Γελωτοποιός
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
«Το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου.»
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
«Ο κινηματογράφος είναι η πιο σημαντική απ’ όλες τις τέχνες για εμάς.»
Λένιν
«Είναι φανερό ότι η τέχνη δεν μπορεί να διδάξει τίποτα, εφόσον επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα δεν έμαθε απολύτως τίποτα.»
Αντρέι Ταρκόφσκι
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, χωρίς να μεσολαβήσει τίποτα, είδε ότι το φως στο παράθυρο είχε αλλάξει.
“Είστε καλά”, τον ρώτησε ο υπάλληλος.
“Νιώθω μια χαρά. Πόση ώρα πέρασε;”
“Πέντε ώρες. Μερικές ερωτήσεις ασφάλειας.”
Τον ρώτησε πώς τον λένε, πώς έλεγαν το πρώτο του κατοικίδιο, τι μάρκα ήταν το πρώτο αυτοκίνητο, που γνώρισε την πρώην σύζυγο, ποιο είναι το φαγητό που απεχθάνεται, ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα.
Σε όλα απάντησε το ίδιο με πριν, εκτός απ’ το χρώμα. Πριν είχε πει το κόκκινο, μετά είπε το γκρι. Το σημείωσε.
“Κύριε Σάσα, πριν ξεκινήσει η διαδικασία με είχατε ρωτήσει κάτι. Θυμάστε τι ήταν;”
“Ναι, ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία.”
“Και τι απάντησα;”
“Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι; Όχι αυτό είναι βιβλίο του Κούντερα. Η σημασία του να είσαι σοβαρός; Όχι αυτό είναι θεατρικό του Ουάιλντ. Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.”
“Beatles.”
“Δεν θυμάμαι.”
” Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ηθοποιός;”
“Διαμαντόπουλος.”
“Πότε τον είδατε τελευταία φορά;”
“Έπαιζε το Περιμένοντας το Γκοντό. Στο θέατρο Κολοσσαίο.”
“Τον θυμάστε σε κάποια ταινία;”
“Όχι.”
“Ακούστε αυτή τη μουσική.”
Μετά από λίγο ο Σάσα είπε: “Ένιο Μορικόνε.”
“Από ποια ταινία είναι;”
“Είναι από ταινία;”
“Το όνομα Ντε Νίρο σας λέει κάτι;”
“Νομίζω ότι είναι ροκ συγκρότημα.”
“Ποιος είναι αυτός;”
Του έδειξε μια μινιμάλ σκιαγραφία του Σαρλώ. Ένα ορθογώνιο μουστάκι και το καπελάκι.
“Ο Χίτλερ με καπέλο;”
“Ποια νομίζετε ότι είναι η πιο σέξι γυναίκα;”
Απ’ το μυαλό του Σάσα πέρασε μια σκιά: Καυτές Ρωσίδες. Αλλά γρήγορα έσβησε.
“Δύσκολο να πω. Κάποιο μοντέλο. Η Ναόμι Κάμπελ;”
“Η φράση Horror… Horror… Από πού προέρχεται;”
“Εύκολο. Η Καρδιά του Σκότους, του Κόνραντ. Αγαπημένο μου βιβλίο.”
Είχε ξεχάσει και τον Μπράντο στο Αποκάλυψη, Τώρα.
“Τι χρώμα μαλλιά είχε ο Μεγάλος Γκάτσμπι;”
Εκεί ο Σάσα κόλλησε για λίγο.
“Το αναφέρει αυτό ο Φιτζέραλντ;”
“Σας λέει κάτι η φράση: Where’s the money, Lebowski;”
“Τίποτα.”
“Εντάξει, τελειώσαμε.”
Του έδωσε μια συσκευή επείγουσας κλήσης. Είχε μόνο ένα πλήκτρο. Αν αισθανόταν ότι κάτι πήγαινε λάθος θα αρκούσε να το πατήσει κι ο ψυχολογικός εκτιμητής της Lacuna θα πήγαινε να τον βοηθήσει.
“Αλλάζει και λάστιχο;”
“Γι’ αυτό καλύτερα να καλέσετε την οδική βοήθεια.”
Ούτως ή άλλως δεν πήρε το αυτοκίνητο. Δεν αισθανόταν άνετα για να οδηγήσει. Προτίμησε να περπατήσει. Ένιωθε κάπως άδειος, κάπως παραβιασμένος. Σαν να είχε μπει κάποιος μέσα στο σπίτι του, και να τα είχε κάνει όλα άνω κάτω.
Υπήρχε μια έλλειψη στον κόσμο, στην πραγματικότητα, στους ανθρώπους που προσπερνούσε, στους ήχους που άκουγε, στα φώτα. Όλα είχαν γίνει πιο αληθινά, πιο άσχημα, ένιωθε ότι είχε χαθεί ένα κομμάτι ποίησης κι ομορφιάς.
Ο Σάσα είχε ασχοληθεί με όλες τις τέχνες, εκτός απ’ τον χορό, γιατί είχε δύο αριστερά πόδια. Ήξερε κι από φωτογραφία. Ποτέ δεν τραβούσε ο ίδιος, αλλά είχε μελετήσει τους μεγάλους φωτογράφους.
Καθώς γυρνούσε σπίτι μετά την διαγραφή του σινεμά έβλεπε διαρκώς “θέματα”, κατάλληλες εικόνες για φωτογράφηση. Αλλά ήταν ακίνητες φωτογραφίες.
Ήξερε κι από ζωγραφική. Παρατηρούσε τις αποχρώσεις του πράσινου στα φυλλώματα των δέντρων, το γαλάζιο του ουρανού και σκεφτόταν, μπλε του κοβαλτίου, πράσινο του βιριδίου.
Βεβαίως και ήξερε από μουσική, όπως και λογοτεχνία. Καθετί που άκουγε του θύμιζε τραγούδι ή μυθιστόρημα.
Αλλά πάλι, ενώ ήξερε τόσα για τις τέχνες, πάλι κάτι έλειπε απ’ τον κόσμο, μάλλον απ’ τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο.
Η διαγραφή ήταν στοχευμένη. Θυμόταν τι ήταν ο κινηματογράφος, μπορούσε να το ορίσει και επιστημονικά: Μια διαδοχή φωτογραφιών, -είκοσι τέσσερις το δευτερόλεπτο- που ο εγκέφαλος την αντιλαμβάνεται ως συνεχές.
Τι αστεία παραίσθηση! Βλέπεις ακίνητες εικόνες στη σειρά και νομίζεις ότι υπάρχει κίνηση. Όπως στο σχολείο, που ζωγράφιζε στο κάτω μέρος του βιβλίου ένα ανθρωπάκι να τρέχει. Όταν γυρνούσες τις σελίδες γρήγορα έμοιαζε να κινείται. Αυτό ήταν ο κινηματογράφος;
Συνέχισε να περπατάει και να σκέφτεται. Το θέατρο ήταν ακόμα στο κεφάλι του. Αλλά μόνο όσες παραστάσεις είχε παρακολουθήσει ζωντανά -ή είχε ακούσει στο ραδιόφωνο. Θυμόταν τις Τρωάδες του Ευριπίδη, γιατί το είχε δει στην Επίδαυρο. Δεν είχε καμιά ανάμνηση από την Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, στην ταινία του Κακογιάννη.
Θυμόταν τη Λάμψη του Στήβεν Κινγκ, ένα απ’ τα τρομαχτικότερα βιβλία που είχε διαβάσει, αλλά δεν του έλεγε τίποτα το όνομα Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Έφτασε σπίτι κουβαλώντας αυτό το απροσδιόριστο κενό. Τι είχε χάσει διαγράφοντας τον κινηματογράφο απ’ τη μνήμη του; Δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αστεία παραίσθηση.
Έκανε ένα ντους. Αν είχε κινηματογραφική μνήμη θα θυμόταν τις άπειρες σκηνές όπου η πρωταγωνίστρια κάνει ντους μετά από μια σεξουαλική επίθεση.
Έβαλε καλά ρούχα, δεν ήθελε να δει την πρώτη ταινία με τις πιτζάμες. Ετοίμασε τον χώρο. Νερό, κρασί και τασάκι. Λίγα σταφύλια και τυρί για να έχει να τσιμπήσει. Δεν ήξερε ότι μόλις ξεκινούσε η ταινία δεν θα μπορούσε να κουνηθεί.
Κατούρησε, έκλεισε το κινητό, έβγαλε το σταθερό απ’ την πρίζα. Ήταν έτοιμος. Έβαλε το πρώτο DVD, χωρίς να κοιτάξει τον τίτλο, κι έκατσε την πολυθρόνα του. Πάτησε play και είπε: “Για να δούμε, τι είναι αυτός ο κινηματογράφος.”
Πρώτα η γραφιστική εικόνα ενός δέντρου, σε μαύρο φόντο.
Μετά τύμπανα.
HARRISON FORD με άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο.
BLADE RUNNER με κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο.
“Ωραίο είναι”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Σαν ποπ αρτ.”
Νόμιζε ότι έτσι θα ήταν όλη η ταινία.
Ακούγεται μινιμαλιστική μουσική, πιο μινιμάλ κι απ’ του Έρικ Σατί, αλλά ηλεκτρονική. Μια νότα που αιωρείται. Τα ονόματα αλλάζουν, η μουσική συνεχίζει. Rutger Hauer. Sean Young.
“Ωραίο”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Αν και λίγο βαρετό. Ευτυχώς που έχει και μουσική.”
Ενώ ακόμα πέφτουν οι τίτλοι αρχής είδε το όνομα του συνθέτη, Vangelis. Τον ήξερε. Βαγγέλης Παπαθανασίου. Είχε τους δίσκους των Aphrodite’s Child. Το Rain and Tears ήταν ένα απ’ τα πρώτα σιγκλάκια που είχε πάρει.
Τελευταία οθόνη: Directed by Ridley Scott.
Για μια στιγμή σκέφτηκε ν’ ανάψει τσιγάρο. Είχε αρχίσει να βαριέται. Τότε έγινε μαύρη η οθόνη. Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν γράμματα. Ήταν η επεξήγηση για όσα προηγούνται της ιστορίας.
“Πολύ απλό”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Αν όλη η ταινία ήταν κάτι τέτοιο, σαν ένα μυθιστόρημα γραμμένο στην οθόνη, με γράμματα που ανεβαίνουν και χάνονται αφού τα διαβάσεις, θα ήταν κουραστικό, αυτό σκέφτηκε. Θα προτιμούσε να διαβάσει ένα βιβλίο του Φίλιπ Ντικ.
Άλλη ταμπέλα: Los Angeles, November, 2019
“Η μουσική είναι ωραία”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Και μετά του κόπηκε η ανάσα.
Ένα εφιαλτικό αστικό τοπίο.
Η Κόλαση! Νυχτερινό. Φωτιές, κεραυνοί.
Ένα ιπτάμενο όχημα.
Η μουσική πιο υποβλητική.
Ένα γαλάζιο μάτι αντικατοπτρίζει την Κόλαση.
Ένας πύργος γιγάντιος.
Πάλι το μάτι.
Πλησιάζουμε στον Πύργο.
Ένας άνθρωπος που καπνίζει με γυρισμένη την πλάτη.
Ανεμιστήρας αποικιακός.
Ο Σάσα δεν σκεφτόταν τίποτα. Είχε χαθεί εκεί μέσα. Μετά, όταν τέλειωσε η ταινία, σκέφτηκε ότι μόνο αυτό να ήταν ο κινηματογράφος, η αρχική σκηνή με τους τίτλους, θα είχε μαγευτεί. Αλλά δεν θα είχε πάθει αυτό που έπαθε.
Ακούγεται μια φωνή, μια γυναικεία φωνή, από κάπου.
“Next subject, Kowalski Leon”
Μια σκηνή ανάκρισης. Αλλά δεν είναι σαν θεατρικό. Τη μια στιγμή φαίνεται μόνο ο ένας ηθοποιός, την άλλη μόνο ο άλλος, από πιο κοντά, από πιο μακριά, εστιάζει σε κάποια παράξενα αντικείμενα, λες και βρίσκεσαι μέσα στο δωμάτιο.
Ακούγεται γρήγορος χτύπος καρδιάς. Οι διάλογοι είναι κοφτοί, σχεδόν αληθινοί, δεν μοιάζουν με θέατρο.
Και το χρώμα. Όλα είναι μπλε.
“Η μητέρα μου; Θα σου πω για τη μητέρα μου.”
Ο τύπος με το μουστάκι πυροβολάει.
Ο χρόνος αλλάζει.
Όλα κινούνται αργά.
Αδρεναλίνη.
Ο Σάσα δεν ανέπνεε.
Η Μεγαλούπολη, στο μέλλον.
Αυτοκίνητα πετάνε, αλλά οι φτωχοί είναι φτωχοί, ως συνήθως.
Το πρόσωπο ενός άντρα, του Ντεκάρτ (σκέφτομαι άρα υπάρχω).
Ο ήρωας της ταινίας τρώει νουντλς.
Αρρενωπός, αλλά όχι μάτσο.
Όταν τέλειωσε η ταινία -και οι τίτλοι τέλους, έκλεισε την τηλεόραση κι έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του στη μαύρη οθόνη. Κι άρχισε να κλαίει, από ευγνωμοσύνη.
Την επομένη δεν δούλευε, ήταν Σάββατο. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να βάλει πρωί την επόμενη ταινία. Ήθελε να σκεφτεί τι είχε δει -και να το συζητήσει με κάποιον. Πήγε στο SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε πάλι.
“Έχεις δει το Blade Runner;” ρώτησε τον υπάλληλο.
“Το καινούριο;”
Έφυγε χωρίς ν’ ακούσει τίποτα άλλο. Έπρεπε να προστατεύσει το μυαλό του από παρεμβολές. Έκανε μια βόλτα στην πόλη. Έφαγε νουντλς. Ό,τι έβλεπε του θύμιζε την ταινία. Αγόρασε παλιομοδίτικα ρούχα σαν του Ντεκάρτ. Πήγε να πιει ένα ουίσκι. Κατάφερε ν’ αντέξει ως τις έξι.
Μετά γύρισε σπίτι τρέχοντας. Έκλεισε τα παντζούρια για να έχει απόλυτο σκοτάδι. Κι άνοιξε το home cinema. Είχε αγωνία να δει τη δεύτερη ταινία της καινούριας του ζωής.
Θα μπορούσε να του τύχει κάτι πιο συμβατικό, πιο θεατρικό, όπως οι Δώδεκα Ένορκοι του Λιούμετ ή ο Άμλετ του Λόρενς Ολίβιε. Ο εγκέφαλος του θα κατανοούσε πιο εύκολα κάτι τέτοιο. Όμως τις είχε ανακατέψει κι έπαιρνε τυχαία.
Έβαλε τη δεύτερη ταινία. Μουσική Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Διάστημα.
Ήταν πάλι επιστημονικής φαντασίας, αν μπορείς να κατατάξεις τόσο απλοϊκά το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος.
Το Blade Runner του είχε φέρει δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ο Κιούμπρικ τον έκανε να τρελαθεί. Τι σήμαιναν όλ’ αυτά; Οι πίθηκοι, οι μονόλιθοι. Και η τελευταία σκηνή; Ήταν φιλοσοφικός στοχασμός; Ήταν σουρεαλισμός; Ήταν συμβολικό; Τι σκατά ήταν;
Ευτυχώς δεν είχε δει ταινία του Ντέιβιντ Λιντς.
Αυτή τη φορά έκλεισε την τηλεόραση και φόρεσε τα παπούτσια του. Βγήκε έξω και περπατούσε για πολλή ώρα στη βροχή, χωρίς προφύλαξη. Μονολογούσε. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν με φόβο, αλλά εκείνος δεν τους έβλεπε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, πέρα απ’ την Οδύσσεια του Διαστήματος. Κι έκλαιγε πάλι, αλλά τα δάκρυα του χάνονταν μέσα στη βροχή.
Έτσι περπατώντας και κλαίγοντας βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει έξω απ’ το SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε, αλλά ζήτησε την διεύθυνση του. Ήταν δυο στάσεις παρακάτω.
Χτύπησε το κουδούνι στο ρυθμό του Also sprach Zarathustra. Δεν περίμενε να τον βρει εκεί, αλλά μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή του.
“Ποιος;” είπε ο Αντρέι.
“Σάσα. Πρέπει, πρέπει, πρέπει να μιλήσουμε.”
“Ανέβα. Τρίτος.”
Ο Αντρέι που του άνοιξε έμοιαζε με την πένθιμη εκδοχή του παλιού του εαυτού. Φαινόταν σαν να είχε να κάνει μπάνιο μια βδομάδα. Μαύροι κύκλοι, κόκκινα μάτια. Είχε καπνίσει τόσο πολύ που μύριζε σαν τασάκι.
“Έλα μέσα”, του είπε.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και παντού υπήρχαν σημάδια Διαγραφής. Στους τοίχους πιο φωτεινά ορθογώνια, εκεί όπου κρέμονταν αφίσες πριν. Κούτες σφραγισμένες και σκορπισμένες στις γωνίες -το σπίτι του δεν είχε πατάρι. Τίποτα σχετικό με το σινεμά, πουθενά.
“Το έκανες κι εσύ;” τον ρώτησε ο Σάσα.
“Πήγα πριν από σένα. Πήγα την Τετάρτη. Πλήρωσα κάτι παραπάνω για να με χώσουν νωρίτερα.”
“Ακολουθείς το σύστημα που είπες;”
“Προσπάθησα, αλλά δεν άντεξα.”
Ο Αντρέι είχε ετοιμάσει τις ταινίες του για να τις δει χρονολογικά. Όμως το σύστημα του είχε ένα λάθος. Οι πρώτες ταινίες ήταν μικρές. Κι ενώ ήταν σπουδαίες για την εποχή τους, δεν μπορούσαν να εντυπωσιάσουν έναν άνθρωπο του 21ου αιώνα, ακόμα κι αν δεν είχε ξαναδεί κινηματογράφο. Δεν μπορούσαν να του “κάψουν” το μυαλό, όπως έπαθε ο Σάσα. Ήταν σαν να ξεκινούσε απ’ την ανακάλυψη του τροχού για να φτάσει κάποια στιγμή, σταδιακά, στο αυτοκίνητο. Ο Σάσα είχε ξεκινήσει οδηγώντας Λαμποργκίνι.
Ο Αντρέι δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια ταινία την ημέρα. Ήταν γοητευμένος, αλλά χρειαζόταν μεγαλύτερη δόση. Έτσι έβλεπε σινεμά όλη μέρα και κοιμόταν στον καναπέ. Όταν του χτύπησε το κουδούνι ο Σάσα είχε μόλις δει τη Γέννηση ενός Έθνους, του Γκρίφιθ, ταινία του 1915.
“Είναι σπουδαίο”, είπε στον Σάσα. “Τόσο υπέροχο. Κι αυτό το παράξενο που κάνουν;”
“Ποιο;”
“Που δεν μιλάνε. Μάλλον το κάνουν για να διαχωρίσουν την τέχνη απ’ το θέατρο.”
“Στις ταινίες που είδα εγώ μιλούσαν.”
“Όχι σε ταμπέλες; Κανονικά;”
“Κανονικά. Πιο κανονικά απ’ το θέατρο.”
“Χρώμα έχουν; Αυτές που είδα εγώ είναι όλες ασπρόμαυρες, σαν φωτογραφίες του Κουντέλκα.”
“Οι δικές μου είχαν, αλλά όχι ρεαλιστικό, με φίλτρα.”
Έκατσαν να κοιτιούνται σαν νήπια που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο, αλλά οι λέξεις που είχαν μάθει δεν τους έφταναν.
“Είναι μαγικό”, είπε ο Αντρέι.
“Όχι, δεν είναι μαγικό. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι θεϊκό.”
“Ανυπομονώ να φτάσω στην εποχή σου.”
Γύρισε σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήθελε τη δόση του. Για να μη βγει από το πρόγραμμα έβαλε και ξαναείδε το 2001.
Το επόμενο βράδυ ήταν πιο τυχερός -και άτυχος. Έτυχε η Φωλιά του Κούκου και είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Κεν Κέισι. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε κρατήσει μόνο τη βασική ιδέα απ’ τη νουβέλα του Φίλιπ Ντικ. Ο Μίλος Φόρμαν είχε μεταφέρει το μυθιστόρημα του Κέισι με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ο Σάσα ήξερε τους ήρωες της ταινίας, ήξερε ότι ο Αρχηγός δεν ήταν κωφάλαλος, ήξερε ότι ο Μακ Μέρφυ θα έμενε φυτό μετά τη λοβοτομή.
Σ’ αυτή την ταινία δεν υπήρχαν σουρεαλιστικές σκηνές ή εξωπραγματικά σκηνικά. Αν εξαιρέσεις τις λίγες εξωτερικές σκηνές θα μπορούσε κάλλιστα να είναι θεατρικό έργο.
Όμως πάλι υπήρχε κάτι άλλο, που διαφοροποιούσε την κινηματογραφική ταινία απ’ το θεατρικό. Ήταν η σκηνοθεσία και το μοντάζ. Η κάμερα εστίαζε σε πρόσωπα, έβλεπες από ψηλά ή από τα μάτια του πρωταγωνιστή. Ο ρυθμός των πλάνων άλλαζε, ανάλογα με την ένταση της σκηνής. Δεν μπορούσες να επιλέξεις πού θα κοιτάξεις. Η ταινία σου επέβαλλε τη ματιά της.
Εντυπωσιάστηκε και με τους πρωταγωνιστές. Ο Τζακ Νίκολσον ήταν υπέροχος, αλλά την παράσταση την έκλεβε η Λουίζ Φλέτσερ. Στη σκηνή όπου ο Μακ Μέρφυ πνίγει τη Μεγάλη Νοσοκόμα ο Σάσα είχε σηκωθεί όρθιος και φώναζε: “Καν’το! Καν’το!”
Το συναίσθημα σ’ αυτή την ταινία ήταν πολύ πιο έντονο απ’ τις προηγούμενες. Όταν ο Αρχηγός έσπασε το τζάμι και το ‘σκασε, ο Σάσα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχα.
Ο Σάσα ακολούθησε πιστά το χαοτικό του πρόγραμμα. Έβλεπε μια ταινία κάθε μέρα, για έναν χρόνο. Όταν τέλειωσαν οι ταινίες αισθανόταν ότι είχε ζήσει την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Κι ήταν έτοιμος να συνεχίσει με κινηματογράφο, όταν αρρώστησε ο Αντρέι.
Μια ίωση ήταν, αλλά γύρισε σε πνευμονία. Ο Αντρέι ήταν φανατικός καπνιστής απ’ τα δεκαπέντε, βρέθηκε στο νοσοκομείο σε μια πλημμύρα πίσσας.
Ο Σάσα πήγε να τον δει. Μίλησαν λίγο, η γιατρός δεν ήθελε να τον κουράσει.
“Σ’ ευχαριστώ”, του είπε ο Αντρέι.
“Για ποιο πράγμα;”
“Για τη Διαγραφή. Ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει. Ήταν σαν να έζησα εκατό ζωές σ’ έξι μήνες.”
Έβηξε άσχημα.
“Θα ήθελα να κάνω και το άλλο”, είπε στον Σάσα.
“Ποιο πράγμα;”
“Τα βιβλία. Τη Διαγραφή της λογοτεχνίας. Νομίζω ότι θα είναι πιο βαθύ απ’ το σινεμά.”
“Γιατί;”
Ο Αντρέι το είχε σκεφτεί αρκετά, τις μέρες που ήταν στο νοσοκομείο και πριν. Το σινεμά υπάρχει εκατό χρόνια. Η λογοτεχνία γραπτή, τουλάχιστον 4.000 χρόνια, από τότε που γράφτηκε το Έπος του Γκιλγκαμές. Προφορική, από τότε που οι άνθρωποι ξεκίνησαν να μιλάνε και να λένε ιστορίες γύρω απ’ τη φωτιά.
“Το να ξαναζείς την ιστορία της λογοτεχνίας θα είναι σαν να γίνεσαι πρωτόγονος”, είπε ο Αντρέι.
“Ή τρελός”, είπε ο Σάσα.
“Ναι, κι αυτό…”
Έβηξε πάλι. Χειρότερα από πριν. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι έπρεπε να φύγει.
“Θα είναι πιο δύσκολο”, είπε ο Σάσα στον φίλο του.
“Χρειάζεσαι οδηγό. Πήγαινε στη Κεντρική Βιβλιοθήκη και βρες την Αλίκη. Πες το όνομα μου. Εξήγησε της, θα καταλάβει, κι αυτή ανισόρροπη είναι.”
“Σαν κι εμένα;”
“Σαν κι εμάς.”
“Θα πάμε μαζί”, του είπε ο Σάσα. “Μπορούμε να διαβάζουμε το ίδιο βιβλίο και να…”
“Εγώ δεν πάω πουθενά αλλού”, τον διέκοψε ο Αντρέι. “Αυτός είναι ο τερματικός σταθμός.” Έδειξε τον θάλαμο.
Έβηξε ξανά. Σαν να έφτυνε τα πνευμόνια του. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι ειδοποιεί την ασφάλεια.
“Φεύγω, φεύγω”, έκανε εκείνος και σηκώθηκε. “Θα γίνεις καλά”, είπε στον Αντρέι.
“Αν ήταν ταινία του Φρανκ Κάπρα θα γινόμουν. Αλλά είναι του Κεν Λόουτς.”
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε απ’ τον φίλο του. Την επόμενη φορά που τον είδε ήταν στο φέρετρο. Τον φίλησε και του έβαλε ένα DVD στα χέρια. Ήταν το Μια Υπέροχη Ζωή, του Φρανκ Κάπρα.
Και πήγε να βρει την Αλίκη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
«Το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου.»
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
«Ο κινηματογράφος είναι η πιο σημαντική απ’ όλες τις τέχνες για εμάς.»
Λένιν
«Είναι φανερό ότι η τέχνη δεν μπορεί να διδάξει τίποτα, εφόσον επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα δεν έμαθε απολύτως τίποτα.»
Αντρέι Ταρκόφσκι
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, χωρίς να μεσολαβήσει τίποτα, είδε ότι το φως στο παράθυρο είχε αλλάξει.
“Είστε καλά”, τον ρώτησε ο υπάλληλος.
“Νιώθω μια χαρά. Πόση ώρα πέρασε;”
“Πέντε ώρες. Μερικές ερωτήσεις ασφάλειας.”
Τον ρώτησε πώς τον λένε, πώς έλεγαν το πρώτο του κατοικίδιο, τι μάρκα ήταν το πρώτο αυτοκίνητο, που γνώρισε την πρώην σύζυγο, ποιο είναι το φαγητό που απεχθάνεται, ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα.
Σε όλα απάντησε το ίδιο με πριν, εκτός απ’ το χρώμα. Πριν είχε πει το κόκκινο, μετά είπε το γκρι. Το σημείωσε.
“Κύριε Σάσα, πριν ξεκινήσει η διαδικασία με είχατε ρωτήσει κάτι. Θυμάστε τι ήταν;”
“Ναι, ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία.”
“Και τι απάντησα;”
“Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι; Όχι αυτό είναι βιβλίο του Κούντερα. Η σημασία του να είσαι σοβαρός; Όχι αυτό είναι θεατρικό του Ουάιλντ. Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.”
“Beatles.”
“Δεν θυμάμαι.”
” Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ηθοποιός;”
“Διαμαντόπουλος.”
“Πότε τον είδατε τελευταία φορά;”
“Έπαιζε το Περιμένοντας το Γκοντό. Στο θέατρο Κολοσσαίο.”
“Τον θυμάστε σε κάποια ταινία;”
“Όχι.”
“Ακούστε αυτή τη μουσική.”
Μετά από λίγο ο Σάσα είπε: “Ένιο Μορικόνε.”
“Από ποια ταινία είναι;”
“Είναι από ταινία;”
“Το όνομα Ντε Νίρο σας λέει κάτι;”
“Νομίζω ότι είναι ροκ συγκρότημα.”
“Ποιος είναι αυτός;”
Του έδειξε μια μινιμάλ σκιαγραφία του Σαρλώ. Ένα ορθογώνιο μουστάκι και το καπελάκι.
“Ο Χίτλερ με καπέλο;”
“Ποια νομίζετε ότι είναι η πιο σέξι γυναίκα;”
Απ’ το μυαλό του Σάσα πέρασε μια σκιά: Καυτές Ρωσίδες. Αλλά γρήγορα έσβησε.
“Δύσκολο να πω. Κάποιο μοντέλο. Η Ναόμι Κάμπελ;”
“Η φράση Horror… Horror… Από πού προέρχεται;”
“Εύκολο. Η Καρδιά του Σκότους, του Κόνραντ. Αγαπημένο μου βιβλίο.”
Είχε ξεχάσει και τον Μπράντο στο Αποκάλυψη, Τώρα.
“Τι χρώμα μαλλιά είχε ο Μεγάλος Γκάτσμπι;”
Εκεί ο Σάσα κόλλησε για λίγο.
“Το αναφέρει αυτό ο Φιτζέραλντ;”
“Σας λέει κάτι η φράση: Where’s the money, Lebowski;”
“Τίποτα.”
“Εντάξει, τελειώσαμε.”
Του έδωσε μια συσκευή επείγουσας κλήσης. Είχε μόνο ένα πλήκτρο. Αν αισθανόταν ότι κάτι πήγαινε λάθος θα αρκούσε να το πατήσει κι ο ψυχολογικός εκτιμητής της Lacuna θα πήγαινε να τον βοηθήσει.
“Αλλάζει και λάστιχο;”
“Γι’ αυτό καλύτερα να καλέσετε την οδική βοήθεια.”
~~
Ούτως ή άλλως δεν πήρε το αυτοκίνητο. Δεν αισθανόταν άνετα για να οδηγήσει. Προτίμησε να περπατήσει. Ένιωθε κάπως άδειος, κάπως παραβιασμένος. Σαν να είχε μπει κάποιος μέσα στο σπίτι του, και να τα είχε κάνει όλα άνω κάτω.
Υπήρχε μια έλλειψη στον κόσμο, στην πραγματικότητα, στους ανθρώπους που προσπερνούσε, στους ήχους που άκουγε, στα φώτα. Όλα είχαν γίνει πιο αληθινά, πιο άσχημα, ένιωθε ότι είχε χαθεί ένα κομμάτι ποίησης κι ομορφιάς.
Ο Σάσα είχε ασχοληθεί με όλες τις τέχνες, εκτός απ’ τον χορό, γιατί είχε δύο αριστερά πόδια. Ήξερε κι από φωτογραφία. Ποτέ δεν τραβούσε ο ίδιος, αλλά είχε μελετήσει τους μεγάλους φωτογράφους.
Καθώς γυρνούσε σπίτι μετά την διαγραφή του σινεμά έβλεπε διαρκώς “θέματα”, κατάλληλες εικόνες για φωτογράφηση. Αλλά ήταν ακίνητες φωτογραφίες.
Ήξερε κι από ζωγραφική. Παρατηρούσε τις αποχρώσεις του πράσινου στα φυλλώματα των δέντρων, το γαλάζιο του ουρανού και σκεφτόταν, μπλε του κοβαλτίου, πράσινο του βιριδίου.
Βεβαίως και ήξερε από μουσική, όπως και λογοτεχνία. Καθετί που άκουγε του θύμιζε τραγούδι ή μυθιστόρημα.
Αλλά πάλι, ενώ ήξερε τόσα για τις τέχνες, πάλι κάτι έλειπε απ’ τον κόσμο, μάλλον απ’ τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο.
Η διαγραφή ήταν στοχευμένη. Θυμόταν τι ήταν ο κινηματογράφος, μπορούσε να το ορίσει και επιστημονικά: Μια διαδοχή φωτογραφιών, -είκοσι τέσσερις το δευτερόλεπτο- που ο εγκέφαλος την αντιλαμβάνεται ως συνεχές.
Τι αστεία παραίσθηση! Βλέπεις ακίνητες εικόνες στη σειρά και νομίζεις ότι υπάρχει κίνηση. Όπως στο σχολείο, που ζωγράφιζε στο κάτω μέρος του βιβλίου ένα ανθρωπάκι να τρέχει. Όταν γυρνούσες τις σελίδες γρήγορα έμοιαζε να κινείται. Αυτό ήταν ο κινηματογράφος;
Συνέχισε να περπατάει και να σκέφτεται. Το θέατρο ήταν ακόμα στο κεφάλι του. Αλλά μόνο όσες παραστάσεις είχε παρακολουθήσει ζωντανά -ή είχε ακούσει στο ραδιόφωνο. Θυμόταν τις Τρωάδες του Ευριπίδη, γιατί το είχε δει στην Επίδαυρο. Δεν είχε καμιά ανάμνηση από την Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, στην ταινία του Κακογιάννη.
Θυμόταν τη Λάμψη του Στήβεν Κινγκ, ένα απ’ τα τρομαχτικότερα βιβλία που είχε διαβάσει, αλλά δεν του έλεγε τίποτα το όνομα Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
~~
Έφτασε σπίτι κουβαλώντας αυτό το απροσδιόριστο κενό. Τι είχε χάσει διαγράφοντας τον κινηματογράφο απ’ τη μνήμη του; Δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αστεία παραίσθηση.
Έκανε ένα ντους. Αν είχε κινηματογραφική μνήμη θα θυμόταν τις άπειρες σκηνές όπου η πρωταγωνίστρια κάνει ντους μετά από μια σεξουαλική επίθεση.
Έβαλε καλά ρούχα, δεν ήθελε να δει την πρώτη ταινία με τις πιτζάμες. Ετοίμασε τον χώρο. Νερό, κρασί και τασάκι. Λίγα σταφύλια και τυρί για να έχει να τσιμπήσει. Δεν ήξερε ότι μόλις ξεκινούσε η ταινία δεν θα μπορούσε να κουνηθεί.
Κατούρησε, έκλεισε το κινητό, έβγαλε το σταθερό απ’ την πρίζα. Ήταν έτοιμος. Έβαλε το πρώτο DVD, χωρίς να κοιτάξει τον τίτλο, κι έκατσε την πολυθρόνα του. Πάτησε play και είπε: “Για να δούμε, τι είναι αυτός ο κινηματογράφος.”
~~
Πρώτα η γραφιστική εικόνα ενός δέντρου, σε μαύρο φόντο.
Μετά τύμπανα.
HARRISON FORD με άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο.
BLADE RUNNER με κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο.
“Ωραίο είναι”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Σαν ποπ αρτ.”
Νόμιζε ότι έτσι θα ήταν όλη η ταινία.
Ακούγεται μινιμαλιστική μουσική, πιο μινιμάλ κι απ’ του Έρικ Σατί, αλλά ηλεκτρονική. Μια νότα που αιωρείται. Τα ονόματα αλλάζουν, η μουσική συνεχίζει. Rutger Hauer. Sean Young.
“Ωραίο”, σκέφτηκε ο Σάσα. “Αν και λίγο βαρετό. Ευτυχώς που έχει και μουσική.”
Ενώ ακόμα πέφτουν οι τίτλοι αρχής είδε το όνομα του συνθέτη, Vangelis. Τον ήξερε. Βαγγέλης Παπαθανασίου. Είχε τους δίσκους των Aphrodite’s Child. Το Rain and Tears ήταν ένα απ’ τα πρώτα σιγκλάκια που είχε πάρει.
Τελευταία οθόνη: Directed by Ridley Scott.
Για μια στιγμή σκέφτηκε ν’ ανάψει τσιγάρο. Είχε αρχίσει να βαριέται. Τότε έγινε μαύρη η οθόνη. Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν γράμματα. Ήταν η επεξήγηση για όσα προηγούνται της ιστορίας.
“Πολύ απλό”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Αν όλη η ταινία ήταν κάτι τέτοιο, σαν ένα μυθιστόρημα γραμμένο στην οθόνη, με γράμματα που ανεβαίνουν και χάνονται αφού τα διαβάσεις, θα ήταν κουραστικό, αυτό σκέφτηκε. Θα προτιμούσε να διαβάσει ένα βιβλίο του Φίλιπ Ντικ.
Άλλη ταμπέλα: Los Angeles, November, 2019
“Η μουσική είναι ωραία”, σκέφτηκε ο Σάσα.
Και μετά του κόπηκε η ανάσα.
Ένα εφιαλτικό αστικό τοπίο.
Η Κόλαση! Νυχτερινό. Φωτιές, κεραυνοί.
Ένα ιπτάμενο όχημα.
Η μουσική πιο υποβλητική.
Ένα γαλάζιο μάτι αντικατοπτρίζει την Κόλαση.
Ένας πύργος γιγάντιος.
Πάλι το μάτι.
Πλησιάζουμε στον Πύργο.
Ένας άνθρωπος που καπνίζει με γυρισμένη την πλάτη.
Ανεμιστήρας αποικιακός.
Ο Σάσα δεν σκεφτόταν τίποτα. Είχε χαθεί εκεί μέσα. Μετά, όταν τέλειωσε η ταινία, σκέφτηκε ότι μόνο αυτό να ήταν ο κινηματογράφος, η αρχική σκηνή με τους τίτλους, θα είχε μαγευτεί. Αλλά δεν θα είχε πάθει αυτό που έπαθε.
Ακούγεται μια φωνή, μια γυναικεία φωνή, από κάπου.
“Next subject, Kowalski Leon”
Μια σκηνή ανάκρισης. Αλλά δεν είναι σαν θεατρικό. Τη μια στιγμή φαίνεται μόνο ο ένας ηθοποιός, την άλλη μόνο ο άλλος, από πιο κοντά, από πιο μακριά, εστιάζει σε κάποια παράξενα αντικείμενα, λες και βρίσκεσαι μέσα στο δωμάτιο.
Ακούγεται γρήγορος χτύπος καρδιάς. Οι διάλογοι είναι κοφτοί, σχεδόν αληθινοί, δεν μοιάζουν με θέατρο.
Και το χρώμα. Όλα είναι μπλε.
“Η μητέρα μου; Θα σου πω για τη μητέρα μου.”
Ο τύπος με το μουστάκι πυροβολάει.
Ο χρόνος αλλάζει.
Όλα κινούνται αργά.
Αδρεναλίνη.
Ο Σάσα δεν ανέπνεε.
Η Μεγαλούπολη, στο μέλλον.
Αυτοκίνητα πετάνε, αλλά οι φτωχοί είναι φτωχοί, ως συνήθως.
Το πρόσωπο ενός άντρα, του Ντεκάρτ (σκέφτομαι άρα υπάρχω).
Ο ήρωας της ταινίας τρώει νουντλς.
Αρρενωπός, αλλά όχι μάτσο.
~~
Όταν τέλειωσε η ταινία -και οι τίτλοι τέλους, έκλεισε την τηλεόραση κι έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του στη μαύρη οθόνη. Κι άρχισε να κλαίει, από ευγνωμοσύνη.
~~~{}~~~
Την επομένη δεν δούλευε, ήταν Σάββατο. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να βάλει πρωί την επόμενη ταινία. Ήθελε να σκεφτεί τι είχε δει -και να το συζητήσει με κάποιον. Πήγε στο SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε πάλι.
“Έχεις δει το Blade Runner;” ρώτησε τον υπάλληλο.
“Το καινούριο;”
Έφυγε χωρίς ν’ ακούσει τίποτα άλλο. Έπρεπε να προστατεύσει το μυαλό του από παρεμβολές. Έκανε μια βόλτα στην πόλη. Έφαγε νουντλς. Ό,τι έβλεπε του θύμιζε την ταινία. Αγόρασε παλιομοδίτικα ρούχα σαν του Ντεκάρτ. Πήγε να πιει ένα ουίσκι. Κατάφερε ν’ αντέξει ως τις έξι.
Μετά γύρισε σπίτι τρέχοντας. Έκλεισε τα παντζούρια για να έχει απόλυτο σκοτάδι. Κι άνοιξε το home cinema. Είχε αγωνία να δει τη δεύτερη ταινία της καινούριας του ζωής.
Θα μπορούσε να του τύχει κάτι πιο συμβατικό, πιο θεατρικό, όπως οι Δώδεκα Ένορκοι του Λιούμετ ή ο Άμλετ του Λόρενς Ολίβιε. Ο εγκέφαλος του θα κατανοούσε πιο εύκολα κάτι τέτοιο. Όμως τις είχε ανακατέψει κι έπαιρνε τυχαία.
Έβαλε τη δεύτερη ταινία. Μουσική Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Διάστημα.
Ήταν πάλι επιστημονικής φαντασίας, αν μπορείς να κατατάξεις τόσο απλοϊκά το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος.
Το Blade Runner του είχε φέρει δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ο Κιούμπρικ τον έκανε να τρελαθεί. Τι σήμαιναν όλ’ αυτά; Οι πίθηκοι, οι μονόλιθοι. Και η τελευταία σκηνή; Ήταν φιλοσοφικός στοχασμός; Ήταν σουρεαλισμός; Ήταν συμβολικό; Τι σκατά ήταν;
Ευτυχώς δεν είχε δει ταινία του Ντέιβιντ Λιντς.
~~~~
Αυτή τη φορά έκλεισε την τηλεόραση και φόρεσε τα παπούτσια του. Βγήκε έξω και περπατούσε για πολλή ώρα στη βροχή, χωρίς προφύλαξη. Μονολογούσε. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν με φόβο, αλλά εκείνος δεν τους έβλεπε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, πέρα απ’ την Οδύσσεια του Διαστήματος. Κι έκλαιγε πάλι, αλλά τα δάκρυα του χάνονταν μέσα στη βροχή.
Έτσι περπατώντας και κλαίγοντας βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει έξω απ’ το SixSpot. Ο Αντρέι έλειπε, αλλά ζήτησε την διεύθυνση του. Ήταν δυο στάσεις παρακάτω.
~~~
Χτύπησε το κουδούνι στο ρυθμό του Also sprach Zarathustra. Δεν περίμενε να τον βρει εκεί, αλλά μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή του.
“Ποιος;” είπε ο Αντρέι.
“Σάσα. Πρέπει, πρέπει, πρέπει να μιλήσουμε.”
“Ανέβα. Τρίτος.”
Ο Αντρέι που του άνοιξε έμοιαζε με την πένθιμη εκδοχή του παλιού του εαυτού. Φαινόταν σαν να είχε να κάνει μπάνιο μια βδομάδα. Μαύροι κύκλοι, κόκκινα μάτια. Είχε καπνίσει τόσο πολύ που μύριζε σαν τασάκι.
“Έλα μέσα”, του είπε.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και παντού υπήρχαν σημάδια Διαγραφής. Στους τοίχους πιο φωτεινά ορθογώνια, εκεί όπου κρέμονταν αφίσες πριν. Κούτες σφραγισμένες και σκορπισμένες στις γωνίες -το σπίτι του δεν είχε πατάρι. Τίποτα σχετικό με το σινεμά, πουθενά.
“Το έκανες κι εσύ;” τον ρώτησε ο Σάσα.
“Πήγα πριν από σένα. Πήγα την Τετάρτη. Πλήρωσα κάτι παραπάνω για να με χώσουν νωρίτερα.”
“Ακολουθείς το σύστημα που είπες;”
“Προσπάθησα, αλλά δεν άντεξα.”
~~
Ο Αντρέι είχε ετοιμάσει τις ταινίες του για να τις δει χρονολογικά. Όμως το σύστημα του είχε ένα λάθος. Οι πρώτες ταινίες ήταν μικρές. Κι ενώ ήταν σπουδαίες για την εποχή τους, δεν μπορούσαν να εντυπωσιάσουν έναν άνθρωπο του 21ου αιώνα, ακόμα κι αν δεν είχε ξαναδεί κινηματογράφο. Δεν μπορούσαν να του “κάψουν” το μυαλό, όπως έπαθε ο Σάσα. Ήταν σαν να ξεκινούσε απ’ την ανακάλυψη του τροχού για να φτάσει κάποια στιγμή, σταδιακά, στο αυτοκίνητο. Ο Σάσα είχε ξεκινήσει οδηγώντας Λαμποργκίνι.
Ο Αντρέι δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια ταινία την ημέρα. Ήταν γοητευμένος, αλλά χρειαζόταν μεγαλύτερη δόση. Έτσι έβλεπε σινεμά όλη μέρα και κοιμόταν στον καναπέ. Όταν του χτύπησε το κουδούνι ο Σάσα είχε μόλις δει τη Γέννηση ενός Έθνους, του Γκρίφιθ, ταινία του 1915.
“Είναι σπουδαίο”, είπε στον Σάσα. “Τόσο υπέροχο. Κι αυτό το παράξενο που κάνουν;”
“Ποιο;”
“Που δεν μιλάνε. Μάλλον το κάνουν για να διαχωρίσουν την τέχνη απ’ το θέατρο.”
“Στις ταινίες που είδα εγώ μιλούσαν.”
“Όχι σε ταμπέλες; Κανονικά;”
“Κανονικά. Πιο κανονικά απ’ το θέατρο.”
“Χρώμα έχουν; Αυτές που είδα εγώ είναι όλες ασπρόμαυρες, σαν φωτογραφίες του Κουντέλκα.”
“Οι δικές μου είχαν, αλλά όχι ρεαλιστικό, με φίλτρα.”
Έκατσαν να κοιτιούνται σαν νήπια που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο, αλλά οι λέξεις που είχαν μάθει δεν τους έφταναν.
“Είναι μαγικό”, είπε ο Αντρέι.
“Όχι, δεν είναι μαγικό. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι θεϊκό.”
“Ανυπομονώ να φτάσω στην εποχή σου.”
Γύρισε σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήθελε τη δόση του. Για να μη βγει από το πρόγραμμα έβαλε και ξαναείδε το 2001.
~~
Το επόμενο βράδυ ήταν πιο τυχερός -και άτυχος. Έτυχε η Φωλιά του Κούκου και είχε διαβάσει το μυθιστόρημα του Κεν Κέισι. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε κρατήσει μόνο τη βασική ιδέα απ’ τη νουβέλα του Φίλιπ Ντικ. Ο Μίλος Φόρμαν είχε μεταφέρει το μυθιστόρημα του Κέισι με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ο Σάσα ήξερε τους ήρωες της ταινίας, ήξερε ότι ο Αρχηγός δεν ήταν κωφάλαλος, ήξερε ότι ο Μακ Μέρφυ θα έμενε φυτό μετά τη λοβοτομή.
Σ’ αυτή την ταινία δεν υπήρχαν σουρεαλιστικές σκηνές ή εξωπραγματικά σκηνικά. Αν εξαιρέσεις τις λίγες εξωτερικές σκηνές θα μπορούσε κάλλιστα να είναι θεατρικό έργο.
Όμως πάλι υπήρχε κάτι άλλο, που διαφοροποιούσε την κινηματογραφική ταινία απ’ το θεατρικό. Ήταν η σκηνοθεσία και το μοντάζ. Η κάμερα εστίαζε σε πρόσωπα, έβλεπες από ψηλά ή από τα μάτια του πρωταγωνιστή. Ο ρυθμός των πλάνων άλλαζε, ανάλογα με την ένταση της σκηνής. Δεν μπορούσες να επιλέξεις πού θα κοιτάξεις. Η ταινία σου επέβαλλε τη ματιά της.
Εντυπωσιάστηκε και με τους πρωταγωνιστές. Ο Τζακ Νίκολσον ήταν υπέροχος, αλλά την παράσταση την έκλεβε η Λουίζ Φλέτσερ. Στη σκηνή όπου ο Μακ Μέρφυ πνίγει τη Μεγάλη Νοσοκόμα ο Σάσα είχε σηκωθεί όρθιος και φώναζε: “Καν’το! Καν’το!”
Το συναίσθημα σ’ αυτή την ταινία ήταν πολύ πιο έντονο απ’ τις προηγούμενες. Όταν ο Αρχηγός έσπασε το τζάμι και το ‘σκασε, ο Σάσα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχα.
~~{}~~
Ο Σάσα ακολούθησε πιστά το χαοτικό του πρόγραμμα. Έβλεπε μια ταινία κάθε μέρα, για έναν χρόνο. Όταν τέλειωσαν οι ταινίες αισθανόταν ότι είχε ζήσει την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Κι ήταν έτοιμος να συνεχίσει με κινηματογράφο, όταν αρρώστησε ο Αντρέι.
Μια ίωση ήταν, αλλά γύρισε σε πνευμονία. Ο Αντρέι ήταν φανατικός καπνιστής απ’ τα δεκαπέντε, βρέθηκε στο νοσοκομείο σε μια πλημμύρα πίσσας.
Ο Σάσα πήγε να τον δει. Μίλησαν λίγο, η γιατρός δεν ήθελε να τον κουράσει.
“Σ’ ευχαριστώ”, του είπε ο Αντρέι.
“Για ποιο πράγμα;”
“Για τη Διαγραφή. Ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει. Ήταν σαν να έζησα εκατό ζωές σ’ έξι μήνες.”
Έβηξε άσχημα.
“Θα ήθελα να κάνω και το άλλο”, είπε στον Σάσα.
“Ποιο πράγμα;”
“Τα βιβλία. Τη Διαγραφή της λογοτεχνίας. Νομίζω ότι θα είναι πιο βαθύ απ’ το σινεμά.”
“Γιατί;”
Ο Αντρέι το είχε σκεφτεί αρκετά, τις μέρες που ήταν στο νοσοκομείο και πριν. Το σινεμά υπάρχει εκατό χρόνια. Η λογοτεχνία γραπτή, τουλάχιστον 4.000 χρόνια, από τότε που γράφτηκε το Έπος του Γκιλγκαμές. Προφορική, από τότε που οι άνθρωποι ξεκίνησαν να μιλάνε και να λένε ιστορίες γύρω απ’ τη φωτιά.
“Το να ξαναζείς την ιστορία της λογοτεχνίας θα είναι σαν να γίνεσαι πρωτόγονος”, είπε ο Αντρέι.
“Ή τρελός”, είπε ο Σάσα.
“Ναι, κι αυτό…”
Έβηξε πάλι. Χειρότερα από πριν. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι έπρεπε να φύγει.
“Θα είναι πιο δύσκολο”, είπε ο Σάσα στον φίλο του.
“Χρειάζεσαι οδηγό. Πήγαινε στη Κεντρική Βιβλιοθήκη και βρες την Αλίκη. Πες το όνομα μου. Εξήγησε της, θα καταλάβει, κι αυτή ανισόρροπη είναι.”
“Σαν κι εμένα;”
“Σαν κι εμάς.”
“Θα πάμε μαζί”, του είπε ο Σάσα. “Μπορούμε να διαβάζουμε το ίδιο βιβλίο και να…”
“Εγώ δεν πάω πουθενά αλλού”, τον διέκοψε ο Αντρέι. “Αυτός είναι ο τερματικός σταθμός.” Έδειξε τον θάλαμο.
Έβηξε ξανά. Σαν να έφτυνε τα πνευμόνια του. Η νοσοκόμα μπήκε και είπε στον Σάσα ότι ειδοποιεί την ασφάλεια.
“Φεύγω, φεύγω”, έκανε εκείνος και σηκώθηκε. “Θα γίνεις καλά”, είπε στον Αντρέι.
“Αν ήταν ταινία του Φρανκ Κάπρα θα γινόμουν. Αλλά είναι του Κεν Λόουτς.”
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε απ’ τον φίλο του. Την επόμενη φορά που τον είδε ήταν στο φέρετρο. Τον φίλησε και του έβαλε ένα DVD στα χέρια. Ήταν το Μια Υπέροχη Ζωή, του Φρανκ Κάπρα.
Και πήγε να βρει την Αλίκη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη