Σωκράτης Μαντζουράνης
Δε ξέρω τι μ’ έπιασε τώρα και σκαλίζω τα χθεσινά..
Φαίνεται πως όσο τα χρόνια στοιβάζονται, σε πιάνει μια πεθυμιά ν’ αφήσεις «χνάρια», το «πέρασμα» σου.
Ματαιοδοξία;
Δε ξέρω.. Ίσως.
Όπως και νάχει, ότι ζήσαμε, είμαστε.
Το έφερε η τύχη, να πάω σε πολλά μέρη του κόσμου, να δω πολλές ομορφιές.
Όμως καμιά δε συγκρίνεται μ΄ εκείνα τα λίγα τετραγωνικά της Κουμιδιάς, το «μπας-φανάρ΄», όπου βρισκόταν το μικρό μπακάλικο του πατέρα μου.
Του μπακαλικέλ’ τ’ Μαρίνου…
Το μαγαζί μας!
Στο χαμό του ΄22, κόσμος και κοσμάκης, αλαφιασμένα λεφούσια από απέναντι, γέμισαν τη Μυτιλήνη προσπαθώντας να ξαναχτίσουν τις ζωές τους.
Πλημμύρισε η πόλη απόγνωση και δυστυχία!
Ανάμεσα τους και ο Μαρίνος
Αμούστακο 18χρονο τον πήραν φαντάρο, πήγε κι’ αυτός να πολεμήσει για την «Μεγάλη Ελλάδα» και αμούστακος λοχίας από τον Σαγγάριο, γύρισε. Αγνώριστος από τις κακουχίες, μ’ ένα τραύμα στο κορμί του κι’ ένα «χαρτί» στη τσέπη που μίλαγε για «ανδρεία κατά την μάχην..».
Χαμένος, με πολλά αναπάντητα ερωτήματα, πεθαμένα όνειρα και πολλές ολοζώντανες ψείρες.
Ξανά στο Πληγόνι, στο χωριό του.
Όλα τα ίδια εκεί, εκτός από τη φτώχια της φαμίλιας του, που είχε πάρει τ΄ απάνω της.
Τώρα η ζωή είχε άλλο όνομα:
Μεροκάματο.
Πώς όμως να τα φέρεις βόλτα μ’ ένα νταβά με «πραματέλια», με χουσμέτια, με τρείς κατσίκες και λίγες ρίζες ελιές;
Απελπισμένος ο Μαρίνος.
Και πάνω εκεί, ένας μπάρμπας του που «ήταν στα πράγματα», τον ορμηνεύει:
-Να πας να γυρέψεις από το κράτος, να σου δώσει κάτι για να σταθείς. Το δικαιούσαι σαν τραυματίας πολέμου.
Λόγια, υποσχέσεις, ταξίματα, χαρτιά και τελικά βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος:
-Μαρνέλ΄θα το κανονίσουμε κάτι να πάρεις..
Έδειξε και το χαρτί, με το «επέδειξε ανδρεία κατά τη μάχη», έδειξε και το άλλο «διαμπερές τραύμα» και τα κατάφερε.
Του παραχώρησαν στο «μπας-φανάρι» ένα παρτσάδι περίπου 4χ4, παλιά τούρκικη βρύση ήταν, για «χρήση αορίστου χρόνου ως κατάστημα…»
Το μαγαζί μας!!
-Ένα μπουτζάκ΄ ήταν, αλλά αυτό ήταν, μου έλεγε χρόνια μετά.
Κι’ άρχισε ο Μαρίνος την.. επιχειρηματική του πορεία μετατρέποντας τη βρύση σε μπακάλικο.
Χτισίματα, οροφή, καπάντζες, ράφια, τεσγιάκια, «έφαγε» και λίγο το πεζοδρόμιο, έφτιαξε και ταμπέλλα με καλλιγραφικά «Παντοπωλείον», όλα στη τρίχα.
Αγόρασε κοψοχρονιά ο μπάρμπας που «ήταν στα πράγματα» τις ρίζες τις ελιές και βρέθηκε και η σερμαγιά για το εμπόρευμα.
Και ο λαβωμένος αμούστακος λοχίας του Σαγγάριου, έγινε πια μαγαζάτορας!
Οι γείτονες «συνάδελφοι» της αγοράς, τον καλοδέχτηκαν και τον βοηθησαν.
Αριστερά μας το κρεοπωλείο του Καζαντζή, απέναντι το κρεοπωλείο του Χατζηστεφανή, από κοντά το καρεκλάδικο του Ναρλή και το μαγέρικο του Κουκούλη.
Εκεί κοντά, το μαγέρικο του Τρουμπούνη και το παντοπωλείο του Μάτα.
Από την άλλη φάτσα απέναντι, το κρεοπωλείο του Πολυχρόνη, παρακάτω ο Αδαμτζίκης -χρώματα και εργαλεία- στα δεξιά μας οι καφέδες του Τάμπρα, παραδίπλα το φουρνάρικο του Πατάκα και κοντά, το μανάβικο του Σκεπάρνη. Απέναντι του ο Αλμπάνης με τα τυριά και λίγο παραπέρα, στην άλλη γωνιά, ο Ματθαίος.
Μια όμορφη γειτονιά!!
Καλαμπούρια, κουτσομπολιά, ένα καφάσι ανάποδα κι’ ένα ρακί με τουλουμοτύρι κι’ ελιές, κάποια μεσημέρια που ησύχαζε η αγορά.
Τι όμορφα τσιμπούσια!
Άλλες φορές, το τραπέζι ήταν πιο πλούσιο.
Ένα κομμάτι κρέας απ’ τους χασάπηδες σ΄ ένα ταψί, δυο ντομάτες χτυπημένες, μια σέσουλα μανέστρα «Ντεβέτα» και στο φούρνο του κυρ-Ασημάκη του Πατάκα…
-Σουκρατέλ’, σάλτα μουρέλ΄μ΄ στου κυρ Ματθαίο.. Απ΄ το καλό πες του, ξέρει εκείνος.
Αργότερα, το μια σταλιά μπακαλικάκι, απόκτησε και μανάβικο.
Κατατρεγμένος και ταλαιπωρημένος από την «εξουσία», έβαλε 2-3 καφάσια λαχανικά ο Γιώργος ο Τσαγκαρέλλης, ο «θείος» Γιώργος και να το μπουτζάκ’ γίνεται… πολυκατάστημα….
Μια «γειτονιά», που για χρόνια έγινε σπίτι μου και την κουβαλώ χρόνια τώρα μέσα μου.
Είχα φτιάξει κι’ ένα γιατάκι κάτω από το χουτζερέ, 2-3 σακιά κι’ ένα μάτσο χαρτοσακούλες για μαξιλάρι και τα μεσημέρια το καλοκαίρι, την άραζα εκεί.
Τούτο το μαγαζάκι, δε μας ανάθρεψε μόνο.
Εμένα μ’ έμαθε πράγματα, με ανθρώπεψε, με σημάδεψε..
Τώρα θα μου πεις, τι σ’ έπιασε ρε φίλε και πήγες 60 χρόνια πίσω;
Δε ξέρω.
Ίσως ο φόβος μήπως και ξεχάσω.
Και με καταπιούν οι δυσκολίες και η ασχήμια…
Πηγή: stonisi.gr
Σωκράτης Μαντζουράνης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δε ξέρω τι μ’ έπιασε τώρα και σκαλίζω τα χθεσινά..
Φαίνεται πως όσο τα χρόνια στοιβάζονται, σε πιάνει μια πεθυμιά ν’ αφήσεις «χνάρια», το «πέρασμα» σου.
Ματαιοδοξία;
Δε ξέρω.. Ίσως.
Όπως και νάχει, ότι ζήσαμε, είμαστε.
Το έφερε η τύχη, να πάω σε πολλά μέρη του κόσμου, να δω πολλές ομορφιές.
Όμως καμιά δε συγκρίνεται μ΄ εκείνα τα λίγα τετραγωνικά της Κουμιδιάς, το «μπας-φανάρ΄», όπου βρισκόταν το μικρό μπακάλικο του πατέρα μου.
Του μπακαλικέλ’ τ’ Μαρίνου…
Το μαγαζί μας!
Στο χαμό του ΄22, κόσμος και κοσμάκης, αλαφιασμένα λεφούσια από απέναντι, γέμισαν τη Μυτιλήνη προσπαθώντας να ξαναχτίσουν τις ζωές τους.
Πλημμύρισε η πόλη απόγνωση και δυστυχία!
Ανάμεσα τους και ο Μαρίνος
Αμούστακο 18χρονο τον πήραν φαντάρο, πήγε κι’ αυτός να πολεμήσει για την «Μεγάλη Ελλάδα» και αμούστακος λοχίας από τον Σαγγάριο, γύρισε. Αγνώριστος από τις κακουχίες, μ’ ένα τραύμα στο κορμί του κι’ ένα «χαρτί» στη τσέπη που μίλαγε για «ανδρεία κατά την μάχην..».
Χαμένος, με πολλά αναπάντητα ερωτήματα, πεθαμένα όνειρα και πολλές ολοζώντανες ψείρες.
Ξανά στο Πληγόνι, στο χωριό του.
Όλα τα ίδια εκεί, εκτός από τη φτώχια της φαμίλιας του, που είχε πάρει τ΄ απάνω της.
Τώρα η ζωή είχε άλλο όνομα:
Μεροκάματο.
Πώς όμως να τα φέρεις βόλτα μ’ ένα νταβά με «πραματέλια», με χουσμέτια, με τρείς κατσίκες και λίγες ρίζες ελιές;
Απελπισμένος ο Μαρίνος.
Και πάνω εκεί, ένας μπάρμπας του που «ήταν στα πράγματα», τον ορμηνεύει:
-Να πας να γυρέψεις από το κράτος, να σου δώσει κάτι για να σταθείς. Το δικαιούσαι σαν τραυματίας πολέμου.
Λόγια, υποσχέσεις, ταξίματα, χαρτιά και τελικά βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος:
-Μαρνέλ΄θα το κανονίσουμε κάτι να πάρεις..
Έδειξε και το χαρτί, με το «επέδειξε ανδρεία κατά τη μάχη», έδειξε και το άλλο «διαμπερές τραύμα» και τα κατάφερε.
Του παραχώρησαν στο «μπας-φανάρι» ένα παρτσάδι περίπου 4χ4, παλιά τούρκικη βρύση ήταν, για «χρήση αορίστου χρόνου ως κατάστημα…»
Το μαγαζί μας!!
-Ένα μπουτζάκ΄ ήταν, αλλά αυτό ήταν, μου έλεγε χρόνια μετά.
Κι’ άρχισε ο Μαρίνος την.. επιχειρηματική του πορεία μετατρέποντας τη βρύση σε μπακάλικο.
Χτισίματα, οροφή, καπάντζες, ράφια, τεσγιάκια, «έφαγε» και λίγο το πεζοδρόμιο, έφτιαξε και ταμπέλλα με καλλιγραφικά «Παντοπωλείον», όλα στη τρίχα.
Αγόρασε κοψοχρονιά ο μπάρμπας που «ήταν στα πράγματα» τις ρίζες τις ελιές και βρέθηκε και η σερμαγιά για το εμπόρευμα.
Και ο λαβωμένος αμούστακος λοχίας του Σαγγάριου, έγινε πια μαγαζάτορας!
Οι γείτονες «συνάδελφοι» της αγοράς, τον καλοδέχτηκαν και τον βοηθησαν.
Αριστερά μας το κρεοπωλείο του Καζαντζή, απέναντι το κρεοπωλείο του Χατζηστεφανή, από κοντά το καρεκλάδικο του Ναρλή και το μαγέρικο του Κουκούλη.
Εκεί κοντά, το μαγέρικο του Τρουμπούνη και το παντοπωλείο του Μάτα.
Από την άλλη φάτσα απέναντι, το κρεοπωλείο του Πολυχρόνη, παρακάτω ο Αδαμτζίκης -χρώματα και εργαλεία- στα δεξιά μας οι καφέδες του Τάμπρα, παραδίπλα το φουρνάρικο του Πατάκα και κοντά, το μανάβικο του Σκεπάρνη. Απέναντι του ο Αλμπάνης με τα τυριά και λίγο παραπέρα, στην άλλη γωνιά, ο Ματθαίος.
Μια όμορφη γειτονιά!!
Καλαμπούρια, κουτσομπολιά, ένα καφάσι ανάποδα κι’ ένα ρακί με τουλουμοτύρι κι’ ελιές, κάποια μεσημέρια που ησύχαζε η αγορά.
Τι όμορφα τσιμπούσια!
Άλλες φορές, το τραπέζι ήταν πιο πλούσιο.
Ένα κομμάτι κρέας απ’ τους χασάπηδες σ΄ ένα ταψί, δυο ντομάτες χτυπημένες, μια σέσουλα μανέστρα «Ντεβέτα» και στο φούρνο του κυρ-Ασημάκη του Πατάκα…
-Σουκρατέλ’, σάλτα μουρέλ΄μ΄ στου κυρ Ματθαίο.. Απ΄ το καλό πες του, ξέρει εκείνος.
Αργότερα, το μια σταλιά μπακαλικάκι, απόκτησε και μανάβικο.
Κατατρεγμένος και ταλαιπωρημένος από την «εξουσία», έβαλε 2-3 καφάσια λαχανικά ο Γιώργος ο Τσαγκαρέλλης, ο «θείος» Γιώργος και να το μπουτζάκ’ γίνεται… πολυκατάστημα….
Μια «γειτονιά», που για χρόνια έγινε σπίτι μου και την κουβαλώ χρόνια τώρα μέσα μου.
Είχα φτιάξει κι’ ένα γιατάκι κάτω από το χουτζερέ, 2-3 σακιά κι’ ένα μάτσο χαρτοσακούλες για μαξιλάρι και τα μεσημέρια το καλοκαίρι, την άραζα εκεί.
Τούτο το μαγαζάκι, δε μας ανάθρεψε μόνο.
Εμένα μ’ έμαθε πράγματα, με ανθρώπεψε, με σημάδεψε..
Τώρα θα μου πεις, τι σ’ έπιασε ρε φίλε και πήγες 60 χρόνια πίσω;
Δε ξέρω.
Ίσως ο φόβος μήπως και ξεχάσω.
Και με καταπιούν οι δυσκολίες και η ασχήμια…
Πηγή: stonisi.gr
Σωκράτης Μαντζουράνης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου