Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Στις μικροσυναλλαγές με τους καλούς γείτονες συμβαίνει το τελευταίο δίμηνο κάτι παράδοξο: «Πάρε μου δυο φραντζόλες ψωμί, αν βγεις». «Πάω σούπερ μάρκετ, θέλεις κάτι;» «Α, πάρε μου ένα γάλα». Και γίνεται η δουλειά και η αλληλοεξυπηρέτηση, χωρίς πολλά πολλά, χωρίς βαρύγδουπες διακηρύξεις περί αλληλεγγύης που αντισταθμίζει την αποστασιοποίηση, για το μακριά που μας φέρνει κοντά κι όλα τα σχετικά που πληρώναμε αδρά για να τ’ ακούμε νυχθημερόν απ’ τα κανάλια, μαζί με συμβουλές για το σαπούνισμα των χεριών. Γίνεται, λοιπόν, η δουλειά, φέρνει τη μια μέρα ο ένας το γάλα, την άλλη ο άλλος το ψωμί, τα κρεμάει ο ένας στο χερούλι της πόρτας του άλλου, κι έπειτα, κάποια στιγμή, είσαι ή δεν είσαι σπίτι, κάτω από την πόρτα γλιστράει ένα φακελάκι ή ένα σακουλάκι με τα λεφτά. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Αλλά τα λεφτά μένουν εκεί. Στο φακελάκι ή το σακουλάκι τους. Εμπιστοσύνη υπάρχει κι είναι τυφλή, αλλά κανείς δεν σπεύδει να μαζέψει τα λεφτά από το σακουλάκι τους. Μένουν εκεί για ώρες, ίσως και μέρες, ως κάτι βδελυρό και μιαρό. Τα πράγματα από το σούπερ μάρκετ ή τον μανάβη θα βάλεις γάντια λάτεξ και σιγά σιγά θα τα πλύνεις ή θα τα περάσεις με αντισηπτικό για να τ’ απαλλάξεις από τυχόν ιϊκό φορτίο –τι ωραίες φράσεις έχουμε μάθει αυτό το δίμηνο!–, αλλά τα λεφτά, κέρματα ή χαρτονομίσματα, θα μείνουν κι άλλο στην τιμωρία τους. Παρατημένα. Πεταμένα. Πεταμένα λεφτά.
Αν η περιγραφή σάς φαίνεται υπερβολική, παρατηρήστε τι γίνεται στον φούρνο, στο σούπερ μάρκετ ή στο μπακάλικο. Οι άνθρωποι που ψωνίζουν με μετρητά όλο και λιγοστεύουν. Οι συστάσεις για συναλλαγές με κάρτα παντού διακηρύσσουν πανηγυρικά τον επιθανάτιο ρόγχο του φυσικού χρήματος. Οι κάρτες, που προ εικοσαετίας ήταν σύμβολο πρεστίζ και πιστοληπτικής ικανότητας μεσαίων και άνω εισοδημάτων, σήμερα είναι το ταπεινό διαβατήριο του φτωχού για την αγορά.
Ο Covid-19 είναι έτοιμος να δώσει τη χαριστική βολή στα μετρητά, έπειτα από τα συντριπτικά πλήγματα που του προκάλεσαν τα capital controls. To 2015 υποτίθεται ότι ήταν για την υγεία και επιβίωση του τραπεζικού συστήματος. Το 2020 είναι για την υγεία και επιβίωση τη δική μας.
Το παράδοξο είναι ότι αυτό που το 2015 άρεσε πολύ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που άλλωστε επέβαλε τη βίαιη μετάβασή μας από τον κόσμο του «βρόμικου» φυσικού χρήματος, στον κόσμο του «καθαρού» εικονικού χρήματος, σήμερα δεν της αρέσει ιδιαίτερα. Μερικούς μήνες πριν μας την πέσει ο Covid-19, η ΕΚΤ απέρριπτε αυστηρά διάταξη του φορολογικού νομοσχεδίου της μητσοτακοκυβέρνησης που ήθελε να μειώσει στα 300 ευρώ το υποχρεωτικό όριο ηλεκτρονικών συναλλαγών κι άλλα παρεμφερή, με το επιχείρημα ότι «η ικανότητα πληρωμής σε μετρητά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες οι οποίες, για διάφορους θεμιτούς λόγους (sic!), προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά αντί για άλλα μέσα πληρωμών». Αυτό ήταν το ρητό επιχείρημα, διότι υπήρχε και το υπόρρητο, «σόρι μάγκες, αλλά, αν καταργήσουμε εντελώς τα μετρητά, εγώ τι ακριβώς ρόλο θα παίζω;».
Δεν είναι τόσο ανάλαφρο όσο ακούγεται. Αν ο καλός μας φίλος, ο κορονοϊός, καταφέρει μεταξύ άλλων το οριστικό πέρασμα σε μια οικονομία εικονικού χρήματος, που έτσι κι αλλιώς είναι η κυρίαρχη μορφή χρήματος σε σχέση με τα μετρητά, όχι χάρη στο bitcoin, αλλά χάρη στη δαιμόνια ελευθερία του πιστωτικού συστήματος να δημιουργούν χρήμα από το τίποτα, τότε οι «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες μετατρέπονται σε βασιλείς χωρίς εξουσίες, χωρίς σκήπτρο, στέμμα και κύρος. Κάτι σαν τους βασιλείς του Βελγίου ή της Ολλανδίας που υπάρχουν ή δεν υπάρχουν είναι ένα και το αυτό.
Ο έλεγχος του νομίσματος –της ποσότητάς του, της ισοτιμίας του, της ταχύτητας κυκλοφορίας του– είναι μια άσκηση κρατικής κυριαρχίας που οι κεντρικές τράπεζες (μαζί και η κεντρο-αποκεντρο-ευρωπαϊκή) σε αγαστή συμμαχία με τη χρηματοπιστωτική τοκογλυφία, την έχουν αποσπάσει από τα κράτη με πολύ κόπο για την αφήσουν να χαθεί σε ένα θολό συνονθύλευμα μετα-χρηματικής οικονομίας, όπου ρόλο χρήματος μπορούν να παίζουν κρυπτονομίσματα, αλγοριθμικές σειρές, βάσεις δεδομένων κι οποιαδήποτε άλλη επινόηση της άναρχης τεχνοαγοράς. Και η νομισματική κυριαρχία, η τόσο πονηρά κλεμμένη, είναι αδύνατη χωρίς το ελάχιστο υλικό της σύμβολο: ένα μεταλλικό μονόευρο, ένα πορτοκαλί πενηντάευρο ή έστω τις ψηφιακές απεικονίσεις τους.
Το νόμισμα είναι ένα Σύμβολο Πίστεως (τραπεζικής), μέσω του οποίου ασκείται η κυριαρχία στα μυαλά των ανθρώπων, αυστηρή προϋπόθεση για να ασκηθεί και στις τσέπες τους. Αν το εξαφανίσουμε, τι λόγο ύπαρξης θα έχουν οι κεντρικές τράπεζες και οι τράπεζες γενικώς, εφόσον τον ρόλο τους μπορούν να τον παίξουν η Facebook, το bitcoin ή τα vouchers σίτισης, εκπαίδευσης ή διακοπών;
Μπορούμε, έτσι, να κατανοήσουμε το δίλημμα των πεταμένων λεφτών, των πιθανά μολυσμένων από τον ιό και για λίγο απόβλητων, πριν αποκτήσουν μια θέση στην τσέπη ή το πορτοφόλι μας: όλα τα λεφτά του κόσμου είναι εξ ορισμού βρόμικα, είτε είναι προϊόν ναρκεμπορίου είτε είναι η αμοιβή μιας επίπονης εργασίας. Είναι βρόμικα, γιατί αποξενώνουν τον άνθρωπο από το προϊόν της δουλειάς του, ευτελίζουν τις δεξιότητες, τις επιθυμίες, τις ανάγκες του και τον ίδιο στο επίπεδο του εμπορεύματος. Και δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε που είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε πολύ ακόμη μαζί τους.
Αυτές που οφείλουν να ντρέπονται είναι οι κεντρικές τράπεζες: τόσα τρισεκατομμύρια δολάρια, ευρώ ή γεν, μοιρασμένα γενναιόδωρα εδώ και μια δεκαετία σε τράπεζες κι επιχειρήσεις ίσα για να μπαζώσουν τις τρύπες τους και ποιο το αποτέλεσμα; Έτοιμες να χαθούν κι αυτές στις ίδιες τρύπες.
Αυτά κι αν ήταν πεταμένα λεφτά.
Χρυσάφι! κίτρινο, ακριβό, γυαλιστερό χρυσάφι!…
Τόσο απ’ αυτό κάνει το άσπρο μαύρο,
τ’ άσχημο ωραίο, τ’ άδικο δίκιο,
το χυδαίο ευγενικό, το παλιό νέο, τη δειλία αντρεία.
Τούτος ο κίτρινος ο δούλος δένει και λύνει νόμους·
ευλογάει καταραμένους· κάνει λατρευτή τη λέπρα·
δίνει στους κλέφτες θέση πλάι σε γερουσιαστές,
και τίτλους, προσκυνήματα, χειροκροτήματα·
τούτο ξαναπαντρεύει χήρα μαραμένη·
γυναίκα απ’ το νοσοκομείο με σπυριά ομπυασμένα
που προκαλεί εμετόν, αυτό τη μπαλσαμώνει
και την αρωματίζει πάλι ανθό του Απρίλη.
Ε, κολασμένο χώμα, πόρνη εσύ κοινή
της ανθρωπότητας, που βάζεις τις διχόνοιες
ανάμεσα στον όχλο των εθνών,
ε, θα σε κάνω εγώ να κάνεις το δικό σου.
Ουίλιαμ Σέξπιρ, «Τίμων ο Αθηναίος» (Μετάφραση Βασίλη Ρώτα)
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Στις μικροσυναλλαγές με τους καλούς γείτονες συμβαίνει το τελευταίο δίμηνο κάτι παράδοξο: «Πάρε μου δυο φραντζόλες ψωμί, αν βγεις». «Πάω σούπερ μάρκετ, θέλεις κάτι;» «Α, πάρε μου ένα γάλα». Και γίνεται η δουλειά και η αλληλοεξυπηρέτηση, χωρίς πολλά πολλά, χωρίς βαρύγδουπες διακηρύξεις περί αλληλεγγύης που αντισταθμίζει την αποστασιοποίηση, για το μακριά που μας φέρνει κοντά κι όλα τα σχετικά που πληρώναμε αδρά για να τ’ ακούμε νυχθημερόν απ’ τα κανάλια, μαζί με συμβουλές για το σαπούνισμα των χεριών. Γίνεται, λοιπόν, η δουλειά, φέρνει τη μια μέρα ο ένας το γάλα, την άλλη ο άλλος το ψωμί, τα κρεμάει ο ένας στο χερούλι της πόρτας του άλλου, κι έπειτα, κάποια στιγμή, είσαι ή δεν είσαι σπίτι, κάτω από την πόρτα γλιστράει ένα φακελάκι ή ένα σακουλάκι με τα λεφτά. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Αλλά τα λεφτά μένουν εκεί. Στο φακελάκι ή το σακουλάκι τους. Εμπιστοσύνη υπάρχει κι είναι τυφλή, αλλά κανείς δεν σπεύδει να μαζέψει τα λεφτά από το σακουλάκι τους. Μένουν εκεί για ώρες, ίσως και μέρες, ως κάτι βδελυρό και μιαρό. Τα πράγματα από το σούπερ μάρκετ ή τον μανάβη θα βάλεις γάντια λάτεξ και σιγά σιγά θα τα πλύνεις ή θα τα περάσεις με αντισηπτικό για να τ’ απαλλάξεις από τυχόν ιϊκό φορτίο –τι ωραίες φράσεις έχουμε μάθει αυτό το δίμηνο!–, αλλά τα λεφτά, κέρματα ή χαρτονομίσματα, θα μείνουν κι άλλο στην τιμωρία τους. Παρατημένα. Πεταμένα. Πεταμένα λεφτά.
Αν η περιγραφή σάς φαίνεται υπερβολική, παρατηρήστε τι γίνεται στον φούρνο, στο σούπερ μάρκετ ή στο μπακάλικο. Οι άνθρωποι που ψωνίζουν με μετρητά όλο και λιγοστεύουν. Οι συστάσεις για συναλλαγές με κάρτα παντού διακηρύσσουν πανηγυρικά τον επιθανάτιο ρόγχο του φυσικού χρήματος. Οι κάρτες, που προ εικοσαετίας ήταν σύμβολο πρεστίζ και πιστοληπτικής ικανότητας μεσαίων και άνω εισοδημάτων, σήμερα είναι το ταπεινό διαβατήριο του φτωχού για την αγορά.
Ο Covid-19 είναι έτοιμος να δώσει τη χαριστική βολή στα μετρητά, έπειτα από τα συντριπτικά πλήγματα που του προκάλεσαν τα capital controls. To 2015 υποτίθεται ότι ήταν για την υγεία και επιβίωση του τραπεζικού συστήματος. Το 2020 είναι για την υγεία και επιβίωση τη δική μας.
Το παράδοξο είναι ότι αυτό που το 2015 άρεσε πολύ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που άλλωστε επέβαλε τη βίαιη μετάβασή μας από τον κόσμο του «βρόμικου» φυσικού χρήματος, στον κόσμο του «καθαρού» εικονικού χρήματος, σήμερα δεν της αρέσει ιδιαίτερα. Μερικούς μήνες πριν μας την πέσει ο Covid-19, η ΕΚΤ απέρριπτε αυστηρά διάταξη του φορολογικού νομοσχεδίου της μητσοτακοκυβέρνησης που ήθελε να μειώσει στα 300 ευρώ το υποχρεωτικό όριο ηλεκτρονικών συναλλαγών κι άλλα παρεμφερή, με το επιχείρημα ότι «η ικανότητα πληρωμής σε μετρητά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες οι οποίες, για διάφορους θεμιτούς λόγους (sic!), προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά αντί για άλλα μέσα πληρωμών». Αυτό ήταν το ρητό επιχείρημα, διότι υπήρχε και το υπόρρητο, «σόρι μάγκες, αλλά, αν καταργήσουμε εντελώς τα μετρητά, εγώ τι ακριβώς ρόλο θα παίζω;».
Δεν είναι τόσο ανάλαφρο όσο ακούγεται. Αν ο καλός μας φίλος, ο κορονοϊός, καταφέρει μεταξύ άλλων το οριστικό πέρασμα σε μια οικονομία εικονικού χρήματος, που έτσι κι αλλιώς είναι η κυρίαρχη μορφή χρήματος σε σχέση με τα μετρητά, όχι χάρη στο bitcoin, αλλά χάρη στη δαιμόνια ελευθερία του πιστωτικού συστήματος να δημιουργούν χρήμα από το τίποτα, τότε οι «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες μετατρέπονται σε βασιλείς χωρίς εξουσίες, χωρίς σκήπτρο, στέμμα και κύρος. Κάτι σαν τους βασιλείς του Βελγίου ή της Ολλανδίας που υπάρχουν ή δεν υπάρχουν είναι ένα και το αυτό.
Ο έλεγχος του νομίσματος –της ποσότητάς του, της ισοτιμίας του, της ταχύτητας κυκλοφορίας του– είναι μια άσκηση κρατικής κυριαρχίας που οι κεντρικές τράπεζες (μαζί και η κεντρο-αποκεντρο-ευρωπαϊκή) σε αγαστή συμμαχία με τη χρηματοπιστωτική τοκογλυφία, την έχουν αποσπάσει από τα κράτη με πολύ κόπο για την αφήσουν να χαθεί σε ένα θολό συνονθύλευμα μετα-χρηματικής οικονομίας, όπου ρόλο χρήματος μπορούν να παίζουν κρυπτονομίσματα, αλγοριθμικές σειρές, βάσεις δεδομένων κι οποιαδήποτε άλλη επινόηση της άναρχης τεχνοαγοράς. Και η νομισματική κυριαρχία, η τόσο πονηρά κλεμμένη, είναι αδύνατη χωρίς το ελάχιστο υλικό της σύμβολο: ένα μεταλλικό μονόευρο, ένα πορτοκαλί πενηντάευρο ή έστω τις ψηφιακές απεικονίσεις τους.
Το νόμισμα είναι ένα Σύμβολο Πίστεως (τραπεζικής), μέσω του οποίου ασκείται η κυριαρχία στα μυαλά των ανθρώπων, αυστηρή προϋπόθεση για να ασκηθεί και στις τσέπες τους. Αν το εξαφανίσουμε, τι λόγο ύπαρξης θα έχουν οι κεντρικές τράπεζες και οι τράπεζες γενικώς, εφόσον τον ρόλο τους μπορούν να τον παίξουν η Facebook, το bitcoin ή τα vouchers σίτισης, εκπαίδευσης ή διακοπών;
Μπορούμε, έτσι, να κατανοήσουμε το δίλημμα των πεταμένων λεφτών, των πιθανά μολυσμένων από τον ιό και για λίγο απόβλητων, πριν αποκτήσουν μια θέση στην τσέπη ή το πορτοφόλι μας: όλα τα λεφτά του κόσμου είναι εξ ορισμού βρόμικα, είτε είναι προϊόν ναρκεμπορίου είτε είναι η αμοιβή μιας επίπονης εργασίας. Είναι βρόμικα, γιατί αποξενώνουν τον άνθρωπο από το προϊόν της δουλειάς του, ευτελίζουν τις δεξιότητες, τις επιθυμίες, τις ανάγκες του και τον ίδιο στο επίπεδο του εμπορεύματος. Και δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε που είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε πολύ ακόμη μαζί τους.
Αυτές που οφείλουν να ντρέπονται είναι οι κεντρικές τράπεζες: τόσα τρισεκατομμύρια δολάρια, ευρώ ή γεν, μοιρασμένα γενναιόδωρα εδώ και μια δεκαετία σε τράπεζες κι επιχειρήσεις ίσα για να μπαζώσουν τις τρύπες τους και ποιο το αποτέλεσμα; Έτοιμες να χαθούν κι αυτές στις ίδιες τρύπες.
Αυτά κι αν ήταν πεταμένα λεφτά.
Θεωρίες για την υπεραξία
Χρυσάφι! κίτρινο, ακριβό, γυαλιστερό χρυσάφι!…
Τόσο απ’ αυτό κάνει το άσπρο μαύρο,
τ’ άσχημο ωραίο, τ’ άδικο δίκιο,
το χυδαίο ευγενικό, το παλιό νέο, τη δειλία αντρεία.
Τούτος ο κίτρινος ο δούλος δένει και λύνει νόμους·
ευλογάει καταραμένους· κάνει λατρευτή τη λέπρα·
δίνει στους κλέφτες θέση πλάι σε γερουσιαστές,
και τίτλους, προσκυνήματα, χειροκροτήματα·
τούτο ξαναπαντρεύει χήρα μαραμένη·
γυναίκα απ’ το νοσοκομείο με σπυριά ομπυασμένα
που προκαλεί εμετόν, αυτό τη μπαλσαμώνει
και την αρωματίζει πάλι ανθό του Απρίλη.
Ε, κολασμένο χώμα, πόρνη εσύ κοινή
της ανθρωπότητας, που βάζεις τις διχόνοιες
ανάμεσα στον όχλο των εθνών,
ε, θα σε κάνω εγώ να κάνεις το δικό σου.
Ουίλιαμ Σέξπιρ, «Τίμων ο Αθηναίος» (Μετάφραση Βασίλη Ρώτα)
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου