Οι υγειονομικοί που εργάζονται σε μονάδες Υγείας στη Δυτική Αττική δεν περίμεναν την πανδημία για να ανακαλύψουν την εγκληματική γύμνια αυτών των υποδομών. Αυτή «φωνάζει» χρόνια τώρα, ενώ σε κάθε έκτακτο γεγονός αποκαλύπτει τη βάρβαρη πολιτική όλων των κυβερνήσεων. Από τα βιομηχανικά ατυχήματα, όπως την έκρηξη στο διυλιστήριο της «Motor Oil» μόλις τον περασμένο Φλεβάρη, που αν και χωρίς πανδημία δεν υπήρχε ΜΕΘ για να καλύψει τους εγκαυματίες στο μοναδικό νοσοκομείο της περιοχής το οποίο εδρεύει στην καρδιά της βιομηχανικής ζώνης, μέχρι τις φυσικές καταστροφές, όπως τις πλημμύρες της Μάνδρας κ.ο.κ.
Σήμερα, η πανδημία έρχεται να αποκαλύψει ξανά τα τεράστια αυτά προβλήματα, τα οποία δεν είναι «άξια αναφοράς» σε κανένα από τα «πολεμικά ανακοινωθέντα» της κυβέρνησης και τα αυξημένα μέτρα που ανακοινώνει κάθε τόσο.
«Για να αντιμετωπιστεί η εξάπλωση της επιδημίας στη Δ. Αττική, απαιτείται να παρθούν άμεσα μέτρα προστασίας της υγείας στους εργασιακούς χώρους και τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και να ενισχυθούν το "Θριάσιο" Νοσοκομείο και τα Κέντρα Υγείας της περιοχής», δηλώνει στον «Ριζοσπάστη» ο Μανώλης Βαρδαβάκης, νοσηλευτής πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στο «Θριάσιο» Νοσοκομείο και μέλος της ΕΕ της ΠΟΕΔΗΝ.
Και προσθέτει: «Αν και η επιδημιολογική εικόνα επιβεβαιώνει την εξάπλωση της επιδημίας στη Δυτική Αττική, η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην παίρνει - έστω και τώρα - ουσιαστικά μέτρα για την προστασία της υγείας εργαζομένων και κατοίκων, ενώ συνεχίζει να κουνάει το δάκτυλο στις λαϊκές οικογένειες, που πληρώνουν με αυξανόμενη ανεργία και φτώχεια τις συνέπειες της επιδημίας».
Ο Μ. Βαρδαβάκης ξεχωρίζει την ανάγκη επίταξης, αυξημένης φροντίδας για ευάλωτες ομάδες αλλά και μέτρων ενίσχυσης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, αναφέροντας σχετικά με την πολιτική της κυβέρνησης:
«Αντί να επιτάξει τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα για να γίνουν μαζικοί δωρεάν εργαστηριακοί έλεγχοι, ξεκινώντας από τις ευάλωτες ομάδες, π.χ. Ρομά και πρόσφυγες - μετανάστες, "διαπραγματεύεται" μαζί τους την τιμή των εξετάσεων για COVID, εξασφαλίζοντας ότι θα συνεχίζουν να θησαυρίζουν από την επιδημία.
Αντί να δεσμεύσει ξενοδοχεία για την παραμονή νοσούντων, ασυμπτωματικών ή με ήπια συμπτωματολογία - που δεν χρήζουν νοσηλείας σε νοσοκομείο - ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωση της επιδημίας, απειλεί ότι θα "σφραγίσει σπίτι σπίτι" την περιοχή της Δυτικής Αττικής.
Αντί να αυξήσει τα δρομολόγια των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς για να μειώσει τον επικίνδυνο συνωστισμό και την καθημερινή ταλαιπωρία χιλιάδων εργαζομένων και κατοίκων, η κυβέρνηση αξιοποιεί την επιδημία για να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα».
Οσο για την ίδια την κατάσταση των υποδομών Υγείας και του νοσοκομείου, ο Μ. Βαρδαβάκης σημειώνει:
«Η ίδια κυβερνητική πολιτική που ενθαρρύνει την εργοδοτική ασυδοσία ευθύνεται και για τις μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό και εξοπλισμό στις δημόσιες μονάδες της περιοχής, που θα μεγαλώσουν με τη νέα μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για την Υγεία κατά 572 εκατ. ευρώ.
Αντί να ενισχύσει με επαρκές προσωπικό και εξοπλισμό το "Θριάσιο" Νοσοκομείο, σχεδιάζει να μετακινήσει γιατρούς προς τα Νοσοκομεία Γιαννιτσών και Κατερίνης και επισκέπτριες Υγείας σε Κέντρα Υγείας.
Αποτέλεσμα των ελλείψεων είναι ότι το ιατρείο COVID του ΤΕΠ στελεχώνεται ακόμη και από ορθοπεδικούς, χειρουργούς καρδιολόγους, ενώ 5 μόνο πνευμονολόγοι έχουν την ευθύνη για περισσότερους από 50 ασθενείς.
Παρόμοιες είναι οι ελλείψεις και στα Κέντρα Υγείας της περιοχής. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Κέντρο Υγείας Ελευσίνας δεν υπάρχει παιδίατρος, όπως και στο Κέντρο Υγείας Ασπροπύργου, όπου δεν υπάρχει πνευμονολόγος, ενώ μόλις πρόσφατα προσλήφθηκε μία καθαρίστρια μετά από κοινοβουλευτική παρέμβαση του ΚΚΕ. Στο Κέντρο Υγείας Μεγάρων, αν και υπήρχαν θετικά κρούσματα, δεν έγινε ο αναγκαίος εργαστηριακός έλεγχος, ενώ απειλήθηκαν με πειθαρχικές κυρώσεις εργαζόμενοι που εκτέθηκαν στον ιό».
Σήμερα, η πανδημία έρχεται να αποκαλύψει ξανά τα τεράστια αυτά προβλήματα, τα οποία δεν είναι «άξια αναφοράς» σε κανένα από τα «πολεμικά ανακοινωθέντα» της κυβέρνησης και τα αυξημένα μέτρα που ανακοινώνει κάθε τόσο.
«Για να αντιμετωπιστεί η εξάπλωση της επιδημίας στη Δ. Αττική, απαιτείται να παρθούν άμεσα μέτρα προστασίας της υγείας στους εργασιακούς χώρους και τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και να ενισχυθούν το "Θριάσιο" Νοσοκομείο και τα Κέντρα Υγείας της περιοχής», δηλώνει στον «Ριζοσπάστη» ο Μανώλης Βαρδαβάκης, νοσηλευτής πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στο «Θριάσιο» Νοσοκομείο και μέλος της ΕΕ της ΠΟΕΔΗΝ.
Και προσθέτει: «Αν και η επιδημιολογική εικόνα επιβεβαιώνει την εξάπλωση της επιδημίας στη Δυτική Αττική, η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην παίρνει - έστω και τώρα - ουσιαστικά μέτρα για την προστασία της υγείας εργαζομένων και κατοίκων, ενώ συνεχίζει να κουνάει το δάκτυλο στις λαϊκές οικογένειες, που πληρώνουν με αυξανόμενη ανεργία και φτώχεια τις συνέπειες της επιδημίας».
Ο Μ. Βαρδαβάκης ξεχωρίζει την ανάγκη επίταξης, αυξημένης φροντίδας για ευάλωτες ομάδες αλλά και μέτρων ενίσχυσης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, αναφέροντας σχετικά με την πολιτική της κυβέρνησης:
«Αντί να επιτάξει τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα για να γίνουν μαζικοί δωρεάν εργαστηριακοί έλεγχοι, ξεκινώντας από τις ευάλωτες ομάδες, π.χ. Ρομά και πρόσφυγες - μετανάστες, "διαπραγματεύεται" μαζί τους την τιμή των εξετάσεων για COVID, εξασφαλίζοντας ότι θα συνεχίζουν να θησαυρίζουν από την επιδημία.
Αντί να δεσμεύσει ξενοδοχεία για την παραμονή νοσούντων, ασυμπτωματικών ή με ήπια συμπτωματολογία - που δεν χρήζουν νοσηλείας σε νοσοκομείο - ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωση της επιδημίας, απειλεί ότι θα "σφραγίσει σπίτι σπίτι" την περιοχή της Δυτικής Αττικής.
Αντί να αυξήσει τα δρομολόγια των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς για να μειώσει τον επικίνδυνο συνωστισμό και την καθημερινή ταλαιπωρία χιλιάδων εργαζομένων και κατοίκων, η κυβέρνηση αξιοποιεί την επιδημία για να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα».
Οσο για την ίδια την κατάσταση των υποδομών Υγείας και του νοσοκομείου, ο Μ. Βαρδαβάκης σημειώνει:
«Η ίδια κυβερνητική πολιτική που ενθαρρύνει την εργοδοτική ασυδοσία ευθύνεται και για τις μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό και εξοπλισμό στις δημόσιες μονάδες της περιοχής, που θα μεγαλώσουν με τη νέα μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για την Υγεία κατά 572 εκατ. ευρώ.
Αντί να ενισχύσει με επαρκές προσωπικό και εξοπλισμό το "Θριάσιο" Νοσοκομείο, σχεδιάζει να μετακινήσει γιατρούς προς τα Νοσοκομεία Γιαννιτσών και Κατερίνης και επισκέπτριες Υγείας σε Κέντρα Υγείας.
Αποτέλεσμα των ελλείψεων είναι ότι το ιατρείο COVID του ΤΕΠ στελεχώνεται ακόμη και από ορθοπεδικούς, χειρουργούς καρδιολόγους, ενώ 5 μόνο πνευμονολόγοι έχουν την ευθύνη για περισσότερους από 50 ασθενείς.
Παρόμοιες είναι οι ελλείψεις και στα Κέντρα Υγείας της περιοχής. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Κέντρο Υγείας Ελευσίνας δεν υπάρχει παιδίατρος, όπως και στο Κέντρο Υγείας Ασπροπύργου, όπου δεν υπάρχει πνευμονολόγος, ενώ μόλις πρόσφατα προσλήφθηκε μία καθαρίστρια μετά από κοινοβουλευτική παρέμβαση του ΚΚΕ. Στο Κέντρο Υγείας Μεγάρων, αν και υπήρχαν θετικά κρούσματα, δεν έγινε ο αναγκαίος εργαστηριακός έλεγχος, ενώ απειλήθηκαν με πειθαρχικές κυρώσεις εργαζόμενοι που εκτέθηκαν στον ιό».
Καρκινοβατούν οι δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας
Για την κατάσταση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, που σε αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μιλάει στον «Ριζοσπάστη» ο Βασίλης Τοπαλλιανίδης, πνευμονολόγος στο Κέντρο Υγείας Αχαρνών και επικεφαλής της «Λαϊκής Συσπείρωσης» στο δήμο Αχαρνών, μέλος του ΔΣ της Ομοσπονδίας ΠΟΣΕΥΠΠΦΥ.
Σημειώνει ότι «το κράτος φέρει εξολοκλήρου την ευθύνη για τη διαρκή υποβάθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) στη χώρα. Η κατάσταση αυτή είναι ακόμα χειρότερη σε περιοχές όπως οι δήμοι της Δυτικής Αττικής, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι και μάλιστα με μεγάλα ποσοστά ανεργίας.
Μισό εκατομμύριο άνθρωποι διαβιούν στους δήμους της Δυτικής Αττικής με τους μεγάλους και μικρούς εργασιακούς χώρους, δίπλα σε διυλιστήρια, χωματερές, σε γκέτο, σε εκτός σχεδίου περιοχές χωρίς υποδομές, εντελώς εγκαταλελειμμένοι από όλες τις κυβερνήσεις. Είναι διαχρονικά υπεύθυνες, όπως και τώρα, για τις πολιτικές απαξίωσης της Υγείας του λαού. Τώρα με την έλευση της πανδημίας έγιναν πια φανερές οι εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες, τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο κύμα.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της κυβερνητικής αδιαφορίας προς τη δημόσια δομή Υγείας στον δήμο Αχαρνών είναι η μεθοδευμένη υποβάθμιση του Κέντρου Υγείας (ΚΥ) σε σχέση με την ιδιωτικοποιημένη "Πολυκλινική ΑΕ", η οποία ως ιδιωτική απέσυρε το ιατρικό προσωπικό της από την παροχή ΠΦΥ καθ' όλη τη διάρκεια του πρώτου κύματος. Σήμερα, η "Πολυκλινική", με την υποστήριξη της κυβέρνησης, και εν μέσω του δεύτερου κύματος, πιέζει ασφυκτικά για την απομάκρυνση του ΚΥ από το κτίριο στο οποίο συστεγάζονται, δίνοντας ένα ακόμα πλήγμα στην ΠΦΥ.
Ακόμα και για το πρόγραμμα εμβολιασμών, ενώ υπάρχουν χώροι, μεταφέρονται γραφεία και προσωπικό (που ήδη δεν επαρκεί) σε άλλο κτίριο, μη τυχόν και μολυνθεί η ιδιωτική δομή της "Πολυκλινικής". Αποσύρει ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τη μονάδα μιας και δεν υπάρχουν γιατροί να πλαισιώσουν και τα δύο. Επίσης, 13 από τους 26 ιατρούς είναι επικουρικοί, κάτι που σημαίνει ότι με τη λήξη της πανδημίας το ΚΥ θα αποδυναμωθεί κι άλλο».
Οπως εξηγεί ο Β. Τοπαλλιανίδης, «η σημερινή κατάσταση έχει την αιτία της, που δεν είναι άλλη από τις τεράστιες ελλείψεις σε υποδομές και προσωπικό με τεράστιους κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Από το ΚΥ Μεγάρων μέχρι το ΚΥ Ελευσίνας, Ανω Λιοσίων και Αχαρνών η υποστελέχωση είναι το κύριο χαρακτηριστικό.
Στο διάστημα αυτό η κυβέρνηση αλλά και οι διοικήσεις κάθε άλλο παρά στήριξαν το προσωπικό. Ακόμα και σε συμβάντα επαφής με επιβεβαιωμένα κρούσματα, έδιναν προφορικές εντολές για έναν γρήγορο καθαρισμό, κάνοντας λάστιχο τα υγειονομικά πρωτόκολλα σε τέτοιους ευαίσθητους χώρους. Απειλούν ακόμα και με κυρώσεις εάν κάποιος από το προσωπικό νοσήσει. Αυτοί είναι, αυτό κάνουν. Στο ΚΥ Μεγάρων το ιατρικό - νοσηλευτικό προσωπικό κατάφερε να σώσει ασθενή που ήταν θετικός στον κορονοϊό. Κι όμως, η διοίκηση τόλμησε να ενοχοποιήσει το προσωπικό για επιμόλυνση, επειδή πρόταξαν τη σωτηρία του ασθενούς και δεν «λογάριασαν» το ΚΥ που θα έμενε κενό.
Αυτός είναι ο καημός τους. Φυσικά καμιά σκέψη να ενισχύσουν τον δημόσιο χαρακτήρα με προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, με ενίσχυση των υλικών προστασίας, με επίταξη του ιδιωτικού τομέα, με γρήγορη και εύκολη πρόσβαση σε δωρεάν τεστ για όλους, με στοχευμένους ελέγχους σε κλειστούς πληθυσμούς, σε πρόσφυγες και άλλους.
Η κυβέρνηση δεν έλαβε ούτε μια φορά υπόψη της τις προτάσεις της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) ούτε και του Συλλόγου των Γιατρών ΠΦΥ».
Πηγή:www.rizospastis.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου