Κώστας Καναβούρης
Ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του. Μόνη στο σπίτι. Τα παιδιά με τους φίλους τους. Ευτυχώς υπήρχε αυτή η δυνατότητα, σκέφτηκαν όλοι στην οικογένεια με ανακούφιση, όταν έσφιξαν τα πράγματα από την καραντίνα. Ούτε είκοσι μέρες πριν. Και τώρα...
«Ο κύριος Δημητρίου κατέληξε» είπε μια σοβαρή τυπική φωνή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Σχεδόν, τι σχεδόν δηλαδή, σαν χθες ήταν που τον πήραν με το ασθενοφόρο. Από τότε δεν τον ξανάδε. Και στην απογευματινή ενημέρωση θα γινόταν μια ακόμα ανώνυμη περίπτωση μέσα στον αριθμό των «νεκρών ημέρας», όπως έλεγαν με τις φίλες και τους φίλους της στο τηλέφωνο. Στο ίδιο τηλέφωνο. Ένας «νεκρός ημέρας», ηλικίας 65 χρονών που έπασχε από «υποκείμενο νόσημα». Αυτά! Και ησυχία. Και απουσία. Ακίνητη. Το τηλέφωνο είναι στο χολ. Δεν κουνήθηκε ποτέ από εκεί. Κοίταξε δεξιά προς το σαλόνι. Γύρισε αριστερά προς την κρεβατοκάμαρά τους. Όλα ήταν στη θέση τους. Και στις κρεβατοκάμαρες των παιδιών, μετά τη γωνία του διαδρόμου, όλα στη θέση τους θα ήταν. Εκεί που τα βάζει η συνήθεια τόσων χρόνων, ώσπου έρχεται κάποια στιγμή που νομίζεις ότι αυτή είναι η θέση τους. Αυτή και καμιά άλλη. Απορούσε που όλα ήταν στη θέση τους. Εκτός από την ίδια.
Κοίταξε πάλι το τηλέφωνο, ενώ σκούπιζε τα μάτια της. Τζάμπα κόπος, δεν έκλαιγε. «Εσύ φταις» του ψιθύρισε. Χαμογέλασε. Ήταν πολύ παλιό αυτό το παιχνίδι. Το έπαιζε με τον πατέρα της. Κάθε φορά, όταν συνέβαινε κάτι άσχημο που άλλαζε τη ζωή τους -και συνέβαιναν ουκ ολίγα- ο πατέρας της γύριζε στο τηλέφωνο απ’ όπου έρχονταν τα μαντάτα. «Εσύ φταις» του έλεγε και της έκλεινε το μάτι. «Αυτό φταίει» την παρηγορούσε πριν προλάβει να φοβηθεί, λες και μόλις έβαζαν το ακουστικό στη θέση του το κακό έμενε μέσα στη συσκευή. «Μαύρο πρόβατο» το είχε βαφτίσει ο πατέρας της. Το αγάπησε πολύ αυτό το μαύρο πρόβατο. Γι’ αυτό το κράτησε. Κληρονομιά! Το πήρε μαζί της και στο δικό της σπίτι. Το τοποθέτησε εκεί κι εκεί έγινε η θέση του. Η τεχνολογία ήρθε βέβαια με ορμή, όμως το μαύρο πρόβατο, εκεί. Αμετακίνητο από τη θέση του. Η ίδια, κινητό δεν σήκωνε αν ήταν στο σπίτι. Ας είναι καλά το μαύρο πρόβατο. Από ’κεί μιλούσε, από ’κεί έφταναν τα νέα, καλά και άσχημα.
Μαύρο, βαρύ, αυθεντικό κατάλοιπο από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Αυθεντικό και το κουδούνισμα. Σαν συναγερμός από τη μακρινή δεκαετία που για την ίδια και την οικογένειά της ήταν μαύρη και κυνηγημένη. Το μαύρο πρόβατο έφταιγε.
Το ξανακοίταξε και της ήρθε να χαμογελάσει. «Εσύ φταις», επανέλαβε. «Λυπάμαι που θα σ' το πω, αλλά για μια ακόμα φορά, εσύ φταις. Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ μέσα;». Γύρισε να φύγει και παραλίγο να της ξεφύγει μια κραυγή αντικρίζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. «Κι όμως υπάρχει κάποιος εδώ μέσα», σκέφτηκε και έκανε ένα πλάγιο βήμα. Να μην κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Να μην κοιτάζεται. «Δεν είμαι εγώ. Δεν είναι εδώ η θέση μου».
Κοίταξε τις βαλίτσες μπροστά στην πόρτα. Δεν είναι εδώ η θέση της. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε και βέλαξε το μαύρο πρόβατο. Ξανάκανε ένα πλάγιο βήμα. Ξανάδε το είδωλο της στον καθρέφτη.
«Γιατί άργησα; Γιατί γύρισα να σηκώσω το ακουστικό; Γιατί συνήθισα να φοβάμαι; Γιατί άργησα τόσο πολύ να αποφασίσω;».
Προχτές ακόμα είχε πάει στο σούπερ μάρκετ. Την ήξεραν, ειδικά οι υπάλληλοι που ήταν χρόνια στα ταμεία. Όλη την οικογένεια ήξεραν. Όχι μόνο οι παλιοί, αλλά και οι καινούργιοι. Είχε μια ειδική ικανότητα ο άντρας της να γίνεται γνωστός. Και στην ίδια γρήγορα έγινε γνωστός, όμως μαζί, λες κι άνοιξε μέσα της μια καταπαχτή και ξεπήδησε ο φόβος. Ένας φόβος μυστήριος που κατέλαβε τα πάντα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της παρά μόνο μέσα στον φόβο. Εκεί ήταν η θέση της. Χωρίς κάποιο ορατό σημείο όπου ο φόβος τελειώνει. Κράτησε χρόνια. Πολλά. Δεν θυμόταν πώς ή πότε άρχισε. Σαν να ήταν μέσα της από πάντα, ήρθε σαν εφιάλτης κι όταν ξύπνησε ο εφιάλτης συνεχίστηκε. Ύπουλα. Χωρίς βία που μπορείς να τη διηγηθείς. Μ’ έναν τρόπο που σου λιώνει τα σωθικά και σ’ αφήνει κέλυφος.
Διάβαζε για περιστατικά βίας μέσα στην οικογένεια κι ευχόταν να την είχε χτυπήσει κι εκείνη. Να μπορούσε να το διηγηθεί. Να το πει στον εαυτό της. Όχι να το καταγγείλει, να το πει, να του δώσει σχήμα. Δεν έγινε έτσι. Μαρτύριο. Κι έμεινε. Μέχρι προχτές που πήγε στο σούπερ μάρκετ. Είχε μέρες να πάει. Πριν την καραντίνα. Πλησίασε στο ταμείο. Συμπαθούσε πολύ την υπάλληλο, πιάνανε την κουβέντα καμιά φορά που δεν είχε κόσμο. Αυτή την φορά όμως δεν της είπε τίποτα. Βλέμμα αγριεμένο πάνω από τη μάσκα. «Κυρία μου, ο άνδρας σας, μου είναι απεχθής». Είπε κι άλλα, αλλά εκείνη δεν άκουγε. Ποιος ξέρει τι καυγάς έγινε. Πάλι. Είχε ειδικότητα ο άντρας της να στήνει καυγάδες. Με αστείρευτη διάθεση για καυγά. Και να έχει πάντοτε δίκιο. Και να σε βάζει στη θέση σου.
Γύρισε στο άδειο σπίτι. Χωρίς να το καταλάβει σχεδόν, άρχισε να ξεκρεμάει τα ρούχα της. Κατέβασε βαλίτσες. Δυο μέρες ετοιμαζόταν, ούτε στα παιδιά δεν το είπε. Ώς που ζωντάνεψε το μαύρο πρόβατο. Τέλος.
«Και τώρα από πού να φύγω; Ούτε να σου το πω δεν μπορώ. Δεν μπορώ πια να φύγω. Με νίκησες πολύ άσχημα, ούτε να ηττηθώ δεν κατάφερα».
Πλησίασε στο τηλέφωνο. Τράβηξε το μαύρο πρόβατο από τη θέση του, το πήρε αγκαλιά και πήγε ώς το σαλόνι. Κάθισε.
«Δεν φταις εσύ» είπε, σαν να παρηγορούσε, νανουρίζοντας, ένα παιδί. Και την έπιασαν τα κλάματα.
Πηγή: avgi.gr
Κώστας Καναβούρης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του. Μόνη στο σπίτι. Τα παιδιά με τους φίλους τους. Ευτυχώς υπήρχε αυτή η δυνατότητα, σκέφτηκαν όλοι στην οικογένεια με ανακούφιση, όταν έσφιξαν τα πράγματα από την καραντίνα. Ούτε είκοσι μέρες πριν. Και τώρα...
«Ο κύριος Δημητρίου κατέληξε» είπε μια σοβαρή τυπική φωνή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Σχεδόν, τι σχεδόν δηλαδή, σαν χθες ήταν που τον πήραν με το ασθενοφόρο. Από τότε δεν τον ξανάδε. Και στην απογευματινή ενημέρωση θα γινόταν μια ακόμα ανώνυμη περίπτωση μέσα στον αριθμό των «νεκρών ημέρας», όπως έλεγαν με τις φίλες και τους φίλους της στο τηλέφωνο. Στο ίδιο τηλέφωνο. Ένας «νεκρός ημέρας», ηλικίας 65 χρονών που έπασχε από «υποκείμενο νόσημα». Αυτά! Και ησυχία. Και απουσία. Ακίνητη. Το τηλέφωνο είναι στο χολ. Δεν κουνήθηκε ποτέ από εκεί. Κοίταξε δεξιά προς το σαλόνι. Γύρισε αριστερά προς την κρεβατοκάμαρά τους. Όλα ήταν στη θέση τους. Και στις κρεβατοκάμαρες των παιδιών, μετά τη γωνία του διαδρόμου, όλα στη θέση τους θα ήταν. Εκεί που τα βάζει η συνήθεια τόσων χρόνων, ώσπου έρχεται κάποια στιγμή που νομίζεις ότι αυτή είναι η θέση τους. Αυτή και καμιά άλλη. Απορούσε που όλα ήταν στη θέση τους. Εκτός από την ίδια.
Κοίταξε πάλι το τηλέφωνο, ενώ σκούπιζε τα μάτια της. Τζάμπα κόπος, δεν έκλαιγε. «Εσύ φταις» του ψιθύρισε. Χαμογέλασε. Ήταν πολύ παλιό αυτό το παιχνίδι. Το έπαιζε με τον πατέρα της. Κάθε φορά, όταν συνέβαινε κάτι άσχημο που άλλαζε τη ζωή τους -και συνέβαιναν ουκ ολίγα- ο πατέρας της γύριζε στο τηλέφωνο απ’ όπου έρχονταν τα μαντάτα. «Εσύ φταις» του έλεγε και της έκλεινε το μάτι. «Αυτό φταίει» την παρηγορούσε πριν προλάβει να φοβηθεί, λες και μόλις έβαζαν το ακουστικό στη θέση του το κακό έμενε μέσα στη συσκευή. «Μαύρο πρόβατο» το είχε βαφτίσει ο πατέρας της. Το αγάπησε πολύ αυτό το μαύρο πρόβατο. Γι’ αυτό το κράτησε. Κληρονομιά! Το πήρε μαζί της και στο δικό της σπίτι. Το τοποθέτησε εκεί κι εκεί έγινε η θέση του. Η τεχνολογία ήρθε βέβαια με ορμή, όμως το μαύρο πρόβατο, εκεί. Αμετακίνητο από τη θέση του. Η ίδια, κινητό δεν σήκωνε αν ήταν στο σπίτι. Ας είναι καλά το μαύρο πρόβατο. Από ’κεί μιλούσε, από ’κεί έφταναν τα νέα, καλά και άσχημα.
Μαύρο, βαρύ, αυθεντικό κατάλοιπο από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Αυθεντικό και το κουδούνισμα. Σαν συναγερμός από τη μακρινή δεκαετία που για την ίδια και την οικογένειά της ήταν μαύρη και κυνηγημένη. Το μαύρο πρόβατο έφταιγε.
Το ξανακοίταξε και της ήρθε να χαμογελάσει. «Εσύ φταις», επανέλαβε. «Λυπάμαι που θα σ' το πω, αλλά για μια ακόμα φορά, εσύ φταις. Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ μέσα;». Γύρισε να φύγει και παραλίγο να της ξεφύγει μια κραυγή αντικρίζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. «Κι όμως υπάρχει κάποιος εδώ μέσα», σκέφτηκε και έκανε ένα πλάγιο βήμα. Να μην κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Να μην κοιτάζεται. «Δεν είμαι εγώ. Δεν είναι εδώ η θέση μου».
Κοίταξε τις βαλίτσες μπροστά στην πόρτα. Δεν είναι εδώ η θέση της. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε και βέλαξε το μαύρο πρόβατο. Ξανάκανε ένα πλάγιο βήμα. Ξανάδε το είδωλο της στον καθρέφτη.
«Γιατί άργησα; Γιατί γύρισα να σηκώσω το ακουστικό; Γιατί συνήθισα να φοβάμαι; Γιατί άργησα τόσο πολύ να αποφασίσω;».
Προχτές ακόμα είχε πάει στο σούπερ μάρκετ. Την ήξεραν, ειδικά οι υπάλληλοι που ήταν χρόνια στα ταμεία. Όλη την οικογένεια ήξεραν. Όχι μόνο οι παλιοί, αλλά και οι καινούργιοι. Είχε μια ειδική ικανότητα ο άντρας της να γίνεται γνωστός. Και στην ίδια γρήγορα έγινε γνωστός, όμως μαζί, λες κι άνοιξε μέσα της μια καταπαχτή και ξεπήδησε ο φόβος. Ένας φόβος μυστήριος που κατέλαβε τα πάντα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της παρά μόνο μέσα στον φόβο. Εκεί ήταν η θέση της. Χωρίς κάποιο ορατό σημείο όπου ο φόβος τελειώνει. Κράτησε χρόνια. Πολλά. Δεν θυμόταν πώς ή πότε άρχισε. Σαν να ήταν μέσα της από πάντα, ήρθε σαν εφιάλτης κι όταν ξύπνησε ο εφιάλτης συνεχίστηκε. Ύπουλα. Χωρίς βία που μπορείς να τη διηγηθείς. Μ’ έναν τρόπο που σου λιώνει τα σωθικά και σ’ αφήνει κέλυφος.
Διάβαζε για περιστατικά βίας μέσα στην οικογένεια κι ευχόταν να την είχε χτυπήσει κι εκείνη. Να μπορούσε να το διηγηθεί. Να το πει στον εαυτό της. Όχι να το καταγγείλει, να το πει, να του δώσει σχήμα. Δεν έγινε έτσι. Μαρτύριο. Κι έμεινε. Μέχρι προχτές που πήγε στο σούπερ μάρκετ. Είχε μέρες να πάει. Πριν την καραντίνα. Πλησίασε στο ταμείο. Συμπαθούσε πολύ την υπάλληλο, πιάνανε την κουβέντα καμιά φορά που δεν είχε κόσμο. Αυτή την φορά όμως δεν της είπε τίποτα. Βλέμμα αγριεμένο πάνω από τη μάσκα. «Κυρία μου, ο άνδρας σας, μου είναι απεχθής». Είπε κι άλλα, αλλά εκείνη δεν άκουγε. Ποιος ξέρει τι καυγάς έγινε. Πάλι. Είχε ειδικότητα ο άντρας της να στήνει καυγάδες. Με αστείρευτη διάθεση για καυγά. Και να έχει πάντοτε δίκιο. Και να σε βάζει στη θέση σου.
Γύρισε στο άδειο σπίτι. Χωρίς να το καταλάβει σχεδόν, άρχισε να ξεκρεμάει τα ρούχα της. Κατέβασε βαλίτσες. Δυο μέρες ετοιμαζόταν, ούτε στα παιδιά δεν το είπε. Ώς που ζωντάνεψε το μαύρο πρόβατο. Τέλος.
«Και τώρα από πού να φύγω; Ούτε να σου το πω δεν μπορώ. Δεν μπορώ πια να φύγω. Με νίκησες πολύ άσχημα, ούτε να ηττηθώ δεν κατάφερα».
Πλησίασε στο τηλέφωνο. Τράβηξε το μαύρο πρόβατο από τη θέση του, το πήρε αγκαλιά και πήγε ώς το σαλόνι. Κάθισε.
«Δεν φταις εσύ» είπε, σαν να παρηγορούσε, νανουρίζοντας, ένα παιδί. Και την έπιασαν τα κλάματα.
Πηγή: avgi.gr
Κώστας Καναβούρης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου