Γελωτοποιός
«Η ευτυχία δεν είναι τίποτα άλλο από καλή υγεία και κακή μνήμη.»
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
“Τα ξέρω όλα.”
“Υπερβάλλετε, κανείς δεν τα ξέρει όλα.”
“Έγώ τα ξέρω. Ξέρω όλα όσα μ’ ενδιαφέρουν.”
“Και θέλετε…”
“Να τα ξεχάσω.”
Ο Αλέξανδρος, Σάσα για τους φίλους, το πήρε απόφαση μια Παρασκευή απόγευμα. Και πήγε στη Lacuna Inc, την πιο αξιόπιστη εταιρεία στη διαγραφή αναμνήσεων.
Μπορούσες να διαγράψεις την πρώην σου ή τον νεκρό σκύλο σου, για να μη βασανίζεσαι. Ή να διαγράψεις κάτι που είχες κάνει ή πει, για να μη ντρέπεσαι. Μπορούσες να διαγράψεις ένα διάστημα της ζωής σου ή ένα γεγονός, δυο χρόνια στη φυλακή ή έναν βιασμό, για να μην πονάς.
Όμως ο Σάσα είχε άλλο πρόβλημα. Τα ήξερε όλα.
“Απόλυτη διαγραφή μνήμης δεν επιτρέπεται”, του είπε ο υπάλληλος.
“Δεν εννοώ όλα όλα. Εννοώ όλ’ αυτά που μ’ ενδιαφέρουν.”
“Δηλαδή;”
“Σινεμά. Λογοτεχνία. Μουσική.”
Ο Σάσα είχε ζήσει μια περιορισμένη ζωή. Μεγάλωσε στην Κυψέλη. Όταν ενηλικιώθηκε και βρήκε δουλειά μετακόμισε δυο τετράγωνα απ’ το πατρικό του. Κι έμενε εκεί τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ήταν λογιστής σε ασφαλιστική, λίγο πιο βαρετή δουλειά από εκείνη του Κάφκα. Παντρεύτηκε μια κοπέλα απ’ το τμήμα προσωπικού. Έκαναν κι ένα παιδί. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε η Τατιάνα τον εγκατέλειψε -πήρε μαζί και το παιδί.
“Ζούμε πολύ βαρετά”, του ‘χε πει την τελευταία φορά που μιλήσανε.
“Τι θες;”
“Θέλω να βγούμε έξω, να ταξιδέψουμε, να γνωρίσουμε ανθρώπους, τόπους, να…”
Και συνέχισε να του λέει. Τον έπιασε ίλιγγος. Εκείνος δεν ήταν περιπετειώδης τύπος ούτε ιδιαίτερα κοινωνικός. Όσο για ταξίδια, του αρκούσε να πηγαίνει στα Καμμένα Βούρλα τον Αύγουστο. Κάθε Αύγουστο.
“Δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε”, του είχε πει η Τατιάνα.
“Εμένα έτσι μ’ αρέσει.”
Τον παράτησε, παραιτήθηκε κι απ’ τη δουλειά της. Έγινε κτηματομεσίτρια, παντρεύτηκε έναν πλαστικό χειρουργό νεώτερο από κείνη. Τον επόμενο Αύγουστο έστειλε στον Σάσα καρτ ποστάλ κανονική, από εκείνες με το γραμματόσημο. Ήταν από τις Μαλδίβες. Πίσω έγραφε: “Εμένα έτσι μ’ αρέσει.”
“Δεν καταλαβαίνω”, του είπε ο υπάλληλος της Lacuna. “Θέλετε να διαγράψουμε όσα σας αρέσουν;”
“Ναι, γιατί δεν μ’ εξιτάρουν πια.”
Από παιδί ακόμα, αλλά ιδιαίτερα όταν ενηλικιώθηκε ο Σάσα περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του κάνοντας αυτό ακριβώς που του άρεσε: Έβλεπε ταινίες στο σπίτι, άκουγε μουσική (στο σπίτι), διάβαζε (παντού).
Στην αρχή επέλεγε τυχαία. Μετά είχε βρει την αλυσιδωτή αντίδραση. Κάθε ταινία, τραγούδι, βιβλίο, τον οδηγούσε σε άλλα δυο ή τρία, κι εκείνα σε τέσσερα ή εννιά, κι ούτω καθεξής.
Αργότερα, όταν τον εγκατάλειψε κι η Τατιάνα, το έκανε πιο συστηματικά. Έπιανε έναν σκηνοθέτη-συγγραφέα-μουσικό και έβλεπε όλες τις ταινίες που είχε κάνει, διάβαζε όλα τα βιβλία, άκουγε όλους τους δίσκους.
Του πήρε δέκα χρόνια συστηματικής έρευνας για να τ’ ακούσει-δει-διαβάσει όλα.
“Κατανοητό, αλλά διαρκώς βγαίνουν νέες ταινίες.”
“Το ξέρω και δεν είμαι από εκείνους τους γκρινιάρηδες γέρους που πιστεύουν ότι το γρασίδι ήταν πιο πράσινο στις μέρες τους.”
Ήταν θέμα στατιστικής. Κάθε χρόνο εκδίδονται ένα εκατομμύριο βιβλία. Απ’ αυτά τα χίλια είναι εξαιρετικά. Αλλά μόνο ένα, άντε δύο, είναι ορόσημα. Τα τελευταία εκατό χρόνια είχαν κυκλοφορήσει εκατό βιβλία ορόσημα. Ο Σάσα τα είχε διαβάσει. Τον επόμενο χρόνο θα κυκλοφορούσε μόνο ένα. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν ήξερε ποιο θα ήταν. Ο χρόνος είναι ο μόνος αξιόπιστος κριτικός.
“Αρχίζω να καταλαβαίνω τι θέλετε να ζήσετε.”
“Αγαπητέ μου”, έκανε ο Σάσα, “θέλω να δω τον Μάρλον Μπράντο, στο Λεωφορείο του Καζάν, για πρώτη φορά.”
Ήθελε ν’ ακούσει για πρώτη φορά τη φωνή της Μπίλι Χόλιντεϊ. Να δει τον Νευρικό Εραστή και να γελάσει με το εφεύρημα του Γούντι Άλεν, όπου οι πρωταγωνιστές άλλα λένε κι άλλα σκέφτονται στους υπότιτλους.
Ήθελε να διαβάσει για πρώτη φορά τον Ζορμπά του Καζαντζάκη και να δει για πρώτη φορά Ταρκόφσκι. Ν’ ακούσει Μότσαρτ και Στραβίνσκι, ν’ ακούσει την Ενάτη του Μπετόβεν σαν να ζούσε στον 19ο αιώνα.
Να δει τους Συνήθεις Ύποπτους του Σίνγκερ χωρίς να ξέρει την ανατροπή. Να διαβάσει για πρώτη φορά την Ιθάκη του Καβάφη. Ν’ ακούσει την κιθάρα του Χέντριξ στο Γούντστοκ. Να δει το Ιπτάμενο Τσίρκο των Μόντι Πάιθονς. Να τα δει, να τα ακούσει, να τα διαβάσει όλα για πρώτη φορά.
“Και πιστεύετε ότι θα σας αρέσουν;” του είπε ο υπάλληλος.
Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική ερώτηση. Θα μπορούσε να δει το βαθύ Stalker του Ταρκόφσκι; Πώς θα του ακουγόταν η άτεχνη μουσική των Sex Pistols;
“Αυτό είναι όλο το θέμα”, του είπε ο Σάσα. “Θέλω κάτι να με ξαφνιάσει. Ακόμα και αρνητικά. Έστω κι αν νιώσω απέχθεια, αρκεί να νιώσω κάτι. Τώρα δεν νιώθω τίποτα, όλα είναι επίπεδα και βαρετά. Τα ξέρω όλα.”
Ο υπάλληλος το σκέφτηκε λιγάκι. Ήταν πολύ σημαντικό για τη Lacuna να μην έχουν δυσαρεστημένους πελάτες. Η αφαίρεση αναμνήσεων ήταν σαν πλαστική εγχείριση. Μπορεί να μην σου άρεσε το αποτέλεσμα.
Έπρεπε να βρίσκει τρόπους για να κρατάει τους πελάτες ευχαριστημένους και να τους παίρνει τα λεφτά τους. Keep the customer satisfied.
“Ακούστε”, του είπε, “σκέφτηκα κάτι.”
Του πρότεινε το εξής: Θα ξεκινούσαν με τη διαγραφή των κινηματογραφικών αναμνήσεων. Αυτή ήταν η πιο απλή επέμβαση, γιατί οι μουσικές αναμνήσεις αποθηκεύονται σε πολλά κέντρα, ενώ οι λογοτεχνικές συχνά ανακατεύονται με τις πραγματικές αναμνήσεις.
Θα έσβηναν πρώτα τις ταινίες. Μετά, αν ο Σάσα ήταν εντάξει, θα συνέχιζαν και με τη μουσική.
Του άρεσε η ιδέα, έβγαινε και πιο οικονομικά. Έκλεισαν ραντεβού για την επόμενη Παρασκευή. Για να πετύχει η επέμβαση ο Σάσα θα έπρεπε να ξεφορτωθεί απ’ το σπίτι του οτιδήποτε σχετικό με τις ταινίες που είχε δει.
Και είχε δει πολλές.
Στους τοίχους είχε αφίσες. Το Κόκκινο απ’ την τριλογία του Κισλόφσκι, τον Ντελάρτζ απ’ το Κουρδιστό Πορτοκάλι, τον Μπάστερ Κίτον πίσω απ’ τα κάγκελα, το πρόσωπο του Μάνου Κατράκη απ’ τα Κύθηρα του Αγγελόπουλου.
Τις μάζεψε όλες και τις ανέβασε στο πατάρι. Είχε μερικές χιλιάδες DVD. Κι αυτά πήγαν στο πατάρι. Έπειτα διάφορα αναμνηστικά. Εισιτήρια πρώτης προβολής, η κορνίζα με το αυτόγραφο του Αλ Πατσίνο (For Sasha with love). Τα ρούχα που είχε φορέσει για τη μεταμεσονύχτια του Ρόκι Χόρορ Σόου.
Τα έβαλε όλα εκεί πάνω και πήγε να βρει τον Αντρέι. Είχε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα να λύσει.
Ο Αντρέι ήταν ο παλιότερος του φίλος, ίσως κι ο μοναδικός. Ήταν ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με DVD, από τότε που υπήρχαν βιντεοκασέτες. Είχε σίγουρα την πιο ολοκληρωμένη συλλογή, που πλέον αράχνιαζε στα ράφια. Ελάχιστοι γραφικοί τύποι, σαν τον Σάσα, νοίκιαζαν πλέον ταινίες. Όλοι τις κατέβαζαν.
Το SixSpot, το μαγαζί του Αντρέι, λειτουργούσε πλέον ως ίντερνετ καφέ, video-party και κατάστημα με είδη δώρων.
Ο Σάσα βρήκε τον φίλο του να προσπαθεί να τιθασεύει κάτι παιδιά που έκαναν GTA πάρτι γενεθλίων. Τα άσπρα μαλλιά του Αντρέι, άσπρα φρύδια και γένια, ξεχώριζαν ανάμεσα στα κοντοκουρεμένα των παιδιών. Δεν ήταν γέρος, όχι τόσο γέρος, ήταν αλμπίνος.
“Αυτό ήταν, παραιτούμαι”, είπε σαν είδε τον Σάσα.
“Δεν μπορείς να παραιτηθείς απ’ την επιχείρηση σου.”
“Επιχείρηση το λες αυτό; Παιδότοπος έχουμε γίνει.”
Έβαλε δυο κούπες καφέ κι έκατσαν έξω να καπνίσουνε. Ο Σάσα του είπε τι θα έκανε την Παρασκευή.
“Αυτό είναι τραγωδία, είναι γενοκτονία”, του είπε ο Αντρέι. “Η μνήμη σου είναι θησαυρός, δεν μπορείς να την αφανίσεις.”
“Δεν με εξυπηρετεί πλέον. Οπότε είναι άχρηστη.”
“Πώς μπορείς να το λες αυτό;”
Ο Αντρέι προσπάθησε για λίγο να τον μεταπείσει, αλλά κατάλαβε ότι ο φίλος του ήταν αποφασισμένος.
“Και τι θες από μένα;”
Όταν ανέβασε όλες τις ταινίες του στο πατάρι ο Σάσα κατάλαβε ότι εφόσον θα ξεχνούσε τα πάντα για το σινεμά δεν θα ήξερε τι να δει. Πώς θα το έκανε; Αν ξεκινούσε να βλέπει στην τύχη θα πετύχαινε και κάποιες δεύτερες. Θα ήταν κρίμα να δει την Αλίκη του Τιμ Μπάρτον, αντί για τον Ψαλιδοχέρη. Για να μπορέσει να δει τις σωστές ταινίες θα έπρεπε να έχει γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου. Κι αυτή θα χανόταν στη διαγραφή.
“Όπως το σκέφτομαι”, του είπε ο Αντρέι, “υπάρχουν τρεις τρόποι να το κάνεις. Πρώτος. Να ξεκινήσεις βλέποντας ταινίες κινουμένων σχεδίων.”
“Να το πάω εξελικτικά; Μετά εφηβικά, μετά τρόμου, μετά Γκοντάρ; Δεν μ’ αρέσει.”
“Συμφωνώ. Άλλος τρόπος. Να ξεκινήσεις απ’ την κορυφή. Οι εκατό καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.”
“Ποιος θα το αποφασίσει;”
“Μπορείς να δεις το imdb.”
“Εκεί έχουν πρώτο το Τελευταία Έξοδος, Ρίτα Χέιγουορθ”, είπε ο Σάσα, “τι χάλια τίτλος.”
“Ναι, πράγματι. Αλλά αν βασιστείς στους κριτικούς θα χάσεις καλτ, όπως το Ζουν Ανάμεσα Μας, του Κάρπεντερ.”
“Μήπως να βλέπω αυτές που κέρδισαν Όσκαρ καλύτερης ταινίας;”
Γελάσανε ταυτόχρονα. Ήταν ένα αστείο που μόνο οι σινεφίλ θα καταλάβαιναν.
“Το βρήκα”, του είπε μετά ο Αντρέι. “Δεν θα το πας εξελικτικά σύμφωνα με την ηλικία.”
“Αλλά;”
Τα μάτια του Αντρέι γυάλισαν πριν μιλήσει.
“Σύμφωνα με την εξέλιξη του κινηματογράφου.”
Η ιδέα του ήταν πολύ απλή. Να ξεκινήσει απ’ την πρώτη ταινία που έγινε, το τρένο των αδελφών Λυμιέρ, 1878. Μετά να επιλέξει μια ταινία για κάθε χρονιά. Σίγουρα θα υπήρχαν κάποιες χρονιές που η επιλογή θα ήταν δύσκολη. To 1979 βγήκε το Αποκάλυψη-Τώρα, το Άλιεν, το All that jazz, το Κράμερ εναντίον Κράμερ, το Μανχάταν, το Mad Max, το Life of Brian. Πώς να διαλέξεις;
Έστω ότι θα μπορούσε από κάποιες χρονιές να επιλέγει δύο ή τρεις ταινίες. Ακόμα κι έτσι θα συγκέντρωνε 200 ταινίες. Μπορούσε και 300 αν ήθελε. Σ’ έναν χρόνο, βλέποντας μια ταινία την ημέρα θα έβλεπε όλη την εξέλιξη του κινηματογράφου, απ’ τον Σέσιλ Ντε Μιλ και τον Τσάπλιν, ως τον Κουροσάβα, τον Ταραντίνο και τον Σπάικ Τζονζ.
Θα έβλεπε τα πρώτα οπτικά εφέ του Μελιέ, στην ταινία του 1902 Ταξίδι στη Σελήνη, και θα κατέληγε στις ταινίες της Μάρβελ όπου το 90% είναι γυρισμένο σε blue screen.
Θα έβλεπε τους ηθοποιούς του βωβού, με τις γκριμάτσες και τις στερεότυπες κινήσεις, μετά τους θεατρικούς, μετά εκείνους που έβγαλε το Άκτορ Στούντιο.
Θα έβλεπε πώς εξελίχτηκαν οι ζεν πρεμιέ, απ’ τον Ροντόλφο Βαλεντίνο ως τον Τζέιμς Ντιν και μέχρι τον Χοακίν Φίνιξ.
Πώς είχε εξελιχτεί η σκηνοθεσία, το σενάριο, η φωτογραφία, η μουσική, οι τοποθεσίες, ο ίδιος ο κόσμος.
Ο Αντρέι είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα του.
“Θα είναι ένας αξέχαστος χρόνος”, του είπε. “Νομίζω ότι μετά από κάτι τέτοιο θα πέθαινα ευτυχισμένος.”
Ο Σάσα δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του.
“Ωραίο, αλλά υπερβολικά τακτοποιημένο. Εγώ θέλω κάτι πιο χαοτικό. Και νομίζω ότι ξέρω τι θα κάνω.”
Σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει. Τα συνήθιζε κάτι τέτοια κι ο Αντρέι τον ήξερε πολύ καλά για να τον παρεξηγήσει. Άλλωστε το μυαλό του είχε κολλήσει αλλού.
Η ιδέα του, να παρακολουθήσει τον κινηματογράφο από τη γέννηση του ως το παρόν, χωρίς να ξέρει τίποτα για την εξέλιξη, του άρεσε υπερβολικά. Χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη να επιλέγει ταινίες ανά χρονιά.
“1920. Μητρόπολη του Λανγκ, Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αϊζενστάιν, Ο Στρατηγός του Κίτον ή τον Χρυσοθήρα του Τσάπλιν; Σκατά! Μάλλον Μητρόπολη και Ποτέμκιν. Του Τσάπλιν θα έβλεπε της επόμενης χρονιάς, το Χαμίνι.”
Ο Αντρέι δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το βράδυ. Την επόμενη μέρα πήγε στην Lacuna κι είπε πως ήθελε να σβήσει κάθε ανάμνηση σχετική.
“Κι εσείς;” είπε ο υπάλληλος. “Μα τι έχετε πάθει όλοι με τον κινηματογράφο;”
Ο Σάσα αποφάσισε να το οργανώσει αλλιώς, πιο παιχνιδιάρικα. Κατέβασε όλα τα DVD απ’ το πατάρι. Έφτιαξε καφέ κι έκανε ένα πρωτάθλημα ταινιών.
Έβαζε δυο ταινίες αντιμέτωπες, ανεξαρτήτως χρονιάς, τυχαία. Τα Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας και το Άρχοντας των Μυγών. Ποιο κέρδιζε; Ποιο προτιμούσε να δει; Διάλεξε τον Έντουαρντ Νόρτον ως νεοναζί. Το άφησε στην άκρη.
Επόμενος αγώνας: Μπάρφλαϊ εναντίον Καζαμπλάνκα.
Είχε υιοθετήσει ένα μέρος απ’ την πρόταση του Αντρέι. Θα έβλεπε μια ταινία την ημέρα, για έναν χρόνο, 365 ταινίες. Θα σημείωνε σκηνοθέτη, σεναριογράφο, ηθοποιούς, σ’ ένα δικό του μπλοκάκι, όπου θα έγραφε και τα σχόλια του, χωρίς να ψάξει στο διαδίκτυο. Και θα περίμενε την επόμενη μέρα.
Το πρόβλημα ήταν ότι είχε στη συλλογή του πάνω από 2.000 ταινίες. Για να τελειώσει το πρωτάθλημα θα χρειάζονταν πολλοί αγώνες. Επιπλέον υπήρχαν κάποιες ταινίες που έχαναν, γιατί είχαν συναντήσει πολύ ισχυρό αντίπαλο, αλλά τις αγαπούσε. Τις έβαζε σε μια τρίτη στήλη, για τους επαναληπτικούς.
Την πρώτη μέρα του πρωταθλήματος έμειναν 1045 ταινίες (+212 για επαναληπτικούς). Τη δεύτερη μέρα 612 (+53 για επαναληπτικούς). Την τρίτη μέρα είχαν προκριθεί 366 (δεν μπορούσε ν’ αφήσει απέξω τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών του Ρομέρο, παρότι είχε χάσει σε όλες τις αναμετρήσεις).
Είχε ένα μικρό θέμα με τις τριλογίες, όπως τα Χρώματα του Κισλόφσκι που τόσο αγαπούσε ή την σειρά ταινιών του Star Wars. Δεν ήθελε όμως να βλέπει πολλές ίδιες ταινίες στη σειρά.
Κράτησε το πρώτο Star Wars και το Κόκκινο του Κισλόφκσι. Όπως και τον πρώτο Νονό.
Μόνο μια μικρή υποχώρηση έκανε. Δεν άντεχε να σπάσει τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Απ’ αυτό θα έβλεπε τη τριλογία.
Το άλλο θέμα ήταν με ποια σειρά θα τις έβλεπε. Δεν του άρεσε ο ιδεοψυχαναγκαστικός τρόπος του Αντρέι. Αυτός ήθελε να ξαφνιαστεί, γιατί θα έβλεπε τη μια μέρα τον Κλέφτη Ποδηλάτων του Ντε Σίκα και την επομένη το Train to Busan του Sang-ho Yeon.
Το Χάος είναι καλός οδηγός. Γύρισε τις ταινίες ανάποδα, να μη βλέπει τίτλους. Τις ανακάτεψε όπως τις τράπουλες ο Πολ Νιούμαν στο Κεντρί. Τις έβαλε σε στήλες δίπλα στο DVDplayer. Κάθε μέρα θα έβλεπε αυτή που θα ήταν πάνω, χωρίς να φαίνεται ο τίτλος της επόμενης.
Έτσι ήταν έτοιμος. Σχεδόν έτοιμος. Χρειαζόταν κάτι ακόμα.
Πήγε κι αγόρασε μια τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας, μεγάλη σαν οθόνη σινεμά, με όλα τα ηχεία, μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, κι η πολυθρόνα στη μέση.
Έπρεπε να κάνει έλεγχο στο σύστημα, παρακολουθώντας μια ταινία, μια τελευταία ταινία. Τι να έβλεπε; Δεν ήθελε να πάρει απ’ τις 366. Τις υπόλοιπες τις είχε ανεβάσει στο πατάρι. Αποφάσισε να πεταχτεί στο SixSpot, και ν’ αποφασίσει ο Αντρέι. Δεν ήταν εκεί.
“Είναι άρρωστος”, του είπε ο Νικολάι, ο υπάλληλος.
“Τι έχει;”
Ο Νικολάι στράβωσε τα μούτρα του.
“Δεν μπορώ να σας πω.”
“Είναι ο καλύτερος μου φίλος!”
“Δεν ξέρω να σας πω. Έχει εξαφανιστεί.”
“Θα πάω σπίτι του να τον βρω”, είπε ο Σάσα και βγήκε έξω φουριόζος.
Αφού περπάτησε λιγάκι κατάλαβε ότι δεν ήξερε πού έμενε ο “καλύτερός του φίλος”. Δεν είχε πάει ποτέ στο σπίτι του.
Άλλαξε κατεύθυνση έπρεπε να δοκιμάσει το σύστημα. Αποφάσισε να πάρει μια τυχαία, κάτι που θα έβρισκε στο περίπτερο. Το μόνο που βρήκε ήταν τσόντες.
Έκανε έλεγχο στο home cinema με το Καυτές Ρωσίδες. Όλη η γειτονιά άκουσε τους προσποιητούς οργασμούς.
Το χάος τον είχε δικαιώσει. Η τελευταία ταινία που έβλεπε έχοντας επίγνωση ήταν η χειρότερη που μπορούσε να δει. Αλλά δεν έχασε την ευκαιρία ν’ αυνανιστεί.
Το επόμενο απόγευμα βρέθηκε στη Lacuna Inc.
“Θα πονέσει;” ρώτησε καθώς του έβαζαν τα ηλεκτρόδια.
“Κάποιοι παραπονιούνται για φαγούρα. Υπογράψτε αυτό, παρακαλώ.”
Του έδωσε το τάμπλετ.
“Τι υπογράφω;”
“Τα γνωστά. Αποδέχομαι τους όρους χρήσης κλπ.”
“Απορώ γιατί τα βάζουν, αφού κανείς δεν τα διαβάζει”, είπε ο Σάσα.
“Πράγματι. Κοιτάξτε εδώ, τον φακό μου.”
Αυτό που είχε υπογράψει ήταν η αποποίηση κάθε ευθύνης για την Lacuna Inc. Σπάνια συνέβαιναν ατυχήματα. Και μόνο ένα δυστύχημα. Ένας νεκρός στις εκατό χιλιάδες διαγραφές. Πιο πολλοί σκοτώνονται στο μπάνιο.
Το έγγραφο αποδοχής ήταν κυρίως νομική κάλυψη για την περίπτωση που ο πελάτης δεν έμενε ικανοποιημένος. Επιστροφή χρημάτων δεν γινόταν. Αν κάτι πήγαινε στραβά έφταιγε ο πελάτης, η τύχη, ο Θεός. Ποτέ η εταιρεία.
Του διάβασε μερικές λέξεις, άσχετες μεταξύ τους: Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία. Αυτές θα ήταν οι λέξεις κλειδί. Μόλις τις άκουγε θα έπεφτε σε νάρκωση. Μόλις τις ξανάκουγε θα ξυπνούσε.
“Είστε έτοιμος;”
“Ναι.”
“Θέλετε να ρωτήσετε κάτι τελευταίο πριν ξεκινήσουμε;”
“Ναι. Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;”, του είπε ο Σάσα.
“Νομίζω ότι μπορείτε να μαντέψετε.”
“Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού;”
“Ακριβώς. Είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία, ξέρετε. Εγώ ήμουν ένας απ’ τους δύο τεχνικούς διαγραφής.”
“Αυτός που έπινε μπύρες;”
“Υπερβολές του σινεμά. Λοιπόν, είστε έτοιμος;”
“Έτοιμος για όλα.”
“Ωραία. Ακούστε. Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία.”
Στο τελευταίο φωνήεν ο Σάσα λιποθύμησε.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«Η ευτυχία δεν είναι τίποτα άλλο από καλή υγεία και κακή μνήμη.»
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
“Τα ξέρω όλα.”
“Υπερβάλλετε, κανείς δεν τα ξέρει όλα.”
“Έγώ τα ξέρω. Ξέρω όλα όσα μ’ ενδιαφέρουν.”
“Και θέλετε…”
“Να τα ξεχάσω.”
Ο Αλέξανδρος, Σάσα για τους φίλους, το πήρε απόφαση μια Παρασκευή απόγευμα. Και πήγε στη Lacuna Inc, την πιο αξιόπιστη εταιρεία στη διαγραφή αναμνήσεων.
Μπορούσες να διαγράψεις την πρώην σου ή τον νεκρό σκύλο σου, για να μη βασανίζεσαι. Ή να διαγράψεις κάτι που είχες κάνει ή πει, για να μη ντρέπεσαι. Μπορούσες να διαγράψεις ένα διάστημα της ζωής σου ή ένα γεγονός, δυο χρόνια στη φυλακή ή έναν βιασμό, για να μην πονάς.
Όμως ο Σάσα είχε άλλο πρόβλημα. Τα ήξερε όλα.
~~
“Απόλυτη διαγραφή μνήμης δεν επιτρέπεται”, του είπε ο υπάλληλος.
“Δεν εννοώ όλα όλα. Εννοώ όλ’ αυτά που μ’ ενδιαφέρουν.”
“Δηλαδή;”
“Σινεμά. Λογοτεχνία. Μουσική.”
Ο Σάσα είχε ζήσει μια περιορισμένη ζωή. Μεγάλωσε στην Κυψέλη. Όταν ενηλικιώθηκε και βρήκε δουλειά μετακόμισε δυο τετράγωνα απ’ το πατρικό του. Κι έμενε εκεί τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ήταν λογιστής σε ασφαλιστική, λίγο πιο βαρετή δουλειά από εκείνη του Κάφκα. Παντρεύτηκε μια κοπέλα απ’ το τμήμα προσωπικού. Έκαναν κι ένα παιδί. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε η Τατιάνα τον εγκατέλειψε -πήρε μαζί και το παιδί.
“Ζούμε πολύ βαρετά”, του ‘χε πει την τελευταία φορά που μιλήσανε.
“Τι θες;”
“Θέλω να βγούμε έξω, να ταξιδέψουμε, να γνωρίσουμε ανθρώπους, τόπους, να…”
Και συνέχισε να του λέει. Τον έπιασε ίλιγγος. Εκείνος δεν ήταν περιπετειώδης τύπος ούτε ιδιαίτερα κοινωνικός. Όσο για ταξίδια, του αρκούσε να πηγαίνει στα Καμμένα Βούρλα τον Αύγουστο. Κάθε Αύγουστο.
“Δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε”, του είχε πει η Τατιάνα.
“Εμένα έτσι μ’ αρέσει.”
Τον παράτησε, παραιτήθηκε κι απ’ τη δουλειά της. Έγινε κτηματομεσίτρια, παντρεύτηκε έναν πλαστικό χειρουργό νεώτερο από κείνη. Τον επόμενο Αύγουστο έστειλε στον Σάσα καρτ ποστάλ κανονική, από εκείνες με το γραμματόσημο. Ήταν από τις Μαλδίβες. Πίσω έγραφε: “Εμένα έτσι μ’ αρέσει.”
~~
“Δεν καταλαβαίνω”, του είπε ο υπάλληλος της Lacuna. “Θέλετε να διαγράψουμε όσα σας αρέσουν;”
“Ναι, γιατί δεν μ’ εξιτάρουν πια.”
Από παιδί ακόμα, αλλά ιδιαίτερα όταν ενηλικιώθηκε ο Σάσα περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του κάνοντας αυτό ακριβώς που του άρεσε: Έβλεπε ταινίες στο σπίτι, άκουγε μουσική (στο σπίτι), διάβαζε (παντού).
Στην αρχή επέλεγε τυχαία. Μετά είχε βρει την αλυσιδωτή αντίδραση. Κάθε ταινία, τραγούδι, βιβλίο, τον οδηγούσε σε άλλα δυο ή τρία, κι εκείνα σε τέσσερα ή εννιά, κι ούτω καθεξής.
Αργότερα, όταν τον εγκατάλειψε κι η Τατιάνα, το έκανε πιο συστηματικά. Έπιανε έναν σκηνοθέτη-συγγραφέα-μουσικό και έβλεπε όλες τις ταινίες που είχε κάνει, διάβαζε όλα τα βιβλία, άκουγε όλους τους δίσκους.
Του πήρε δέκα χρόνια συστηματικής έρευνας για να τ’ ακούσει-δει-διαβάσει όλα.
~~
“Κατανοητό, αλλά διαρκώς βγαίνουν νέες ταινίες.”
“Το ξέρω και δεν είμαι από εκείνους τους γκρινιάρηδες γέρους που πιστεύουν ότι το γρασίδι ήταν πιο πράσινο στις μέρες τους.”
Ήταν θέμα στατιστικής. Κάθε χρόνο εκδίδονται ένα εκατομμύριο βιβλία. Απ’ αυτά τα χίλια είναι εξαιρετικά. Αλλά μόνο ένα, άντε δύο, είναι ορόσημα. Τα τελευταία εκατό χρόνια είχαν κυκλοφορήσει εκατό βιβλία ορόσημα. Ο Σάσα τα είχε διαβάσει. Τον επόμενο χρόνο θα κυκλοφορούσε μόνο ένα. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν ήξερε ποιο θα ήταν. Ο χρόνος είναι ο μόνος αξιόπιστος κριτικός.
~~
“Αρχίζω να καταλαβαίνω τι θέλετε να ζήσετε.”
“Αγαπητέ μου”, έκανε ο Σάσα, “θέλω να δω τον Μάρλον Μπράντο, στο Λεωφορείο του Καζάν, για πρώτη φορά.”
Ήθελε ν’ ακούσει για πρώτη φορά τη φωνή της Μπίλι Χόλιντεϊ. Να δει τον Νευρικό Εραστή και να γελάσει με το εφεύρημα του Γούντι Άλεν, όπου οι πρωταγωνιστές άλλα λένε κι άλλα σκέφτονται στους υπότιτλους.
Ήθελε να διαβάσει για πρώτη φορά τον Ζορμπά του Καζαντζάκη και να δει για πρώτη φορά Ταρκόφσκι. Ν’ ακούσει Μότσαρτ και Στραβίνσκι, ν’ ακούσει την Ενάτη του Μπετόβεν σαν να ζούσε στον 19ο αιώνα.
Να δει τους Συνήθεις Ύποπτους του Σίνγκερ χωρίς να ξέρει την ανατροπή. Να διαβάσει για πρώτη φορά την Ιθάκη του Καβάφη. Ν’ ακούσει την κιθάρα του Χέντριξ στο Γούντστοκ. Να δει το Ιπτάμενο Τσίρκο των Μόντι Πάιθονς. Να τα δει, να τα ακούσει, να τα διαβάσει όλα για πρώτη φορά.
~~~
“Και πιστεύετε ότι θα σας αρέσουν;” του είπε ο υπάλληλος.
Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική ερώτηση. Θα μπορούσε να δει το βαθύ Stalker του Ταρκόφσκι; Πώς θα του ακουγόταν η άτεχνη μουσική των Sex Pistols;
“Αυτό είναι όλο το θέμα”, του είπε ο Σάσα. “Θέλω κάτι να με ξαφνιάσει. Ακόμα και αρνητικά. Έστω κι αν νιώσω απέχθεια, αρκεί να νιώσω κάτι. Τώρα δεν νιώθω τίποτα, όλα είναι επίπεδα και βαρετά. Τα ξέρω όλα.”
Ο υπάλληλος το σκέφτηκε λιγάκι. Ήταν πολύ σημαντικό για τη Lacuna να μην έχουν δυσαρεστημένους πελάτες. Η αφαίρεση αναμνήσεων ήταν σαν πλαστική εγχείριση. Μπορεί να μην σου άρεσε το αποτέλεσμα.
Έπρεπε να βρίσκει τρόπους για να κρατάει τους πελάτες ευχαριστημένους και να τους παίρνει τα λεφτά τους. Keep the customer satisfied.
“Ακούστε”, του είπε, “σκέφτηκα κάτι.”
Του πρότεινε το εξής: Θα ξεκινούσαν με τη διαγραφή των κινηματογραφικών αναμνήσεων. Αυτή ήταν η πιο απλή επέμβαση, γιατί οι μουσικές αναμνήσεις αποθηκεύονται σε πολλά κέντρα, ενώ οι λογοτεχνικές συχνά ανακατεύονται με τις πραγματικές αναμνήσεις.
Θα έσβηναν πρώτα τις ταινίες. Μετά, αν ο Σάσα ήταν εντάξει, θα συνέχιζαν και με τη μουσική.
Του άρεσε η ιδέα, έβγαινε και πιο οικονομικά. Έκλεισαν ραντεβού για την επόμενη Παρασκευή. Για να πετύχει η επέμβαση ο Σάσα θα έπρεπε να ξεφορτωθεί απ’ το σπίτι του οτιδήποτε σχετικό με τις ταινίες που είχε δει.
Και είχε δει πολλές.
~~~{}~~~
Στους τοίχους είχε αφίσες. Το Κόκκινο απ’ την τριλογία του Κισλόφσκι, τον Ντελάρτζ απ’ το Κουρδιστό Πορτοκάλι, τον Μπάστερ Κίτον πίσω απ’ τα κάγκελα, το πρόσωπο του Μάνου Κατράκη απ’ τα Κύθηρα του Αγγελόπουλου.
Τις μάζεψε όλες και τις ανέβασε στο πατάρι. Είχε μερικές χιλιάδες DVD. Κι αυτά πήγαν στο πατάρι. Έπειτα διάφορα αναμνηστικά. Εισιτήρια πρώτης προβολής, η κορνίζα με το αυτόγραφο του Αλ Πατσίνο (For Sasha with love). Τα ρούχα που είχε φορέσει για τη μεταμεσονύχτια του Ρόκι Χόρορ Σόου.
Τα έβαλε όλα εκεί πάνω και πήγε να βρει τον Αντρέι. Είχε ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα να λύσει.
~~
Ο Αντρέι ήταν ο παλιότερος του φίλος, ίσως κι ο μοναδικός. Ήταν ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με DVD, από τότε που υπήρχαν βιντεοκασέτες. Είχε σίγουρα την πιο ολοκληρωμένη συλλογή, που πλέον αράχνιαζε στα ράφια. Ελάχιστοι γραφικοί τύποι, σαν τον Σάσα, νοίκιαζαν πλέον ταινίες. Όλοι τις κατέβαζαν.
Το SixSpot, το μαγαζί του Αντρέι, λειτουργούσε πλέον ως ίντερνετ καφέ, video-party και κατάστημα με είδη δώρων.
Ο Σάσα βρήκε τον φίλο του να προσπαθεί να τιθασεύει κάτι παιδιά που έκαναν GTA πάρτι γενεθλίων. Τα άσπρα μαλλιά του Αντρέι, άσπρα φρύδια και γένια, ξεχώριζαν ανάμεσα στα κοντοκουρεμένα των παιδιών. Δεν ήταν γέρος, όχι τόσο γέρος, ήταν αλμπίνος.
“Αυτό ήταν, παραιτούμαι”, είπε σαν είδε τον Σάσα.
“Δεν μπορείς να παραιτηθείς απ’ την επιχείρηση σου.”
“Επιχείρηση το λες αυτό; Παιδότοπος έχουμε γίνει.”
Έβαλε δυο κούπες καφέ κι έκατσαν έξω να καπνίσουνε. Ο Σάσα του είπε τι θα έκανε την Παρασκευή.
“Αυτό είναι τραγωδία, είναι γενοκτονία”, του είπε ο Αντρέι. “Η μνήμη σου είναι θησαυρός, δεν μπορείς να την αφανίσεις.”
“Δεν με εξυπηρετεί πλέον. Οπότε είναι άχρηστη.”
“Πώς μπορείς να το λες αυτό;”
Ο Αντρέι προσπάθησε για λίγο να τον μεταπείσει, αλλά κατάλαβε ότι ο φίλος του ήταν αποφασισμένος.
“Και τι θες από μένα;”
~~
Όταν ανέβασε όλες τις ταινίες του στο πατάρι ο Σάσα κατάλαβε ότι εφόσον θα ξεχνούσε τα πάντα για το σινεμά δεν θα ήξερε τι να δει. Πώς θα το έκανε; Αν ξεκινούσε να βλέπει στην τύχη θα πετύχαινε και κάποιες δεύτερες. Θα ήταν κρίμα να δει την Αλίκη του Τιμ Μπάρτον, αντί για τον Ψαλιδοχέρη. Για να μπορέσει να δει τις σωστές ταινίες θα έπρεπε να έχει γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου. Κι αυτή θα χανόταν στη διαγραφή.
“Όπως το σκέφτομαι”, του είπε ο Αντρέι, “υπάρχουν τρεις τρόποι να το κάνεις. Πρώτος. Να ξεκινήσεις βλέποντας ταινίες κινουμένων σχεδίων.”
“Να το πάω εξελικτικά; Μετά εφηβικά, μετά τρόμου, μετά Γκοντάρ; Δεν μ’ αρέσει.”
“Συμφωνώ. Άλλος τρόπος. Να ξεκινήσεις απ’ την κορυφή. Οι εκατό καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.”
“Ποιος θα το αποφασίσει;”
“Μπορείς να δεις το imdb.”
“Εκεί έχουν πρώτο το Τελευταία Έξοδος, Ρίτα Χέιγουορθ”, είπε ο Σάσα, “τι χάλια τίτλος.”
“Ναι, πράγματι. Αλλά αν βασιστείς στους κριτικούς θα χάσεις καλτ, όπως το Ζουν Ανάμεσα Μας, του Κάρπεντερ.”
“Μήπως να βλέπω αυτές που κέρδισαν Όσκαρ καλύτερης ταινίας;”
Γελάσανε ταυτόχρονα. Ήταν ένα αστείο που μόνο οι σινεφίλ θα καταλάβαιναν.
“Το βρήκα”, του είπε μετά ο Αντρέι. “Δεν θα το πας εξελικτικά σύμφωνα με την ηλικία.”
“Αλλά;”
Τα μάτια του Αντρέι γυάλισαν πριν μιλήσει.
“Σύμφωνα με την εξέλιξη του κινηματογράφου.”
~~
Η ιδέα του ήταν πολύ απλή. Να ξεκινήσει απ’ την πρώτη ταινία που έγινε, το τρένο των αδελφών Λυμιέρ, 1878. Μετά να επιλέξει μια ταινία για κάθε χρονιά. Σίγουρα θα υπήρχαν κάποιες χρονιές που η επιλογή θα ήταν δύσκολη. To 1979 βγήκε το Αποκάλυψη-Τώρα, το Άλιεν, το All that jazz, το Κράμερ εναντίον Κράμερ, το Μανχάταν, το Mad Max, το Life of Brian. Πώς να διαλέξεις;
Έστω ότι θα μπορούσε από κάποιες χρονιές να επιλέγει δύο ή τρεις ταινίες. Ακόμα κι έτσι θα συγκέντρωνε 200 ταινίες. Μπορούσε και 300 αν ήθελε. Σ’ έναν χρόνο, βλέποντας μια ταινία την ημέρα θα έβλεπε όλη την εξέλιξη του κινηματογράφου, απ’ τον Σέσιλ Ντε Μιλ και τον Τσάπλιν, ως τον Κουροσάβα, τον Ταραντίνο και τον Σπάικ Τζονζ.
Θα έβλεπε τα πρώτα οπτικά εφέ του Μελιέ, στην ταινία του 1902 Ταξίδι στη Σελήνη, και θα κατέληγε στις ταινίες της Μάρβελ όπου το 90% είναι γυρισμένο σε blue screen.
Θα έβλεπε τους ηθοποιούς του βωβού, με τις γκριμάτσες και τις στερεότυπες κινήσεις, μετά τους θεατρικούς, μετά εκείνους που έβγαλε το Άκτορ Στούντιο.
Θα έβλεπε πώς εξελίχτηκαν οι ζεν πρεμιέ, απ’ τον Ροντόλφο Βαλεντίνο ως τον Τζέιμς Ντιν και μέχρι τον Χοακίν Φίνιξ.
Πώς είχε εξελιχτεί η σκηνοθεσία, το σενάριο, η φωτογραφία, η μουσική, οι τοποθεσίες, ο ίδιος ο κόσμος.
Ο Αντρέι είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα του.
“Θα είναι ένας αξέχαστος χρόνος”, του είπε. “Νομίζω ότι μετά από κάτι τέτοιο θα πέθαινα ευτυχισμένος.”
Ο Σάσα δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του.
“Ωραίο, αλλά υπερβολικά τακτοποιημένο. Εγώ θέλω κάτι πιο χαοτικό. Και νομίζω ότι ξέρω τι θα κάνω.”
~~
Σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει. Τα συνήθιζε κάτι τέτοια κι ο Αντρέι τον ήξερε πολύ καλά για να τον παρεξηγήσει. Άλλωστε το μυαλό του είχε κολλήσει αλλού.
Η ιδέα του, να παρακολουθήσει τον κινηματογράφο από τη γέννηση του ως το παρόν, χωρίς να ξέρει τίποτα για την εξέλιξη, του άρεσε υπερβολικά. Χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη να επιλέγει ταινίες ανά χρονιά.
“1920. Μητρόπολη του Λανγκ, Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αϊζενστάιν, Ο Στρατηγός του Κίτον ή τον Χρυσοθήρα του Τσάπλιν; Σκατά! Μάλλον Μητρόπολη και Ποτέμκιν. Του Τσάπλιν θα έβλεπε της επόμενης χρονιάς, το Χαμίνι.”
Ο Αντρέι δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το βράδυ. Την επόμενη μέρα πήγε στην Lacuna κι είπε πως ήθελε να σβήσει κάθε ανάμνηση σχετική.
“Κι εσείς;” είπε ο υπάλληλος. “Μα τι έχετε πάθει όλοι με τον κινηματογράφο;”
~~{}~~
Ο Σάσα αποφάσισε να το οργανώσει αλλιώς, πιο παιχνιδιάρικα. Κατέβασε όλα τα DVD απ’ το πατάρι. Έφτιαξε καφέ κι έκανε ένα πρωτάθλημα ταινιών.
Έβαζε δυο ταινίες αντιμέτωπες, ανεξαρτήτως χρονιάς, τυχαία. Τα Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας και το Άρχοντας των Μυγών. Ποιο κέρδιζε; Ποιο προτιμούσε να δει; Διάλεξε τον Έντουαρντ Νόρτον ως νεοναζί. Το άφησε στην άκρη.
Επόμενος αγώνας: Μπάρφλαϊ εναντίον Καζαμπλάνκα.
Είχε υιοθετήσει ένα μέρος απ’ την πρόταση του Αντρέι. Θα έβλεπε μια ταινία την ημέρα, για έναν χρόνο, 365 ταινίες. Θα σημείωνε σκηνοθέτη, σεναριογράφο, ηθοποιούς, σ’ ένα δικό του μπλοκάκι, όπου θα έγραφε και τα σχόλια του, χωρίς να ψάξει στο διαδίκτυο. Και θα περίμενε την επόμενη μέρα.
Το πρόβλημα ήταν ότι είχε στη συλλογή του πάνω από 2.000 ταινίες. Για να τελειώσει το πρωτάθλημα θα χρειάζονταν πολλοί αγώνες. Επιπλέον υπήρχαν κάποιες ταινίες που έχαναν, γιατί είχαν συναντήσει πολύ ισχυρό αντίπαλο, αλλά τις αγαπούσε. Τις έβαζε σε μια τρίτη στήλη, για τους επαναληπτικούς.
Την πρώτη μέρα του πρωταθλήματος έμειναν 1045 ταινίες (+212 για επαναληπτικούς). Τη δεύτερη μέρα 612 (+53 για επαναληπτικούς). Την τρίτη μέρα είχαν προκριθεί 366 (δεν μπορούσε ν’ αφήσει απέξω τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών του Ρομέρο, παρότι είχε χάσει σε όλες τις αναμετρήσεις).
Είχε ένα μικρό θέμα με τις τριλογίες, όπως τα Χρώματα του Κισλόφσκι που τόσο αγαπούσε ή την σειρά ταινιών του Star Wars. Δεν ήθελε όμως να βλέπει πολλές ίδιες ταινίες στη σειρά.
Κράτησε το πρώτο Star Wars και το Κόκκινο του Κισλόφκσι. Όπως και τον πρώτο Νονό.
Μόνο μια μικρή υποχώρηση έκανε. Δεν άντεχε να σπάσει τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Απ’ αυτό θα έβλεπε τη τριλογία.
~~
Το άλλο θέμα ήταν με ποια σειρά θα τις έβλεπε. Δεν του άρεσε ο ιδεοψυχαναγκαστικός τρόπος του Αντρέι. Αυτός ήθελε να ξαφνιαστεί, γιατί θα έβλεπε τη μια μέρα τον Κλέφτη Ποδηλάτων του Ντε Σίκα και την επομένη το Train to Busan του Sang-ho Yeon.
Το Χάος είναι καλός οδηγός. Γύρισε τις ταινίες ανάποδα, να μη βλέπει τίτλους. Τις ανακάτεψε όπως τις τράπουλες ο Πολ Νιούμαν στο Κεντρί. Τις έβαλε σε στήλες δίπλα στο DVDplayer. Κάθε μέρα θα έβλεπε αυτή που θα ήταν πάνω, χωρίς να φαίνεται ο τίτλος της επόμενης.
Έτσι ήταν έτοιμος. Σχεδόν έτοιμος. Χρειαζόταν κάτι ακόμα.
~~
Πήγε κι αγόρασε μια τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας, μεγάλη σαν οθόνη σινεμά, με όλα τα ηχεία, μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, κι η πολυθρόνα στη μέση.
Έπρεπε να κάνει έλεγχο στο σύστημα, παρακολουθώντας μια ταινία, μια τελευταία ταινία. Τι να έβλεπε; Δεν ήθελε να πάρει απ’ τις 366. Τις υπόλοιπες τις είχε ανεβάσει στο πατάρι. Αποφάσισε να πεταχτεί στο SixSpot, και ν’ αποφασίσει ο Αντρέι. Δεν ήταν εκεί.
“Είναι άρρωστος”, του είπε ο Νικολάι, ο υπάλληλος.
“Τι έχει;”
Ο Νικολάι στράβωσε τα μούτρα του.
“Δεν μπορώ να σας πω.”
“Είναι ο καλύτερος μου φίλος!”
“Δεν ξέρω να σας πω. Έχει εξαφανιστεί.”
“Θα πάω σπίτι του να τον βρω”, είπε ο Σάσα και βγήκε έξω φουριόζος.
Αφού περπάτησε λιγάκι κατάλαβε ότι δεν ήξερε πού έμενε ο “καλύτερός του φίλος”. Δεν είχε πάει ποτέ στο σπίτι του.
Άλλαξε κατεύθυνση έπρεπε να δοκιμάσει το σύστημα. Αποφάσισε να πάρει μια τυχαία, κάτι που θα έβρισκε στο περίπτερο. Το μόνο που βρήκε ήταν τσόντες.
Έκανε έλεγχο στο home cinema με το Καυτές Ρωσίδες. Όλη η γειτονιά άκουσε τους προσποιητούς οργασμούς.
Το χάος τον είχε δικαιώσει. Η τελευταία ταινία που έβλεπε έχοντας επίγνωση ήταν η χειρότερη που μπορούσε να δει. Αλλά δεν έχασε την ευκαιρία ν’ αυνανιστεί.
~~
Το επόμενο απόγευμα βρέθηκε στη Lacuna Inc.
“Θα πονέσει;” ρώτησε καθώς του έβαζαν τα ηλεκτρόδια.
“Κάποιοι παραπονιούνται για φαγούρα. Υπογράψτε αυτό, παρακαλώ.”
Του έδωσε το τάμπλετ.
“Τι υπογράφω;”
“Τα γνωστά. Αποδέχομαι τους όρους χρήσης κλπ.”
“Απορώ γιατί τα βάζουν, αφού κανείς δεν τα διαβάζει”, είπε ο Σάσα.
“Πράγματι. Κοιτάξτε εδώ, τον φακό μου.”
Αυτό που είχε υπογράψει ήταν η αποποίηση κάθε ευθύνης για την Lacuna Inc. Σπάνια συνέβαιναν ατυχήματα. Και μόνο ένα δυστύχημα. Ένας νεκρός στις εκατό χιλιάδες διαγραφές. Πιο πολλοί σκοτώνονται στο μπάνιο.
Το έγγραφο αποδοχής ήταν κυρίως νομική κάλυψη για την περίπτωση που ο πελάτης δεν έμενε ικανοποιημένος. Επιστροφή χρημάτων δεν γινόταν. Αν κάτι πήγαινε στραβά έφταιγε ο πελάτης, η τύχη, ο Θεός. Ποτέ η εταιρεία.
Του διάβασε μερικές λέξεις, άσχετες μεταξύ τους: Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία. Αυτές θα ήταν οι λέξεις κλειδί. Μόλις τις άκουγε θα έπεφτε σε νάρκωση. Μόλις τις ξανάκουγε θα ξυπνούσε.
“Είστε έτοιμος;”
“Ναι.”
“Θέλετε να ρωτήσετε κάτι τελευταίο πριν ξεκινήσουμε;”
“Ναι. Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;”, του είπε ο Σάσα.
“Νομίζω ότι μπορείτε να μαντέψετε.”
“Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού;”
“Ακριβώς. Είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία, ξέρετε. Εγώ ήμουν ένας απ’ τους δύο τεχνικούς διαγραφής.”
“Αυτός που έπινε μπύρες;”
“Υπερβολές του σινεμά. Λοιπόν, είστε έτοιμος;”
“Έτοιμος για όλα.”
“Ωραία. Ακούστε. Άλογο πατισερί νάνος μπαμπού ευδαιμονία.”
Στο τελευταίο φωνήεν ο Σάσα λιποθύμησε.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη