Γελωτοποιός
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
«Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος.»
Νίτσε
«Η μουσική προκαλεί συναισθήματα και τα συναισθήματα κουβαλούν την ανάμνησή τους.»
Όλιβερ Σακς
«My mother was a tailor
She sewed my new blue jeans
My father was a gamblin’ man
Down in New Orleans»
House of the rising sun
“Δεν θέλω να φύγω απ’ το σπίτι”, είπε ο Σάσα.
Σαν πέθανε η μητέρα του είχε μείνει μόνος. Ο πατέρας του ήταν φυλακή, παππούδες δεν υπήρχαν. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Όταν πέρασε στη σχολή δεν έμεινε στην εστία. Προτίμησε να νοικιάσει ένα σπίτι. Κι όσο πιο γρήγορα γινόταν πήρε δάνειο κι απέκτησε το δικό του. Δεν έφευγε από κει, παρά μόνο για να πάει στα Καμμένα Βούρλα. Ήταν ένας οικιακός ιδρυματισμός.
“Σπίτι είναι εκεί που βρίσκονται αυτοί που αγαπάς”, του είπε η Αναστασία κι αγκαλιάστηκαν. Θα το έκαναν μαζί.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο για το Πήλιο. Δεν ήξερε πού ήταν ο πατέρας του, δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός. Το μόνο που είχε ήταν μια τοποθεσία: Μαλάκι, Βόλος. Του είχε στείλει ένα γράμμα πριν πέντε χρόνια.
“Τι έγραφε;” τον ρώτησε η Αναστασία.
“Δεν το άνοιξα.”
Το είχε πετάξει αμέσως, αλλά εκείνη η διεύθυνση, που την είχε δει για μια στιγμή, είχε καρφωθεί στη μνήμη του. Μαλάκι, Βόλος.
“Τι θα κάνεις μόλις τον δεις;” του είπε η Αναστασία κι άναψε φλας για προσπεράσει ένα φορτηγό.
“Αν τον δω.”
“Έστω ότι.”
“Δεν ξέρω. Παλιά θα τον χτυπούσα ή θα τον έφτυνα.”
“Τώρα;”
“Πραγματικά δεν ξέρω. Είμαι παράλογος;”
“Όλοι είμαστε.”
Στον Βόλο ρώτησαν για το Μαλάκι. Νόμιζαν ότι θα είναι κάποια συνοικία. Ήταν ένα παραθαλάσσιο χωριό στο Πήλιο. Ο Σάσα ζήτησε μια τελευταία αναβολή. Έκλεισαν δωμάτιο κι έμειναν για τσίπουρα.
“Μπορεί και να ‘χει πεθάνει”, του είπε η Αναστασία πριν δαγκώσει ένα πλοκάμι.
“Δεν το εύχομαι. Παράξενο δεν είναι; Τόσα χρόνια παρακαλούσα τον Θεό να τον σκοτώσει βασανιστικά. Μετά τον ξέχασα.”
“Το απώθησες. Τέτοια θέματα δεν ξεχνιούνται.”
“Ναι, δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Τα τηγανιτά κολοκυθάκια είναι η απόδειξη ότι υπάρχει θεός.”
Τσούγκρισαν και ζήτησαν ένα διακοσοπενηντάρι ακόμα.
“Τώρα δεν θέλω να έχει πεθάνει. Παράξενο δεν είναι;”
“Έγινες καλύτερος άνθρωπος.”
Ο Σάσα γέλασε ειρωνικά, αλλά το πίστευε κι εκείνος.
Το Μαλάκι πολύ σωστά είχε υποκοριστικό. Δεν ήταν ακριβώς χωριό, πιο πολύ ένας μικρός αχταρμάς από room-to-rent, μίνι μάρκετ και ταβέρνες. Σταμάτησαν σε μία απ’ αυτές για πληροφορίες και καφέ. Η παραλία ήταν όλο βότσαλα, η θάλασσα διαυγής.
Ρώτησαν για τον Αλεξέι Κάρλοφ. Άγνωστο όνομα. Ρώτησαν πού ήταν ο οικισμός.
“Μόνο ενοικιαζόμενα έχει εδώ”, είπε ο ταβερνιάρης. “Εμείς όλοι μένουμε στα χωριά από πάνω.”
Ο καφές έγινε τσίπουρο πάλι. Τρώγανε και πίνανε χωρίς να μιλάνε. Ο Σάσα είχε απογοητευτεί. Η Αναστασία του πρότεινε ν’ ανέβουν στα χωριά να ρωτήσουν. Δεν ήθελε.
“Αν ήταν να συμβεί θα συνέβαινε εύκολα”, είπε.
Προτιμούσε να γυρίσουν σπίτι.
“Κι αυτό εκεί πίσω τι είναι;” ρώτησε η Αναστασία όταν τους έφερε γλυκό κυδώνι που μύριζε αρμπαρόριζα.
Πάνω ακριβώς απ’ τον δρόμο υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο που θύμιζε το ξενοδοχείο Θέα του Κιούμπρικ, σε ελληνικές διαστάσεις και παραθαλάσσια διάθεση.
“Το γηροκομείο”, είπε ο ταβερνιάρης.
“Είναι εύκολο”, είπε η Αναστασία.
Δεν είχαν να χάσουν κάτι. Ο Σάσα άλλαξε διάθεση και ζήτησε άλλη μια γύρα τσίπουρα.
Πήγαν με τα πόδια για να ξεμεθύσουν. Στην αυλή είχαν αφημένους τους γέρους που λιάζονταν σαν τις σαύρες, ίδιοι σε ακινησία και ζαρωμένο δέρμα. Μια νοσοκόμα μάλωνε κάποιον: “Το ξέρεις πως αν κοπείς θα πεθάνεις. Το αίμα σου δεν πήζει. Το ξέρεις.”
Έφτασαν στη ρεσεψιόν.
“Μπορούμε να δούμε τον κύριο Κάρλοφ;” είπε ο Σάσα.
“Ποιος είστε;” ρώτησε η υπάλληλος χωρίς να σηκώσει τα μάτια της απ’ το έντυπο που συμπλήρωνε.
“Δηλαδή υπάρχει εδώ Κάρλοφ;” είπε η Αναστασία.
Τους κοίταξε.
“Μόνο συγγενείς πρώτου βαθμού επιτρέπονται για επισκεπτήριο στον Κάρλοφ. Σταμάτα τώρα!”
Αυτό το είχε πει κοιτώντας προς το σαλόνι. Εκεί είχαν ένα όρθιο πιάνο κι ένα παιδάκι χτυπούσε τα πλήκτρα στην τύχη.
“Πήγαινε στη μαμά σου. Γρήγορα!”
Η Αναστασία είχε σφίξει το χέρι του Σάσα.
“Τον βρήκαμε.”
“Μόνο πρώτου βαθμού συγγενείς…” ξεκίνησε να λέει η υπάλληλος.
“Είμαι ο γιος του.”
Τον κοίταξε πάλι.
“Δεν νομίζω.”
Της έδωσε ταυτότητα. Εκείνη την περιεργάστηκε σαν να ήταν πλαστή. Τελικά αποδέχτηκε αυτό που έβλεπε. Αλέξανδρος Κάρλοφ. Όνομα πατρός: Αλεξέι.
“Είναι στο γήπεδο του τένις”, τους είπε. “Πίσω απ’ το κτίριο, στη σκιά. Ακολουθήστε το δρόμο με το κίτρινο χρώμα.”
Μετά βίας κρατήθηκαν να μη γελάσουν μέχρι να βγουν έξω.
“Νόμιζα ότι θα έλεγε ακολουθήστε το δρόμο με τα κίτρινα τουβλάκια”, είπε η Αναστασία.
“We’re off to see the Wizard, the wonderful Wizard of Oz.”
Τα τσίπουρα είχαν κάνει τη δουλειά τους.
Στο γήπεδο του τένις ήταν ένα γέρος σε αμαξίδιο, με πλάτη προς τον κίτρινο δρόμο. Δεν έβλεπαν το πρόσωπο του.
“Είσαι έτοιμος;” του είπε η Αναστασία.
“Όσο ήταν και το σκιάχτρο.”
Πλησίασαν αργά. Ο Σάσα έβηξε. Ο γέρος δεν κουνήθηκε. Είχε μακριά άσπρα μαλλιά.
“Λες να πέθανε τώρα;” ψιθύρισε ο Σάσα. “Θα ήταν μεγάλη γκαντεμιά.”
Η Αναστασία κατάλαβε ότι προσπαθούσε να ελέγξει το άγχος του κάνοντας αστεία. Τον φίλησε στο μάγουλο.
Πήγαν μπροστά του, έτοιμοι να μιλήσουν. Δεν είπαν τίποτα.
“Ορίστε”, έκανε ο γέρος.
“Μας συγχωρείτε”, είπε ο Σάσα και τράβηξε την Αναστασία να φύγουν.
“Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι αυτός;” του είπε λίγα μέτρα παρακάτω.
“Είναι… μαύρος.”
“Μη γίνεσαι ρατσιστής.”
Γελάσανε, σταθήκανε, αγκαλιαστήκανε.
“Ευτυχώς που έχω εσένα”, της είπε στο αυτί. “Μαζί σου νιώθω…”
“Πώς;”
Της ψιθύρισε: “Whenever I’m alone with you / You make me feel like I am young again.”
“Cure; Να σου πω την αλήθεια εδώ μέσα, σε σχέση με τον μέσο όρο ηλικίας, είμαστε έφηβοι”, είπε η Αναστασία καθώς πήγαιναν προς την υποδοχή.
“Να κι ένας του δημοτικού”, είπε ο Σάσα κι έδειξε έναν τριαντάρη που περπατούσε το δρόμο με τα κίτρινα τουβλάκια.
“Βάζω στοίχημα πώς είναι νοσοκόμος.”
Κατάλαβαν ότι ο νεαρός πήγαινε σ’ εκείνους.
“Είστε αυτοί που ψάχνουν τον Κάρλοφ;”
“Τον βρήκαμε. Λάθος χρώμα”, είπε ο Σάσα κι έδειξε τον γέρο στο τένις.
“Τι; Δεν είναι αυτός.”
“Δεν είναι; Λογικό.”
“Ποιος είσαι εσύ;” του είπε ο νέος.
“Ο γιος του.”
“Ο Σάσα;”
Η Αναστασία παρατήρησε τα ρούχα του, το πρόσωπο του, τα χέρια του. Δεν ήταν νοσοκόμος.
“Πού το ξέρεις;” του είπε ο Σάσα.
“Εγώ σου έστειλα το γράμμα”, είπε ο νέος. “Ακολουθήστε με.”
Προχώρησε προς το κτίριο πάλι. Φαινόταν λίγο θυμωμένος. Κοντοστάθηκε για να μιλήσει.
“Είμαι ο αδελφός σου.”
Ο Σάσα ξεμέθυσε την ίδια στιγμή. Ο πατέρας του ζούσε, είχε και αδελφό. Μια ευτυχισμένη μεγάλη οικογένεια. Έκανε μερικά γρήγορα βήματα για να τον φτάσει. Του έμοιαζε, αλλά ήταν νεότερος. Και σίγουρα δεν τον συμπαθούσε.
“Υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος που ήρθες τώρα;” είπε ο αδελφός. “Παντρεύεσαι ή κάτι τέτοιο;” Έδειξε την Αναστασία.
Το ζευγάρι κοιτάχτηκε. Δεν είχαν μιλήσει για κάτι τέτοιο.
“Ναι”, είπε ο Σάσα, “παντρευόμαστε. Θες να παντρευτούμε;” τη ρώτησε.
“Αυτή είναι η χειρότερη πρόταση γάμου που έχει γίνει”, είπε η Αναστασία. “Στο χειρότερο μέρος.”
Ο αδελφός δεν ήθελε ν’ ακούσει.
“Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία έτσι κι αλλιώς. Ελάτε. Με λένε Νικολάι.”
Τους οδηγούσε στην άλλη αυλή, εκείνη που έβλεπε προς τον ήλιο, εκείνη με τις σαύρες.
Πλησίασαν έναν γέρο σε μια πλαστική καρέκλα. Ο Σάσα υπολόγισε την ηλικία του. Πρέπει να ήταν κοντά στα ογδόντα ή λίγο πριν. Έδειχνε πολύ πιο γέρος. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον πατέρα του. Ούτε μ’ εκείνον τον χαρούμενο που του διάβαζε παραμύθια ούτε με τον άλλον, τον θυμωμένο που έδερνε.
Ήταν ένας γέρος άνθρωπος, ίδιος με όλους τους γέρους τριγύρω. Με κλειστά μάτια και το πρόσωπο προς τον ήλιο, σαν ηλιοτρόπιο.
“Είναι σίγουρα αυτός;” είπε ο Σάσα.
“Λες να μην ξέρω τον πατέρα μου;”
“Τον πατέρα σου ναι. Αλλά είναι και δικός μου;”
“Όλο για σας μιλούσε. Εσένα και τη μητέρα σου, τη Μάσα. Όταν μιλούσε.”
Μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον γέρο. Ο Νικολάι πήγε να φέρει τρεις καρέκλες. Ο Σάσα έμεινε να κοιτάει το πρόσωπο του πατέρα του. Εκείνος ο άντρας που ήξερε, εκείνος που χτυπούσε τη μητέρα του, είχε χαθεί.
“Κι ακόμα δεν είδες τίποτα”, του είπε ο Νικολάι που κατάλαβε τι σκεφτόταν. “Καθίστε.”
“Μπαμπά”, είπε ο Νικολάι και του έδωσε ένα ελαφρύ χαστούκι.
Ο γέρος άνοιξε τα μάτια. Ακόμα κι αυτά είχαν αλλάξει χρώμα. Ο Σάσα είχε πάρει τα μάτια του πατέρα του, έτσι έλεγε η Μάσα. Μάτια Πικάσο, μαύρα κάρβουνα. Του Αλεξέι είχαν γίνει στάχτες.
Τους κοίταζε όλους έναν έναν, αδιάφορα, σαν να μην τους έβλεπε. Πιο πολύ στάθηκε στο πρόσωπο της Αναστασίας. Μετά τα ‘κλεισε πάλι.
“Κάτσε μήπως γίνει κάνα θαύμα”, είπε ο Νικολάι. “Μπαμπά, αυτός είναι ο γιος σου, ο Σάσα.”
Σκούντηξε τον Σάσα να μιλήσει. Εκείνος σήκωσε τους ώμους: Τι να πω;
“Μόνο μίλα, άνθρωπε μου, τι να πεις;”
“Γεια σου…” Δυσκολεύτηκε πολύ να το ξεστομίσει. “Πατέρα. Είμαι ο Σάσα, ο γιος της Μάσα.”
Καμιά κίνηση αναγνώρισης.
Ο Νικολάι του έδωσε άλλη μια σφαλιάρα, πιο δυνατή, για ν’ ανοίξει τα μάτια.
“Μπαμπά, ο γιος σου, ο Σάσα. Ήρθε.”
Τον κοιτούσε, αλλά δεν υπήρξε σκηνή αναγνώρισης, δεν σηκώθηκε όρθιος όπως σε αρχαία τραγωδία, ν’ αγκαλιάσει το παιδί του φωνάζοντας: Υιέ μου, Υιέ μου.
Ο Αλεξέι έβλεπε, αλλά ήταν πιο τυφλός απ’ τον Οιδίποδα.
“Τι έχει; Άνοια;” ρώτησε η Αναστασία.
“Αλτσχάιμερ. Τελικό στάδιο.”
Ο Αλεξέι είχε μείνει μια σκιά ανθρώπου, μόνο το κέλυφος, χωρίς μνήμη πλέον. Κι είναι η μνήμη που μας κάνει ανθρώπους, που μας συνδέει με όσα πέρασαν, μας κρατάει στο παρόν, αφήνει ελπίδες για το μέλλον. Ένας άνθρωπος που έχει χάσει τη μνήμη του είναι σαν έναν λαό που έχει ξεχάσει την ιστορία του, τους νεκρούς του, τα λάθη του. Σίγουρα ένας λαός χωρίς μέλλον.
Έκατσαν μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Δεν είχε μιλήσει καθόλου, δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να γυρνάει αργά το πρόσωπο του προς τον ήλιο, ένα ανθρώπινο ηλιοτρόπιο.
“Αυτό έλεγε ότι του έλειψε πιο πολύ στη φυλακή, ο ήλιος.”
“Κι όταν βγήκε τι έκανε;”
“Στα έγραφε στο γράμμα. Ούτε που το διάβασες, ε;”
Ο Σάσα έγνεψε καταφατικά. Ο Νικολάι φάνηκε να θυμώνει, αλλά συγκρατήθηκε.
“Ήταν η τελευταία φορά που μίλησε τόσο πολύ. Ένα λαμπάκι μέσα στο κεφάλι του, αυτό ήταν. Έχανε λέξεις, ξεχνούσε τι έλεγε, έπρεπε να του διαβάζω απ’ την αρχή όσα μου είχε πει για να πάρει μπρος. Κι εσύ ούτε που το διάβασες.”
“Ξέρεις τι είχε κάνει στη μάνα μου; Σε μένα;”
“Τα ξέρω. Γι’ αυτό σου έγραφε. Μόνο αυτό ήθελε πριν χαθεί εκεί μέσα”, είπε κι έδειξε το κεφάλι του πατέρα του. “Μόνο αυτό. Ήθελε να τον συγχωρήσεις εσύ, αφού δεν πρόλαβε τη μητέρα σου. Αυτό έλεγε συνέχεια, να με συγχωρήσει το παιδί μου, λες κι εγώ δεν ήμουν παιδί του.”
Γύρισε προς τον πατέρα του και φώναξε: “Εγώ ποιανού παιδί ήμουν;”
Ο γέρος δεν αντέδρασε, αλλά πήγε η νοσοκόμα με το αναπηρικό αμαξίδιο. Τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν. Ζήτησε να βοηθήσουν να βάλει τον Αλεξέι στη θέση του.
Οι τρεις περπάτησαν έξω. Έφτασαν στην ταβέρνα όπου είχαν το αυτοκίνητο.
“Θυμάσαι καθόλου τι έγραφε το γράμμα;” ρώτησε η Αναστασία. “Στο υπαγόρευσε, έτσι δεν είναι;”
“Το ‘χω διαβάσει εκατό φορές. Προχθές το διάβαζα πάλι. Περιμένετε.”
Πήγε να ρωτήσει τον ταβερνιάρη αν είχε εκτυπωτή. Γύρισε μετά από λίγο με πέντε σελίδες κείμενο.
“Εννοείται ότι το αποθήκευσα πριν στο στείλω.”
Η Αναστασία έκατσε στο τιμόνι.
“Θέλω να σε ξαναδώ”, είπε ο Σάσα στον Νικολάι.
Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα.
Έφυγαν απ’ τον περιφερειακό για ν’ αποφύγουν τον Βόλο. Ο Σάσα είχε το γράμμα στη τσέπη. Ήθελε να το διαβάσει όταν θα έφταναν σπίτι. Η Αναστασία τσαντίστηκε.
“Δεν είναι το δώρο του Άι Βασίλη, βγάλε να δούμε τι λέει, έχω σκάσει.”
“Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα”, είπε ο Σάσα, αλλά την άκουσε.
Το διάβασε φωναχτά. Ήταν αρκετά ασυνάρτητο, ο Νικολάι δεν είχε λειτουργήσει ως συγγραφέας, μάλλον ως στενογράφος που γράφει ακριβώς ό,τι ακούει.
Απ’ αυτά που κατάλαβαν έβγαλαν το εξής νόημα: Ο Αλεξέι αποφυλακίστηκε κι έφυγε στο εξωτερικό. Λίγο καιρό στην Ευρώπη, μετά βρέθηκε στις ΗΠΑ. Εκεί έκανε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στους χώρους λατρείας της μουσικής. Μέμφις, Φρίσκο, Σικάγο, κατέληξε στην Νέα Ορλεάνη. Εκεί έμεινε καιρό κι έπαιζε πιάνο σε μια τζαζ μπάντα. Γνώρισε και μια κρεολή, έκαναν ένα παιδί.
“Έχω κι άλλο αδελφό”, είπε ο Σάσα. “Ή αδελφή.”
Δεν είχε. Το παιδί πέθανε νήπιο. Ο Αλεξέι δεν το άντεξε, έφυγε. Γύρισε στην Ελλάδα και γνώρισε τη μητέρα του Νικολάι. Ξεκίνησε να παίζει μουσική στα σκυλάδικα, για το μεροκάματο. Ήταν ό,τι χειρότερο είχε κάνει, έτσι έγραφε. Αλλά άντεξε για χάρη του παιδιού του. Είχε κάνει το λάθος μια φορά.
Καθώς μεγάλωνε και γινόταν άνθρωπος, έτσι το έγραφε, καταλάβαινε πόσο άσχημα είχε φερθεί. Και δεν είχε καμιά δικαιολογία. Το γράμμα τέλειωνε κάπως απότομα, σαν να είχε αδειάσει το ντεπόζιτο των λέξεων. Έγραφε:
“Γιε μου, Σάσα, έλα όσο ακόμα μπορώ να…”
Ο Σάσα τέλειωσε την ανάγνωση, έβαλε το γράμμα στην τσέπη κι άνοιξε το ραδιόφωνο.
“Δεν θες να μιλήσουμε γι’ αυτό;” του είπε η Αναστασία.
“Δεν πρόλαβα.”
“Ήρθες.”
“Αυτός δεν το ξέρει.”
Συνέχισαν βουβοί. Η Αναστασία κοιτούσε το δρόμο, ο Σάσα τα βουνά. Το ραδιόφωνο έπαιζε ποπ λαϊκά. Το πάτησε ν’ αλλάξει. Έπιασε Animals και τον Έρικ Μπάρτον να τραγουδάει:
“There is a house in New Orleans”
“Μάλλον από ‘κει πέρασε κι ο πατέρας μου, αnd God I know I’m one”, τραγούδησε ο Σάσα.
“Δεν ήξερα ότι έχεις φωνή”, του είπε η Αναστασία.
“Πατέρα μουσικό είχα. My mother was a tailor…”
“Έπαιζες και κιθάρα;”
“Πού το ξέρεις; My father was a gamblin’ man…”
“Όλα τα ωραία αγόρια παίζουν κιθάρα.”
“Κοίτα τον δρόμο. And the only time he’s satisfied, is when he’s all drunk. Είχα μια ακουστική. Ακόμα θυμάμαι τ’ ακκόρντα.” Τα έκανε με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού, στον αέρα. “Λα μινόρε, ντο, ρε, φα. Oh mother tell your children…”
“Ο πατέρας σου τι έπαιζε;”
“Τα πάντα. Κιθάρα, φυσαρμόνικα, μπάσο. Αλλά το όργανο του ήταν το πιάνο. Όχι κλασικό, τζαζ μπλουζ σόουλ, νέγρικα πράγματα, in sin and misery…”
Όση ώρα μιλούσε τα δάκτυλα του έπιαναν τα ακόρντα. Η Αναστασία κοίταξε το χέρι του και γέλασε.
“Αλήθεια τώρα, θυμάσαι πώς παίζεται; Ή κάνεις σαν τη Φοίβη απ’ τα Φιλαράκια: Γριούλα, σκυλάκι…”
“Η μουσική δεν ξεχνιέται¨, είπε ο Σάσα. “Αν είχα την κιθάρα μου θα στο έπαιζα τώρα. Κι ας έχω είκοσι χρόνια να πιάσω…”
Πάγωμα χρόνου. Δεν τελειώνει τη φράση του. Κοιτάει έξω. Η Αναστασία παραξενεμένη. Ο Έρικ Μπάρτον τραγουδάει τον τελευταίο στίχο. And God I know I’m one. Μια έκρηξη στο μυαλό του Σάσα. Ξεπάγωμα χρόνου.
Ο Σάσα της φώναξε να σταματήσει.
“Τι έγινε;” είπε η Αναστασία τρομαγμένη.
“Κάνε στην άκρη, κάνε στην άκρη.”
Η Αναστασία άναψε αλάρμ και βγήκε δεξιά.
“Βρες την πρώτη αναστροφή και γύρνα.”
“Πού πάμε;”
“Στην Νέα Ορλεάνη, μωρό μου. Η μουσική δεν ξεχνιέται.”
Και γύρισαν προς το Μαλάκι.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
«Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος.»
Νίτσε
«Η μουσική προκαλεί συναισθήματα και τα συναισθήματα κουβαλούν την ανάμνησή τους.»
Όλιβερ Σακς
«My mother was a tailor
She sewed my new blue jeans
My father was a gamblin’ man
Down in New Orleans»
House of the rising sun
“Δεν θέλω να φύγω απ’ το σπίτι”, είπε ο Σάσα.
Σαν πέθανε η μητέρα του είχε μείνει μόνος. Ο πατέρας του ήταν φυλακή, παππούδες δεν υπήρχαν. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Όταν πέρασε στη σχολή δεν έμεινε στην εστία. Προτίμησε να νοικιάσει ένα σπίτι. Κι όσο πιο γρήγορα γινόταν πήρε δάνειο κι απέκτησε το δικό του. Δεν έφευγε από κει, παρά μόνο για να πάει στα Καμμένα Βούρλα. Ήταν ένας οικιακός ιδρυματισμός.
“Σπίτι είναι εκεί που βρίσκονται αυτοί που αγαπάς”, του είπε η Αναστασία κι αγκαλιάστηκαν. Θα το έκαναν μαζί.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο για το Πήλιο. Δεν ήξερε πού ήταν ο πατέρας του, δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός. Το μόνο που είχε ήταν μια τοποθεσία: Μαλάκι, Βόλος. Του είχε στείλει ένα γράμμα πριν πέντε χρόνια.
“Τι έγραφε;” τον ρώτησε η Αναστασία.
“Δεν το άνοιξα.”
Το είχε πετάξει αμέσως, αλλά εκείνη η διεύθυνση, που την είχε δει για μια στιγμή, είχε καρφωθεί στη μνήμη του. Μαλάκι, Βόλος.
“Τι θα κάνεις μόλις τον δεις;” του είπε η Αναστασία κι άναψε φλας για προσπεράσει ένα φορτηγό.
“Αν τον δω.”
“Έστω ότι.”
“Δεν ξέρω. Παλιά θα τον χτυπούσα ή θα τον έφτυνα.”
“Τώρα;”
“Πραγματικά δεν ξέρω. Είμαι παράλογος;”
“Όλοι είμαστε.”
Στον Βόλο ρώτησαν για το Μαλάκι. Νόμιζαν ότι θα είναι κάποια συνοικία. Ήταν ένα παραθαλάσσιο χωριό στο Πήλιο. Ο Σάσα ζήτησε μια τελευταία αναβολή. Έκλεισαν δωμάτιο κι έμειναν για τσίπουρα.
“Μπορεί και να ‘χει πεθάνει”, του είπε η Αναστασία πριν δαγκώσει ένα πλοκάμι.
“Δεν το εύχομαι. Παράξενο δεν είναι; Τόσα χρόνια παρακαλούσα τον Θεό να τον σκοτώσει βασανιστικά. Μετά τον ξέχασα.”
“Το απώθησες. Τέτοια θέματα δεν ξεχνιούνται.”
“Ναι, δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Τα τηγανιτά κολοκυθάκια είναι η απόδειξη ότι υπάρχει θεός.”
Τσούγκρισαν και ζήτησαν ένα διακοσοπενηντάρι ακόμα.
“Τώρα δεν θέλω να έχει πεθάνει. Παράξενο δεν είναι;”
“Έγινες καλύτερος άνθρωπος.”
Ο Σάσα γέλασε ειρωνικά, αλλά το πίστευε κι εκείνος.
~~
Το Μαλάκι πολύ σωστά είχε υποκοριστικό. Δεν ήταν ακριβώς χωριό, πιο πολύ ένας μικρός αχταρμάς από room-to-rent, μίνι μάρκετ και ταβέρνες. Σταμάτησαν σε μία απ’ αυτές για πληροφορίες και καφέ. Η παραλία ήταν όλο βότσαλα, η θάλασσα διαυγής.
Ρώτησαν για τον Αλεξέι Κάρλοφ. Άγνωστο όνομα. Ρώτησαν πού ήταν ο οικισμός.
“Μόνο ενοικιαζόμενα έχει εδώ”, είπε ο ταβερνιάρης. “Εμείς όλοι μένουμε στα χωριά από πάνω.”
Ο καφές έγινε τσίπουρο πάλι. Τρώγανε και πίνανε χωρίς να μιλάνε. Ο Σάσα είχε απογοητευτεί. Η Αναστασία του πρότεινε ν’ ανέβουν στα χωριά να ρωτήσουν. Δεν ήθελε.
“Αν ήταν να συμβεί θα συνέβαινε εύκολα”, είπε.
Προτιμούσε να γυρίσουν σπίτι.
“Κι αυτό εκεί πίσω τι είναι;” ρώτησε η Αναστασία όταν τους έφερε γλυκό κυδώνι που μύριζε αρμπαρόριζα.
Πάνω ακριβώς απ’ τον δρόμο υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο που θύμιζε το ξενοδοχείο Θέα του Κιούμπρικ, σε ελληνικές διαστάσεις και παραθαλάσσια διάθεση.
“Το γηροκομείο”, είπε ο ταβερνιάρης.
“Είναι εύκολο”, είπε η Αναστασία.
Δεν είχαν να χάσουν κάτι. Ο Σάσα άλλαξε διάθεση και ζήτησε άλλη μια γύρα τσίπουρα.
~~
Πήγαν με τα πόδια για να ξεμεθύσουν. Στην αυλή είχαν αφημένους τους γέρους που λιάζονταν σαν τις σαύρες, ίδιοι σε ακινησία και ζαρωμένο δέρμα. Μια νοσοκόμα μάλωνε κάποιον: “Το ξέρεις πως αν κοπείς θα πεθάνεις. Το αίμα σου δεν πήζει. Το ξέρεις.”
Έφτασαν στη ρεσεψιόν.
“Μπορούμε να δούμε τον κύριο Κάρλοφ;” είπε ο Σάσα.
“Ποιος είστε;” ρώτησε η υπάλληλος χωρίς να σηκώσει τα μάτια της απ’ το έντυπο που συμπλήρωνε.
“Δηλαδή υπάρχει εδώ Κάρλοφ;” είπε η Αναστασία.
Τους κοίταξε.
“Μόνο συγγενείς πρώτου βαθμού επιτρέπονται για επισκεπτήριο στον Κάρλοφ. Σταμάτα τώρα!”
Αυτό το είχε πει κοιτώντας προς το σαλόνι. Εκεί είχαν ένα όρθιο πιάνο κι ένα παιδάκι χτυπούσε τα πλήκτρα στην τύχη.
“Πήγαινε στη μαμά σου. Γρήγορα!”
Η Αναστασία είχε σφίξει το χέρι του Σάσα.
“Τον βρήκαμε.”
“Μόνο πρώτου βαθμού συγγενείς…” ξεκίνησε να λέει η υπάλληλος.
“Είμαι ο γιος του.”
Τον κοίταξε πάλι.
“Δεν νομίζω.”
Της έδωσε ταυτότητα. Εκείνη την περιεργάστηκε σαν να ήταν πλαστή. Τελικά αποδέχτηκε αυτό που έβλεπε. Αλέξανδρος Κάρλοφ. Όνομα πατρός: Αλεξέι.
“Είναι στο γήπεδο του τένις”, τους είπε. “Πίσω απ’ το κτίριο, στη σκιά. Ακολουθήστε το δρόμο με το κίτρινο χρώμα.”
Μετά βίας κρατήθηκαν να μη γελάσουν μέχρι να βγουν έξω.
“Νόμιζα ότι θα έλεγε ακολουθήστε το δρόμο με τα κίτρινα τουβλάκια”, είπε η Αναστασία.
“We’re off to see the Wizard, the wonderful Wizard of Oz.”
Τα τσίπουρα είχαν κάνει τη δουλειά τους.
~~
Στο γήπεδο του τένις ήταν ένα γέρος σε αμαξίδιο, με πλάτη προς τον κίτρινο δρόμο. Δεν έβλεπαν το πρόσωπο του.
“Είσαι έτοιμος;” του είπε η Αναστασία.
“Όσο ήταν και το σκιάχτρο.”
Πλησίασαν αργά. Ο Σάσα έβηξε. Ο γέρος δεν κουνήθηκε. Είχε μακριά άσπρα μαλλιά.
“Λες να πέθανε τώρα;” ψιθύρισε ο Σάσα. “Θα ήταν μεγάλη γκαντεμιά.”
Η Αναστασία κατάλαβε ότι προσπαθούσε να ελέγξει το άγχος του κάνοντας αστεία. Τον φίλησε στο μάγουλο.
Πήγαν μπροστά του, έτοιμοι να μιλήσουν. Δεν είπαν τίποτα.
“Ορίστε”, έκανε ο γέρος.
“Μας συγχωρείτε”, είπε ο Σάσα και τράβηξε την Αναστασία να φύγουν.
“Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι αυτός;” του είπε λίγα μέτρα παρακάτω.
“Είναι… μαύρος.”
“Μη γίνεσαι ρατσιστής.”
Γελάσανε, σταθήκανε, αγκαλιαστήκανε.
“Ευτυχώς που έχω εσένα”, της είπε στο αυτί. “Μαζί σου νιώθω…”
“Πώς;”
Της ψιθύρισε: “Whenever I’m alone with you / You make me feel like I am young again.”
“Cure; Να σου πω την αλήθεια εδώ μέσα, σε σχέση με τον μέσο όρο ηλικίας, είμαστε έφηβοι”, είπε η Αναστασία καθώς πήγαιναν προς την υποδοχή.
“Να κι ένας του δημοτικού”, είπε ο Σάσα κι έδειξε έναν τριαντάρη που περπατούσε το δρόμο με τα κίτρινα τουβλάκια.
“Βάζω στοίχημα πώς είναι νοσοκόμος.”
Κατάλαβαν ότι ο νεαρός πήγαινε σ’ εκείνους.
“Είστε αυτοί που ψάχνουν τον Κάρλοφ;”
“Τον βρήκαμε. Λάθος χρώμα”, είπε ο Σάσα κι έδειξε τον γέρο στο τένις.
“Τι; Δεν είναι αυτός.”
“Δεν είναι; Λογικό.”
“Ποιος είσαι εσύ;” του είπε ο νέος.
“Ο γιος του.”
“Ο Σάσα;”
Η Αναστασία παρατήρησε τα ρούχα του, το πρόσωπο του, τα χέρια του. Δεν ήταν νοσοκόμος.
“Πού το ξέρεις;” του είπε ο Σάσα.
“Εγώ σου έστειλα το γράμμα”, είπε ο νέος. “Ακολουθήστε με.”
Προχώρησε προς το κτίριο πάλι. Φαινόταν λίγο θυμωμένος. Κοντοστάθηκε για να μιλήσει.
“Είμαι ο αδελφός σου.”
~~{}~~
Ο Σάσα ξεμέθυσε την ίδια στιγμή. Ο πατέρας του ζούσε, είχε και αδελφό. Μια ευτυχισμένη μεγάλη οικογένεια. Έκανε μερικά γρήγορα βήματα για να τον φτάσει. Του έμοιαζε, αλλά ήταν νεότερος. Και σίγουρα δεν τον συμπαθούσε.
“Υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος που ήρθες τώρα;” είπε ο αδελφός. “Παντρεύεσαι ή κάτι τέτοιο;” Έδειξε την Αναστασία.
Το ζευγάρι κοιτάχτηκε. Δεν είχαν μιλήσει για κάτι τέτοιο.
“Ναι”, είπε ο Σάσα, “παντρευόμαστε. Θες να παντρευτούμε;” τη ρώτησε.
“Αυτή είναι η χειρότερη πρόταση γάμου που έχει γίνει”, είπε η Αναστασία. “Στο χειρότερο μέρος.”
Ο αδελφός δεν ήθελε ν’ ακούσει.
“Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία έτσι κι αλλιώς. Ελάτε. Με λένε Νικολάι.”
Τους οδηγούσε στην άλλη αυλή, εκείνη που έβλεπε προς τον ήλιο, εκείνη με τις σαύρες.
Πλησίασαν έναν γέρο σε μια πλαστική καρέκλα. Ο Σάσα υπολόγισε την ηλικία του. Πρέπει να ήταν κοντά στα ογδόντα ή λίγο πριν. Έδειχνε πολύ πιο γέρος. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον πατέρα του. Ούτε μ’ εκείνον τον χαρούμενο που του διάβαζε παραμύθια ούτε με τον άλλον, τον θυμωμένο που έδερνε.
Ήταν ένας γέρος άνθρωπος, ίδιος με όλους τους γέρους τριγύρω. Με κλειστά μάτια και το πρόσωπο προς τον ήλιο, σαν ηλιοτρόπιο.
“Είναι σίγουρα αυτός;” είπε ο Σάσα.
“Λες να μην ξέρω τον πατέρα μου;”
“Τον πατέρα σου ναι. Αλλά είναι και δικός μου;”
“Όλο για σας μιλούσε. Εσένα και τη μητέρα σου, τη Μάσα. Όταν μιλούσε.”
Μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον γέρο. Ο Νικολάι πήγε να φέρει τρεις καρέκλες. Ο Σάσα έμεινε να κοιτάει το πρόσωπο του πατέρα του. Εκείνος ο άντρας που ήξερε, εκείνος που χτυπούσε τη μητέρα του, είχε χαθεί.
“Κι ακόμα δεν είδες τίποτα”, του είπε ο Νικολάι που κατάλαβε τι σκεφτόταν. “Καθίστε.”
~~
“Μπαμπά”, είπε ο Νικολάι και του έδωσε ένα ελαφρύ χαστούκι.
Ο γέρος άνοιξε τα μάτια. Ακόμα κι αυτά είχαν αλλάξει χρώμα. Ο Σάσα είχε πάρει τα μάτια του πατέρα του, έτσι έλεγε η Μάσα. Μάτια Πικάσο, μαύρα κάρβουνα. Του Αλεξέι είχαν γίνει στάχτες.
Τους κοίταζε όλους έναν έναν, αδιάφορα, σαν να μην τους έβλεπε. Πιο πολύ στάθηκε στο πρόσωπο της Αναστασίας. Μετά τα ‘κλεισε πάλι.
“Κάτσε μήπως γίνει κάνα θαύμα”, είπε ο Νικολάι. “Μπαμπά, αυτός είναι ο γιος σου, ο Σάσα.”
Σκούντηξε τον Σάσα να μιλήσει. Εκείνος σήκωσε τους ώμους: Τι να πω;
“Μόνο μίλα, άνθρωπε μου, τι να πεις;”
“Γεια σου…” Δυσκολεύτηκε πολύ να το ξεστομίσει. “Πατέρα. Είμαι ο Σάσα, ο γιος της Μάσα.”
Καμιά κίνηση αναγνώρισης.
Ο Νικολάι του έδωσε άλλη μια σφαλιάρα, πιο δυνατή, για ν’ ανοίξει τα μάτια.
“Μπαμπά, ο γιος σου, ο Σάσα. Ήρθε.”
Τον κοιτούσε, αλλά δεν υπήρξε σκηνή αναγνώρισης, δεν σηκώθηκε όρθιος όπως σε αρχαία τραγωδία, ν’ αγκαλιάσει το παιδί του φωνάζοντας: Υιέ μου, Υιέ μου.
Ο Αλεξέι έβλεπε, αλλά ήταν πιο τυφλός απ’ τον Οιδίποδα.
“Τι έχει; Άνοια;” ρώτησε η Αναστασία.
“Αλτσχάιμερ. Τελικό στάδιο.”
Ο Αλεξέι είχε μείνει μια σκιά ανθρώπου, μόνο το κέλυφος, χωρίς μνήμη πλέον. Κι είναι η μνήμη που μας κάνει ανθρώπους, που μας συνδέει με όσα πέρασαν, μας κρατάει στο παρόν, αφήνει ελπίδες για το μέλλον. Ένας άνθρωπος που έχει χάσει τη μνήμη του είναι σαν έναν λαό που έχει ξεχάσει την ιστορία του, τους νεκρούς του, τα λάθη του. Σίγουρα ένας λαός χωρίς μέλλον.
~~
Έκατσαν μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Δεν είχε μιλήσει καθόλου, δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να γυρνάει αργά το πρόσωπο του προς τον ήλιο, ένα ανθρώπινο ηλιοτρόπιο.
“Αυτό έλεγε ότι του έλειψε πιο πολύ στη φυλακή, ο ήλιος.”
“Κι όταν βγήκε τι έκανε;”
“Στα έγραφε στο γράμμα. Ούτε που το διάβασες, ε;”
Ο Σάσα έγνεψε καταφατικά. Ο Νικολάι φάνηκε να θυμώνει, αλλά συγκρατήθηκε.
“Ήταν η τελευταία φορά που μίλησε τόσο πολύ. Ένα λαμπάκι μέσα στο κεφάλι του, αυτό ήταν. Έχανε λέξεις, ξεχνούσε τι έλεγε, έπρεπε να του διαβάζω απ’ την αρχή όσα μου είχε πει για να πάρει μπρος. Κι εσύ ούτε που το διάβασες.”
“Ξέρεις τι είχε κάνει στη μάνα μου; Σε μένα;”
“Τα ξέρω. Γι’ αυτό σου έγραφε. Μόνο αυτό ήθελε πριν χαθεί εκεί μέσα”, είπε κι έδειξε το κεφάλι του πατέρα του. “Μόνο αυτό. Ήθελε να τον συγχωρήσεις εσύ, αφού δεν πρόλαβε τη μητέρα σου. Αυτό έλεγε συνέχεια, να με συγχωρήσει το παιδί μου, λες κι εγώ δεν ήμουν παιδί του.”
Γύρισε προς τον πατέρα του και φώναξε: “Εγώ ποιανού παιδί ήμουν;”
Ο γέρος δεν αντέδρασε, αλλά πήγε η νοσοκόμα με το αναπηρικό αμαξίδιο. Τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν. Ζήτησε να βοηθήσουν να βάλει τον Αλεξέι στη θέση του.
Οι τρεις περπάτησαν έξω. Έφτασαν στην ταβέρνα όπου είχαν το αυτοκίνητο.
“Θυμάσαι καθόλου τι έγραφε το γράμμα;” ρώτησε η Αναστασία. “Στο υπαγόρευσε, έτσι δεν είναι;”
“Το ‘χω διαβάσει εκατό φορές. Προχθές το διάβαζα πάλι. Περιμένετε.”
Πήγε να ρωτήσει τον ταβερνιάρη αν είχε εκτυπωτή. Γύρισε μετά από λίγο με πέντε σελίδες κείμενο.
“Εννοείται ότι το αποθήκευσα πριν στο στείλω.”
Η Αναστασία έκατσε στο τιμόνι.
“Θέλω να σε ξαναδώ”, είπε ο Σάσα στον Νικολάι.
Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα.
~~
Έφυγαν απ’ τον περιφερειακό για ν’ αποφύγουν τον Βόλο. Ο Σάσα είχε το γράμμα στη τσέπη. Ήθελε να το διαβάσει όταν θα έφταναν σπίτι. Η Αναστασία τσαντίστηκε.
“Δεν είναι το δώρο του Άι Βασίλη, βγάλε να δούμε τι λέει, έχω σκάσει.”
“Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα”, είπε ο Σάσα, αλλά την άκουσε.
Το διάβασε φωναχτά. Ήταν αρκετά ασυνάρτητο, ο Νικολάι δεν είχε λειτουργήσει ως συγγραφέας, μάλλον ως στενογράφος που γράφει ακριβώς ό,τι ακούει.
Απ’ αυτά που κατάλαβαν έβγαλαν το εξής νόημα: Ο Αλεξέι αποφυλακίστηκε κι έφυγε στο εξωτερικό. Λίγο καιρό στην Ευρώπη, μετά βρέθηκε στις ΗΠΑ. Εκεί έκανε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στους χώρους λατρείας της μουσικής. Μέμφις, Φρίσκο, Σικάγο, κατέληξε στην Νέα Ορλεάνη. Εκεί έμεινε καιρό κι έπαιζε πιάνο σε μια τζαζ μπάντα. Γνώρισε και μια κρεολή, έκαναν ένα παιδί.
“Έχω κι άλλο αδελφό”, είπε ο Σάσα. “Ή αδελφή.”
Δεν είχε. Το παιδί πέθανε νήπιο. Ο Αλεξέι δεν το άντεξε, έφυγε. Γύρισε στην Ελλάδα και γνώρισε τη μητέρα του Νικολάι. Ξεκίνησε να παίζει μουσική στα σκυλάδικα, για το μεροκάματο. Ήταν ό,τι χειρότερο είχε κάνει, έτσι έγραφε. Αλλά άντεξε για χάρη του παιδιού του. Είχε κάνει το λάθος μια φορά.
Καθώς μεγάλωνε και γινόταν άνθρωπος, έτσι το έγραφε, καταλάβαινε πόσο άσχημα είχε φερθεί. Και δεν είχε καμιά δικαιολογία. Το γράμμα τέλειωνε κάπως απότομα, σαν να είχε αδειάσει το ντεπόζιτο των λέξεων. Έγραφε:
“Γιε μου, Σάσα, έλα όσο ακόμα μπορώ να…”
Ο Σάσα τέλειωσε την ανάγνωση, έβαλε το γράμμα στην τσέπη κι άνοιξε το ραδιόφωνο.
“Δεν θες να μιλήσουμε γι’ αυτό;” του είπε η Αναστασία.
“Δεν πρόλαβα.”
“Ήρθες.”
“Αυτός δεν το ξέρει.”
~~
Συνέχισαν βουβοί. Η Αναστασία κοιτούσε το δρόμο, ο Σάσα τα βουνά. Το ραδιόφωνο έπαιζε ποπ λαϊκά. Το πάτησε ν’ αλλάξει. Έπιασε Animals και τον Έρικ Μπάρτον να τραγουδάει:
“There is a house in New Orleans”
“Μάλλον από ‘κει πέρασε κι ο πατέρας μου, αnd God I know I’m one”, τραγούδησε ο Σάσα.
“Δεν ήξερα ότι έχεις φωνή”, του είπε η Αναστασία.
“Πατέρα μουσικό είχα. My mother was a tailor…”
“Έπαιζες και κιθάρα;”
“Πού το ξέρεις; My father was a gamblin’ man…”
“Όλα τα ωραία αγόρια παίζουν κιθάρα.”
“Κοίτα τον δρόμο. And the only time he’s satisfied, is when he’s all drunk. Είχα μια ακουστική. Ακόμα θυμάμαι τ’ ακκόρντα.” Τα έκανε με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού, στον αέρα. “Λα μινόρε, ντο, ρε, φα. Oh mother tell your children…”
“Ο πατέρας σου τι έπαιζε;”
“Τα πάντα. Κιθάρα, φυσαρμόνικα, μπάσο. Αλλά το όργανο του ήταν το πιάνο. Όχι κλασικό, τζαζ μπλουζ σόουλ, νέγρικα πράγματα, in sin and misery…”
Όση ώρα μιλούσε τα δάκτυλα του έπιαναν τα ακόρντα. Η Αναστασία κοίταξε το χέρι του και γέλασε.
“Αλήθεια τώρα, θυμάσαι πώς παίζεται; Ή κάνεις σαν τη Φοίβη απ’ τα Φιλαράκια: Γριούλα, σκυλάκι…”
“Η μουσική δεν ξεχνιέται¨, είπε ο Σάσα. “Αν είχα την κιθάρα μου θα στο έπαιζα τώρα. Κι ας έχω είκοσι χρόνια να πιάσω…”
Πάγωμα χρόνου. Δεν τελειώνει τη φράση του. Κοιτάει έξω. Η Αναστασία παραξενεμένη. Ο Έρικ Μπάρτον τραγουδάει τον τελευταίο στίχο. And God I know I’m one. Μια έκρηξη στο μυαλό του Σάσα. Ξεπάγωμα χρόνου.
Ο Σάσα της φώναξε να σταματήσει.
“Τι έγινε;” είπε η Αναστασία τρομαγμένη.
“Κάνε στην άκρη, κάνε στην άκρη.”
Η Αναστασία άναψε αλάρμ και βγήκε δεξιά.
“Βρες την πρώτη αναστροφή και γύρνα.”
“Πού πάμε;”
“Στην Νέα Ορλεάνη, μωρό μου. Η μουσική δεν ξεχνιέται.”
Και γύρισαν προς το Μαλάκι.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου