να τελειώσω τον Ηλίθιο. Αυτό το «ποτέ πια» έστειλε ένα ρίγος να διαπεράσει το κορμί μου, την ώρα που το έγραφα. Τώρα αντιλήφθηκα το δράμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο πραγματικό του μεγαλείο. Μα είμαι ακόμα εδώ κι όσο ζω ελπίζω, ας μην ξέρω τι.
«Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ’ αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς γῆς».
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 6:7–8).
Ημέρα 87
Το πρωί κόπηκε και το νερό. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Οι υποδομές έχουν σμπαραλιαστεί. Ευτυχώς έβρεξε κι η δεξαμενή μου είναι γεμάτη. Πρέπει να κάνω σκληρή οικονομία. Τώρα το μετανιώνω που δεν στόκαρα κωλόχαρτο· το πλύσιμο είναι πια πολυτέλεια. Θα πίνω απ’ τα εμφιαλωμένα που αποθήκευσα. Όταν τελειώσουν, θα πίνω το βρόχινο νερό από τη δεξαμενή. Για να γίνει πόσιμο, θα ρίχνω λίγο αλάτι, έχω μπόλικο.
Μπορεί το υπόγειο να είναι μονωμένο, μα απόψε που ανέβηκα στο σπίτι, με το φακό, άκουσα από μακριά μπουμπουνητά στον ουρανό. Βομβαρδισμός! Έτρεξα και κρύφτηκα ξανά κάτω. Η πόλη πρέπει να ισοπεδώθηκε, μπορεί κάποια αδέσποτη να πέσει και στη μεζονέτα μου. Το υπόγειο θ’ αντέξει. Δεν θα ξανανέβω πάνω. Ό,τι χρειάζομαι το έχω εδώ. Ο υπολογισμένος χρόνος καθημερινής χρήσης της γκαζόλαμπας τελειώνει· θα μείνω στο σκοτάδι μέχρι αύριο, περίπου τέτοια ώρα.
Ημέρα 154
Έχω να γράψω δυο μήνες και κάτι. Τα μάτια μου πονούν στο φως της λάμπας κι ο καρπός μου πιάνεται. Από μικρός είχα πρόβλημα, ήμουν ο πιο κακογράφος του σχολείου. Αν δεν υπήρχε το πληκτρολόγιο, θα ’πρεπε να βρω άλλη δουλειά να κάνω.
Από τις πρώτες μέρες της καραντίνας, τότε που ακόμα έβγαινα για καμιά βόλτα ή για ψώνια, ένιωσα ότι τζογάριζα τη ζωή μου, έστω κι αν οι πιθανότητες ήταν ακόμα συντριπτικά υπέρ μου. Μα η στατιστική κι οι πιθανότητες ισχύουν μονάχα για τα πλήθη. Σ’ ένα μεμονωμένο άτομο δεν έχουν την παραμικρή αξία. Οι μέρες κάπως περνούσανε, κουτσά στραβά, μα τις νύχτες πλάκωναν οι λογισμοί. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να είχα ήδη κολλήσει, ότι μπορεί να ήταν η τελευταία νύχτα της ζωής μου, που ήμουν υγιής.
Τι θα ’κανες αν σου ’λεγαν πως από αύριο θα ’σαι άρρωστος και σύντομα νεκρός; Πώς θα περνούσες την τελευταία σου μέρα; Την πρώτη βραδιά την πέρασα μες στη μίρλα. Δάκρυ κορόμηλο, ασύστολο – δε με βλέπει κανείς, ό,τι γουστάρω κάνω.
Την άλλη μέρα σιχάθηκα τον εαυτό μου. Θα περνούσες την τελευταία σου καλή νύχτα κλαψουρίζοντας, δε θέλω να σε ξέρω, έριξα μια μούντζα στον καθρέφτη. Μου ’ριξε και κείνος. Μα κείνη τη νύχτα την πέρασα πνιγμένος στο άγχος. Βημάτιζα πέρα δώθε στο σπίτι, ακόμα δεν είχα μετακομίσει στο υπόγειο, ύπνος δε μ’ έπιανε. Ποιος θέλει να περάσει τις τελευταίες του ώρες κοιμισμένος, θα ’χω καιρό στον Μεγάλο Ύπνο.
Την επόμενη, που ξύπνησα χάλια, αλλά δεν είχα αρρωστήσει ακόμα, είπα πως δεν πάει άλλο. Αντί να πεθάνω απ’ τον ιό, θα πάω απ’ το φόβο, το άγχος και την αϋπνία. Το ανοσοποιητικό επηρεάζεται αρνητικά. Τουλάχιστον, αν κολλήσω να ’χω ακόμα μια μάχη να δώσω, μια ελπίδα ζωής. Αποφάσισα ότι την τελευταία μου υγιή νύχτα θέλω απλώς να την κάνω ν’ αξίζει.
Έγινα εκλεκτικός, για πρώτη μου φορά. Έτρωγα ό,τι καλύτερο είχα στο ψυγείο κι έπινα το πιο φίνο κρασί της κάβας μου. Καθόμουν να δω ταινία κι όλες μου φαίνονταν χάλια. Θα ήθελες να είναι αυτή η τελευταία που είδες; Το ίδιο και με τα τραγούδια· αξίζει να ’ναι αυτό το τελευταίο που άκουσες; Τις περισσότερες φορές, τα σταματούσα αρχή αρχή, με αποστροφή.
Πόση αξία έχει μια νύχτα στο ζύγι της ζωής και του θανάτου· ανεκτίμητη, έμαθα κείνο τον καιρό. Πόσο χρόνο ξόδεψα σε ανοησίες, σε πράγματα που πια δε θυμάμαι, στ’ ασήμαντα, στα τετριμμένα. Ένα αίσθημα ματαίωσης κι αδικίας έσφιγγε το στέρνο μου.
Κείνες οι νύχτες, καθεμιά ξεχωριστή, ήταν οι πιο όμορφες της ζωής μου, γεμάτες πάθος και συγκίνηση, επίγνωση πάνω απ’ όλα. Δεν μετάνιωσα που είμαι μόνος· είναι επιλογή μου, κείνη που μ’ εκφράζει αληθινά. Κάποτε προσπαθούσα να βρω επίθετα να το περιγράψω, όχι πια. Είμαι αυτός που είμαι και τούτο είναι το περισσότερο που μπορεί να πετύχει κάποιος.
Τώρα που δεν έχω πια τον ιό να φοβηθώ, παραχωμένος στην υπόγα, στο σκοτάδι το πηχτό, το μόνο που με κρατάει να μην αποτρελαθώ είναι η ανάμνηση από κείνες τις νύχτες. Φαντάζουν υπέρλαμπρες στην οθόνη του μυαλού μου, κάθε σκηνή από τις ταινίες που άξιζαν να είναι οι τελευταίες μου, κάθε λέξη και νότα απ’ τα υποψήφια τελευταία μου τραγούδια, μου κρατάνε συντροφιά μέσα στον παραλυμένο χρόνο, στο αιώνιο Τώρα του εγκλεισμού. Αν δεν ήταν αυτά, ίσως και να ’χα αυτοκτονήσει.
Πώς θ’ αυτοκτονούσα; Είμαι πολύ λιπόψυχος ακόμα και γι’ αυτό. Μάλλον με την καραμπίνα στο στόμα. Ένα κλικ υπόθεση, δεν προλαβαίνεις να μετανιώσεις ούτε τίποτα να νιώσεις. Ανοησίες! Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Τόση δίψα για ζωή δεν ένιωσα ποτέ μου. Θα ζήσω, πρέπει να ζήσω, είμαι κατσαρίδα στο κελάρι, δεν μπορείτε ν’ απαλλαχτείτε από μένα, μπάσταρδοι.
10 Αυγούστου, μα εδώ κάτω ούτε ζέστη ούτε κρύο. Θα ήθελα να βγω μια βόλτα, ν’ ανοίξω έστω ένα παράθυρο, να τραβήξω μια μυτιά καλοκαίρι. Όνειρα τρελού. Έξω ο Κίτρινος Καβαλάρης συντρίβει την ανθρωπότητα, μόνο η οσμή του θανάτου και του τάφου η σιωπή με περιμένουν.
«Καὶ τὸ θηρίον ὃ εἶδον ἦν ὅμοιον παρδάλει, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς ἄρκτου, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ ὡς στόμα λέοντος. Καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ δράκων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν μεγάλην· καὶ μίαν ἐκ τῶν κεφαλῶν αὐτοῦ ὡς ἐσφαγμένην εἰς θάνατον. Καὶ ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ἐθεραπεύθη, καὶ ἐθαύμασεν ὅλη ἡ γῆ ὀπίσω τοῦ θηρίου, καὶ προσεκύνησαν τῷ δράκοντι τῷ δεδωκότι τὴν ἐξουσίαν τῷ θηρίῳ, καὶ προσεκύνησαν τῷ θηρίῳ λέγοντες· τίς ὅμοιος τῷ θηρίῳ; τίς δύναται πολεμῆσαι μετ’ αὐτοῦ;»
(Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Κεφ. 13:2–4)
Ημέρα 666
Μες στο σκοτάδι μετράω τις μέρες, μετράω τις ώρες και τα λεπτά. Η μπαταρία του ρολογιού μου αντέχει ακόμα. Πέρασε πολύς καιρός, σχεδόν πέντε μήνες, από την τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιο. Αποφάσισα να μην ξοδεύω το πολύτιμο γκάζι για να γράφω, η παγερή απουσία ύπαρξης που βιώνω δεν μου προσφέρει ερεθίσματα.
Ίσως αυτή να είναι η τιμωρία μου για τα χρόνια που έζησα μες στην αδιαφορία και στην απομόνωση. Σα να υπήρχε κάπου, κρυμμένος, ένας μοχθηρός θεός του κολασμού, που με καταδίκασε να βιώνω τις συνέπειες των επιλογών μου για μια αιωνιότητα, όπως ο Σίσυφος ή ο Τάνταλος. Μα σήμερα είναι μέρα σημαδιακή, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να ξοδέψω λίγο γκάζι για να γράψω.
Το σπίτι από πάνω στέκει ακόμη ανέπαφο. Περίμενα ότι θα το βομβάρδιζαν ή θα το λεηλατούσαν. Είμαι έτοιμος να πυροβολήσω τον πρώτο που θα μπει από την αμπαρωμένη πόρτα του υπόγειου, αν καταφέρει να τη σπάσει, ταμπουρωμένος πίσω απ’ την κεντρική κολώνα. Ακόμα και οι φεγγίτες, που τους έβαψα μαύρους για να μην μπορεί να με δει κανείς, παραμένουν άθικτοι, ούτε ράγισμα δεν έχουν. Θα ’χουνε χαθεί όλοι, δεν εξηγείται αλλιώς.
Τα μέλη μου αδύναμα από την ακινησία, σέρνομαι κυριολεκτικά. Το βιολογικό μου ρολόι έχει ξεκουρδιστεί ανυπόφορα. Τις περισσότερες ώρες λαγοκοιμάμαι, ξυπνώ απ’ το γουργούρισμα του στομαχιού ή από τη δίψα που φλογίζει τα ξεραμένα μου χείλια. Έτσι τρώω και πίνω λιγότερο, άρα θ’ αντέξω περισσότερο.
Χάνομαι σε άσκοπες μαθηματικές πράξεις, πόσα δευτερόλεπτα έχουν περάσει απ’ τη μέρα που κλείστηκα εδώ κάτω, πόσα βήματα απέχει η Κίνα και σε πόσο χρόνο μπορώ να φτάσω μέχρι εκεί, τέτοια πράματα. Πάντοτε ήμουν καλός στους νοερούς υπολογισμούς.
Μα οι περισσότερες σκέψεις μου περιστρέφονται γύρω από ένα σημείο. Τι να συμβαίνει εκεί έξω; Τέλειωσε ο πόλεμος; Υπάρχει ακόμα η ανθρωπότητα; Τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι, απειροελάχιστες οι πιθανότητες να πεθάνουν όλοι. Σίγουρα κάποιες κατσαρίδες σαν εμένα θα ’χουν τρυπώσει σε καμιά σπηλιά ή θα ’χουν πάρει τα βουνά, θα κρύβονται στις ερήμους.
Η Ελλάδα; Λες να υπάρχει ακόμα; Χλωμό το βλέπω. Δεν είχε πολλή ζωή μέσα της, πριν ακόμη απ’ τους Καβαλάρηδες. Αλλά δεν μπορεί. Κατσαρίδες υπάρχουν και στα μέρη μας, κάποιοι θα έχουν επιζήσει. Κάπου θα βρεθεί μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι, που δεν τα ξεπάτωσαν οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, και θα την ξαναφτιάξουμε.
Μ’ αυτή τη σκέψη περνώ τις περισσότερες ώρες του ξύπνου μου. Πώς θα την ξαναφτιάξουμε, με τι μεράκι, με ποια ποίηση, με πόση ψυχή. Μετά, σειρά έχει ο κόσμος. Θα τον πιάσουμε κι αυτόν απ’ την αρχή, θα ’ναι καλύτερος από πριν, δεν θ’ αφήσουμε να ξαναγίνουν τα ίδια λάθη. Και δώσ’ του σχέδια, λογαριασμοί, προοπτικές. Σάμπως έν’ αόρατο χέρι να τραβάει την αυλαία του ερέβους και φως ανέσπερο λούζει την ψυχή μου.
Ημέρα 889
Δεκαπενταύγουστος 2022. Λες να μετρούν ακόμη από τη γέννηση του Χριστού; Αν επικράτησε η Νέα Τάξη, σίγουρα όχι. Θα μετράν το έτος 2 της Πανθρησκείας. Οπωσδήποτε θα κατασκεύασαν κάποιον καινούριο Σέραπι για την περίσταση. Με ταράζει τούτη η σκέψη, γιατί πλησιάζει η ώρα που θ’ αναμετρηθώ μ’ όλ’ αυτά.
Αρκετά στεγνός ο χειμώνας, απόλυτη ανομβρία το καλοκαίρι, σώνεται το νερό. Πάλι καλά που έριξε μια καταιγίδα τον Μάιο και άντεξα μέχρι τώρα. Αν δε βρέξει μες στην επόμενη βδομάδα, άντε δέκα μέρες, θα ξεμείνω εντελώς. Το υπόγειο ζέχνει. Έχω μήνες να κάνω ένα ντους κι εδώ και είκοσι μέρες δεν τραβάω καν το καζανάκι. Γλύτωσα απ’ τον Λευκό Καβαλάρη και θα πάω από τύφο. Μαλλιά, γένια, σαν τον άνθρωπο των σπηλαίων έχω καταντήσει.
Τρόμος μακροφτέρουγος με σκεπάζει κάθε που σκέφτομαι ότι θα ξαναβγώ στον κόσμο. Ταυτόχρονα, έξαψη εφηβική ζυμώνει τα σπλάχνα μου. Η ανθρώπινη αμφιθυμία, παντού και πάντα ίδια. Κάποτε κορόιδευα τους αναποφάσιστους, εγώ πάντα ήξερα τι ήθελα. Ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι, καλά έλεγε η μάνα.
Όλον αυτόν τον καιρό, μέσα στον συφοριασμένο μου λήθαργο, έπλαθα σενάρια που φάνταζαν τόσο μακρινά, ώστε με διασκέδαζαν. Πώς θα ’ναι ο κόσμος όταν θα βγω από ’δω μέσα; Νεκρή έρημος αποψιλωμένη από τη ραδιενέργεια; Παρθένα φύση χωρίς καθόλου ανθρώπους; Οργουελική δυστοπία; Κοινωνία χωρίς κεφάλαιο, με οικονομία πόρων; Θαυμαστός καινούριος κόσμος με φύρερ την επιστήμη; Κινέζικη απολυταρχία; Αστυνομικό κράτος του Φίλιπ Ντικ; Θεοκρατικός νεομεσαίωνας; Σκηνικό μεταποκαλυπτικής ταινίας, με ελάχιστους επιζώντες να παλεύουν να ξαναστήσουν τον πολιτισμό; Το τελευταίο μού φαίνεται πιο πιθανό.
Μετά από μια μαζική καταστροφή ακολουθεί οργασμός ζωής και δημιουργίας, ανοίγονται περιθώρια ν’ αγωνιστείς γι’ αλλαγή, για έναν κόσμο όπως τον οραματίζεσαι. Με αυτή τη σκέψη ριγώ από προσδοκία κι έπειτα λιποψυχώ κι όλο παλαντζάρω, μα η θέρμη κι η έξαψη που απομένουν, σαν απόηχος φίνου αρώματος σε παλατιανό μπουντουάρ, γέρνουν τη ζυγαριά προς το αναπόφευκτο· δεν μπορώ, όπως και να ’χει, να μείνω για πάντα εδώ μέσα.
Ημέρα 892
Χαράματα, άνοιξα δειλά την πόρτα του υπόγειου κι ανέβηκα στο ισόγειο. Σήκωσα ελάχιστα τις γρίλιες από τα στόρια, να μπει καμιά ηλιαχτίδα. Φόρεσα μαύρα γυαλιά, με τύφλωνε ακόμα και το μισόφως. Μόλις τα μάτια μου συνήθισαν λιγάκι, τ’ ανέβασα περισσότερο. Μετά από δυο ώρες, κατάφερα να δω το φως όπως παλιά. Δεν τόλμησα, όμως, να τραβήξω την κουρτίνα. Δεν είναι ακόμα η ώρα.
Πέρασα μπροστά απ’ τον ολόσωμο καθρέφτη κι είδα, με την άκρη του ματιού, το είδωλό μου. Πετάχτηκα μέχρι εκεί απάνω απ’ το φόβο μου. Αγνώριστος, δεν μ’ έχω δει ποτέ έτσι. Πήγα στο μπάνιο, άνοιξα τη βρύση και, ω του θαύματος, έτρεξε νερό. Γεμάτο σκουριά στην αρχή, καθάρισε λίγο αργότερα. Διάολε! Το ντεπόζιτο της μάνας μου, το ’χα ξεχάσει εντελώς. Έχει αρκετό νερό για ένα καλό ντους· ακόμα κι αν είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο, δεν θέλω να βγω σ’ αυτό το χάλι.
Και το μούτρο του Νεάντερταλ που με τρόμαξε στον καθρέφτη δεν είναι για να το δει άνθρωπος. Θα με πυροβολήσουν από μακριά, σίγουρα οι ελάχιστοι που απόμειναν θα είναι πολύ επιφυλακτικοί. Ενώ ένας περιποιημένος, όπως τον παλιό καιρό, θα τους εξάψει την περιέργεια, τουλάχιστον να ρωτήσουν πρώτα. Ξύρισα τη γενειάδα και κούρεψα τη μαλλούρα· είχα μάθει να το κάνω μόνος μου, για λόγους οικονομίας, ποτέ δεν το φυσούσα το παραδάκι. Μέχρι κολόνια έβαλα στο τέλος, ένιωσα περίφημα.
Πήγα στη ντουλάπα μου, φόρεσα ένα τζιν κι ένα μπλουζάκι με τον Big Lebowski, σαντάλια απ’ την Πάρο κι έτοιμος για έξοδο. Τελευταία στιγμή, μου ’κοψε να κατέβω στο υπόγειο να πάρω την καραμπίνα. Βρομοκοπούσε φριχτά εκεί κάτω, παραλίγο να λιποθυμήσω από τη μπόχα. Φαντάζεσαι συμπαντική ειρωνεία, να σκοτωθώ τώρα, πέφτοντας απ’ τη σκάλα;
Τα κατάφερα να κατέβω χωρίς να κάνω εμετό. Πώς ζούσα εδώ μέσα; Πριν ξανανέβω, τράβηξα τρεις φορές το καζανάκι, χαλάλι το τελευταίο βρόχινο νερό. Άνοιξα και τους μαυροβαμμένους φεγγίτες, ν’ αεριστεί ο χώρος.
Έφτασα στην εξώπορτα, την ξεκλείδωσα κι έκανα ν’ ανοίξω. Πισωπάτησα απότομα. Καλύτερα να ρίξω μια ματιά απ’ το παράθυρο, πριν βγω, να ξέρω τι με περιμένει. Τράβηξα την κουρτίνα μια ακρούλα και κοίταξα με το ένα μάτι. Ησυχία, όλα φαίνονταν στη θέση τους. Μα τα δέντρα στον αυλόγυρο, δυόμιση χρόνια ακλάδευτα, ζούγκλα σκέτη, μου έκοβαν τη θέα. Πάντως, ούτε χαλάσματα ούτε ερείπια, όπως περίμενα. Απλώς απόλυτη γαλήνη, σα νεκροταφείο.
Άνοιξα την εξώπορτα και στάθηκα στο κατώφλι, με την καραμπίνα προταγμένη. Ελληνικό καλοκαίρι, φωτόλουστο στερέωμα, αγάλλιασμα των θεών, με βάρεσε κατάστηθα. Αντραλίστηκα απ’ την απότομη ευδαιμονία, τα πόδια μου κόπηκαν τελείως, κάθισα στο κεφαλόσκαλο κι ανάσαινα τον ακόμα δροσερό αέρα, ώρα εννέα το πρωί. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Ξαναμπήκα στο σπίτι και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου. Η δεύτερη έξοδος στέφτηκε από μεγαλύτερη επιτυχία. Σήκωσα την καραμπίνα, κλείδωσα και πήγα προς την αυλόπορτα με τρεμάμενο βήμα.
Το σοκ που με περίμενε ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Άθικτα τα πάντα, όπως τα ’χα αφήσει. Αυτοκίνητα παρκαρισμένα, έστω ελάχιστα, δεντροστοιχίες περιποιημένες, πεζοδρόμια καλοστρωμένα, άσφαλτος με λίγα μπαλώματα και κάνα δυο λακκούβες, πελούζες με γκαζόν, σπίτια φρεσκοβαμμένα, μόνο ανθρώπους δεν είδα. Γύρισα πίσω κι άφησα την καραμπίνα στο σπίτι. Πήρα βαθιές ανάσες και ξεκίνησα πάλι. Τάχυνα το βήμα μου να κατέβω στην πλατεία. Από μακριά άκουσα χαρούμενες παιδικές τσιρίδες κι είδα μικροκαμωμένες φιγούρες να τρέχουν στο πάρκο.
Ο νους μου σταμάτησε σαν ξεκούρδιστο εκκρεμές. Καμία σκέψη δεν διαπερνούσε το κατάλευκο μουδιασμένο σάβανο της αγνωσίας που με περιτύλιξε. Μηχανικά, πήγα προς το περίπτερο, να πάρω μια σοκολάτα να στανιάρω. Ο Αντριάν, ο Αλβανός περιπτεράς, με γνώρισε με την πρώτη. Όλοι με είχαν για νεκρό, μου είπε. Ένα παλικάρι που μοίραζε φυλλάδια ντελίβερι κατάγγειλε πως κάποιος τον απείλησε με όπλο, μόλις πλησίασε την εξώπορτα, σίγουρα ληστής. Οι αστυνομικοί βρήκαν το σπίτι κλειδωμένο, χωρίς ίχνη παραβίασης και δεν έδωσαν συνέχεια. Του απάντησα πως ήμουνα στο νοσοκομείο, σε κώμα. Κοίταξε το κιτρινιάρικο πρόσωπο, το ωχρό δέρμα, τα ρούχα που έπλεαν στο σκελετωμένο κορμί, το σερνάμενο βήμα· με πίστεψε.
Τον ρώτησα τι ’χε συμβεί όσο έλειπα κι εκείνος μου τα ’πε χαρτί και καλαμάρι. Ο ιός εξαφανίστηκε ξαφνικά, όπως είχε εμφανιστεί. Ο WHO κήρυξε τη λήξη της πανδημίας στις 4 Ιουνίου 2020 και η κυβέρνηση έπαψε την καραντίνα την επόμενη. Έγινε χαμός κείνη τη μέρα. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, στις πλατείες και στα πάρκα και πανηγύριζαν, αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν άγνωστοι άνθρωποι, χόρευαν, έπιναν και τραγουδούσαν. Μου ’ρθε να γκρεμίσω το περίπτερο με κουτουλιές. Ο… βομβαρδισμός που άκουσα κείνο το βράδυ ήταν τα πυροτεχνήματα που έπεσαν κατά χιλιάδες.
Το σταμάτημα της παγκόσμιας οικονομίας επί τόσους μήνες ισοδυναμούσε με την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μα ο Τρίτος Παγκόσμιος είχε μια διαφορά. Όλη η ανθρωπότητα, ενωμένη, πολέμησε τον ιό. Και νίκησε.
Ο ΟΗΕ συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη και οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν ότι το σύστημα χρειαζόταν μια δραστική επανεκκίνηση. Αποφάσισαν ένα παγκόσμιο New Deal, γενναία διαγραφή χρεών και ανάσταση του συστήματος του Breton Woods. Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν τα μέτρα, μαζί με την ευφορία της λήξης του ασύμμετρου πολέμου, έφεραν καλπάζουσα ανάπτυξη σε όλον τον πλανήτη. Ακόμα και τα μεταναστευτικά ρεύματα σταμάτησαν, αφού οι αναπτυσσόμενες χώρες ξεπετάχτηκαν μπροστά, χάρη στη νέα διευθέτηση.
Φως, νερό, τηλέφωνο δεν έλειψαν ούτε στιγμή, οι υποδομές άντεξαν, είπε ο Αντριάν, όταν τον ρώτησα. Εμένα μου τα έκοψαν επειδή δεν πλήρωσα τους λογαριασμούς, γνωμάτεψε.
Δεν πίστεψα λέξη. Είχα διαβάσει πριν πάω στο νοσοκομείο, του είπα, ότι έπεφταν πυρηνικές βόμβες, εκατομμύρια οι νεκροί, κατάρρευση των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων, σφαγή κανονική. Ο Αλβανός έβαλε τα γέλια. Έπεσα θύμα συνωμοσιολογίας και fake news, μου είπε. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, ακούς εκεί τον αδιάντροπο. Πήρα τη σοκολάτα, του είπα να τη γράψει κι έφυγα σαν κυνηγημένος.
Πήγα στο ίντερνετ καφέ κι έπιασα έναν υπολογιστή. Κι άλλη έκπληξη. Στον τραπεζικό μου λογαριασμό υπήρχαν λεφτά. Ο εκδοτικός με πλήρωσε για την τελευταία μετάφραση που είχα κάνει πριν την καραντίνα. Κανόνισα τους ληγμένους λογαριασμούς και την επανασύνδεση και περίμενα. Μέσα σε δυο ώρες, μου ήρθε μήνυμα ότι όλες οι παροχές συνδέθηκαν. Στο μεταξύ, μια βόλτα στο διαδίκτυο μου επιβεβαίωσε όσα είχε πει ο Αντριάν.
Γραμμή για το σουπερμάρκετ. Ψώνισα κρέας, γάλα, τυριά και σαλατικά και γύρισα σπίτι. Άνοιξα να μπει φρέσκος αέρας, σκούπισα, σφουγγάρισα, μαγείρεψα, περιδρόμιασα· ξεχάστηκα μέχρι τ’ απόγευμα. Μετά, άνοιξα να δω τηλεόραση. Γρήγορα την έκλεισα. Ίδια όπως πριν, δεν τρώγεται με τίποτα. Έμεινα ν’ ατενίζω αφηρημένα το ταβάνι, σα χαμένος. Η ζωή έκανε κύκλο και δάγκωσε την ουρά της.
Ημέρα 893
Η πιο λευκή νύχτα της ζωής μου. Κατάρα! Ο σάπιος κόσμος, εκεί που σάπιζε, ξανατονώθηκε, που λέει το τραγούδι. Μόλις συνήρθα απ’ το σοκ, μαύρα πλοκάμια με τύλιξαν, πιο σκούρα απ’ την ανήλιαγη υπόγα μου. Οι σκέψεις παίζανε μακριά γαϊδούρα στην πλάτη του νου μου. Συνωμοσιολογία και fake news· έμαθε ο κάθε πικραμένος δυο λέξεις και μου τις τρίβει στα μούτρα, που να σας πάρει όλους ο διάολος, κνώδαλα.
Αλλά δεν φταίνε αυτοί, εγώ την πάτησα. Γιατί δεν πρόσεξα το σχετικό χωρίο της Αποκάλυψης. Όφειλα να γνωρίζω ότι οι ισχυροί δημιουργούν ένα πρόβλημα, για να έρθουν μετά να προσφέρουν τη λύση και όλοι να τους φιλάνε τα χέρια. Δεν είναι πρώτη φορά που συνέβη στην ιστορία. Οι καριόληδες, μας παίξανε πάλι όλους στα δάχτυλα. Κόψανε και ράψανε τον κόσμο ολόκληρο στα μέτρα τους. Κι όλες οι ελπίδες γι’ αλλαγή πέσανε στο κενό.
Πρώτα με κυρίεψε οργή. Μετά, ντροπή. Έπειτα, μάταια, προσπάθησα να χαρώ που ήμουν ζωντανός κι έβλεπα πάλι τον ήλιο. Επιχείρησα να το διασκεδάσω με μια καλοψημένη μπριζόλα με τηγανητές πατάτες, κρασί ροζέ παγωμένο και μια σαλάτα σεφ, με μπόλικη πρασινάδα. Σαν ήρθε όμως το βράδυ, όλα πήραν το αληθινό τους μέγεθος. Ο νέος κόσμος είναι καταθλιπτικά ίδιος με τον παλιό.
Τρία καλοκαίρια που έζησα στις κατακόμβες, νύχτες και μέρες που έπαιζα σκάκι με τον έσχατο Καβαλάρη, που κάθε ψηφίδα του κορμιού και της ψυχής μου με παρότρυνε να παραδοθώ, να φύγω γαλήνια, μονάχα ένας παλμός κλοτσούσε στην καρδιά μου, μια ισχνή σπίθα φώτιζε αμυδρά το σκοτάδι γύρω και μέσα μου. Η προσδοκία ενός κόσμου διαφορετικού, καινούριου, καλύτερου από πριν, που θα ζωντάνευε τα όνειρα της νιότης μας.
Τώρα που τούτη η σπιθίτσα πνίγηκε στην απέθαντη συμβατικότητα, όσο φως κι αν μπαίνει απ’ τα παράθυρα, με όση θέρμη κι αν μου καψαλίζει ο ήλιος το πρόσωπο, όλα βυθίζονται στην παγερή κόλαση της ρουτίνας. Ο κόσμος δεν είναι πια για μένα, η ζωή έχασε κάθε νόημα και αξία.
Η νύχτα πέρασε στα σκοτεινά, λες κι ήμουν ακόμα στο υπόγειο, χωρίς ρεύμα. Λίγο πριν την αυγή, καταστάλαξα οριστικά. Τούτη είναι η στερνή φορά που βλέπω τον ήλιο κι αυτά είναι τα τελευταία λόγια που γράφω.
Άνοιξα την πόρτα της αυλής και την εξώπορτα και τις άφησα να χάσκουν. Άναψα όλα τα φώτα, μέσα κι έξω. Μόλις πέσει το σούρουπο, θα λάμπει σαν πρόσκληση για τους περαστικούς, να έρθουν να με μαζέψουν. Ζητώ συγνώμη από τον πρώτο που θα μπει, για το θέαμα που θ’ αντικρύσει. Η καραμπίνα γεμάτη, όλα έτοιμα· απόμεινε λίγο κρασί στο μπουκάλι, άντε, άσπρο πάτο.
Σάλτα και γαμήσου, κόσμε, δεν έχω την όρεξή σου…
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου