Δημήτρης Μηλάκας
Παρά τις προσδοκίες για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που γεννήθηκαν (σε αφελείς ή επαγγελματίες χειροκροτητές των κυβερνητικών χειρισμών) μετά την αποδοχή από τον Ερντογάν της τηλεφωνικής κλήσης του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά παραμένει ίδια και συνοψίζεται γλαφυρά από τα πρωτοσέλιδα του φιλοκυβερνητικού τουρκικού Τύπου:
«Πρόκληση από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ελλάδας προς την Τουρκία. Επισκέφθηκε τη νήσο Εssek» (πρόκειται για το Αγαθονήσι). «Η Σακελλαροπούλου πήγε με ελικόπτερο στο τουρκικό αυτό έδαφος». Μ’ αυτόν τον τρόπο οι εφημερίδες που στηρίζουν τον Ερντογάν και την πολιτική του στέλνουν το μήνυμα περί των σταθερών και αμετάβλητων τουρκικών θέσεων και επιδιώξεων...
Οι τουρκικές θέσεις και επιδιώξεις έχουν ξεκαθαριστεί το τελευταίο διάστημα με αδιαμφισβήτητο τρόπο τόσο με δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων όσο και με πράξεις: πτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, ασκήσεις, δεσμεύσεις περιοχών κ.λπ. Συνοψίζοντας η Άγκυρα έχει ξεκαθαρίσει ότι:
● Τα νησιά στο ανατολικό Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα έχουν παραχωρηθεί στην Ελλάδα υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποίησής τους. Από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει τοποθετήσει στρατό, παραβιάζει τις συνθήκες που της τα παραχώρησαν. Με άλλα λόγια η Άγκυρα ζητάει το αμυντικό ξεγύμνωμα των νησιών, διαφορετικά ανοίγει θέμα κυριότητας για νησιά όπως η Λέσβος, η Χίος, η Ρόδος κ.λπ.
● Τα νησιά, ακόμη και η Κρήτη στην «ειδική» κατά την άποψή της περίπτωση του δεδομένου γεωγραφικού χώρου, δεν έχουν δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα πέραν των 6 μιλίων των χωρικών τους υδάτων.
● Το ζήτημα των διευθετήσεων στην περιοχή δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό. Με άλλα λόγια οι κανόνες του διεθνούς δικαίου θα πρέπει να λάβουν υπόψη τον συντριπτικό υπέρ της Τουρκίας συσχετισμό δύναμης. Η φράση «τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην ανατολική Μεσόγειο ερήμην της Τουρκίας», την οποία διαρκώς επαναλαμβάνουν Τούρκοι αξιωματούχοι, περιγράφει επακριβώς την αντίληψη ισχύος που έχει για τον εαυτό της η Άγκυρα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμφανίζεται να εκφράζει όλους όσοι εδώ και καιρό στο εσωτερικό της χώρας μας έχουν αποδεχτεί θέσεις όπως «δεν μπορούμε να κάνουμε το Αιγαίο ελληνική λίμνη» ή «κανένα διεθνές δικαστήριο δεν θα αποδώσει πλήρη δικαιώματα σε ΑΟΖ στο Καστελλόριζο».
Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, οι θέσεις αυτές εκφράζουν πεποιθήσεις σύμφωνα με τις οποίες εν τέλει η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί όσα της ανήκουν με βάση το διεθνές δίκαιο και τις υπάρχουσες συνθήκες. Καθώς, λοιπόν, αυτή η αδυναμία καταγράφεται (τουλάχιστον στο μυαλό αυτών που υποστηρίζουν τις θέσεις αυτές) με σαφή τρόπο, η μόνη διέξοδος είναι η αναζήτηση ενός «έντιμου συμβιβασμού».
Το παράδειγμα ενός τέτοιου συμβιβασμού έσπευσε να το προσφέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στις παραχωρήσεις προς την Ιταλία στην πρόσφατη συμφωνία για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Στην εν λόγω συμφωνία η Ελλάδα παραχώρησε το αποκλειστικό κυριαρχικό δικαίωμά της στη θαλάσσια ζώνη πέραν των 6 ναυτικών μιλίων στους Ιταλούς ψαράδες, αναγνωρίζοντας τα «ιστορικά δικαιώματα» που προκύπτουν από την... ενετοκρατία!
Αυτή η επίδειξη «καλή θέλησης» της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς την Ιταλία θα πρέπει να σημειωθεί ότι έγινε αποδεκτή και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον τρόπο αυτόν το ελληνικό πολιτικό σύστημα απέστειλε στην Τουρκία το μήνυμα της διάθεσής του για έναν έντιμο συμβιβασμό.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν κυκλοφορήσει χωρίς να διαψευστούν, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών έχει αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, δημιουργώντας τις συνθήκες που επέτρεψαν στον Μητσοτάκη να τηλεφωνήσει και στον Ερντογάν να απαντήσει στην κλήση.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, για την ακρίβεια τα κόμματα εξουσίας, θεωρούν ότι η επίδειξη καλής θέλησης και αποφασιστικότητας για την επίτευξη ενός έντιμου συμβιβασμού με την Τουρκία είναι επαρκής προϋπόθεση για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Επιπρόσθετα, μάλιστα, πιστεύουν ότι «η καλή διαγωγή» προσφέρει στη χώρα και την υποστήριξη από τους ισχυρούς συμμάχους και εταίρους.
Δεν αντιλαμβάνονται, προφανώς, ότι οι τοποθετήσεις των μεγάλων «παικτών» καθορίζονται με όρους ισχύος. Με πιο απλά λόγια, όσοι τοποθετούνται επί της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης λαμβάνουν υπόψη τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ των δύο χωρών και «ποντάρουν» στον νικητή.
Γι’ αυτό μπορεί το τελευταίο διάστημα να ακούγονται λόγια συμπάθειας προς τα ελληνικά δίκαια, ωστόσο ούτε μια λέξη απ’ όσες ακούγονται δεν μετουσιώνεται σε έμπρακτη υποστήριξη. Ούτε καν από τους Αμερικανούς, οι οποίοι έλαβαν από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. τα πάντα στο ελληνικό έδαφος με την ανανεωμένη συμφωνία για τις στρατιωτικές βάσεις.
Κάπως έτσι, λοιπόν, φίλοι και εταίροι χειροκροτούν την ελληνική σύνεση (η οποία προκύπτει από την εμφανή αδυναμία της χώρας) και σπρώχνουν στο παρασκήνιο για «έντιμη» ελληνοτουρκική συμφωνία...
Τι είδους συμφωνία μπορεί να προκύψει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αν τελικά επιχειρηθεί μια διπλωματική διευθέτηση, είναι εύκολο να το φανταστεί κάποιος, αρκεί να λάβει υπόψη τις δυνάμεις των δύο χωρών, καθώς επίσης και τον βαθμό αποφασιστικότητας για τη χρήση αυτών των δυνάμεων προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που θέτει η κάθε πλευρά.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν από τη μια πλευρά οι σαφείς στόχοι της Άγκυρας και η διάθεσή της να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για να τους πετύχει. Από την άλλη, την ελληνική πλευρά, σαφής είναι επίσης η έλλειψη πίστης στις δυνάμεις που διαθέτει η χώρα, γεγονός που καθιστά «μονόδρομο» τον «συμβιβασμό» στις απαιτήσεις του ισχυρού γείτονα.
Αναζητώντας, τέλος, κάποιες από τις αιτίες της ελληνικής αδυναμίας, όπως αυτές καταγράφονται στον συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι δύο πρώην υπουργοί Άμυνας της χώρας, την περίοδο που «έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» και υλοποιήθηκαν θηριώδους μεγέθους εξοπλιστικά προγράμματα, πέρασαν τελικά από τις φυλακές του Κορυδαλλού...
Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία...
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Ποιοι (και γιατί) μαγειρεύουν ελληνοτουρκικό διάλογο
Παρά τις προσδοκίες για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που γεννήθηκαν (σε αφελείς ή επαγγελματίες χειροκροτητές των κυβερνητικών χειρισμών) μετά την αποδοχή από τον Ερντογάν της τηλεφωνικής κλήσης του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά παραμένει ίδια και συνοψίζεται γλαφυρά από τα πρωτοσέλιδα του φιλοκυβερνητικού τουρκικού Τύπου:
«Πρόκληση από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ελλάδας προς την Τουρκία. Επισκέφθηκε τη νήσο Εssek» (πρόκειται για το Αγαθονήσι). «Η Σακελλαροπούλου πήγε με ελικόπτερο στο τουρκικό αυτό έδαφος». Μ’ αυτόν τον τρόπο οι εφημερίδες που στηρίζουν τον Ερντογάν και την πολιτική του στέλνουν το μήνυμα περί των σταθερών και αμετάβλητων τουρκικών θέσεων και επιδιώξεων...
Οι τουρκικές θέσεις και επιδιώξεις έχουν ξεκαθαριστεί το τελευταίο διάστημα με αδιαμφισβήτητο τρόπο τόσο με δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων όσο και με πράξεις: πτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, ασκήσεις, δεσμεύσεις περιοχών κ.λπ. Συνοψίζοντας η Άγκυρα έχει ξεκαθαρίσει ότι:
● Τα νησιά στο ανατολικό Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα έχουν παραχωρηθεί στην Ελλάδα υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποίησής τους. Από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει τοποθετήσει στρατό, παραβιάζει τις συνθήκες που της τα παραχώρησαν. Με άλλα λόγια η Άγκυρα ζητάει το αμυντικό ξεγύμνωμα των νησιών, διαφορετικά ανοίγει θέμα κυριότητας για νησιά όπως η Λέσβος, η Χίος, η Ρόδος κ.λπ.
● Τα νησιά, ακόμη και η Κρήτη στην «ειδική» κατά την άποψή της περίπτωση του δεδομένου γεωγραφικού χώρου, δεν έχουν δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα πέραν των 6 μιλίων των χωρικών τους υδάτων.
● Το ζήτημα των διευθετήσεων στην περιοχή δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό. Με άλλα λόγια οι κανόνες του διεθνούς δικαίου θα πρέπει να λάβουν υπόψη τον συντριπτικό υπέρ της Τουρκίας συσχετισμό δύναμης. Η φράση «τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην ανατολική Μεσόγειο ερήμην της Τουρκίας», την οποία διαρκώς επαναλαμβάνουν Τούρκοι αξιωματούχοι, περιγράφει επακριβώς την αντίληψη ισχύος που έχει για τον εαυτό της η Άγκυρα.
Οι «ρεαλιστές»
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμφανίζεται να εκφράζει όλους όσοι εδώ και καιρό στο εσωτερικό της χώρας μας έχουν αποδεχτεί θέσεις όπως «δεν μπορούμε να κάνουμε το Αιγαίο ελληνική λίμνη» ή «κανένα διεθνές δικαστήριο δεν θα αποδώσει πλήρη δικαιώματα σε ΑΟΖ στο Καστελλόριζο».
Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, οι θέσεις αυτές εκφράζουν πεποιθήσεις σύμφωνα με τις οποίες εν τέλει η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί όσα της ανήκουν με βάση το διεθνές δίκαιο και τις υπάρχουσες συνθήκες. Καθώς, λοιπόν, αυτή η αδυναμία καταγράφεται (τουλάχιστον στο μυαλό αυτών που υποστηρίζουν τις θέσεις αυτές) με σαφή τρόπο, η μόνη διέξοδος είναι η αναζήτηση ενός «έντιμου συμβιβασμού».
Το παράδειγμα ενός τέτοιου συμβιβασμού έσπευσε να το προσφέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στις παραχωρήσεις προς την Ιταλία στην πρόσφατη συμφωνία για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Στην εν λόγω συμφωνία η Ελλάδα παραχώρησε το αποκλειστικό κυριαρχικό δικαίωμά της στη θαλάσσια ζώνη πέραν των 6 ναυτικών μιλίων στους Ιταλούς ψαράδες, αναγνωρίζοντας τα «ιστορικά δικαιώματα» που προκύπτουν από την... ενετοκρατία!
Παραδοχή αδυναμίας
Αυτή η επίδειξη «καλή θέλησης» της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς την Ιταλία θα πρέπει να σημειωθεί ότι έγινε αποδεκτή και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον τρόπο αυτόν το ελληνικό πολιτικό σύστημα απέστειλε στην Τουρκία το μήνυμα της διάθεσής του για έναν έντιμο συμβιβασμό.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν κυκλοφορήσει χωρίς να διαψευστούν, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών έχει αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, δημιουργώντας τις συνθήκες που επέτρεψαν στον Μητσοτάκη να τηλεφωνήσει και στον Ερντογάν να απαντήσει στην κλήση.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, για την ακρίβεια τα κόμματα εξουσίας, θεωρούν ότι η επίδειξη καλής θέλησης και αποφασιστικότητας για την επίτευξη ενός έντιμου συμβιβασμού με την Τουρκία είναι επαρκής προϋπόθεση για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Επιπρόσθετα, μάλιστα, πιστεύουν ότι «η καλή διαγωγή» προσφέρει στη χώρα και την υποστήριξη από τους ισχυρούς συμμάχους και εταίρους.
Δεν αντιλαμβάνονται, προφανώς, ότι οι τοποθετήσεις των μεγάλων «παικτών» καθορίζονται με όρους ισχύος. Με πιο απλά λόγια, όσοι τοποθετούνται επί της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης λαμβάνουν υπόψη τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ των δύο χωρών και «ποντάρουν» στον νικητή.
Γι’ αυτό μπορεί το τελευταίο διάστημα να ακούγονται λόγια συμπάθειας προς τα ελληνικά δίκαια, ωστόσο ούτε μια λέξη απ’ όσες ακούγονται δεν μετουσιώνεται σε έμπρακτη υποστήριξη. Ούτε καν από τους Αμερικανούς, οι οποίοι έλαβαν από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. τα πάντα στο ελληνικό έδαφος με την ανανεωμένη συμφωνία για τις στρατιωτικές βάσεις.
Κάπως έτσι, λοιπόν, φίλοι και εταίροι χειροκροτούν την ελληνική σύνεση (η οποία προκύπτει από την εμφανή αδυναμία της χώρας) και σπρώχνουν στο παρασκήνιο για «έντιμη» ελληνοτουρκική συμφωνία...
Ποια συμφωνία;
Τι είδους συμφωνία μπορεί να προκύψει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αν τελικά επιχειρηθεί μια διπλωματική διευθέτηση, είναι εύκολο να το φανταστεί κάποιος, αρκεί να λάβει υπόψη τις δυνάμεις των δύο χωρών, καθώς επίσης και τον βαθμό αποφασιστικότητας για τη χρήση αυτών των δυνάμεων προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που θέτει η κάθε πλευρά.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν από τη μια πλευρά οι σαφείς στόχοι της Άγκυρας και η διάθεσή της να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για να τους πετύχει. Από την άλλη, την ελληνική πλευρά, σαφής είναι επίσης η έλλειψη πίστης στις δυνάμεις που διαθέτει η χώρα, γεγονός που καθιστά «μονόδρομο» τον «συμβιβασμό» στις απαιτήσεις του ισχυρού γείτονα.
Αναζητώντας, τέλος, κάποιες από τις αιτίες της ελληνικής αδυναμίας, όπως αυτές καταγράφονται στον συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι δύο πρώην υπουργοί Άμυνας της χώρας, την περίοδο που «έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» και υλοποιήθηκαν θηριώδους μεγέθους εξοπλιστικά προγράμματα, πέρασαν τελικά από τις φυλακές του Κορυδαλλού...
Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία...
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου