Παναγιώτης Σωτήρης
Ότι θα δινόταν κάποτε η παγκόσμια «μάχη της μάσκας» σίγουρα δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε κανείς εύκολα να προβλέψει.
Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας του νέου κοροναϊού οι κορυφαίες οικονομικά χώρες του G7 διαπίστωναν ότι δεν είχαν αρκετές μάσκες και προστατευτικό εξοπλισμό για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που θα έδινε τη μάχη κατά του κοροναϊού.
Η χώρα που κυρίως παρήγαγε τέτοιο εξοπλισμό ήταν η Κίνα και τις χρειαζόταν για το δικό της πληθυσμό. Μόνο όταν άρχισε κάπως να τιθασεύει την πανδημία άρχισε πάλι να εξάγει τέτοιο εξοπλισμό. Και τότε υπήρξαν ακόμη και αλληλοκατηγορίες μεταξύ χωρών για «πειρατεία» σε σχέση με το που κατέληγαν τελικά τα φορτία.
Ο λόγος που έγινε αυτό ήταν πολύ απλός. Από τη μια, οι κυβερνήσεις είχαν αποφασίσει να μεταφέρουν το μοντέλο της just in time παραγωγής και στη διαχείριση των κρατικών προμηθειών. Τα αποθέματα έπρεπε να είναι χαμηλά και εάν υπάρχουν ανάγκες, αυτές να καλύπτονται με την προμήθεια από την αγορά. Από την άλλη, σταδιακά οι περισσότερες εταιρείες που παρήγαγαν τέτοιο εξοπλισμό, προτιμούσαν να μεταφέρουν την παραγωγή του στην Κίνα ή σε χώρες χαμηλού κόστους εργασίας.
Ήταν η στρατηγική που ήθελε να μένουν στις μητροπόλεις μόνο οι διοικήσεις, τα τμήματα design και marketing και ίσως κάποιες γραμμές συναρμολόγησης και ο κύριος όγκος της παραγωγής, είτε επρόκειτο για απλά και φτηνά προϊόντα, είτε για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, να μεταφέρεται στην Κίνα ή σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Για χρόνια αυτή η στρατηγική έδειχνε να λειτουργεί. Το κόστος παραγωγής μειωνόταν για πλήθος αγαθά, οι καταναλωτές μπορούσαν να απολαμβάνουν ποιοτικά προϊόντα και οι εταιρείες να καταγράφουν κέρδη στους ισολογισμούς. Μικρή σημασία είχε εάν για παράδειγμα από τα ρούχα και τα αθλητικά παπούτσια μέχρι τα Ι-Phone ο κύριος όγκος της παραγωγής γινόταν εκτός των μητροπολιτικών χωρών. Άλλωστε, οι χώρες που έγιναν τα επίκεντρα της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής σταδιακά προσέφεραν όχι μόνο φτηνό κόστος παραγωγής αλλά και υψηλή ποιότητα.
Την ίδια ώρα οι αναπτυγμένες οικονομίες μπορούσαν να καυχώνται ότι περνούν σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία που δημιουργούσε όχι θέσεις βιομηχανικής εργασίας αλλά καλά αμειβόμενες θέσεις στις υπηρεσίες και σε πιο επιτελικά καθήκοντα (αποσιωπώντας βέβαια ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι θέσεις εξειδικευμένης βιομηχανικής απασχόλησης αντικαθίσταντο από χαμηλότερης ειδίκευσης και αποδοχών θέσεις στην εστίαση, το εμπόριο ή τον τουρισμό).
Όλα αυτά διευκολύνονταν και από τις μεγάλες αλλαγές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Η ψηφιακή διαχείριση των αποθεμάτων και των αποθηκών, η επανάσταση στις μεταφορές από τα εμπορευματοκιβώτια, η ανάπτυξη των αεροπορικών εμπορευματικών μεταφορών, η δυνατότητα παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο της ζήτησης και των τάσεων αυτής, επέτρεπαν πολύ πιο εύκολη διαχείριση δικτύων και παραγγελιών από ό,τι στο παρελθόν και το συντονισμό παραγγελιών.
Μόνο που όλα αυτά είχαν και ένα ιδιαίτερα αρνητικό οικολογικό αποτύπωμα (είναι εκπληκτικό πόσο μεγάλες αποστάσεις διανύουν σήμερα τα εξαρτήματα ενός προϊόντος) αλλά και μια εντυπωσιακή εξάρτηση από τις διεθνείς εμπορευματικές ροές ακόμη και για τα πιο απλά προϊόντα. Κάτι που την ώρα μιας πανδημίας που σημαίνει μέτρα διακοπής της παραγωγής σε χώρες επίκεντρα ή διατάραξης των μετακινήσεων και των μεταφορών μπορεί να γίνει μοιραίο.
Αυτό που φάνηκε να είναι το πλεονέκτημα της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή η δυνατότητα μεταφοράς της παραγωγής εκτός συνόρων, την ώρα μιας κρίσιμης ανάγκης αποδείχτηκε πραγματικό πρόβλημα και οι χώρες ανακάλυψαν ξανά τη σημασία εννοιών που είχαν θεωρηθεί ξεπερασμένες όπως η αυτάρκεια.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά την ώρα που ο σύγχρονος καπιταλισμός στηρίζει μεγάλο βαθμό της δυναμικής του στη διαχείριση των κινδύνων (τι άλλο είναι η ολοένα και αυξανόμενη επένδυση στη χρηματοπιστωτική σφαίρα), τα κράτη δείχνουν ολοένα και μεγαλύτερη απρονοησία έναντι κινδύνων.
Το αποτέλεσμα είναι ότι παρότι μία από τις μεγαλύτερες υποσχέσεις της νεωτερικότητας αφορούσε την αξιοποίηση της τεχνικής και της επιστήμης για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κινδύνους και απειλές ακόμη και απρόβλεπτες, ολοένα και περισσότερα βλέπουμε την έλλειψη πραγματικής προετοιμασίας για μεγάλες έκτακτες καταστάσεις.
Και το αποτέλεσμα είναι παράδοξο γιατί υποτίθεται ότι ιδίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου τα κράτη κατεξοχήν επιδόθηκαν σε μεγάλους σχεδιασμούς για την αντιμετώπιση των πιο ακραίων καταστάσεων. Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια ο πολλαπλασιασμός των σχεδίων και των «σεναρίων» για έκτακτες καταστάσεις ήταν αντιστρόφως ανάλογος της πραγματικής προετοιμασίας.
Δεν είναι τυχαίο π.χ. και στις ΗΠΑ αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει αγωνία για την αντοχή κρίσιμων υποδομών όπως οι γέφυρες (όπου ήδη και στις ΗΠΑ και στην Ιταλία έχουμε παραδείγματα καταρρεύσεων γεφυρών από έλλειψη συντήρησης).
Ούτε είναι τυχαίο ότι υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ συναντούν τεράστια προβλήματα στην προσπάθεια να χειριστούν καταστάσεις όπως οι τυφώνες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις επιπτώσεις του Τυφώνα Κατρίνα στη Νέου Λουϊζιάνα το 2005.
Το αστείο είναι ότι σχεδόν πάντα μιλάμε για προβλέψιμες καταστροφές. Γνωρίζουμε την ένταση των τυφώνων και σε ποια σημεία οι πόλεις είναι ευάλωτες. Γνωρίζουμε τις επιπτώσεις από άλλες μορφές κακοκαιρίας. Γνωρίζαμε αρκετά χρόνια πριν ότι θα είχαμε μια πανδημία, με χαρακτηριστικά ανάλογα με αυτά του COVID-19 (μεγάλη μεταδοτικότητα, χαμηλή θνησιμότητα και παγκόσμια εξάπλωση). Γνωρίζουμε τι σημαίνει κλιματική αλλαγή, ήδη βλέπουμε τα σημάδια της και μπορούμε να εκτιμήσουμε από τώρα το μέγεθος των επιπτώσεών της.
Όμως, ζούμε και σε έναν καπιταλισμό της άμεσης κερδοφορίας και των άμεσων αποτελεσμάτων, που δεν αφορά μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική. Οι επιχειρήσεις προσανατολίζονται κυρίως στη διαρκή εμφάνιση θετικών αποτελεσμάτων ώστε μέτοχοι αλλά και κεφαλαιαγορές να μένουν ικανοποιημένοι και οι κυβερνήσεις στα άμεσα δημοσκοπικά αποτελέσματα.
Τα μακροπρόθεσμα σχέδια, ιδίως αυτά που αφορούν οριακούς κινδύνους, μελετώνται πάντα αλλά σχεδόν πάντα απορρίπτονται: είναι νωρίς για μέτρα, ο κίνδυνος είναι μακρινό ενδεχόμενο. Είναι η ίδια βεβαιότητα που υποτίμησε το 2007-2008 όλα τα σημάδια ότι δημιουργείται χρηματοπιστωτική φούσκα που κάποια στιγμή θα έσκαγε με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η πανδημία ήρθε να δείξει τις επιπτώσεις της προηγούμενης απρονοησίας και το τεράστιο κόστος της. Ακυρώνει όλες τις προηγούμενες βεβαιότητες είτε για το αδύνατο των κινδύνων είτε για τη σιγουριά της αντιμετώπισής τους.
Οδυνηρά υπογραμμίζει ότι κάποιες στιγμές το χειρότερο σενάριο επιβεβαιώνεται. Γι’ αυτό το λόγο και αποτελεί τη μεγαλύτερη στιγμή δοκιμασίας μιας ορισμένης εκδοχής καπιταλισμού, αλαζονικής και κυνικής συνάμα, που υποτιμούσε τους πραγματικούς κινδύνους αλλά και την προετοιμασία για αυτούς. Όμως, αυτή η διάψευση των βεβαιοτήτων που φέρνει η πανδημία, τουλάχιστον διαμορφώνει ένα πεδίο για να τεθούν αυτά τα ζητήματα. Και να αναγνωριστεί εάν θέλουμε να βγούμε από το φαύλο κύκλο της απρονοησίας, αυτό σημαίνει τρόπους σκέψης και δράσης που να μη μένουν μόνο στο επίπεδο των αυτοματισμών της αγοράς.
Και ας μην αναζητήσουμε μακριά για την επόμενη δοκιμασία: η κλιματική αλλαγή είναι και ήδη παράγει αποτελέσματα, ακόμη και εάν κάνουμε ότι δεν την βλέπουμε.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Ότι θα δινόταν κάποτε η παγκόσμια «μάχη της μάσκας» σίγουρα δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε κανείς εύκολα να προβλέψει.
Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας του νέου κοροναϊού οι κορυφαίες οικονομικά χώρες του G7 διαπίστωναν ότι δεν είχαν αρκετές μάσκες και προστατευτικό εξοπλισμό για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που θα έδινε τη μάχη κατά του κοροναϊού.
Η χώρα που κυρίως παρήγαγε τέτοιο εξοπλισμό ήταν η Κίνα και τις χρειαζόταν για το δικό της πληθυσμό. Μόνο όταν άρχισε κάπως να τιθασεύει την πανδημία άρχισε πάλι να εξάγει τέτοιο εξοπλισμό. Και τότε υπήρξαν ακόμη και αλληλοκατηγορίες μεταξύ χωρών για «πειρατεία» σε σχέση με το που κατέληγαν τελικά τα φορτία.
Το νέο μοντέλο παραγωγής και οι επιπτώσεις του
Ο λόγος που έγινε αυτό ήταν πολύ απλός. Από τη μια, οι κυβερνήσεις είχαν αποφασίσει να μεταφέρουν το μοντέλο της just in time παραγωγής και στη διαχείριση των κρατικών προμηθειών. Τα αποθέματα έπρεπε να είναι χαμηλά και εάν υπάρχουν ανάγκες, αυτές να καλύπτονται με την προμήθεια από την αγορά. Από την άλλη, σταδιακά οι περισσότερες εταιρείες που παρήγαγαν τέτοιο εξοπλισμό, προτιμούσαν να μεταφέρουν την παραγωγή του στην Κίνα ή σε χώρες χαμηλού κόστους εργασίας.
Ήταν η στρατηγική που ήθελε να μένουν στις μητροπόλεις μόνο οι διοικήσεις, τα τμήματα design και marketing και ίσως κάποιες γραμμές συναρμολόγησης και ο κύριος όγκος της παραγωγής, είτε επρόκειτο για απλά και φτηνά προϊόντα, είτε για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, να μεταφέρεται στην Κίνα ή σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Για χρόνια αυτή η στρατηγική έδειχνε να λειτουργεί. Το κόστος παραγωγής μειωνόταν για πλήθος αγαθά, οι καταναλωτές μπορούσαν να απολαμβάνουν ποιοτικά προϊόντα και οι εταιρείες να καταγράφουν κέρδη στους ισολογισμούς. Μικρή σημασία είχε εάν για παράδειγμα από τα ρούχα και τα αθλητικά παπούτσια μέχρι τα Ι-Phone ο κύριος όγκος της παραγωγής γινόταν εκτός των μητροπολιτικών χωρών. Άλλωστε, οι χώρες που έγιναν τα επίκεντρα της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής σταδιακά προσέφεραν όχι μόνο φτηνό κόστος παραγωγής αλλά και υψηλή ποιότητα.
Την ίδια ώρα οι αναπτυγμένες οικονομίες μπορούσαν να καυχώνται ότι περνούν σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία που δημιουργούσε όχι θέσεις βιομηχανικής εργασίας αλλά καλά αμειβόμενες θέσεις στις υπηρεσίες και σε πιο επιτελικά καθήκοντα (αποσιωπώντας βέβαια ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι θέσεις εξειδικευμένης βιομηχανικής απασχόλησης αντικαθίσταντο από χαμηλότερης ειδίκευσης και αποδοχών θέσεις στην εστίαση, το εμπόριο ή τον τουρισμό).
Όλα αυτά διευκολύνονταν και από τις μεγάλες αλλαγές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Η ψηφιακή διαχείριση των αποθεμάτων και των αποθηκών, η επανάσταση στις μεταφορές από τα εμπορευματοκιβώτια, η ανάπτυξη των αεροπορικών εμπορευματικών μεταφορών, η δυνατότητα παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο της ζήτησης και των τάσεων αυτής, επέτρεπαν πολύ πιο εύκολη διαχείριση δικτύων και παραγγελιών από ό,τι στο παρελθόν και το συντονισμό παραγγελιών.
Μόνο που όλα αυτά είχαν και ένα ιδιαίτερα αρνητικό οικολογικό αποτύπωμα (είναι εκπληκτικό πόσο μεγάλες αποστάσεις διανύουν σήμερα τα εξαρτήματα ενός προϊόντος) αλλά και μια εντυπωσιακή εξάρτηση από τις διεθνείς εμπορευματικές ροές ακόμη και για τα πιο απλά προϊόντα. Κάτι που την ώρα μιας πανδημίας που σημαίνει μέτρα διακοπής της παραγωγής σε χώρες επίκεντρα ή διατάραξης των μετακινήσεων και των μεταφορών μπορεί να γίνει μοιραίο.
Αυτό που φάνηκε να είναι το πλεονέκτημα της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή η δυνατότητα μεταφοράς της παραγωγής εκτός συνόρων, την ώρα μιας κρίσιμης ανάγκης αποδείχτηκε πραγματικό πρόβλημα και οι χώρες ανακάλυψαν ξανά τη σημασία εννοιών που είχαν θεωρηθεί ξεπερασμένες όπως η αυτάρκεια.
Η απρονοησία μπροστά στους κινδύνους
Ακούγεται παράδοξο, αλλά την ώρα που ο σύγχρονος καπιταλισμός στηρίζει μεγάλο βαθμό της δυναμικής του στη διαχείριση των κινδύνων (τι άλλο είναι η ολοένα και αυξανόμενη επένδυση στη χρηματοπιστωτική σφαίρα), τα κράτη δείχνουν ολοένα και μεγαλύτερη απρονοησία έναντι κινδύνων.
Το αποτέλεσμα είναι ότι παρότι μία από τις μεγαλύτερες υποσχέσεις της νεωτερικότητας αφορούσε την αξιοποίηση της τεχνικής και της επιστήμης για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κινδύνους και απειλές ακόμη και απρόβλεπτες, ολοένα και περισσότερα βλέπουμε την έλλειψη πραγματικής προετοιμασίας για μεγάλες έκτακτες καταστάσεις.
Και το αποτέλεσμα είναι παράδοξο γιατί υποτίθεται ότι ιδίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου τα κράτη κατεξοχήν επιδόθηκαν σε μεγάλους σχεδιασμούς για την αντιμετώπιση των πιο ακραίων καταστάσεων. Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια ο πολλαπλασιασμός των σχεδίων και των «σεναρίων» για έκτακτες καταστάσεις ήταν αντιστρόφως ανάλογος της πραγματικής προετοιμασίας.
Δεν είναι τυχαίο π.χ. και στις ΗΠΑ αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει αγωνία για την αντοχή κρίσιμων υποδομών όπως οι γέφυρες (όπου ήδη και στις ΗΠΑ και στην Ιταλία έχουμε παραδείγματα καταρρεύσεων γεφυρών από έλλειψη συντήρησης).
Ούτε είναι τυχαίο ότι υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ συναντούν τεράστια προβλήματα στην προσπάθεια να χειριστούν καταστάσεις όπως οι τυφώνες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις επιπτώσεις του Τυφώνα Κατρίνα στη Νέου Λουϊζιάνα το 2005.
Το αστείο είναι ότι σχεδόν πάντα μιλάμε για προβλέψιμες καταστροφές. Γνωρίζουμε την ένταση των τυφώνων και σε ποια σημεία οι πόλεις είναι ευάλωτες. Γνωρίζουμε τις επιπτώσεις από άλλες μορφές κακοκαιρίας. Γνωρίζαμε αρκετά χρόνια πριν ότι θα είχαμε μια πανδημία, με χαρακτηριστικά ανάλογα με αυτά του COVID-19 (μεγάλη μεταδοτικότητα, χαμηλή θνησιμότητα και παγκόσμια εξάπλωση). Γνωρίζουμε τι σημαίνει κλιματική αλλαγή, ήδη βλέπουμε τα σημάδια της και μπορούμε να εκτιμήσουμε από τώρα το μέγεθος των επιπτώσεών της.
Όμως, ζούμε και σε έναν καπιταλισμό της άμεσης κερδοφορίας και των άμεσων αποτελεσμάτων, που δεν αφορά μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική. Οι επιχειρήσεις προσανατολίζονται κυρίως στη διαρκή εμφάνιση θετικών αποτελεσμάτων ώστε μέτοχοι αλλά και κεφαλαιαγορές να μένουν ικανοποιημένοι και οι κυβερνήσεις στα άμεσα δημοσκοπικά αποτελέσματα.
Τα μακροπρόθεσμα σχέδια, ιδίως αυτά που αφορούν οριακούς κινδύνους, μελετώνται πάντα αλλά σχεδόν πάντα απορρίπτονται: είναι νωρίς για μέτρα, ο κίνδυνος είναι μακρινό ενδεχόμενο. Είναι η ίδια βεβαιότητα που υποτίμησε το 2007-2008 όλα τα σημάδια ότι δημιουργείται χρηματοπιστωτική φούσκα που κάποια στιγμή θα έσκαγε με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το τέλος των προηγούμενων βεβαιοτήτων
Η πανδημία ήρθε να δείξει τις επιπτώσεις της προηγούμενης απρονοησίας και το τεράστιο κόστος της. Ακυρώνει όλες τις προηγούμενες βεβαιότητες είτε για το αδύνατο των κινδύνων είτε για τη σιγουριά της αντιμετώπισής τους.
Οδυνηρά υπογραμμίζει ότι κάποιες στιγμές το χειρότερο σενάριο επιβεβαιώνεται. Γι’ αυτό το λόγο και αποτελεί τη μεγαλύτερη στιγμή δοκιμασίας μιας ορισμένης εκδοχής καπιταλισμού, αλαζονικής και κυνικής συνάμα, που υποτιμούσε τους πραγματικούς κινδύνους αλλά και την προετοιμασία για αυτούς. Όμως, αυτή η διάψευση των βεβαιοτήτων που φέρνει η πανδημία, τουλάχιστον διαμορφώνει ένα πεδίο για να τεθούν αυτά τα ζητήματα. Και να αναγνωριστεί εάν θέλουμε να βγούμε από το φαύλο κύκλο της απρονοησίας, αυτό σημαίνει τρόπους σκέψης και δράσης που να μη μένουν μόνο στο επίπεδο των αυτοματισμών της αγοράς.
Και ας μην αναζητήσουμε μακριά για την επόμενη δοκιμασία: η κλιματική αλλαγή είναι και ήδη παράγει αποτελέσματα, ακόμη και εάν κάνουμε ότι δεν την βλέπουμε.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου